15.1.12

σκιουράκια για το 2012













Οι σκίουροι πετούν
Θεριεύουν
Της νύχτας τα βουνά

[Μιτσουχάσι Τοσίο, 1920-2001]


Λέει ο Σουνρύου Σουζούκι: «Ό,τι βλέπουμε αλλάζει, χάνοντας την ισορροπία του. Ο λόγος που καθετί φαίνεται όμορφο είναι επειδή βρίσκεται εκτός ισορροπίας, ενώ το βάθος του πάντα στέκει σε απόλυτη αρμονία.» Και λίγο πιό μετά: «Ο Ντογκέν λέει: “Ο χρόνος κυλά απ’ το παρόν στο παρελθόν”». Και συνεχίζει, μιλώντας για τη γυναίκα του ξακουστού πολεμιστή Γιοσιτσούνε, που, αφού εκείνος σκοτώθηκε, έγραψε –

Σαν την κλωστή
Που ξετυλίγεται
Απ’ την κουβαρίστρα
Θέλω τα περασμένα
Να γίνουν τώρα

Τότε κουβάρι ξετυλίγονται τα γιαπωνέζικα ποιήματα, διαβασμένα καιρό. Ανοίγω πάλι τα βιβλία, κι ακολουθώ τα σημαδάκια που διαλέγουν με μολύβι: τάνκα και χάικου, πεντάστιχα και τρίστιχα. Με τα τρίστιχα νά ’χουν γεννηθεί απ’ το παιχνίδι των φίλων, να φτιάχνουνε γιρλάντες με πεντάστιχα: γράφοντας ο πρώτος τρεις στίχους, ο επόμενος δυό, ο τρίτος άλλους τρεις, ο τέταρτος πάλι δύο, και ουτωκαθεξής – δένοντας ο ένας με του άλλου την φωνή.

Κοιτάζω πάλι: το παρελθόν ξαναγίνεται παρόν.

*













Κανείς δεν μίλαγε
Οικοδεσπότης καλεσμένοι
Τα λευκά χρυσάνθεμα

[Ρύοτα]


Άγνωστο πόσο πριν από τον 8ο αιώνα, όμως σίγουρα μακρυά από τον καλό της, η Πριγκήπισσα Ίουα ίσως, μα μπορεί κι η Πριγκήπισσα Σοτόσι, αλλά τελοσπάντων μάλλον κάποια άλλη, έγραψε –

Πολύ βαστά
Το ταξίδι του Κυρίου μου
Να βγω να ψάξω στο βουνό
Για να τον συναντήσω;
Ή ήσυχα να καρτερώ;

Αν τό ’γραψε η Ίουα, θά ’ναι για τον αγαπημένο κι αδελφό της, Πρίγκηπα Κάρου – αργότερα όμως, η Δέσποινα Οτόμο νο Σακανόε προσμένοντας τον ανηψιό της Οτόμο νο Γιακαμότσι –

Του νεαρού Κυρίου μου
Λεπτά τα ενδύματα
Ω άνεμοι του Σάχο
Μη φυσάτε πολύ δυνατά
Μέχρι να φτάσει σπίτι

Άραγε για τον ίδιον να είχε πει –

Μη χαμογελάς
Σαν βουνό καταπράσινο
Με σύννεφο
Να διαβαίνει μπροστά του
Θα λεν πως αγαπιόμαστε

Μα κι αυτός, κάθε άλλο παρά ντρόπιασε το σόι του:

Όταν βλέπω την πρώτη νέα σελήνη
Αχνή στο λυκόφως
Σκέφτομαι τα φρύδια νυχτοπεταλούδας
Ενός κοριτσιού που είδα
Μόνο μιά φορά


Η κραυγή του ελαφιού
Τόσο τρανή
Μες στ’ αδειανά βουνά
Που μιά ηχώ
Της απαντά σαν νά ’ταν ελαφίνα

Τότε λοιπόν, στην αυγή του 8ου αιώνα, έστειλε –όπως συνηθιζόταν– στην γυναίκα με την οποία μόλις είχε μοιραστεί την νύχτα, ο Φουτζιουάρα νο Χιροτσούγκου το ποίημα αυτό, δεμένο μ’ έναν κλώνο κερασιάς:

Σε κάθε κλαδάκι
Απ’ αυτά τα λουλούδια
Εκατοντάδες λέξεις
Κρύβονται
Μην τους φερθείτε αστόχαστα

Κι εκείνη αμέσως –όπως επίσης επιβαλλόταν– του αποκρίθηκε:

Σε κάθε κλαδάκι
Απ’ αυτά τα λουλούδια
Εκατοντάδες λέξεις
Πώς να χωρέσουν;
Μήπως τσακίστηκαν;

Εκεί κοντά κι ο Γιαμάμπε νο Ακαχίτο, «κασέι», τουτέστιν ‘αγιοποιηθείς’ ποιητής –τόσο σπουδαίος κρίθηκε– έγραψε:

Ήτανε αύριο
Να πάω στ’ ανοιξιάτικα λιβάδια
Να κόψω τα χλωρά βλαστάρια
Χιόνιζε όλη μέρα χθες
Και χιόνισε όλη μέρα σήμερα

και –

Σηκώνεται η ομίχλη
Από τις ήσυχες λίμνες της Ασούκα
Η ανάμνηση
Δεν περνά
Τόσο εύκολα













Την ίδια εποχή, περί το 700 δηλαδή, έζησε και ο κατά πολλούς μέγιστος ποιητής της Ιαπωνίας, ο Κακινομότο νο Χιτομάρο, ‘αγιοποιηθείς’ κι αυτός.

Σήμερα το πρωί δεν θα
Χτενίσω τα μαλλιά μου
Προσκέφαλο ήσαν
Στο χέρι της καλής μου


Στο σπίτι κάθομαι
Στην κάμαρή μας
Πλάι στο κρεβάτι μας
Κοιτάω
Το μαξιλάρι σου


Πάνω στα βότσαλα
Δαρμένος απ’ τα κύματα
Κοιμάται
Το κεφάλι του
Ανάμεσα στα βράχια

Χρυσή η ακόλουθη εποχή Χεϊάν, απ’ τέλη του 8ου ώς τα τέλη του 12ου αιώνα. Να τρεις ανώνυμοι ποιητές της – ή μήπως ποιήτριες;

Σε τούτο το χωριό
Κατ’ ανάγκην την νύχτα θα περάσω
Τ’ άνθη της κερασιάς
Πέσαν και χάθηκα
Λησμόνησα το δρόμο για το σπίτι

– ή και ανάποδα:

Αυτόν τον άνθρωπο θέλω να εμποδίσω
Που έχει πεισμώσει να φύγει
Της κερασιάς λουλούδια
Σύννεφα πέστε πιά
Να μη βρίσκει το δρόμο

Και το κορίτσι λέει στο αγόρι –

Τα μακρυά μου μαλλιά
Χωρισμένα στη μέση
Ξεπέρασαν τους ώμους
Μη θά ’στε σεις αυτός
Που θα τ’ ανασηκώσει;

– όταν θα παντρευτεί, δηλαδή.

Την εποχή Χεϊάν, εξάλλου, έζησαν κι οι μεγάλες λογοτέχνιδες κι εχθρές: η ανελιχθείσα Σέι Σόναγκον κι η αριστοκράτισσα από σόι Μουρασάκι Σικίμπου –

Κάποιος περνά
Κι ενώ διστάζω
Αν είναι αυτός
Η σελήνη μεσάνυχτα
Σκεπάζεται με σύννεφα

– αλλά και η Ακαζόμε Εμόν –

Κακώς περίμενα
Καλύτερα
Να είχα κοιμηθεί κι ονειρευτεί
Παρά να να δω την νύχτα να περνά
Κι αυτό το αργό φεγγάρι να βουτά

– μαζί με την Ιζούμι Σικίμπου –

Θα πάψω να υπάρχω;
Ή θα θυμάμαι
Και πέρα από τον κόσμο
Το στερνό μας αντάμωμα;

– και την Ίζε Ταγιού, την Πρωθιέρεια της Ίζε:  «η λαμπρότερη σύναξη γυναικών στην παγκόσμια λογοτεχνία», όπως αναφωνεί έκθαμβος ο Κέννεθ Ρέξροθ.













Στον 9ο αιώνα, ο εγγονός του Αυτοκράτορα Χέιτζο, Αριουάρα νο Ναριχίρα, ο Μέγας Εραστής της ιαπωνικής λογοτεχνίας, άνδρας ευγενής και καλλιεργημένος, συνέθεσε –ή του αποδίδονται– τα περισσότερα από τα Ίζε μονογκατάρι. Η Πρωθιέρεια της Ίζε, λοιπόν, ένα βράδυ που τον φιλοξενούσε, τον επισκέφτηκε στα δώματά του.  Γυρνώντας στα δικά της το πρωί, του γράφει:

Σεις ήρθατε σε μένα;
Μην ήρθα εγώ σε σας;
Ούτε θυμάμαι πια
Όνειρο ήταν ή αλήθεια
Κοιμόμουν ή αγρυπνούσα

– κι αυτός της απαντά:

Μέσα στα ερέβη
Που σκοτίζουν τις καρδιές μας
Πλανηθήκαμε
Αν είναι αλήθεια ή όνειρο
Ετούτη η νύχτα θα το πει

Παίζοντας κι αυτοί με το σήμερα και την επαύριο, πώς μοιάζουνε αληθινά ν’ ακολουθούν –ίσως για να εξηγήσουν ήδη, αιώνες πριν, την αινιγματική ρήση του Ρίλκε: «ο θάνατος είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στη φύση της αγάπης, που διόλου δεν την αντικρούει»– οι επόμενοι στίχοι τού Ναριχίρα, σκέψεις κάποιου που θαρρεί πως πεθαίνει:

Πως τελικά
Θα υπήρχε ένα μονοπάτι που πρέπει να το πάρω
Μου τό ’χαν ήδη πει
Μα χτες
Δεν ήξερα πως θά ’τανε για σήμερα

Περί το 900, στην γιορτή εγκαινίων ενός κήπου, ο Αυτοκράτορας διέταξε τον Μπουνύα νο Ασαγιάσου να παινέσει το νέο απόκτημα –

Με μιά ριπή του ανέμου
Η λευκή δροσιά
Στο φθινοπωρινό χορτάρι
Σκορπάει
Σαν περιδέραιο κομμένο

Την ίδια εποχή, ο Τάιρα νο Κανεμόρι, που τίποτ’ άλλο δεν ξέρουμε γι’ αυτόν, παρότι ήταν γόνος της τρίτης σπουδαιότερης οικογένειας της χώρας, έγραφε:

Αν και την κρύβω
Η αγάπη γράφεται στο πρόσωπό μου
Τόσο φανερά
Που αυτός μού λέει
«Μα τι σκέφτεσαι;»

Και ο Κι νο Τονομόρι –

Στο αιώνιο φως
Ανοιξιάτικης μέρας
Μαδούν τα άνθη
Σαν την ανάστατη καρδιά

Επίσης τον 10ο αιώνα, ο Κι νο Τσουραγιούκι, μέγας καλλιγράφος, και κύριος συντάκτης της, δεύτερης χρονικά, σημαντικής ποιητικής ανθολογίας, Κόκιν Σου

Πέρα στους βάλτους με τις καλαμιές
Πουλί κρώζει με πόνο
Σαν να θυμήθηκε
Κάτι που κάλλιο νά ’μενε
Λησμονημένο

Κι ο Ονακατόμι νο Γιοσινόμπου –

Το ελάφι στο βουνό με τα πεύκα
Όπου φύλλα δεν πέφτουν
Ξέρει πως ήρθε το φθινόπωρο
Μόνο απ’ τον ήχο της φωνής του

Κι ύστερα τον 11ο αιώνα, η Δέσποινα Σούο –

Κείνη η ανοιξιάτικη νύχτα
Που είχα για προσκέφαλο το χέρι σου
Ουδέποτε υπήρξε
Όνειρο μόνο
Δυστυχώς όμως
Κι έτσι με κουβεντιάζουν

Τον 12ο, ο Φουτζιουάρα νο Κιγιοσούκε δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την ανθολογία που του είχε αναθέσει να συντάξει ο Αυτοκράτορας Νιτζό. Πρόλαβε όμως να ελπίσει –

Ίσως ζήσω ωσότου
Ποθήσω αυτήν την ώρα
Της τόσης δυστυχίας
Και τρυφερά
Την θυμηθώ

Σύγχρονός του ο Μοναχός Σουν-Ε –

Όλη νύχτα
Μ’ αγωνία προσμένω
Τέλος φτάνει η αυγή
Μεσ’ απ’ τις χαραμάδες
Άκαρδη σαν τη νύχτα













Το πέρασμα της ομορφιάς, ο χωρισμός κι ο θάνατος, επικρατούν – πώς αλλιώς. Αλλά καλλιεργείται επίσης η ειδική κατηγορία ποιημάτων που γράφονται –ή έτσι το θέλει η παράδοση– λίγο πριν από την αναχώρηση για τον επόμενο κόσμο.

Ο μοναχός Ζεν, Κόζαν Ιτσίκυο, απεβίωσε την δωδέκατη μέρα του δεύτερου μήνα του έτους 1360, στα εβδομήντα επτά:

Μ’ άδεια χέρια ήρθα στον κόσμο
Ξυπόλητος φεύγω
Ερχομός πηγαιμός
Δυό απλά συμβάντα
Που μπερδευτήκαν

Μ’ ένα άλμα τριών αιώνων, φτάσαμε κιόλας στον 17ο, και στον αγαπημένο ερημίτη, τον Ματσούο Μπασό – του οποίου το ύφος σημαίνεται με χαρακτήρες που επίσης εννοούν: «το ακριβές ύφος».

Σ’ αυτόν τον κήπο
Ολόκληρος αιώνας
Φύλλα νεκρά


Πέφτει ένα φύλλο της παυλώνιας
Γιατί στη μοναξιά μου
Δεν σιμώνεις;


 Έλα πάμε να δούμε
Το χιόνι μέχρι
Να μας σαβανώσει


Πότε πότε τα σύννεφα
Μας ξεκουράζουν
Από το να κοιτάμε τόσο το φεγγάρι


Οστά γυμνά στον κάμπο
Στη σάρκα μου η δαγκωματιά
Του αέρα


Μαυρίζει η θάλασσα
Κρώζουν οι πάπιες
Σκοτεινά λευκές


Εκεί που χάνεται
Του κούκου το τραγούδι
Ένα νησάκι μοναχό


Πρώτες βροχές του θέρους
Κονταίνουν τα ποδάρια
Των γερανών


Μες στο πιθάρι
Κάτω απ’ την καλοκαιρινή σελήνη
Ονειρεύεται ένα χταπόδι


Φθινοπωριάτικη πανσέληνος
Όλη νύχτα
Λογαριάζεις τη λίμνη


Σπουργίτη φίλε μου
Άσ’ την μου σε παρακαλώ την αλογόμυγα
Που μές στ’ ανθάκια παίζει


Χορτάρι του καλοκαιριού
Γιά τόσους στρατιώτες
Τέλος του ονείρου


Θα πεθάνουν οι τζίτζικες
Μα η φωνή τους
Τσιμουδιά


Χωρισμός
Σπειριά του κριθαριού
Τα τυραννούν τα δάχτυλα


Νύχτα καλοκαιριού
Στα ξυλοπάπουτσά μου
Ριγεί η σιωπή


Τι δροσιά
Με τα πόδια στον τοίχο
Ύπνος το μεσημέρι

Και σαν να του απαντά ο κατά 73 χρόνια πρεσβύτερός του, Ματσουνάτα Τεϊτόκου:

Αν ο καθείς το μεσημέρι
Έχει ανάγκη από έναν υπνάκο
Φταίει το φθινοπωρινό φεγγάρι

Αντίθετα, ο μαθητής του, Τακαράι Κικάκου –

Ας φέγγει το φεγγάρι
Στον νυχτωμένο δρόμο
Όποιου φέρνει λουλούδια













Από τον κύκλο του Μπασό και ο Νάιτο Τζοσό –

Ξύπνημα
Μες στις φωνούλες των εντόμων
Ο βήχας μου


Τίποτα γύρω
Κάμποι βουνά
Τα έκλεψε το χιόνι

Και ο σχεδόν σύγχρονός του, Ενομότο Κιτάκου –

Η γάτα τό ’χαψε
Του τριζονιού η σύντροφος
Μπορεί αυτό να κλαίει

Ο άλλος σύγχρονός τους, ο Ουέτζιμα Ονιτσούρα, γράφει για το πρώτο πρωί της νέας χρονιάς:

Το Μέγα Πρωινό
Φυσούν μέσ’ απ’ τα πεύκα
Άνεμοι αρχαίοι

– και για την κάθε άνοιξη:

Σκελετοί
Τυλιγμένοι μετάξια
Θαυμάζουμε τα άνθη

Ενώ ο υστερότερος Σίντα Γιάμπα –

Σκούπισα τον κήπο
Κι ύστερα να πέσαν
Καμέλιες

Τον ίδιο αιώνα έζησε κι ο άλλος Μέγας Δάσκαλος του χάικου, ο Γιόσα Μπουσόν.

Μες στα νεαρά χορτάρια
Η ιτιά
Ξεχνάει τις ρίζες της


Έπεσε το λουλούδι
Κι όμως η εικόνα στέκει
Της παιώνιας


Γι’ αυτόν που φεύγει
Γι’ αυτόν που μένει
Δύο φθινόπωρα


Μ’ έναν υπνάκο
Κρύβομαι εντός μου
Χειμωνιάτικη μόνωση


Αρχαία λίμνη
Στο βυθό ένα πέδιλο από άχυρο
Και να πέφτει χιονόνερο


Μες στο παλιό πηγάδι
Ψάρι χάφτει κουνούπι
Βγάζει ήχο μαύρο το νερό


Χαράζει
Κολυμπούν στα ρηχά όσα ψαράκια
Γλίτωσαν από τους κορμοράνους


Έπαψε η μπόρα
Ποντικός
Περνάει το ρέμα


Πέφτει
Μες στου παλιού πηγαδιού το σκοτάδι
Μία καμέλια


Μες στην λευκή δαμασκηνιά
Τώρα η νύχτα
Γίνεται αυγή


Γιά να τραγουδήσει
Το αηδόνι ανοίγει μόνο
Ράμφος τόσο δα













Μαθητής του Μπουσόν, ο Σόχα – ωστόσο ο δάσκαλός του έζησε πιό πολύ, ώστε να γράψει τον πρόλογο στην συλλογή του μαθητή του.

Βροχή ανοιξιάτικη
Τα σκεπάσματα ακόμη σαν σώμα
Κι ας σύρθηκα έξω

Σύγχρονοί τους, ο Ταν Ταϊγκί –

Ερωτευμένος γάτος
Δεν τον νοιάζει το ρύζι
Που έμεινε στα μουστάκια του

– και η Σέιφου-τζο –

Του δείχνουν λουλούδι
Και το παιδάκι
Το στόμα ανοίγει

Μες στον ίδιο αιώνα κι ο τρίτος Δάσκαλος, ο Κομπαγιάσι Ίσσα.

Ανάμεσα στ’ ανθάκια της δαμασκηνιάς
Σκορπάω σαρδέλλες
Μνήμα του γάτου μου


Στη μεγάλη σάλα
Ένας άνθρωπος
Μία μύγα


Ήθελε να κρατήσει το παιδί
Ανάμεσα στα δάχτυλα
Τις στάλες της δροσιάς


Του κοιμισμένου σκύλου
Στέμμα ελαφρύ
Ένα φύλλο


Με το πρώτο πεπόνι της χρονιάς
Σφιχτά αγκαλιά
Κοιμάται το παιδί


Η ηλικία της σελήνης;
Θά ’λεγα δεκατρία –
Περίπου


Με την πορδή του αλόγου
Ξύπνησα
Και είδα να πετούν πυγολαμπίδες


Κεραυνός και βροντή
Με κάθε αστραπή
Ο κόσμος γιάνει














Και μερικά ‘επιθανάτια ποιήματα’ απ’ τον αιώνα αυτό.

Ο μοναχός Ζεν, Ντοκύο Ετάν, αποχαιρέτησε τον κόσμο τούτο την έκτη ημέρα του δέκατου μήνα του 1721, ογδόντα ετών. Ως πρώην σαμουράι, ήταν αυστηρός μοναχός, και δεν πίστευε πως σώζουν τα λόγια, παρά μόνο η σωστή στάση στον διαλογισμό. Σε αυτήν και έγραψε τους πιό κάτω στίχους – ύστερα απόθεσε το πινέλο του, μουρμούρισε ένα παλιό τραγούδι, βροντογέλασε ξαφνικά, και πέθανε.

Εδώ στη σκιά του θανάτου είναι δύσκολο
Να προφέρεις την τελευταία λέξη
Μόνο θα πω λοιπόν
«Χωρίς λόγια»
Τίποτε άλλο
Τίποτε άλλο

Η Τσιγιόνι, που έγινε μοναχή στα πενήντα πέντε, πέθανε στα εβδομήντα τρία –

Τό ’δα και το φεγγάρι
Και τώρα κόσμε
«Υμέτερη...»

– ενώ ο Γκοζάν στα εβδομήντα ένα, το 1789 –

Το χθεσινό το χιόνι
Που έπεσε σαν πέταλα ανθών
Ξανάγινε νερό

Τον 19ο αιώνα πέθανε ο Χαναμπούσα Ικκέι –

Έλεγα πως θα ζήσω
Δυό αιώνες ή τρεις
Μα να ο θάνατος
Παιδί
Μόλις ογδονταπέντε

Και ο Κίμπα το 1868, στα εννενήντα –

Το γερασμένο σώμα μου
Μία δροσοσταλίδα
Που βάρυνε στην άκρη από το φύλλο

Στα τέλη του αιώνα αυτού, ο Μασαόκα Σίκι αποπειράται να ανανεώσει την απολιθωμένη πλέον παράδοση. Αποτολμά ακόμα και να ασκήσει κριτική στον Μπασό, προτιμώντας να συνταχθεί με τον Μπουσόν, και την μεγαλύτερη προσήλωσή του στις σύνθετες όψεις της πραγματικής ζωής.

Ανοιξιάτικη μέρα
Το βλέμμα χάνεται σε κήπο
Φαρδύ τρία πόδια


Ίχνος κανένα
Αυτού που χώθηκε
Καλοκαιριάτικα στο δάσος


Βροχή του φθινοπώρου
Οι ορτανσίες
Αποφάσισαν – μπλε


Ανάρρωση
Κουράζονται τα μάτια
Να θαυμάζουν τα ρόδα














Στον 20ο αιώνα πιά, ο Σαντόκα δεν τα κατάφερε στην οικογενειακή επιχείρηση σακέ, έγινε αλκοολικός, χρίστηκε μοναχός, και κατέληξε περιπλανώμενος επαίτης. Ενδεχομένως αυτό να αποζητούσε εξαρχής:

Στο δρόμο χάθηκα
Κι έτσι εκεί ακριβώς
Σταμάτησα

Μα κι άλλοι –κι άλλες– στέκουνε δίπλα στους παλιούς Δασκάλους.

Αίφνης, η Χίσα –

Βγάζω το φόρεμα με τ’ άνθη
Κι είμαι πιασμένη
Σε μυριάδες ζώνες

Ο Οτάνι Κουμπούτσου –

Μ’ ανοιχτό στόμα το παιδί
Κοιτάει τ’ άνθη που πέφτουν –
Ο Βούδας

Ο Γιοτσούγια Ρύου –

Κρίνο
Ορθό στο βάζο
Της βροντής αδερφάκι

Ο Καουαχιγκάσι Χεκιγκότο –

Ξεριζώνω ένα χόρτο
Τόσο βαθύ
Τόσο λευκό που με πονά

Ο Σουμιτάκου Κενσίν –

Όλο και πιό κρύο
Το μαύρο τηλέφωνο
Της νύχτας

Κι ο Μποκουσούι, που πεθαίνει σαράντα χρονών, την 29η Νοεμβρίου 1914 –

Μιά λέξη για το χαίρε;
Το χιόνι λυώνει
Άοσμο

*














Ο νέος πατέρας
Νανουρίζει
Παράφωνα

[ανωνύμου]


Ο Κινέζος ποιητής της εποχής των Τανγκ –εν πολλοίς παράλληλης της ιαπωνικής Χεϊάν– Λεάνγκ-Κιάι, είχε πει: «Καλούμε νεκρή την φράση όπου η γλώσσα παραμένει γλώσσα: ζωντανή είναι η φράση όπου η γλώσσα παύει να είναι γλώσσα.» [7.10] Και το χωρίο του Σουζούκι, που με πήγε και μ’ έφερε, κλείνει: «Όπως είπε ο Ντογκέν λοιπόν: “Ο χρόνος κυλά απ’ το παρόν στο παρελθόν”. Αυτό δεν αληθεύει για τον λογικό μας νου, αλλ’ αληθεύει ως βιωμένη εμπειρία του παρελθόντος που γίνεται παρόν. Εκεί η ποίηση, εκεί και η ζωή.»



Πηγές

Ιαπωνικά δεν γνωρίζω. (Συνεπώς, ενδέχεται και τα ονόματα να παρατονίζω). Αλλά όποιος επείγεται να φτιάξει γλυκό, χρησιμοποιεί κατ’ ανάγκην τα υλικά που διαθέτει. (Και, ενίοτε, παραλλάσσει τις δόσεις.)

  1. Shunryu Suzuki, Zen mind, beginner’s mind, Weatherhill, 1999.
  2. G. Renondeau [μτφρ., εισ. και σχόλια], Anthologie de la poesie japonaise classique, Poesie / Gallimard, 1971.
  3. Ούλριχ Μπέερ [ανθολ.], Ο οδηγός του ποιητή για τη ζωή – Η σοφία του Ρίλκε [μτφρ.: Αλεξάνδρα Παπανικολάου], Πατάκης, 2009.
  4. Kenneth Rexroth, One hundred poems from the Japanese, New Directions, 1964.
  5. Stephen Adiss, with Fumiko and Akira Yamamoto, Haiku people – big and small, in poems and prints, Weatherhill, 1998.
  6. Elena Dal Pra [επιμ.], Haiku – Il fiore della poesia giapponese da Basho all’ Ottocento, Oscar Mondadori, 1998.
  7. Corinne Atlan et Zeno Bianu [παρουσ., επιλ. και μτφρ.], Haiku – Anthologie du poeme court japonais, Poesie / Gallimard, 2002.
  8. Yoel Hoffmann [συλλ., εισ. και σχόλια], Japanese death poems – written by Zen monks and haiku poets on the verge of death, Charles E. Tuttle Company, 1986.


Σημείωση: 

Το κείμενο αυτό γράφτηκε για την Αλεξάνδρα Πλαστήρα στις 10.ii.2010, και δημοσιεύτηκε μαζί με δύο ίδιας απεύθυνσης κείμενα -της Παυλίνας Μάρβιν και της Δανάης Σιώζιου-, εισαγωγή της τελευταίας, και μια θαυμάσια εικόνα του Λεωνίδα Γιαννακόπουλου, στο 3ο τεύχος του "Τεφλόν", την άνοιξη του 2010.
Ας ανοίξουν τώρα, τα σκιουράκια αυτά, ένα ξέφωτο για τους ξυλοκόπους το 2012.

[φωτ.: π.ι., x.2011]

27.12.11

οι άνθρωποι ο θεός



















νομίζω πως την κουβέντα της χρονιάς [καθώς κλείνει, τουλάχιστον], την ξεστόμισε η χάρις αλεξίου [στον γιώργο χρονά, στην "lifo"]:

"οι άνθρωποι πρέπει να είναι μαζί. τότε υπάρχει θεός."



[φωτ.: π.ι., 13.i.2010]

21.12.11

τα δώρα


πάρε τα δώρα της ψυχής σου να 'ρτεις.
σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου.
στον κήπο μου αρρώστησεν ο μάρτης,
και αρρώστησεν ο μάρτης στην καρδιά μου.
πάρε του πόνου σου τη σμύρνα κι έλα.
όλα θε να σ' αρέσουν· έχω κόψει
το ρόδο, στο παράθυρο, που εγέλα
την αυστηρή μου βλέποντας την όψη.

πάρε απαλά τον οίχτο σου, να φτάσεις,
και πάρε του καημού σου τη γαλήνη.
στα μάτια μου το χέρι θα περάσεις,
το βραδινό μου δέος για ν' απαλύνει.


[στη μνήμη του βασίλη διοσκουρίδη, το "πάρε τα δώρα..." από τα νηπενθή του καρυωτάκη, που τον αγαπούσε]

1.12.11

πρώτη δεκεμβρίου















1η δεκεμβρίου, παγκόσμια ημέρα κατά του aids σήμερα. και προχτές ξαναείδα -σε άγνωστή μου φωτογραφία- την νεανική μορφή του thom gunn, του οποίου το προτελευταίο βιβλίο [το 1992] ήταν ο άντρας που ίδρωνε τις νύχτες*. κι είπα να ξαναβάλω δυό ποιήματα από κει:



ΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ


Ήτανε τα γενέθλιά σου, είχαμε πιεί, δειπνήσει
Τη μισή νύχτα με τον παλιό μας φίλο
Τέλος σ’ ένα κρεββάτι μας οδήγησε
Που τό ’φτασα με μία μεθυσμένη δρασκελιά.
Μεμιάς πλάγιασα βολικά,
Και γλαρωμένος από το κρασί λαγοκοιμόμουν στο πλευρό.

Λαγοκοιμόμουνα, κοιμήθηκα. Ο ύπνος μου διακόπηκε μες σ’ ένα αγκάλιασμα,
Ξαφνικά, από πίσω,
Που εφάρμοζε τα σώματά μας τό ’να στ’ άλλο από πάνω ώς κάτω:
Το πέλμα σου στη φτέρνα μου,
Τις ωμοπλάτες μου πάνω στο στήθος σου.
Δεν ήταν έρωτας, αλλά ένοιωθα
Το σώμα σου μ’ όλη τη δύναμή του ζυγιασμένη,
Ή αντιμέτωπη με τη δική μου,
Μ’ εσένα να με θηλυκώνει
Σαν νά ’μασταν ακόμη εικοσιδυό
Όταν το μέγα πάθος μας δεν είχε ακόμη
Γίνει οικείο.
Ο γρήγορός μου ύπνος είχε σβήσει κάθε ίχνος
Ενδιάμεσου χρόνου και τόπου.
Γνώριζα μόνο
Την εμμονή της ασφαλούς σφιχτής στεγνής σου αγκαλιάς.



ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΙ ΒΑΥΚΙΣ


αγάπη δίχως ίσκιους – W.C.W.**


Δυό κορμοί σαν σώματα, σώματα σαν κορμοί πλεγμένοι
Στηριγμένοι στο ξύλινο αγκάλιασμα. Φύλλα γυαλίζουν
Από τρυφερή συνήθεια στα άκρα.
Αληθινά ο ένας για τον άλλον, τόσον καιρό αγκαλιασμένοι
Που οι φλούδες τους ενώθηκαν, έσμιξαν σε ροή μία
Που και τους δυό σκεπάζει. Φωτίζει ο χρόνος τον ωραίον όγκο.
Οι θεοί ευγνωμονούσαν, και για κάθε προστασίας προσφορά
Δώριζαν προστασία χιλιαπλάσια.
Κι έτσι το ζεύγος στάλαξε στο χώμα
Τις διαφορές που επέτεινε το όψιμό τους σφρίγος
Κάνοντας τις ανταλλαγές τους τραχειές κι αλμυρές,
Και βρήκε, με την αγάπη που ίσια στάθηκε στο ζύγι,
Πλέρια γαλήνη της ψυχής. Άφησαν την αμηχανία πίσω τους
Πάει πολύς καιρός, πάει πολύς καιρός που ξέχασαν
Πώς ο καθένας ξύπναγε χώρια μες στην χλωμή και γκρίζα νύχτα,
Πάει καιρός που ξέχασαν τις μέρες που ο καθένας
–Καβαλικεύοντας του άλλου το νευρικό υπερχείλισμα–
Γνώριζε ρίγος αργό μαθαίνοντας πώς ν’ αγαπά
Αυτό, που σαν σιγά σιγά αποκαλυφθεί, γίνεται ο εαυτός του,
Διαστέλλεται, ξεθηκαρώνεται, καθώς εξερευνούν οι δυνατές αχτίδες:
Ένα εφεύρημα μες στην διαρκή αποκάλυψη.

Έχουν κυλήσει σε αιώνιο ύπνο,
Στην γαλήνη των δέντρων που όλη νύχτα ψιθυρίζουν.


* ευτυχώς, σήμερα πλέον, χάρη στην επιτυχία της αντιρετροϊκής θεραπείας, κάποιοι νεότεροι ίσως να αγνοούν ότι, πριν απ' αυτήν, οι επαναλαμβανόμενες, εντονότατες νυχτερινές εφιδρώσεις ήταν από τα ενδεικτικά σημάδια της νόσου

** william carlos williams - ο σπουδαίος αμερικανός μοντερνιστής ποιητής που είπε: "τα ποιήματα φτιάχνονται με λέξεις, όχι με ιδέες"

φωτ. -που δεν είναι αυτή του λευκώματος, αλλ' ίσως απ' την ίδια σειρά- είναι της rosalie thorne mckenna, τραβηγμένη στο hyde park του λονδίνου το 1957, τρία χρόνια μετά την δημοσίευση του πρώτου του βιβλίου, κι ενώ εκείνος είχε ήδη μεταναστεύσει στο σαν φρανσίσκο.]

22.11.11

"10 x (12 + 12)" _ "παραπέρα", τετάρτη 7.xii.2011













Πόσο συχνά, σε στιγμές πόνου, δυσκολίας, ή –το αντίθετο– χαράς, δεν μας έρχονται στα χείλη αυθόρμητα κάποιοι στίχοι, ή δεν ανατρέχουμε σε κάποιο αγαπημένο ποίημα; Όπως όλοι μας, το ίδιο κι οι άνθρωποι που γράφουν οι ίδιοι.


Έτσι, 10 ποιήτριες και ποιητές, διαβάζουν και μιλούν για ποιήματα στα οποία βρίσκουν στήριγμα και χαρά, την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011, στις 19:00, στο «Παραπέρα» (Αχαρνών 61 και Φερών, Αθήνα). 


Καθώς εκπνέει το ’11, επί τη ευκαιρία του 12ημέρου των εορτών και του ’12, οι Κατερίνα Ηλιοπούλου, Κυόκο Κισίντα, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Παυλίνα Μάρβιν, Γιάννα Μπούκοβα, Σταμάτης Πολενάκης, Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Μόμα Ράντιτς, Δανάη Σιώζιου, και Μαρία Τοπάλη, μοιράζονται μαζί μας τους στίχους που τις και τους συντροφεύουν σε δύσκολους καιρούς, και σε εορτάσιμες ώρες.


Σας περιμένουμε!


[φωτ.: στην αυλή του "παραπέρα", π.ι, vii.2011]

17.11.11

συλλογή τροφίμων _ atenistas, 19.xi.2011

















Το Σάββατο 19/11, από τις 12:00 ως τις 16:00, η ομάδα atenistasCare συλλέγει τρόφιμα και φάρμακα στο κτήμα Θων, στη  συμβολή των Λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας.
Στόχος είναι η υποστήριξη του κοινωνικού έργου των Δήμων Αθηναίων, Αγίων Αναργύρων-Καματερού και Νέας Ιωνίας, και η υποστήριξη του σημαντικού έργου τριών οργανώσεων κοινωνικού χαρακτήρα:
Γιατροί του Κόσμου, ΜΚΟ που διατηρεί πολυϊατρεία και ξενώνες σε όλη την Ελλάδα, φιλοξενεί και περιθάλπει μεγάλο αριθμό ατόμων που δεν έχουν πρόσβαση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας,
Κέντρο Ημέρας «Ίρις», που δραστηριοποιείται στο χώρο της Ψυχικής Υγείας,  λειτουργώντας 5 Οικοτροφεία και 1 Κέντρο Ημέρας που φιλοξενούν 100 άπορους ψυχικά ασθενείς και άτομα με βαριά νοητική υστέρηση – αυτισμό, και
Μέριμνα Ανηλίκων, ΜΚΟ που φιλοξενεί ασυνόδευτους ανηλίκους αιτούντες άσυλο.

Συγκεκριμένα συλλέγουμε:
  • Τρόφιμα: γάλα, λάδι, όσπρια, ζυμαρικά, ρύζι, ντοματοπολτό, ζάχαρη, αλεύρι, παιδικές κρέμες
  • Είδη προσωπικής υγιεινής
  • Kαθώς και φάρμακα: Παυσίπονα, φάρμακα για το στομάχι, και δερματολογικές αλοιφές.

[από εδώ - και ο εξαιρετικά θετικός απολογισμός, εδώ]

14.11.11

"με τα λόγια [γίνεται]" _ μηνιαίες ποιητικές εκδηλώσεις




















Την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011, στις 19:00, ξεκινούν οι μηνιαίες εκδηλώσεις για την ποίηση, με τον γενικό τίτλο «Με τα λόγια (γίνεται)». Η πρώτη εκδήλωση θα είναι στο κλίμα του καιρού αλλά και των (επικείμενων εορταστικών) ημερών, στο «Παραπέρα» (Αχαρνών 61 και Φερρών, Αθήνα), που, έχοντας αγκαλιάσει τις τέχνες των χεριών, των εικόνων, και της γεύσης, συνεχίζει στον δρόμο της ανάδειξης των απλών αλλά σημαντικών πραγμάτων, υποδεχόμενο την τέχνη των λέξεων.

Περισσότερες λεπτομέρειες στις 21.11.2011: μείνετε συντονισμένοι!




[φωτ.: στην αυλή του "παραπέρα", π.ι, vii.2011]

22.10.11

soy vicente















[ερωτηματικά εν προόδω γιά το Δέρμα που κατοικώ]


0. Ο Αλμοδόβαρ μάς την έφερε και πάλι. (Όπως, ας πούμε στην Καυτή σάρκα, και την Κακή εκπαίδευση.)


1. Το τελευταίο πλάνο της ταινίας, Το δέρμα που κατοικώ: ένας (από τους πολλούς στην ταινία - αλλά ζωντανός τούτη τη φορά) αναγεννησιακός πίνακας: δεξιά κι αριστερά, σε προφίλ, δυο γυναίκες που κλαίνε - στο κέντρο μια μορφή οδύνης. (Η Εσταυρωμένη; Πάντως η τεκούσα τον Τίμιο Σταυρό [Vera Cruz].)


2. Ή: στο κέντρο η Μητέρα - εκ δεξιών της η Χριστίνα - και εξ ευωνύμων; Το Άγιο Πνεύμα; 


3. Που λέει, στην τελευταία φράση του έργου: - Νίκησα. ["Soy Vicente".]


4. Δεν εννοώ με αυτό ότι ο Αλμοδόβαρ έφτιαξε μια ταινία (μόνο) για την νίκη του Πνεύματος - ή πάντως όχι του (Αγίου) Πνεύματος - ή πάντως όχι του πνεύματος μόνο.


5. Ο γιός -του οποίου η ιδιοσυγκρασιακή συγγένεια με την ιέρεια της διερεύνησης της θηλυκότητας, των φύλων, και των ενδοοικογενειακών σχέσεων, Λουίζ Μπουρζουά, προϋπήρχε της 'αλλαγής' του- επιστρέφει ως 'αληθής' ["vera"] κόρη; (Στον αποκλειστικά γυναικείο -μητέρα και λεσβία υπάλληλος του καταστήματος γυναικείων ρούχων της μητέρας- κόσμο απ' όπου αρχικώς ήθελε να 'δραπετεύσει' - και απ' όπου, υπό πολλές έννοιες, όντως δραπέτευσε.)


6. Η αντίστροφη ταινία του Όλα για τη μητέρα μου; (Nα ξαναδιαβάσω το σχετικό δοκίμιο του Leo Bersani.)



[φωτ.: εικόνα από το trailer]

14.10.11

η νέα οικονομία



















νομή του οίκου [μας]: τα χρήματα έπονται

επιλογή από αυτήν την σειρά φωτογραφιών, δημοσίευσε ο σπύρος στάβερης στην "lifo"

3.10.11

συγκέντρωση σχολικών ειδών / atenistas
















Tα σχολεία άνοιξαν αλλά ελλείψεις σε βιβλία και καθηγητές υπάρχουν γι' άλλη μια χρονιά. Τα προβλήματα αυτά δε μπορούμε να τα λύσουμε, όμως όλοι μας μπορούμε να βοηθήσουμε και να συγκεντρώσουμε σχολικά είδη για τρεις οργανώσεις που έχουν αφιερώσει το έργο τους σε παιδιά.


Το Σάββατο 08.10.2011,  η ομάδα AtenistasCare μάς περιμένει από τις 12:00 ως τις 15:00 στο μετρό Πανεπιστήμιο (επί της Κοραή) με ό,τι μπορούμε να προσφέρουμε: σχολικές τσάντες, κασετίνες, τετράδια, στυλό, μολύβια, ξύστρες, γόμες, μαρκαδόρους, χάρακες κ.λπ..
Ό,τι συγκεντρωθεί θα δοθεί στις εξής τρεις οργανώσεις και τους παρευρισκόμενους εκπροσώπους τους:

α) την Κιβωτό του Κόσμου, που έχει αναλάβει την καθημερινή σίτιση περίπου 300 παιδιών, την ένδυση, υπόδηση, και ιατροφαρμακευτική περίθαλψή τους, αλλά και την εκπαίδευσή τους με φροντιστηριακά μαθήματα που παραδίδονται καθημερινά από εθελοντές καθηγητές.
β) το Χατζηκυριάκειο Ίδρυμα Παιδικής Προστασίας που, για περισσότερο από 100 χρόνια, φροντίζει και φιλοξενεί κορίτσια -φέτος 105-, από 6 ετών και πάνω , με σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
γ) τον Σύλλογο «Μέριμνας Ανηλίκων» που φιλοξενεί ασυνόδευτους ανηλίκους αιτούντες άσυλο.

[από εδώ - ο απολογισμός της δράσης, εδώ]

26.7.11

αντωνία γουναροπούλου-τουρίκη _ [δυό ποιήματα]



















ΥΠΟΔΟΧΗ


Ακούγονταν θρήνοι, λέγαμε "άκουσε, άκου
τραγούδια που ντύνουν τον ερχομό",
κι όταν ξεκρίναμε τη μακριά εκείνη
πομπή, είπαμε "το κακό θά 'ναι,
το εξορίζουν".


Μας καλωσόρισαν δίχως μιλιά
αφήνοντας μπρος μας
το μικρό ξύλινο σπίτι που μας ετοίμαζαν,
το ξύλινο μακρόστενο σπίτι
φερμένο τελεσίδικα πάνω στους ώμους.


*


ΤΟ ΠΕΥΚΟ ΚΑΙ Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ


Πήραν το πεύκο
και μού 'δωσαν φοίνικα - 
μα δεν κουρνιάζουν στους φοίνικες
κοπάδι τα σπουργίτια,
δε στήνουνε δεντρόσπιτα γελώντας τα παιδιά
ούτε κρεμάνε κούνιες.


Εδώ δεν πρόσφερε ποτέ κανείς
ωραίο κι εύθραυστο κολιέ
από χλωρές πευκοβελόνες.




Αυτά τα δύο ποιήματα ξεχώρισα ιδιαιτέρως από το βιβλίο της Α.Γ.-Τ., Το άστρο του Βορρά (Πανδώρα, 2010), βιβλίο γεμάτο καλά πράματα, και την προσωπική φωνή που ακούγεται ευκρινέστατα πιό πάνω. Μιά φωνή που κάθε άλλο παρά φοβάται τον λυρισμό -ακόμα και την κατασυκοφαντημένη, καθότι, φευ, πολλάκις και από παλιά, αθλίως χρησιμοποιηθείσα, "μουσικότητα"- και ξέρει πώς να τον στηρίξει γερά.




[φωτ.: π.ι., ρίο, 2.vii.2011]

25.7.11

γιώργος πρεβεδουράκης _ παλίρροια

















Λιγνό απόβραδο στο σκάμμα της Κυριακής
είσαι πενήντα ετών
αύριο
έχεις 
σχολείο. 


Το ποίημα αυτό του Γιώργου Πρεβεδουράκη, από την συλλογή του Στιγμιόγραφο (Πλανόδιον), διάβασε κατά την παρουσίασή του [μιά άλλη εκδοχή της, εδώ] στο πρόσφατο, 31ο Συμπόσιο Ποίησης, ο Θωμάς Τσαλαπάτης. Ο ίδιος ο Γ.Π. διάβασε αποσπάσματα από την σύνθεσή του Κλέφτικο, παράφραση στα σημερινά καθ' ημάς του Ουρλιαχτού του Γκίνσμπεργκ. 


Πολύ θα ήθελα να διαβάσω ή ν' ακούσω όσα θα γεμίσουν τον εύφορο χώρο ανάμεσα στο ακαριαίο βάθος της εξαιρετικής, σύντομης "Παλίρροιας" -που μοιάζει σαν ν' αναπηδά από ένα μελλοντικό βίωμα- και του ορμητικού, πλούσιου, πολιτικού Κλέφτικου.




[φωτ.: π.ι., ρίο, 2.vii.2011]