Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .μεταφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .μεταφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1.7.12

στην σκιά του













Το να επιχειρείς να μεταφράσεις ποίηση στον τόπο όπου οι ιερείς του Απόλλωνα μετέφραζαν τους ψιθύρους της Πυθίας σε πολύσημους στίχους, είναι άραγε καλή ιδέα – ή πρόκληση προς τον Μουσηγέτη Θεό;
Όπως και να ’χει, στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, την περασμένη εβδομάδα, δοκιμάσαμε, και το ευχαριστηθήκαμε: μια ομάδα Ελλήνων ποιητών (ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος και ο Βασίλης Μανουσάκης -συνδιοργανωτές του Εργαστηρίου-, η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, η Δήμητρα Κωτούλα, ο Άρης Κουτούγκος, ο Άγγελος Παρθένης, η Κάλλια Παπαδάκη, ο Θανάσης Πολυζωίδης, και ο γράφων) και η μεταφράστρια Έλενα Σταγκουράκη, μετέφρασαν ποιήματα των αγγλόφωνων ποιητριών Μόιρα Ήγκαν, Αντριάννας Καλφοπούλου, Φιόνα Σάμσον, και Ελαίην Φάινσταϊν – και μεταφράστηκαν απ’ αυτές, καθώς και από τον μεταφραστή Ρίτσαρντ Πηρς. Τρεις μέρες σκληρής δουλειάς – χωρίς πλάκα: με καθημερινό ρυθμό ένα ποίημα ανά δύο ώρες, όταν έφτανε δύο το μεσημέρι, και παρά ένα καλό πρωινό στις εννιά, πεινούσα σαν λύκος. (Ας είναι καλά τα θεϊκά, σπιτικά φαγάκια τού «Βάκχου»!) Το απόγευμα ξανακοιτάγαμε τις μεταφράσεις (τσάμπα κουβάλησα τα μπανιερά, που μείναν στο αυτοκίνητο), ώστε ν’ αναγνωστούν το βράδυ, υπό τους φθίνοντες ήχους των τζιτζικιών, καθώς έσβηνε το φως.
Και την τετάρτη μέρα, οι κόποι μας παρουσιάστηκαν –μαζί με μεταφράσεις ποιημάτων του Μάικλ Σύμμονς Ρόμπερτς, που δεν κατάφερε να ’ρθει στους Δελφούς, καθώς και ποιημάτων Ελλήνων ποιητών που είχαν μεταφραστεί παλιότερα– στον κατάμεστο κήπο του πάντα φιλόξενου Athens Center, υπό την αιγίδα του British Council.
Ήταν παράξενη αίσθηση, και βαθύτατη ικανοποίηση, να νιώθεις σχέσεις να ανθίζουν μέσα από την ανταλλαγή των μοιρασμένων λέξεων, και την δουλειά πλάι πλάι – προσβλέπουμε και στο μέλλον.

[φωτ.: π.ι., 2006]

1.12.11

πρώτη δεκεμβρίου















1η δεκεμβρίου, παγκόσμια ημέρα κατά του aids σήμερα. και προχτές ξαναείδα -σε άγνωστή μου φωτογραφία- την νεανική μορφή του thom gunn, του οποίου το προτελευταίο βιβλίο [το 1992] ήταν ο άντρας που ίδρωνε τις νύχτες*. κι είπα να ξαναβάλω δυό ποιήματα από κει:



ΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ


Ήτανε τα γενέθλιά σου, είχαμε πιεί, δειπνήσει
Τη μισή νύχτα με τον παλιό μας φίλο
Τέλος σ’ ένα κρεββάτι μας οδήγησε
Που τό ’φτασα με μία μεθυσμένη δρασκελιά.
Μεμιάς πλάγιασα βολικά,
Και γλαρωμένος από το κρασί λαγοκοιμόμουν στο πλευρό.

Λαγοκοιμόμουνα, κοιμήθηκα. Ο ύπνος μου διακόπηκε μες σ’ ένα αγκάλιασμα,
Ξαφνικά, από πίσω,
Που εφάρμοζε τα σώματά μας τό ’να στ’ άλλο από πάνω ώς κάτω:
Το πέλμα σου στη φτέρνα μου,
Τις ωμοπλάτες μου πάνω στο στήθος σου.
Δεν ήταν έρωτας, αλλά ένοιωθα
Το σώμα σου μ’ όλη τη δύναμή του ζυγιασμένη,
Ή αντιμέτωπη με τη δική μου,
Μ’ εσένα να με θηλυκώνει
Σαν νά ’μασταν ακόμη εικοσιδυό
Όταν το μέγα πάθος μας δεν είχε ακόμη
Γίνει οικείο.
Ο γρήγορός μου ύπνος είχε σβήσει κάθε ίχνος
Ενδιάμεσου χρόνου και τόπου.
Γνώριζα μόνο
Την εμμονή της ασφαλούς σφιχτής στεγνής σου αγκαλιάς.



ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΙ ΒΑΥΚΙΣ


αγάπη δίχως ίσκιους – W.C.W.**


Δυό κορμοί σαν σώματα, σώματα σαν κορμοί πλεγμένοι
Στηριγμένοι στο ξύλινο αγκάλιασμα. Φύλλα γυαλίζουν
Από τρυφερή συνήθεια στα άκρα.
Αληθινά ο ένας για τον άλλον, τόσον καιρό αγκαλιασμένοι
Που οι φλούδες τους ενώθηκαν, έσμιξαν σε ροή μία
Που και τους δυό σκεπάζει. Φωτίζει ο χρόνος τον ωραίον όγκο.
Οι θεοί ευγνωμονούσαν, και για κάθε προστασίας προσφορά
Δώριζαν προστασία χιλιαπλάσια.
Κι έτσι το ζεύγος στάλαξε στο χώμα
Τις διαφορές που επέτεινε το όψιμό τους σφρίγος
Κάνοντας τις ανταλλαγές τους τραχειές κι αλμυρές,
Και βρήκε, με την αγάπη που ίσια στάθηκε στο ζύγι,
Πλέρια γαλήνη της ψυχής. Άφησαν την αμηχανία πίσω τους
Πάει πολύς καιρός, πάει πολύς καιρός που ξέχασαν
Πώς ο καθένας ξύπναγε χώρια μες στην χλωμή και γκρίζα νύχτα,
Πάει καιρός που ξέχασαν τις μέρες που ο καθένας
–Καβαλικεύοντας του άλλου το νευρικό υπερχείλισμα–
Γνώριζε ρίγος αργό μαθαίνοντας πώς ν’ αγαπά
Αυτό, που σαν σιγά σιγά αποκαλυφθεί, γίνεται ο εαυτός του,
Διαστέλλεται, ξεθηκαρώνεται, καθώς εξερευνούν οι δυνατές αχτίδες:
Ένα εφεύρημα μες στην διαρκή αποκάλυψη.

Έχουν κυλήσει σε αιώνιο ύπνο,
Στην γαλήνη των δέντρων που όλη νύχτα ψιθυρίζουν.


* ευτυχώς, σήμερα πλέον, χάρη στην επιτυχία της αντιρετροϊκής θεραπείας, κάποιοι νεότεροι ίσως να αγνοούν ότι, πριν απ' αυτήν, οι επαναλαμβανόμενες, εντονότατες νυχτερινές εφιδρώσεις ήταν από τα ενδεικτικά σημάδια της νόσου

** william carlos williams - ο σπουδαίος αμερικανός μοντερνιστής ποιητής που είπε: "τα ποιήματα φτιάχνονται με λέξεις, όχι με ιδέες"

φωτ. -που δεν είναι αυτή του λευκώματος, αλλ' ίσως απ' την ίδια σειρά- είναι της rosalie thorne mckenna, τραβηγμένη στο hyde park του λονδίνου το 1957, τρία χρόνια μετά την δημοσίευση του πρώτου του βιβλίου, κι ενώ εκείνος είχε ήδη μεταναστεύσει στο σαν φρανσίσκο.]

12.3.11

'τα χέρια του ύπνου' @ "εικονο-ποίηση"

 
Το έργο μου Τα χέρια του Ύπνου, με φωτογραφίες μου και ποίηση του Ρενέ Σαρ , παρουσιάζεται στα πλαίσια της ομαδικής έκθεσης "εικονο-ποίηση", στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη, 12-26 Μαρτίου 2011. 

Ακολουθούν τα κείμενα και οι εικόνες που το απαρτίζουν. Τέλος, μια περιγραφή της υλικής μορφής του έργου.
 
















*

 
To έργο είναι μια εγκατάσταση με λέξεις και εικόνες.

Πάνω σε ένα τραπέζι, έχουν τοποθετηθεί αντικρυστά, δύο πανομοιότυπα χειροποίητα ολιγοσέλιδα λευκώματα. Πάνω σε επτά ασπρόμαυρες φωτογραφίες μου διαφόρων χεριών, 'πέφτουν' επτά σελίδες ρυζόχαρτου με τυπωμένα, μεταφρασμένα από εμένα -και ακόμη αδημοσίευτα-, χωρία του έργου του Γάλλου ποιητή (και αντιστασιακού κατά τον Β' Π.Π.) Rene Char, Feuillets d' Hypnos (1946). 

Τα δύο λευκώματα έχουν την εξής διαφορά: στο ένα, οι εικόνες είναι φωτοαντίγραφα των πρωτότυπων τυπωμάτων, ενώ στο άλλο, οι σελίδες των λέξεων είναι φωτοαντίγραφα των πρωτότυπων εκτυπώσεων.

Κάθε λεύκωμα κλείνει με μια σελίδα όπου είναι τυπωμένο το κείμενο που ακολουθεί:
 
 

Παναγιώτης Ιωαννίδης – πάνω σε ποίηση του Ρενέ Σαρ

 

τα Χέρια του Ύπνου

 

Τα Feuillets dHypnos –τα Φυλλάδια του Ύπνου– είναι το δεύτερο βιβλίο που ο René Char εξέδωσε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1946, μην έχοντας δημοσιεύσει τίποτα από το 1939. Προέκυψε κυριολεκτικώς από το λύσιμο σε φυλλάδια του τετραδίου όπου κρατούσε σημειώσεις κατά την διάρκεια της συμμετοχής του, ως ‘λοχαγός Αλέξανδρος’, στην γαλλική Αντίσταση. Από την επεξεργασία εκείνου του υλικού –που το ξαναβρήκε αναπάντεχα στην κρυψώνα του μες σ’ έναν πέτρινο τοίχο και, αφού αντέγραψε ό,τι του ‘χρειαζόταν’, το κατέστρεψε, διασώζοντας, ως δείγμα, μόνο μιά σελίδα του– προέκυψαν διακόσιες τριάντα επτά πεζόμορφες ‘σημειώσεις’: παραινέσεις γιά την σωστή συμπεριφορά του αντάρτη, ελλειπτικές περιγραφές στρατιωτικών επιχειρήσεων, πυκνοί στοχασμοί, και σπάνιες λυρικές φυγές. Η ανάγκη της επιβίωσης –σωματικής και ψυχικής– μες στον ζόφο του ναζισμού, τον στρέφει ξανά και ξανά στην αναζήτηση του φωτός και στην απεύθυνση στο Εσύ – μέσ’ απ’ το προσωπείο του Ύπνου, αδελφού του Θανάτου. 

 

Του ύπνου που, μες στον χειμώνα, διασώζει την ζωή. 

 

Πάνω από το τραπέζι όπου έγραφε, είχε καρφιτσωμένη μιάν εικόνα του πίνακα του Georges de la Tour, Ο Φυλακισμένος (που σήμερα θεωρείται ότι απεικονίζει μάλλον τον Ιώβ καθώς τον εμπαίζει η γυναίκα του): το ασφυκτικό καδράρισμα των δύο μορφών, οι μεγάλες σκοτεινές επιφάνειες, το απόκοσμα άπλετο φως ενός κεριού, και η ευγλωττία των χεριών, συνθέτουν την αινιγματική γοητεία αυτού του έργου.

 

Σκέφτηκα να δέσω, αφού τα μετέφρασα, κάποια απ’ αυτά τα ‘εις εαυτόν’ του Ρενέ Σαρ (σε επιστολή του, προσπαθώντας να περιγράψει την νέα αυτή τροπή στο έργο του, αυτοπαρομοιάζεται, σαρκάζοντας ελαφρώς, με τον Μάρκο Αυρήλιο),μαζί με χέρια –λυτά ή πλεγμένα– αγαπημένων μου προσώπων ή αγνώστων. Τα δύο πανομοιότυπα τετράδια που προέκυψαν, αποτελούνται από εκτυπώσεις και φωτοαντίγραφά τους: στο ένα τετράδιο, οι λέξεις είναι στο πρωτότυπο τύπωμα, ενώ οι εικόνες σε φωτοαντίγραφα – στο άλλο, το αντίστροφο.



24.7.10

καλωσόρισμα στην ανν κάρσον


Ο Γηρυώνης είναι τερατόμορφο κόκκινο παιδάκι. Ζει στην Αμερική με τον μεγαλύτερο αδερφό του που τον ταλαιπωρεί, τον πατέρα του, και τη μητέρα του που λατρεύει. Φοράει πάντα πανωφόρι για να κρύβει τα μικρά φτερά του και μισεί το σχολείο. Μόνο η φωτογραφία τον παρηγορεί.
Μια νύχτα βλέπει τον Ηρακλή να κατεβαίνει απ’ το λεωφορείο του Νέου Μεξικού: «Ήσαν δυο εξαίσια χέλια / στον βυθό του ενυδρείου και σαν πλάγια στοιχεία αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον.»

VIII. ΚΛΙΚ

Ποιο είναι λοιπόν αυτό το καινούργιο παιδί που κάνετε συνέχεια παρέα τώρα;
___
Η μάνα του Γηρυώνη γύρισε να τινάξει τη στάχτη απ’ το τσιγάρο της στον νεροχύτη κι ύστερα ξαναστράφηκε στον Γηρυώνη.
Καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας
με τη φωτογραφική του μηχανή μπροστά στο πρόσωπο ρύθμιζε την εστίαση. Δεν απάντησε.
Πρόσφατα είχε απαρνηθεί την ομιλία.
Η μάνα του συνέχισε. Άκουσα δεν πάει σχολείο, μεγαλύτερος;
Ο Γηρυώνης εστίαζε τη μηχανή στο λαιμό της.
Κανείς δεν τον βλέπει έξω, μένει αλήθεια στα τροχόσπιτα – εκεί
πας τις νύχτες;
Ο Γηρυώνης γύρισε τον δακτύλιο εστίασης από τα 3 στα 3,5 μέτρα.
Καλά θα συνεχίσω να μιλάω
και άμα πω κάτι έξυπνο μπορείς να το φωτογραφίσεις. Ρούφηξε.
Δεν εμπιστεύομαι αυτούς που
βγαίνουν έξω μόνο νύχτα. Φύσηξε. Εσένα όμως σ’ εμπιστεύομαι. Τη νύχτα ξαπλωμένη στο κρεβάτι σκέφτομαι,
Γιατί να μην
του μάθω του παιδιού κάτι χρήσιμο. Ε –τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο–
μάλλον εσύ θα ξέρεις
πιο πολλά από μένα για το σεξ – και γύρισε για να το σβήσει μες στον νεροχύτη καθώς εκείνος πάτησε το κλείστρο.
Της ξέφυγε ένα γελάκι.
Ο Γηρυώνης άρχισε να εστιάζει πάλι, στο στόμα της. Έγειρε στον νεροχύτη σιωπηλή
για μερικές στιγμές
κοιτώντας μέσ’ απ’ την γραμμή σκόπευσης ίσια στον φακό του. Είναι παράξενο όταν ήσουνα μωρό
είχες αϋπνίες
το θυμάσαι; Έμπαινα στο δωμάτιό σου νύχτα και σε έβρισκα
ξαπλωμένο ανάσκελα στην κούνια σου
μ’ ορθάνοιχτα μάτια. Καρφωμένα στο σκοτάδι. Δεν έκλαιγες ποτέ μονάχα κοίταζες.
Καθόσουν έτσι με τις ώρες
άμα όμως σ’ έβαζα μπροστά στην τηλεόραση αποκοιμιόσουν στο πεντάλεπτο – η μηχανή
του Γηρυώνη έστριψε αριστερά
καθώς ο αδελφός του μπήκε στην κουζίνα. Κατεβαίνω κέντρο θα ’ρθεις; Φέρε και τίποτα λεφτά
Οι λέξεις πέσαν πίσω του καθώς βγήκε βροντώντας τη σήτα.
Ο Γηρυώνης σηκώθηκε αργά,
ασφαλίζοντας το κλείστρο και σπρώχνοντας τη μηχανή μέσα στην τσέπη του μπουφάν του.
Το πήρες το καπάκι του φακού; είπε εκείνη καθώς περνούσε μπρος της.

Ο Ηρακλής παίρνει τον Γηρυώνη εκδρομή στην πατρίδα του, τον Άδη, όπου ζει η γιαγιά του, κάτω απ’ το ηφαίστειο.

XXI. ΕΓΚΑΥΜΑ ΜΝΗΜΗΣ

Ο Ηρακλής κι ο Γηρυώνης είχαν πάει στο βιντεοκλάμπ.
__
Πανσέληνος στέλνει σύννεφα γοργά να προσπερνάνε σπεύδοντας κρύο ουρανό. Όταν επέστρεψαν
μαλώνανε.
Δεν σε ταράζει η φωτογραφία είναι που δεν καταλαβαίνεις τι θα πει φωτογραφία.
Φωτογραφία ίσον ταραχή, είπε ο Γηρυώνης.
Φωτογραφία ίσον τρόπος να παίζεις με αντιληπτικούς συσχετισμούς.
Μα ακριβώς.
Αλλά δεν χρειάζεσαι μηχανή για να σ’ το πει αυτό. Για σκέψου τ΄αστέρια.
Θες να μου πεις
ότι κανένα αστέρι δεν είναι πραγματικά εκεί; Κοίτα κάποια είναι αλλά άλλα σβήσανε
δέκα χιλιάδες χρόνια πριν.
Δεν το πιστεύω.
Πώς γίνεται να μην το πιστεύεις, είναι γνωστό τοις πάσι. Μα τα βλέπω. Βλέπεις αναμνήσεις.
Μήπως την έχουμε ξανακάνει αυτή τη συζήτηση;
Ο Γηρυώνης ακολούθησε τον Ηρακλή στην πίσω βεράντα. Πιάσαν από μιαν άκρη του καναπέ.
Ξέρεις πόσο μακρυά είναι κάποια απ’ αυτά τ’ αστέρια;
Απλά δεν το πιστεύω. Να δω κάποιον ν’ αγγίζει ένα αστέρι και να μην καίγεται! Θα
σηκώσει ψηλά το δάχτυλό του, Απλώς έγκαυμα μνήμης! θα πει
τότε θα το πιστέψω. Καλά άσε τ’ αστέρια ας πάρουμε τον ήχο, έχεις δει
άντρα να κόβει ξύλα μες στο δάσος.
Όχι δεν παρακολουθώ τους άντρες μες στα δάση.
Σηκώνω τα χέρια. Θα ’ταν πολύ κρύο. Τι; Θα ’ταν πολύ κρύο, επανέλαβε
η γιαγιά απ’ την κούνια της βεράντας.
Να παρακολουθείς άντρες στα δάση; Το έγκαυμα μνήμης. Α. Δίκιο έχει αυτή. Έχει ναι αυτής
της κάηκαν τα πνευμόνια κάποτε
κι ήτανε κρύο και μη με λες αυτή μπροστά μου.
Συγγνώμη.
Κάηκαν τα πνευμόνια σας στον Άδη; Όχι στα Πυρηναία εκεί καήκαν τα πνευμόνια μου είχα
πάει στο Σαν-Κρουά να φωτογραφίσω τους σκιέρ
θα ’ταν οι χειμερινοί Ολυμπιακοί του ’36 έτρεχε ο Γκρούσεκ τον ξέρεις
τον Γκρούσεκ; Τέλος πάντων δεν έχει σημασία ήταν πολύ γρήγορος
πούλησα μια φωτογραφία του με το απίθανό του πορφυρό παντελόνι τού σκι
στο Life για χίλια δολλάρια
ουχί ευκαταφρόνητο ποσό το ’36. Άσε την συγκατάβαση ακόμα είναι ουχί ευκαταφρόνητο –
για μια φωτογραφία. Ο πατέρας του Ηρακλή
(έδειξε με το χέρι προς τον καναπέ αλλά ο Ηρακλής είχε πάει μέσα)
μου έδωσε πιο λίγα απ’ τα μισά για την «Κόκκινη Υπομονή» –
έριξες μια ματιά στην «Κόκκινη Υπομονή» δεν έριξες; Θα προτιμούσα να μην την είχε κρεμάσει στην κουζίνα
πάρα πολύ σκοτάδι εκεί μέσα
όλοι νομίζουν πως είναι ασπρόμαυρη φυσικά κανείς δεν ξέρει
πώς να κοιτάξει μια φωτογραφία σήμερα.
Όχι εγώ την είδα τη λάβα, είναι όντως λάβα; Βεβαίως
ναι εννοείς την κορυφή του κώνου.
Όχι εννοώ στο κάτω μέρος
της εικόνας στον κορμό ενός απ’ τα πεύκα μικρές κόκκινες στάλες σαν το αίμα.
Α ναι εύγε οι μικρές κόκκινες στάλες
η υπογραφή μου. Είναι μια ανησυχαστική φωτογραφία. Ναι. Αλλά γιατί;
«Η ευθυμία που μεταμορφώνει όλη αυτή τη φρίκη.»
Ποιος το είπε αυτό; Ο Γαίητς.
Πού είδε ο Γαίητς ηφαίστειο; Έχω την αίσθηση ότι για την πολιτική μιλούσε. Όχι
δεν νομίζω πως εννοώ αυτό.
Εννοείς την σιωπή; Μα όλες οι φωτογραφίες είναι σιωπηλές.
Πολύ αβασάνιστο, είναι
σαν να μου λες πως όλες οι μητέρες
είναι γυναίκες. Δεν είναι; Φυσικά αλλά αυτό δεν μας λέει τίποτα. Το θέμα είναι
πώς την χρησιμοποιούνε – δεδομένων
των μορφικών περιορισμών – Η μάνα σου ζει στο νησί; Δεν θέλω
να μιλήσω για τη μάνα μου.
Ας είναι. Άρα σιωπή. Ο Ηρακλής βγήκε απ’ την πόρτα της κουζίνας.
Ανέβηκε από τη ράχη του καναπέ
και βυθίστηκε μέσα του στο μήκος. Η γιαγιά σου με διδάσκει
την αξία της σιωπής, είπε ο Γηρυώνης.
Φαντάζομαι, είπε ο Ηρακλής. Γύρισε προς το μέρος της. Γιαγιάκα είναι αργά δε θες να πας για ύπνο;
Αδύνατον να κοιμηθώ άγγελέ μου, είπε εκείνη.
Σε πονάει το πόδι σου; Μπορώ να σου τρίψω τους αστράγαλους. Έλα θα σε πάω επάνω.
Ο Ηρακλής στεκότανε μπροστά της
και την σήκωσε πάνω του σα χιόνι. Ο Γηρυώνης είδε πως τα πόδια της ήταν ασύμμετρα,
το ένα έδειχνε επάνω το άλλο κάτω και πίσω.
Παιδιά καληνύχτα, φώναξε μ’ εκείνη τη φωνή της σαν παλιά κάρβουνα.
Είθε ο Θεός να σας χαρίσει όνειρα.


Σε 47 κεφάλαια των οποίων έπεται μια ‘συνέντευξη’ με τον Στησίχορο, προηγούνται μια εισαγωγή, τα «Αποσπάσματα του Στησίχορου», και τρία παραρτήματα, ενώ προτάσσεται το ποίημα με αριθμό 1748 της Έμιλυ Ντίκινσον –περί ηφαιστείου και αθανασίας– η Anne Carson παίρνει αφορμή απ' το έργο του Στησίχορου για το τέρας Γηρυώνη –που εντέλει φόνευσε ο Ηρακλής σ' έναν απ' τους άθλους του και φτιάχνει ένα «ρομάντζο»: την Αυτοβιογραφία του Κόκκινου*. Τελειώνει με τον Ηρακλή, τον Άνκας και τον Γηρυώνη ν’ αντικρίζουν το ηφαίστειο: «Και τώρα ο χρόνος σπεύδει καταπάνω τους / εκεί όπου στέκουν πλάι πλάι με τα χέρια ν’ αγγίζονται, με την αθανασία στο πρόσωπο, / την νύχτα στην πλάτη».
(Η Ανν Κάρσον σπούδασε ζωγραφική πολύ πριν απ' την αρχαία ελληνική φιλολογία. Εξακολουθεί να ζωγραφίζει – και να την συναρπάζουν τα ηφαίστεια.)
Μια εξίσου λοξή και καρποφόρα ματιά στρέφει στην αρχαία ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία και στα αμιγώς δοκιμιακά της έργα (Έρως ο γλυκύπικρος –μια ζαλιστική μα διαυγέστατη αναδίφηση του ερωτικού, με οδηγούς την αρχαία λυρική ποίηση και φιλοσοφία, την γένεση του ελληνικού αλφαβήτου, και άλλα–, Οικονομία του μη απολεσθέντος – μια παράλληλη ανάγνωση του Σιμωνίδη του Κείου και του Πάουλ Τσέλαν, με απρόσμενες όσο και προσφυείς αναφορές – ακόμα και στην θεωρία περί χρήματος του Μαρξ), και στις μεταφράσεις της (Σαπφώ, Ευριπίδης, Σοφοκλής, Αισχύλος). Δοκίμιο και ποίηση σμίγουν όλο και πιο πολύ στα βιβλία της, καθώς περνά ο καιρός. Έτσι, στην Αποδημιουργία του 2005, το ποίημα «Ωδή στον ύπνο» στέφει σχετικό δοκίμιο. Το «τυπογραφικό [λάθος]» του 16ου στίχου αναφέρεται στην εξήγηση που παρέσχε η ίδια η Μαριάνν Μουρ, γιά τον παράξενο τίτλο –“Manmoth”, αντί “Mammoth”– ενός από τα πιό γνωστά της ποιήματα.
Απ’ την ευχή για όνειρα της γιαγιάς, λοιπόν, στον εφιάλτη με τον πατέρα:


ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ

Σκέψου τη ζωή σου χωρίς αυτόν.
Χωρίς αυτόν τον όγκο παράνομου χρόνου, στίξη σε κάθε μαξιλάρι – δίχως μαξιλάρια.
Χωρίς την μεγάλη μαύρη κουζίνα τη μασίνα που βράζει και όπου
κλέβεις μπουκιές
απ’ του ίδιου του πατέρα σου τα χέρια και τα πόδια
μα να τες όμως σχηματίζουν πρόταση
που –κλαις με ξαφνική χαρά– θα σε σώσει
αν καταφέρεις να τη θυμηθείς
αργότερα! Αργότερα,
δε μείναν και πολλά εξόν ένα ύψιλον πράσινο ανοιχτό ταριχευμένο ανάμεσα πέταλο και δα
μα αυτός τι πράμα σου σφουγγίζει μες στο μάτι;
Είναι η στιγμή που το ρίγος σταματά.
Το ρίγος είναι τέλειος υπηρέτης.
Το αμήν της ηρεμεί.
«Για την ακρίβεια», εξομολογείται σε μιά υποσημείωση, «ήτανε
τυπογραφικό αντί μαμμούθ
Με πονάει που το ακούω.
Αποχωρεί η πληγή εκ της σκηνής, που λένε.

Ας είναι αυτά τα τρία μεταφράσματα –καμωμένα την άνοιξη του 2007 και το καλοκαίρι του 2006– ένα καλωσόρισμα στην Ανν Κάρσον: προσκεκλημένη στο 1ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Τήνου, φτάνει στην Ελλάδα την ερχόμενη εβδομάδα.

* Στο εκτενές αφιέρωμα στην Κάρσον του τρέχοντος, 5ου, τεύχους της ποιητικής (Άνοιξη-Καλοκαίρι 2010), ο Βασίλης Αμανατίδης μεταφράζει την εισαγωγή, τα παραρτήματα, και δεκαπέντε κεφάλαια.

Σημ.: Η "Ωδή στον Ύπνο" δημοσιεύτηκε στο τ. 4 του περιοδικού "Φάρμακο".

[φωτ.: π.ι., τήνος, 2001]

23.1.10

thom gunn _ επτά [ακόμα] ποιήματα



Εμπόλεμη Κατάσταση
(1954):


ΓΕΡΑΚΑΡΗΣ ΚΑΙ ΓΕΡΑΚΙ

Με νόμιζα σκληρό,
Μα τώρα ημερωμένα,
Τα φτερά μου αργούν
Να πετάξουν, να πουν
Πως σαν πετώ,
Πετώ για σένα.

Έστω κι εκεί ψηλά,
Σκλάβος σου είμαι πια:
Η αγάπη σου με τύφλωσε,
Δεν βλέπω άλλα πουλιά –
Η δική σου μιλιά
Τα μάτια μού ’δεσε.

Σαν πριν, ορμάω επάνω,
Ζυγιάζομαι, βουτώ,
Μα μόνο έχω σκοπό,
Δικόν μου να σε νοιώθω.
Πιασμένος, να σε πιάνω
Απ’ τον καρπό.

Ημέρωμα μισό,
Κι άγριο μ’ αφήνεις πάλι,
Να τρέμω μη σε χάσω.
Μα αν χάσω, σε κρατώ:
Για θήραμα αρπάζω
Τον γερακάρη.


Η Αίσθηση της Κίνησης (1957):


ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Γιατί μακρυά ν’ ατενίζουμε πάντα, και πάντα
Η επαφή μας νά ’ναι αμήχανα εγγύς και όμως λίγη;
Νά ’μαστε σαν τον Κουίντ και την περίεργη γκουβερνάντα
Χωρισμένοι από παράθυρο ή λίμνη;
Στερημένοι σαν φαντάσματα, σαν άνθρωποι, στυλώνουνε το βλέμμα,
Μετά, η σκιά τους χωρίζει. Γιατί η αναπνοή να πλέει ανάμεσα,
Να παρεμβαίνουνε οι λέξεις, λιβάδια πατημένα,
Και να χωρίζουνε τον πόθο απ’ τον ψηλό μυ του έρωτα;
’Κείνη την νύχτα νόμιζα –το απόβραδο του πύργου–
Όταν σχεδόν σε άγγιζα –τόσο φαινόσουν καθαρά–
Πως ήμουνα ο Κουίντ, πως όλα τ’ άλλα ήταν που
Σε κράταγαν μακρυά: η ώρα ή τα παιδιά.

Μα τώρα που στον κήπο τριγυρνάς κι εγώ είμαι εδώ,
Πάνω στο στήθος μου τι σφίγγω, ποιο φορτίο νεκρό;



Μώλυ (1971):


ΜΩΛΥ

Εφιάλτης: κτήνος, ρουθουνίζοντας, απ’ τον ύπνο να βγει.
Ξύπνησα. Τι πετσί κτήνους με ανάγκασε να λάβω αυτή;

Βάτραχου που μέρα νύχτα ζητάει να ζευγαρώνει,
Σκύλου που σάλια στάζει και σκυφτός σιμώνει,

Ή γάτας που όλο χάρη στο θύμα της χυμά,
Το βασανίζει ώρες, μα δεν το τρώει μετά.

Νυχτοπεταλούδας, λύκου, καρχαρία, ψύλλου, γαϊδάρου, παπαγάλου,
Ή κροκοδείλου. Πόσα ζωύφια σπρώχνονταν εντός μου, πλήθος μεγάλο.

Τούτα μοιάζουνε τρίχες, κι έχω σκληρό πετσί.
Χωρίς νύχια ή μεμβράνη: κάθε πόδι έχει οπλή.

Τι όγκος κάλυψε τη μέθοδο τελικά;
Ριγωτός σα λαρδί. Άσχημος, γκρίζος, με κρεμάμενα αυτιά.

Οι άσπρες βλεφαρίδες, μόνο σημείο ανθρώπινο.
Τα δόντια σχίζουν, σχίζουν. Ζώο με ρύγχος κόκκινο

Τα πάντα ροκανίζω, σύρμα, τσίγκο, ή ρίζα.
Αν δεν φοβόμουν, κι άνθρωπο θα καταβρόχθιζα.

Σάρκα ανθρώπου ήδη μες στη δική μου κλείνω.
Θαμμένα μες στο χοίρο, μέλη έτοιμα για κίνδυνο.

Όλο σκαλίζω. λέτε πως είναι βουλιμία
σωστό,
Αλλά έχω ανάγκη και γυρεύω ένα φυτό.

Σεις με τις ιερές μεταμορφώσεις, θεοί, οδηγείστε με όλοι,
Εκεί όπου βαθειά μες στο χορτάρι, τρεμοπαίζει το μώλυ:

Σε κάθε φύλλο, κάθε μίσχο, δροσερή ψίχα, μαγική,
Απ’ το γαλακτερό λουλούδι ώς τη ρίζα, μαύρη και διχαλωτή.

Από τούτο το παχύσαρκο μπουντρούμι, να αναρριχηθώ σε δέρμα
Και τίτλο ανθρώπινο, χώνοντας το γουρούνι πάλι μέσα.

Μες στην πρασινάδα σπρώχνω μουσούδα γκρίζα και υγρή,
Το άνθος ονειρεύομαι, που όμως ποτέ δεν έχω δει.


Jack Straw's Castle (1976):


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

Η έννοια της εμπιστοσύνης, ή,
ο κλέφτης. Πάντα
κάπου εδώ τριγύριζε,
ο “ωραίος” Τζιμ.
Σαν πασχαλιά ή
ένα συμπαθητικό κάδρο στον τοίχο.
Γαλάζια μάτια
έντονης απροσδιοριστίας
και επιμελημένη
στάση ζώου.
Ώσπου κάποια μέρα
είπε κάτι!
είπε
πως η εμπιστοσύνη είναι
συνωμοσία οικειότητας.

Τι σήμαινε
αυτό; Πάντως την επομένη
ήταν άφαντος, με όλα
τα λεφτά και το μαύρο
των ανθρώπων με τους οποίους ζούσε.

Αρχίζω
να καταλαβαίνω. Τον βλέπω
να περιέρχεται τα υπάρχοντά τους
με την άνεσή του, με
ένα ήσυχο κρυφό χαμόγελο
διαλέγοντας και παίρνοντας,
έχοντας πρώτα ανακαλύψει
και στήσει την φράση του για να
μπερδέψει
εκείνο το μήνυμα περί
περιβάλλουσας εμπιστοσύνης.

Δραπετεύει.
Τα μάτια του
είναι σχεδόν διάφανα.
Έχει φορέσει
γάντια. Παίζει
με τα ιδιωτικά όσων
ενεργούσαν σαν
να μην έπρεπε να υπάρχει ιδιωτικό.

Δέχτηκαν
το ρίσκο.
Η άγρια πασχαλιά
πνίγει τον κήπο.


Οι Δίοδοι της Χαράς (1982):


ΕΛΕΓΕΙΑ

Σχεδόν τη βλέπω τη σκηνή
Αδύνατος, ψηλός, ομορφάσκημος
η λεπτή πεινασμένη γλυκύτητα
του χαμόγελού του άφαντη
καθώς παίρνει την απόφασή του
και περπατάει πίσω απ’ τον αχυρώνα
με τις λεπτές μυτερές του μπόττες
πάνω στα φύλλα του ευκάλυπτου που τρίζουν
και φυτεύει μια σφαίρα στο κεφάλι του

Ακόμα κι ο τρόμος
ν’ αφήνεις έτσι τη ζωή
καλύτερος από τον τρόμο
να μην μπορείς να την κουμαντάρεις

Αν και μετά βίας τον γνώριζα
επαναλαμβάνω τη σκηνή ξανά και ξανά
Ήταν ευκάλυπτος το τελευταίο πράγμα που μύρισε;
Όχι ήταν το ίδιο του το αίμα
καθώς πνιγόταν

Όλο μ’ αφήνουνε
και δεν
μου λένε δεν
με ειδοποιούν ότι αυτή είναι
η τελευταία φορά που θα τους δω

καθώς όλο και λιγοστεύουν
σαν τον Ντάννυ ή
αργά αποξενώνονται

Δεν θα υπάρξει στροφή του ποταμού
όπου θα ξανασμίξουμε όλοι
σ’ ένα υπέροχο γλέντι
τα φαγητά απλωμένα
όλοι οι χαμένοι νά ’χουνε βρεθεί
όπως στο κρυφτό

Αλλόκοτη παρηγοριά
ο καλύτερος τρόπος για να
συμφωνούμε πάντα
να είναι όταν παίζουμε το ίδιο παιχνίδι
όπου όλοι πάντοτε χάνονται


ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ

Σ’ έχω βάλει στο μάτι
Πάει καιρός.
Τα φέρνεις βόλτα φαίνεται,
Δεν ξέρω πώς.
Αλλά όπως προχωρείς
Καταλαβαίνεις
Στην πόλη ο κάθε δρόμος
Τι σημαίνει.

Στο χωριό σου ροδάκινα
Όταν μάζευες
Κάθε βράδυ που ερχόταν
Χνούδι κόλλαγες
Σε πρόσωπο και χέρια,
Οικείο, αηδιαστικό,
Σαν τους δικούς σου σ’ έτρωγε
Ασφυκτικό.

Στην πόλη όμως σαν ήρθες
Λίγο αργότερα
Στη Μάρκετ Στρητ γυρνούσες
Κι ήταν χειρότερα:
Σκληρά αγόρια απ’ έξω
Στου Φλαγκ τα Υποδήματα.
Να μη δανείζεις έμαθες, και στο πετσί σου
Χτυπάς κεντήματα.

Και λίγο λίγο ανέβηκες
Στης κρέμας τον αφρό –
Από πιάτσα, μασσέρ
Στα λουτρά με ατμό.
Σπιτώθηκες για λίγο –
Μα πλάνταξες,
Σ’ την έδωσε το μπρούντζινο κρεββάτι
Κι άλλαξες.

Μετά στην Κάστρο Στρητ
Νέο κεφάλαιο
Πουλάς κομψά κοσμήματα.
Και σαν υπάλληλος
Πια στη μεσαία τάξη
Εισήλθες σόλο.
(Κανείς στην Κάστρο Στρητ
Δεν πουλά κώλο).

Κοιτάς απ’ τη βιτρίνα.
Να βλέπεις σε χαζεύω
Τους άντρες που διαβαίνουν.
Νομίζω πως μαντεύω
Κάποιαν αβεβαιότητα
Σ’ αυτή την έκφραση.
Κούκλοι και κορμάρες
Κάνουν παρέλαση.

Έφτασες ώς εδώ –
Και σε ξενίζει.
Καλύτερα θυμήσου
Τι σε στηρίζει.
Ακόμη έχει χνούδι
Το φρούτο στο κλαρί.
Η ομορφιά σου σ’ έφτιαξε.
Φρόντισέ την κι εσύ.

Αφέντης Έρωτας (2000):

ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ

Μου φεύγεις κάθε Ιούνιο
Για μήνες στη σειρά
Γαλήνη ψυχική σπουδάζεις μόνος
Ανάμεσα σε δέντρα υψηλά.
Εγώ μ’ έναν καινούργιο φίλο βγαίνω
Στην πόλη όλο το καλοκαίρι μένω
Σπίτι κυρίως μονάχος να παρατηρώ
Τα ηλιοτρόπια πώς φλέγονται στον κήπο.

Πας ανατολικά
Στους συγγενείς σου να παρασταθείς.
Κι όμως οι πρώτες στάλες της βροχής
Πίσω σε φέρνουν απ’ την εξορία:
Από μια πόρτα στο διάδρομο λιγάκι
Φαίνεσαι: γράφεις ούτε ξέρω τι,
Ολόκληρο χειμώνα, με σκυφτό κεφάλι
Στου φωτός τη δέσμη, στρογγυλή, κίτρινη.

Σε νέο καθήκον
Δεξιότητα αυτοσχεδιασμού
Το πρόσωπό σου στρέφεται – δεν του
Ζητώ παρά την παρουσία: κάτω από λευκά
Μαλλιά, τα καθαρά σου μάτια ακόμα ειλικρινή,
όπως του γάτου η ακίνητη στενή ματιά
– η πυράκτωσή της αχνογάλανη
στην κάμαρά σου τώρα πια.

Γάτος κοινωνικός:
Δίχως φασαρία και πολλά πολλά
Φύγαμε απ’ την κουζίνα όπου καθόταν,
Κι όμως ξαφνικά
Τον βρίσκουμε μαζί μας νά ’ναι ακόμα,
Τώρα εδώ, κι ας κοιτάζει πέρα σταθερά,
Με τίποτα δε μένει πίσω,
Αν κι όλη νύχτα θα ξενογυρνά.

Καθώς ξεκίνησες
Μαζί μου και τον χρόνο θα τελειώσεις.
Θ’ αγκαλιαστούμε όσο μπορούμε,
– Κι όσο πρέπει, στη γύρα ή στη δουλειά.
Δεν είναι τίποτα, ούτε θά ’ναι, λέω, δικό μου.
Κανείς δεν μπορεί να κρατήσει μια καρδιά.
Αλλ’ ό,τι από κοινού, έμπιστοι φύλακες, κρατάμε,
Όντως το κρατάμε, έστω χωριστά.




Τομ Γκανν (Thom Gunn)
Γκραίηβσεντ, Ηνωμένο Βασίλειο, 29 Αυγούστου 1929 –
Σαν Φρανσίσκο, ΗΠΑ, 25 Απριλίου 2004


Ο Γκανν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα σε ηλικία 11 ετών, ως γενέθλιο δώρο γιά την μητέρα του. Πριν εκείνη αυτοκτονήσει λίγα χρόνια αργότερα, είχε ήδη προλάβει να του εμπνεύσει την αγάπη γιά τα βιβλία. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Fighting Terms, εκδόθηκε το 1954, έναν χρόνο μετά την αποφοίτησή του από το Trinity College του Καίμπριτζ. Την ίδια χρονιά, ακολουθώντας τον διά βίου σύντροφό του, Mike Kitay, εγκαταλείπει την Αγγλία γιά τις ΗΠΑ, όπου και θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή του, διδάσκοντας σε πανεπιστήμια, ιδιαίτερα στο Berkeley, και γράφοντας ποίηση, αλλά και δοκίμια γιά την ποίηση. Ακολούθησαν άλλες επτά συλλογές, πριν την τελευταία του, Boss Cupid, το 2000. Έχοντας ξεκινήσει χρησιμοποιώντας περίτεχνα μετρικά και στροφικά σχήματα, που παραπέμπουν ακόμα και στους Άγγλους ποιητές του 16ου και του 17ου αιώνα, ο Γκανν αργότερα ανοίχτηκε στα συλλαβικά μέτρα αλλά και τον ελεύθερο στίχο - τα αξιοποίησε όλα με ασυνήθιστη γιά την εποχή τόλμη και τεχνική μαεστρία. Σε ανάλογο εύρος, τα ‘θέματα’ της ποίησής του κυμάνθηκαν από τις αναπλάσεις μύθων ή την δημιουργία νέων, μέχρι τις ‘ρεαλιστικές’ απεικονίσεις της σύγχρονής του ζωής. Γιά παράδειγμα, στην συλλογή Μώλυ (1971), η αναφορά στο ομηρικό μαγικό βοτάνι λειτουργεί ως ανάλογον των πειραματισμών, και του ίδιου του Γκανν, την δεκαετία του 1960, με το LSD – ενώ η προτελευταία του συλλογή, Ο Άντρας που Ίδρωνε τις Νύχτες (1992), περιλαμβάνει αρκετά ποιήματα γιά νεκρούς από AIDS φίλους. Άγνωστες θα παραμείνουν οι βουλές των Faber & Faber που αρχικώς τον προωθούσαν πλάι στον –ιδαίτερα ανόμοιό του– Τεντ Χιούζ – πάντως, μαζί και με τον Φίλιπ Λάρκιν, ήσαν ίσως οι πιό ενδιαφέρουσες φωνές της πρώτης σημαντικής βρετανικής γενιάς που διαφοροποιούνταν αισθητά από τον Έλιοτ και τον Ώντεν. Το 1998 εμφανίστηκαν (‘Ποίηση’, τ. 12) μεταφρασμένα στα ελληνικά 15 ποιήματά του [εννέα εκ των οποίων αναδημοσιεύονται εδώ].


[Τα πιό πάνω ποιήματα -εκτός από το αδημοσίευτο "Μώλυ"- και το σημείωμα δημοσιεύτηκαν στο 'Εντευκτήριο', τ. 86, Ιούλ.-Σεπτ. 2009, εν είδει μνημοσύνου γιά τα πέντε χρόνια από τον θάνατο του Γκανν. Το "Γερακάρης και Γεράκι" είναι ίσως το ποίημά του που περισσότερο αγαπώ - κι ένα απ΄τα πιό αγαπημένα ποιήματά μου γενικώς. Εξάλλου, πάντα με διασκέδαζε η 'αδελφική' συγγένειά του -ως προς την μορφή αλλά και την, 'ελισαβετιανής' καταγωγής, εμμονή (ή επιστροφή) σε μιά και μόνη εικόνα- με τους "Δρόμους του Σαν Φρανσίσκο", νεότερους κατά σχεδόν τριάντα χρόνια.

Στην φωτ., από αριστερά προς τα δεξιά: ο Τ.Γ., η μητέρα του, ο αδερφός του, Άντερ.]