Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .δοκίμια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .δοκίμια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25.11.15

Η τέχνη σήμερα : μορφή και αντιλήψεις


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Γάλλος λογοτέχνης, Ζοέ Μπουσκέ (Joë Bousquet, 1897-1950), επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό και θιασώτης του φανταστικού στα πεζά του, έγραφε ποιήματα με μέτρο και ομοιοκαταληξία, πιστεύοντας πως οι περιορισμοί της μορφής τον οδηγούσαν σε απροσδόκητα ευρήματα περιεχομένου, τα οποία θα παρέμεναν απροσπέλαστα αν χρησιμοποιούσε ελεύθερο στίχο. Ο Βρετανός ποιητής Τομ Γκανν (Thom Gunn, 1929-2004) –που υπηρέτησε υποδειγματικά τόσο τον ελεύθερο στίχο όσο και τις αυστηρότερες παραδοσιακές μορφές, με ισάξιο ποιητικό αποτέλεσμα– υποστήριζε πως κάθε ποίημά του γεννιόταν με την μορφή που απαιτούσε για να πραγματωθεί. Δεν ήσαν οι πρώτοι, ούτε είναι οι μόνοι που εξήραν τα πιθανά οφέλη της προσδιορισμένης μορφής ή υποστήριξαν το αλληλένδετον μορφής και περιεχομένου.

Σίγουρα, στην εποχή μας, το ζήτημα της μορφής –σε όλες τις τέχνες– καίτοι παραμένει (όπως είναι φυσικό) μείζον, είναι πια 'ανοιχτό': επικρατεί ένας ανεκτικός πλουραλισμός. Κάθε ποιήτρια είναι πλέον ελεύθερη να επιλέξει, από τις υπάρχουσες μορφές, όποια της ταιριάζει, ή όποια αρμόζει σε κάθε συγκεκριμένο ποίημά της – ή να εφεύρει μια νέα. Ο πλουραλισμός αυτός είναι επόμενο να εκφράζεται και ως απουσία κυρίαρχων, χαρακτηριστικών ποιητικών 'φωνών' – φαινόμενο ευεργετικό, γιατί αποδεικνύει ότι κανένα αισθητικό κριτήριο δεν έχει απόλυτη ισχύ, ούτε είναι δυνατόν να παραμένει αμετάβλητο στον χρόνο. Αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει –όπως ενίοτε, από άγνοια ή με έπαρση, υποστηρίζεται– ότι οποιοδήποτε έργο καθίσταται αυτομάτως 'καλό'. Αντιθέτως, εντός κάθε ρεύματος και είδους, είναι πάντα εφικτό και απαραίτητο να αναζητά και να διακρίνει κανείς την αξία καθενός έργου. Για να επιτευχθεί αυτό, όμως, απαιτείται πλέον μεγαλύτερος κόπος και προσαρμοστικότητα της ανταπόκρισής μας στο ποικίλο σημερινό τοπίο – προϋποθέσεις που δεν είναι ίσως άμοιρες ευθύνης για την αβασάνιστη υιοθέτηση –είτε ως στάσης της κριτικής, είτε, αντιθέτως, ως μομφής– τού “
anything goes”.

Η πολυφωνία –δηλαδή η καλλιτεχνική ελευθερία– και η συνεπαγόμενη απουσία κυρίαρχων 'φωνών' επίσης συχνά παρερμηνεύονται ως “ήττα”, “έκπτωση”, “παρακμή”. Να οφείλεται άραγε αυτό στον (περισσότερο απ' ότι είναι εκ πρώτης όψεως εμφανές) διαδεδομένο φόβο της ελευθερίας; Στην νοσταλγία ενός κάποιου απολύτου; Ή να είναι παραλλαγή της παιδικής φαντασίωσης για έξωθεν εγγυημένη και εσαεί διασφαλισμένη 'τάξη'; Αν πιθανώς πρόκειται για μίγμα όλων αυτών, πάντως οπωσδήποτε δεν συνιστά ένδειξη υπευθυνότητας των καλλιτεχνών, ευθυκρισίας των κριτικών, ή ωριμότητος του κοινού.

Η μέγιστη τάξη επικρατεί στα απολυταρχικά καθεστώτα. σε αυτά παρατηρείται και η αισθητική ομοφωνία, εκεί αναδεικνύονται (ακριβέστερα: επιβάλλονται) δεσπόζουσες 'φωνές'. Επαναλαμβάνω: η διάκριση και ο προσδιορισμός της αξίας ενός καλλιτεχνικού έργου είναι επίπονη κριτική διεργασία που απαιτεί προπαρασκευή, υπομονετική και ψύχραιμη εργασία, τεκμηρίωση απόψεων – δηλαδή, ανάληψη προσωπικής ευθύνης και κόπο. Η άρνηση της ευθύνης αυτής συνιστά οκνηρία – βάση και σύμπτωμα της πνευματικής παρακμής. Οι φαντασιώσεις για ομοφωνία και κυριαρχία τού ενός προτύπου δεν είναι παρά ευτελής μεταμφίεση αυτής της πνευματικής οκνηρίας και παρακμής – άρα στάση ανάξια οιουδήποτε σοβαρού καλλιτέχνη (ή κριτικού).

Κοντολογίς, και για να καταλήξω πιο προσωπικά:

α) Στην δική μου γραφή, αντιμετωπίζω την μορφή ως μέρος του οργανικού, αδιαίρετου όλου τού έργου: η μορφή συγχρόνως υποβάλλεται από το περιεχόμενο και το υποβάλλει, το διαμορφώνει και διαμορφώνεται από αυτό.

β) Στον βαθμό που ενδεχομένως συμφωνώ –με όσους εκφράζονται απαξιωτικά για το σημερινό καλλιτεχνικό τοπίο– με την διάγνωση της πνευματικής παρακμής (στον 'ανεπτυγμένο' Δυτικό κόσμο), φρονώ –όπως προσπάθησα εν συντομία να εκθέσω πιο πάνω– ότι αυτές οι απαξιωτικές απόψεις είναι ακριβώς σύμπτωμα της παρακμής (και της οκνηρίας που και συνέβαλε στην γέννησή της, και την συντηρεί) και όχι βιώσιμη πρόταση ανάσχεσής της.

 

~

 

Ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από την συμβολή μου στο 3ο σκέλος μιας "Συζήτησης για την ποίηση τώρα", που διεξήχθη το φθινόπωρο του 2015 στο τ. 6 του περιοδικού "ΦΡΜΚ" μεταξύ των επτά μελών της συντακτικής του ομάδας: Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Φοίβης Γιαννίση, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Γιάννας Μπούκοβα, και Θοδωρή Χιώτη. Έλαβε την ολοκληρωμένη και τελική μορφή της στο βιβλίο: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018).

Η φωτ. μου είναι από το Castel Sant'Angelo (Ρώμη), Δεκέμβριος 1999.

9.6.15

ποίηση: περιεχόμενο, πρόσληψη και απεύθυνση _ φρμκ #4



















Στο 4ο τεύχος (Φθιν.-Χεμ. 2014) του "Φάρμακου", ξεκίνησε να δημοσιεύεται μια 'γραπτή συζήτηση', μεταξύ μελών της συντακτικής του ομάδας, για την ποίηση. Προηγούμενη ανάρτηση αναφέρεται στο 1ο ερώτημα: http://xylokopoi.blogspot.gr/2015/06/4.html.

Το 2ο ερώτημα αφορούσε το αίτημα κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου στην ποίηση, την (δημοσιογραφική και άλλη) πρόσληψή της, και την απεύθυνσή της σε (κάποιο) 'κοινό' - σταχυολογώ από τις απαντήσεις (που αναδημοσιεύονται ολόκληρες εδώ: http://frmk.gr/2014/12/16/frmk1/), με την χρονολογική σειρά 'εισόδου' τους στον χώρο της συζήτησης:




Παναγιώτης Ιωαννίδης: Αιτήματα οποιασδήποτε εξωτερικής προελεύσεως για οποιοδήποτε περιεχόμενο στην ποίηση, δεν είναι δυνατόν να λαμβάνονται υπ' όψιν από οποιαδήποτε σοβαρή ποιήτρια […]. απεύθυνση της ποίησης (όπως και κάθε τέχνης) δεν πρέπει να είναι μόνον προς τις ψυχές των ανθρώπων, αλλά προς το πνεύμα τους – δηλαδή, συγχρόνως και αξεδιάλυτα: νου, καρδιά, και ψυχή.

Φοίβη Γιαννίση: Kάθε αναγνώστης είναι κι ένας άλλος περιπατητής του κειμένου που μέσα του δημιουργεί τη δική του διαδρομή κι αυτό στον αιώνα των αιώνων. (Τέτοιοι αναγνώστες θα έπρεπε να εκπληρώνονται από την κριτική και τη δημοσιογραφία).
Κατερίνα Ηλιοπούλου: H τέχνη […] αποτελεί χώρο επισφάλειας και διακινδύνευσης […]. Οι φράσεις που επικαλούνται τους απλούς ανθρώπους και τις ψυχές τους προφέρονται συνήθως από ανθρώπους που θεωρούν τους εαυτούς τους αυθεντίες και απευθύνουν αυτόν τον χαρακτηρισμό με πλήρη επίγνωση της αλαζονείας τους, η οποία κρύβει στις περισσότερες περιπτώσεις μια αβυσσαλέα άγνοια για την ιστορία των ιδεών, ή από κάποιους νοσταλγούς που δέσμιοι του συντηρητισμού τους επιμένουν παράλογα να πιστεύουν πως η επιστροφή είναι κάτι εφικτό. [Η ποίηση] στο χάος των καταρρεύσεων, των αλλαγών, των καταστροφών, επιμένει να πολεμά ενάντια στο τίποτα, […] να αναζητά νόημα […]: ζωντανό λόγο, στοχασμό και αναστοχασμό με τους όρους της εποχής, αναζήτηση νέων (όχι πρωτότυπων) μορφών, ενσωμάτωση της αμφιβολίας, απόπειρα ορισμών, ομολογία της μη κατανόησης, επίγνωση ότι όλα είναι ατελή αλλά επίσης ότι όλα συνεχίζονται.

Δήμητρα Κωτούλα: Ανέκαθεν η ποίηση εκφωνούσε τη «σιγώμενη φωνή αυτού το οποίο βαθύτατα μας ενδιαφέρει» (Κυριαζόπουλος) […]. Αν δημιουργία σημαίνει «έργο που πράττεται για το δήμο» (Γουνελάς) δεν τίθεται καν θέμα περί του πολιτικού της ποίησης ή για τον ορισμό της «ποιητικότητάς» της, όποια κι αν είναι η θεματολογία των ποιημάτων της.

Βασίλης Αμανατίδης: Στην ποίηση, η ακρίβεια, η σαφήνεια και η κυριολεξία είναι ζητούμενα (είτε επιλέγει κανείς τον αναγνωρίσιμο και κατανοητό δρόμο του "ρεαλισμού" είτε τον πολυποίκιλο και ανοιχτό της "απροσδιοριστίας" ή και του ερμητισμού), ενώ η ασάφεια (με συνήθη αδελφή της την κοινοτοπία) είναι μάστιγα που τη συναντά κανείς και σε γειωμένα-ρεαλιστικά και σε "αναπεπταμένα" ποιητικά πεδία […]. Το κοινό δεν είναι ενιαίο και απλός άνθρωπος δεν υπάρχει […]. Η ποίηση είναι το ανοιχτό πεδίο, η ελευθερία της αδιάκοπης έκπληξης, η εξερεύνηση των πολλαπλών πιθανοτήτων […]. Τη στιγμή που η ποίηση θα ακολουθήσει ηθικοπλαστικές-δεοντολογικές οδηγίες έχει κιόλας αρχίσει να μαραίνεται. Τα υψωμένα δάχτυλα προς την τέχνη έρχονται από ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτήν, αλλά για κάτι άλλο […]. Ο συνεπής και δρων ποιητής, αυτός που ζει στην εποχή του και δεν αντιμετωπίζει την ποίηση ως μουσειακό είδος, θα κάνει έτσι κι αλλιώς ποίηση που αντανακλά τις τρέχουσες εξελίξεις. Μόνο που θα το πράξει με την ακατάτακτη ελευθερία που δύσκολα θα γίνει αντιληπτή από τον δημοφιλή δημοσιογράφο.

Ορφέας Απέργης: Πρώτα αγάπησε την τέχνη σου, κι ύστερα μην τηνε φοβηθείς: όσο την αγαπάς και δεν τη φοβάσαι, θα αποτελεί η τέχνη σου έτσι κι αλλιώς ‘έκφραση’ ήθους.

Γιάννα Μπούκοβα: Η ποίηση δεν είναι εφαρμοσμένος λόγος. Κάθε προσπάθεια άμεσης στράτευσής της αναιρεί την ίδια την υπόσταση του ποιητικού λόγου: τη σφαιρικότητα, την πολυπλοκότητα, τη συγχρονικότητα αντιθέσεων. Εννοείται ότι υπάρχουν καταστάσεις όπου δεν μπορεί κανείς να μείνει αμέτοχος. Αλλά πολύ μεγαλύτερη αξία θα είχε ένας ποιητής να πάρει θέση με τις πράξεις του, με την προσωπική στάση ζωής του ή με όποια μορφή μάχιμου δοκιμιακού ή δημοσιογραφικού λόγου θα ήθελε, από το να γράφει κακά ποιήματα για καλό σκοπό.

Θοδωρής Χιώτης: Η ποιητική γλώσσα επαναπροσδιορίζει τι είναι η γλώσσα, τι μεταδίδει η γλώσσα και τέλος, τι μπορεί να κάνει η γλώσσα.


[φωτ.: π.ι., x. 2014, από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis © all rights reserved]

7.6.15

η ποιητικότητα _ φρμκ #4




















Στο 4ο τεύχος (Φθιν.-Χεμ. 2014) του "Φάρμακου", ξεκίνησε να δημοσιεύεται μια 'γραπτή συζήτηση', μεταξύ μελών της συντακτικής του ομάδας, για την ποίηση. Το 1ο ερώτημα αφορούσε την ποιητικότητα (και άλλα) - σταχυολογώ από τις απαντήσεις (που αναδημοσιεύονται ολόκληρες εδώ: http://frmk.gr/2014/12/16/frmk1/), με την χρονολογική σειρά 'εισόδου' τους στον χώρο της συζήτησης:

Παναγιώτης Ιωαννίδης: Aναμένω από το ποίημα να είναι συμβάν [...], ώστε η πρόσληψή του να γεννά εμπειρία, αντί μόνο να την αποτυπώνει (οσοδήποτε 'ωραία' ή ευρηματικά). Δεν πιστεύω –και αυτό μού δείχνει η ιστορία– πως είναι εφικτός ο προσδιορισμός αξιολογικών κριτηρίων για την τέχνη που να ικανοποιούν όλους μας, σε κάθε περίοδο της ζωής μας, και σε κάθε ιστορική εποχή. Θεωρώ όμως απαραίτητο, όποιος επιχειρεί να αξιολογήσει ένα ποίημα, να τεκμηριώνει την κρίση του με σαφήνεια, βάσει των δικών του κριτηρίων.
Φοίβη Γιαννίση: H ποίηση, αφού ανήκει στην γενική κατηγορία της τέχνης, είναι μία έρευνα[:] μέσα από τη γλώσσα και προς τη γλώσσα και για την γλώσσα. [...[ Όταν διαβάζω επιθυμώ να βρω μόνο την ομορφιά, να με ταρακουνήσει και να ξυπνήσω αλλιώς, επιθυμώ την λειτουργία του ονείρου.
Κατερίνα Ηλιοπούλου: Η ποίηση δεν εκφράζει τα συναισθήματα ή τα γεγονότα της ζωής του γράφοντος[,] δεν προϋποθέτει κάτι δεδομένο αλλά κινείται σε αναζήτηση του νοήματος, και το δημιουργεί με υλικό της την γλώσσα την οποία ελευθερώνει από τις μονοσήμαντες χρήσεις της. [...] Διαφορετικά μιλάμε για διακοσμητικό λόγο που είτε θωπεύει τις βεβαιότητες του αναγνώστη, είτε τον εκβιάζει (συναισθηματικά και πνευματικά) και καθίσταται ανενεργός ως πράξη επικοινωνίας.

Βασίλης Αμανατίδης: Ποίηση είναι η ρωγμή, η δίοδος αποκάλυψης, είναι η συμπύκνωση, μετωνυμία και μεταμόρφωση [...] της εσωτερικής ζωής και του ψυχικού κόσμου. [...] Ποίηση είναι η ανάσταση του τετριμμένου λόγου. [...] Στην ποίηση, το νόημα και οι ιδέες επικυρώνονται από τον ήχο και τον αμείλικτης ακρίβειας (επανα)συσχετισμό των λέξεων.

Ορφέας Απέργης: Η ποίηση είναι άσκηση ελευθερίας επί χάρτου. [...] Λέει το μικρό παιδί της ποιήσεως[:] «η δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται», δηλαδή είμαι εδώ τώρα ασθενικό, αλλά αυτή η ασθένεια η τωρινή είναι η μελλοντική μου δύναμη.

Γιάννα Μπούκοβα: Από τις αρχές του εικοστού αιώνα [...] έγινε μια μετατόπιση από την ποίηση της περιγραφικότητας, της ρητορικής και του συναισθήματος προς την ποίηση της σκέψης [...] σε μια ιδιαίτερη μορφή της: μη-γραμμική, μη-αιτιοκρατική και πολυσθενή. Θα περιέγραφα αυτήν την ποίηση ως έκρηξη νοήματος[,] μια στιγμή ολότητας που λειτουργεί μόνο στην συνάντηση. Και που εκπληρώνεται στην έκπληξη και την ανακάλυψη.

Θοδωρής Χιώτης: Το ποίημα [...] λειτουργεί και ως ένα επιπλέον εργαλείο στον πεπερασμένο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. 


[φωτ.: π.ι., x. 2014, από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis © all rights reserved]

1.5.15

Καλλιτεχνικοί πρόγονοι


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν μου είναι δυνατόν να προσδιορίσω τους καλλιτεχνικούς 'προγόνους' μου, με την έννοια της γενεαλογίας ή της επιρροής, όπως θα τους αναζητούσε ενδεχομένως μια κριτικός λογοτεχνίας. Μπορώ μόνον να μιλήσω για ποιητές –και άλλους καλλιτέχνες– το έργο των οποίων θαυμάζω και μελετώ, άρα είναι βέβαιο ότι έχουν καθορίσει τον τρόπο που προσλαμβάνω και απολαμβάνω την τέχνη, και συνεπώς  πιθανό –ή και ευκταίο– να έχουν συνδιαμορφώσει τον τρόπο που γράφω.

Αυτονόητα βαραίνουν περισσότερο όσοι έγραψαν ελληνικά: υλικό της ποίησης είναι η γλώσσα – υλικό, όμως, που είναι συγχρόνως το κυριότερό της εργαλείο. Τα άλλα εργαλεία της, μπορεί και να 'ναι αμέτρητα: πρώτη-πρώτη, ανυπερθέτως, η ζωή-στο-παρόν, μα ζευγαρωμένη με τον αναστοχασμό της. η αφοσιωμένη παρατήρηση αλλά και η, ανοιχτή στα χαμόγελα της τύχης, 'ελεύθερη προσοχή'. η βιωμένη σκέψη... Όλα αυτά μπορούν, βεβαίως, να 'ακονιστούν' και μέσω της τριβής με ξενόγλωσσες λογοτεχνίες, καθώς και με άλλες τέχνες. Αν δε, στις πρώτες, μελετάται το πρωτότυπο, το κέρδος είναι διπλό, καθώς καθίσταται δυνατόν, όσο το επιτρέπει η ξένη γλώσσα, να την παρατηρούμε ως δρώντα –και διαφέροντα από τον δικό μας– ποιητικό 'μηχανισμό': ως ένα άλλο υλικό-και-εργαλείο (κάτι που συμβάλλει στην πολυτιμότητα της μεταφραστικής εργασίας ως προσωπικής άσκησης γραφής.)

Από όσους με συντροφεύουν μέχρι σήμερα, άλλοτε κρατώ το σύνολο του έργου τους –κι ας έχει 'διακυμάνσεις' (ποιο δεν έχει;)– και την πορεία τους εντός του: πέρα από τους 'γεννήτορες' της νεοελληνικής ποίησης, Σολωμό και Καβάφη, αυτό ισχύει και για τον Κάλβο, τον Εγγονόπουλο, τον Παπατσώνη, την Βακαλό, τον δοκιμιακό Τερζάκη, τον σύνολο Γιώργο Χειμωνά. Άλλοτε πάλι, κάποιες περιόδους: τον ώριμο Σικελιανό και τον ώριμο Καρυωτάκη, τον πρώτο –ώς και το Μυθιστόρημα– και τον στερνό –στα Τρία κρυφά ποιήματα– Σεφέρη, διάσπαρτον Ελύτη – Φωτόδεντρο, Τύψεις, Ετεροθαλή, Μονόγραμμα, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Και άλλοτε, κάποιες άπαξ κορυφές: την Αμοργό του Γκάτσου, τις Ωδές στον Πρίγκηπα του Ασλάνογλου, το Μ' ένα στεφάνι φως της Μαστοράκη. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει, πως δεν με 'βοηθούν' και άλλοι: π.χ., κάποιοι ποιητές της κατ' Αναγνωστάκην “χαμηλής φωνής”. (Ας σημειώσω δε και το προφανές, όσο και αν ακούγεται ακραίο: ακόμα και ενός ποιήματος η αξία μπορεί να διαχέεται και να αντηχεί σε έκταση κι ένταση δυσανάλογα μεγάλη.) Επειδή, όμως, σε κάθε κατάλογο ονομάτων, δεν είναι τυχαίες όλες οι παραλείψεις, θεωρώ τίμιο να δηλώσω δύο αποσιωπήσεις ως σκόπιμες: του Παλαμά και του Ρίτσου.

Από τις γλώσσες που περισσότερο ή λιγότερο κατανοώ, ας μνημονεύσω το σύμπαν-Σαίξπηρ, το σύμπαν-Γουλφ, τον Έλιοτ, τον Πάουντ, τον Ώντεν –για την απίστευτη ικανότητά του να φτιάχνει ποιήματα απ' ο,τιδήποτε–, την Κάρσον, την σαγηνευτική γυμνότητα του Σταντάλ, την Γιουρσενάρ –μαζί με τον 'νουάρ' δίδυμό της, τον Τσάντλερ–, τον Νερβάλ και τον Σαρ.  την οικονομία και την σοβαρή ελαφρότητα του Μπόρχες. Και, κατ' ανάγκην, μόνον από μετάφραση: την ζωή που μας επιστρέφει ο Τσέχοφ, τον Ρίλκε, τον Χάινερ Μύλλερ και τον Ζέμπαλντ, την κλασσική κινεζική και ιαπωνική ποίηση. Από άλλες τέχνες: στον κινηματογράφο, τον Μπέργκμαν, τον Ταρκόφσκι και τον Κισλόφσκι για το βλέμμα και τις οργανικές μορφές που εφηύραν, τον Αντονιόνι και τον Γκοντάρ για την σύνταξη – από την φωτογραφία, τον Ρομπέρ Φρανκ και τον Γουίλλιαμ Έγκλστον για την εμπιστοσύνη τους στην τύχη, και για το σμίλεμά της σε ακριβό έργο – το σύμπαν-Μπαχ, το σύμπαν-Μότσαρτ, τον Σοπέν για την μετάπλαση της ομορφιάς σε άρτιο κτίσμα, τις συνθέσεις του Μπετόβεν για ένα ή λίγα όργανα. την τζαζ του Γκιλ Έβανς και του Μπιλλ Έβανς, για την οργάνωση του χάους. την Κάλλας και την Μπίλλι Χόλλινταιυ για τον φωτισμό της φράσης.

Ενδεχομένως να φάνηκε ήδη, πόσο η αξία ενός 'προγόνου' συναρτάται για μένα με την εργασία του πάνω στην γλώσσα (λεκτική ή άλλη), και με το χώνεμα της εργασίας αυτής μέσα στην τελική μορφή – ώστε ούτε 'φλυαρία' (λέξεων ή 'αισθημάτων') να υπάρχει, ούτε η πρόθεση της κατασκευής να υπερβαίνει το κατασκευασθέν, ή να διακρίνεται πίσω του τόσο, ώστε να κατακερματίζει την όψη του. Έτσι, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί, από τους πρεσβύτερους νυν γράφοντες, με ενδιαφέρουν πρωτίστως φωνές που άφησαν γρήγορα πίσω την 'γενιά' τους: η Πλαστήρα, π.χ., ή ο Σερέφας.

Ωστόσο, πέραν αυτών από τους οποίους (νομίζουμε ή θα επιθυμούσαμε να) μαθαίνουμε, υπάρχουν αναπόφευκτα και άλλοι, που τους θαυμάζουμε χωρίς να (είμαστε βέβαιοι ότι) είναι εφικτό να διδαχθούμε κάτι: η Ντίκινσον, φερειπείν, ή ο Τσέλαν.

Το πλάσιμο της αναγνωστικής ευαισθησίας αρχικά, και, βαθμηδόν, η μαθητεία μου ως τεχνίτη, ξεκίνησαν μεν πολύ νωρίς, εμπλουτίζονται δε διαρκώς – 'εγκαταλείποντας' παλαιά, και 'προσεταιριζόμενος' νέα, πρόσωπα ή περιοχές, όποτε νέες ανάγκες ή τυχαίες συναντήσεις μεταβάλλουν την πορεία μου ως αναγνώστη και γράφοντος. Όπως, αίφνης, τον τελευταίο χρόνο: τα στιβαρά δοκίμια του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου, η πλήρης σοφίας και χάρης πρόζα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο τόσο απρόσμενα μοντέρνος, παλαιόθεν προσφιλής, Άγρας. Ευτυχώς, η 'δημιουργία προγόνων' και η 'στρατολόγηση συνοδοιπόρων' παραμένει περιπέτεια ατέρμονη.

 

 ~

 

Ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από την συμβολή μου στο 2ο σκέλος μιας "Συζήτησης για την ποίηση τώρα", που διεξήχθη την άνοιξη του 2015 στο τ. 5 του περιοδικού "ΦΡΜΚ" μεταξύ των επτά μελών της συντακτικής του ομάδας: Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Φοίβης Γιαννίση, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Γιάννας Μπούκοβα, και Θοδωρή Χιώτη. Έλαβε την ολοκληρωμένη και τελική μορφή της στο βιβλίο: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018).

Η φωτ. μου είναι από το Sassari (Σαρδηνία), Αύγουστος 1986.