Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "φάρμακο". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "φάρμακο". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

9.6.15

ποίηση: περιεχόμενο, πρόσληψη και απεύθυνση _ φρμκ #4



















Στο 4ο τεύχος (Φθιν.-Χεμ. 2014) του "Φάρμακου", ξεκίνησε να δημοσιεύεται μια 'γραπτή συζήτηση', μεταξύ μελών της συντακτικής του ομάδας, για την ποίηση. Προηγούμενη ανάρτηση αναφέρεται στο 1ο ερώτημα: http://xylokopoi.blogspot.gr/2015/06/4.html.

Το 2ο ερώτημα αφορούσε το αίτημα κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου στην ποίηση, την (δημοσιογραφική και άλλη) πρόσληψή της, και την απεύθυνσή της σε (κάποιο) 'κοινό' - σταχυολογώ από τις απαντήσεις (που αναδημοσιεύονται ολόκληρες εδώ: http://frmk.gr/2014/12/16/frmk1/), με την χρονολογική σειρά 'εισόδου' τους στον χώρο της συζήτησης:




Παναγιώτης Ιωαννίδης: Αιτήματα οποιασδήποτε εξωτερικής προελεύσεως για οποιοδήποτε περιεχόμενο στην ποίηση, δεν είναι δυνατόν να λαμβάνονται υπ' όψιν από οποιαδήποτε σοβαρή ποιήτρια […]. απεύθυνση της ποίησης (όπως και κάθε τέχνης) δεν πρέπει να είναι μόνον προς τις ψυχές των ανθρώπων, αλλά προς το πνεύμα τους – δηλαδή, συγχρόνως και αξεδιάλυτα: νου, καρδιά, και ψυχή.

Φοίβη Γιαννίση: Kάθε αναγνώστης είναι κι ένας άλλος περιπατητής του κειμένου που μέσα του δημιουργεί τη δική του διαδρομή κι αυτό στον αιώνα των αιώνων. (Τέτοιοι αναγνώστες θα έπρεπε να εκπληρώνονται από την κριτική και τη δημοσιογραφία).
Κατερίνα Ηλιοπούλου: H τέχνη […] αποτελεί χώρο επισφάλειας και διακινδύνευσης […]. Οι φράσεις που επικαλούνται τους απλούς ανθρώπους και τις ψυχές τους προφέρονται συνήθως από ανθρώπους που θεωρούν τους εαυτούς τους αυθεντίες και απευθύνουν αυτόν τον χαρακτηρισμό με πλήρη επίγνωση της αλαζονείας τους, η οποία κρύβει στις περισσότερες περιπτώσεις μια αβυσσαλέα άγνοια για την ιστορία των ιδεών, ή από κάποιους νοσταλγούς που δέσμιοι του συντηρητισμού τους επιμένουν παράλογα να πιστεύουν πως η επιστροφή είναι κάτι εφικτό. [Η ποίηση] στο χάος των καταρρεύσεων, των αλλαγών, των καταστροφών, επιμένει να πολεμά ενάντια στο τίποτα, […] να αναζητά νόημα […]: ζωντανό λόγο, στοχασμό και αναστοχασμό με τους όρους της εποχής, αναζήτηση νέων (όχι πρωτότυπων) μορφών, ενσωμάτωση της αμφιβολίας, απόπειρα ορισμών, ομολογία της μη κατανόησης, επίγνωση ότι όλα είναι ατελή αλλά επίσης ότι όλα συνεχίζονται.

Δήμητρα Κωτούλα: Ανέκαθεν η ποίηση εκφωνούσε τη «σιγώμενη φωνή αυτού το οποίο βαθύτατα μας ενδιαφέρει» (Κυριαζόπουλος) […]. Αν δημιουργία σημαίνει «έργο που πράττεται για το δήμο» (Γουνελάς) δεν τίθεται καν θέμα περί του πολιτικού της ποίησης ή για τον ορισμό της «ποιητικότητάς» της, όποια κι αν είναι η θεματολογία των ποιημάτων της.

Βασίλης Αμανατίδης: Στην ποίηση, η ακρίβεια, η σαφήνεια και η κυριολεξία είναι ζητούμενα (είτε επιλέγει κανείς τον αναγνωρίσιμο και κατανοητό δρόμο του "ρεαλισμού" είτε τον πολυποίκιλο και ανοιχτό της "απροσδιοριστίας" ή και του ερμητισμού), ενώ η ασάφεια (με συνήθη αδελφή της την κοινοτοπία) είναι μάστιγα που τη συναντά κανείς και σε γειωμένα-ρεαλιστικά και σε "αναπεπταμένα" ποιητικά πεδία […]. Το κοινό δεν είναι ενιαίο και απλός άνθρωπος δεν υπάρχει […]. Η ποίηση είναι το ανοιχτό πεδίο, η ελευθερία της αδιάκοπης έκπληξης, η εξερεύνηση των πολλαπλών πιθανοτήτων […]. Τη στιγμή που η ποίηση θα ακολουθήσει ηθικοπλαστικές-δεοντολογικές οδηγίες έχει κιόλας αρχίσει να μαραίνεται. Τα υψωμένα δάχτυλα προς την τέχνη έρχονται από ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτήν, αλλά για κάτι άλλο […]. Ο συνεπής και δρων ποιητής, αυτός που ζει στην εποχή του και δεν αντιμετωπίζει την ποίηση ως μουσειακό είδος, θα κάνει έτσι κι αλλιώς ποίηση που αντανακλά τις τρέχουσες εξελίξεις. Μόνο που θα το πράξει με την ακατάτακτη ελευθερία που δύσκολα θα γίνει αντιληπτή από τον δημοφιλή δημοσιογράφο.

Ορφέας Απέργης: Πρώτα αγάπησε την τέχνη σου, κι ύστερα μην τηνε φοβηθείς: όσο την αγαπάς και δεν τη φοβάσαι, θα αποτελεί η τέχνη σου έτσι κι αλλιώς ‘έκφραση’ ήθους.

Γιάννα Μπούκοβα: Η ποίηση δεν είναι εφαρμοσμένος λόγος. Κάθε προσπάθεια άμεσης στράτευσής της αναιρεί την ίδια την υπόσταση του ποιητικού λόγου: τη σφαιρικότητα, την πολυπλοκότητα, τη συγχρονικότητα αντιθέσεων. Εννοείται ότι υπάρχουν καταστάσεις όπου δεν μπορεί κανείς να μείνει αμέτοχος. Αλλά πολύ μεγαλύτερη αξία θα είχε ένας ποιητής να πάρει θέση με τις πράξεις του, με την προσωπική στάση ζωής του ή με όποια μορφή μάχιμου δοκιμιακού ή δημοσιογραφικού λόγου θα ήθελε, από το να γράφει κακά ποιήματα για καλό σκοπό.

Θοδωρής Χιώτης: Η ποιητική γλώσσα επαναπροσδιορίζει τι είναι η γλώσσα, τι μεταδίδει η γλώσσα και τέλος, τι μπορεί να κάνει η γλώσσα.


[φωτ.: π.ι., x. 2014, από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis © all rights reserved]

7.6.15

η ποιητικότητα _ φρμκ #4




















Στο 4ο τεύχος (Φθιν.-Χεμ. 2014) του "Φάρμακου", ξεκίνησε να δημοσιεύεται μια 'γραπτή συζήτηση', μεταξύ μελών της συντακτικής του ομάδας, για την ποίηση. Το 1ο ερώτημα αφορούσε την ποιητικότητα (και άλλα) - σταχυολογώ από τις απαντήσεις (που αναδημοσιεύονται ολόκληρες εδώ: http://frmk.gr/2014/12/16/frmk1/), με την χρονολογική σειρά 'εισόδου' τους στον χώρο της συζήτησης:

Παναγιώτης Ιωαννίδης: Aναμένω από το ποίημα να είναι συμβάν [...], ώστε η πρόσληψή του να γεννά εμπειρία, αντί μόνο να την αποτυπώνει (οσοδήποτε 'ωραία' ή ευρηματικά). Δεν πιστεύω –και αυτό μού δείχνει η ιστορία– πως είναι εφικτός ο προσδιορισμός αξιολογικών κριτηρίων για την τέχνη που να ικανοποιούν όλους μας, σε κάθε περίοδο της ζωής μας, και σε κάθε ιστορική εποχή. Θεωρώ όμως απαραίτητο, όποιος επιχειρεί να αξιολογήσει ένα ποίημα, να τεκμηριώνει την κρίση του με σαφήνεια, βάσει των δικών του κριτηρίων.
Φοίβη Γιαννίση: H ποίηση, αφού ανήκει στην γενική κατηγορία της τέχνης, είναι μία έρευνα[:] μέσα από τη γλώσσα και προς τη γλώσσα και για την γλώσσα. [...[ Όταν διαβάζω επιθυμώ να βρω μόνο την ομορφιά, να με ταρακουνήσει και να ξυπνήσω αλλιώς, επιθυμώ την λειτουργία του ονείρου.
Κατερίνα Ηλιοπούλου: Η ποίηση δεν εκφράζει τα συναισθήματα ή τα γεγονότα της ζωής του γράφοντος[,] δεν προϋποθέτει κάτι δεδομένο αλλά κινείται σε αναζήτηση του νοήματος, και το δημιουργεί με υλικό της την γλώσσα την οποία ελευθερώνει από τις μονοσήμαντες χρήσεις της. [...] Διαφορετικά μιλάμε για διακοσμητικό λόγο που είτε θωπεύει τις βεβαιότητες του αναγνώστη, είτε τον εκβιάζει (συναισθηματικά και πνευματικά) και καθίσταται ανενεργός ως πράξη επικοινωνίας.

Βασίλης Αμανατίδης: Ποίηση είναι η ρωγμή, η δίοδος αποκάλυψης, είναι η συμπύκνωση, μετωνυμία και μεταμόρφωση [...] της εσωτερικής ζωής και του ψυχικού κόσμου. [...] Ποίηση είναι η ανάσταση του τετριμμένου λόγου. [...] Στην ποίηση, το νόημα και οι ιδέες επικυρώνονται από τον ήχο και τον αμείλικτης ακρίβειας (επανα)συσχετισμό των λέξεων.

Ορφέας Απέργης: Η ποίηση είναι άσκηση ελευθερίας επί χάρτου. [...] Λέει το μικρό παιδί της ποιήσεως[:] «η δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται», δηλαδή είμαι εδώ τώρα ασθενικό, αλλά αυτή η ασθένεια η τωρινή είναι η μελλοντική μου δύναμη.

Γιάννα Μπούκοβα: Από τις αρχές του εικοστού αιώνα [...] έγινε μια μετατόπιση από την ποίηση της περιγραφικότητας, της ρητορικής και του συναισθήματος προς την ποίηση της σκέψης [...] σε μια ιδιαίτερη μορφή της: μη-γραμμική, μη-αιτιοκρατική και πολυσθενή. Θα περιέγραφα αυτήν την ποίηση ως έκρηξη νοήματος[,] μια στιγμή ολότητας που λειτουργεί μόνο στην συνάντηση. Και που εκπληρώνεται στην έκπληξη και την ανακάλυψη.

Θοδωρής Χιώτης: Το ποίημα [...] λειτουργεί και ως ένα επιπλέον εργαλείο στον πεπερασμένο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. 


[φωτ.: π.ι., x. 2014, από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis © all rights reserved]

15.5.15

λίνος ιωαννίδης _ "η θέση του χρόνου" [το ροδακιό, 2014]


















Τι μπορεί να προσφέρει σήμερα μια ποίηση λυρικο-δραματική, συχνά δε μέσω ενός λεξιλογίου που δεν διστάζει να δανείζεται από τον συμβολισμό, κι ας μην υιοθετεί τις χρήσεις του; Η απάντηση νομίζω πως δεν μπορεί παρά να είναι: “Ό,τι και οποιοδήποτε άλλο είδος ποίησης, αρκεί να είναι ποίηση – δηλαδή να φτιάχνει έναν κόσμο με λέξεις”.

Ο Λίνος Ιωαννίδης –που γεννήθηκε στην Λευκωσία το 1972, και ζει στην Αθήνα– εξέδωσε, από το 1993 ώς το 2006, πέντε βιβλία ποίησης. Αυτά συλλέγονται σήμερα στην προσεγμένη και ωραία, όπως πάντα, έκδοση του Ροδακιού. Ο τίτλος της συγκεντρωτικής επανέκδοσης προέρχεται από το ομότιτλο του τρίτου βιβλίου ποίημα. Η οκτάστιχη “Περιγραφή σχήματος” κλείνει ως εξής: “φέγγουν / οι σκιές με τα μαλλιά / με τα ρούχα στη θέση του χρόνου”. Άραγε, τα ρούχα των σκιών επέχουν θέση χρόνου (του χρόνου που χρειάστηκε μέχρι να γίνουν σκιές); Ή φέγγουν οι σκιές στη θέση του χρόνου; Και τότε, φέγγουν αντί του χρόνου, ή στον τόπο που προοριζόταν γι' αυτόν; Όλες αυτές οι ερμηνείες είναι πιθανές, μα καμιά δεν είναι βέβαιη: μια γόνιμη αινιγματικότητα συντηρείται με πολύ απλά μέσα, μας επιστρέφει στην αρχή του ποιήματος για να το ξαναδιαβάσουμε, και εξακολουθεί να επιβιώνει μετά από επαναληπτικές αναγνώσεις. Το ακριβές νόημα –δίχως να οχυρώνεται σε απωθητικό ερμητισμό– ίσα που ξεγλιστρά, με τρόπο μη σπάταλο, που δεν κραυγάζει, δεν γυαλοκοπά.

Ανεπιτήδευτο λεξιλόγιο, ταλαντούμενες εικόνες, χαμηλότονη αινιγματικότητα: τρεις αρετές του Λ.Ι. συμπυκνωμένες σε ένα ποίημα, και μάλιστα όχι από τα πιο αξιοπρόσεκτα, κατά την άποψή μου.

Ο “χρόνος” επανέρχεται, σε περίοπτη θέση: σε τίτλους ποιημάτων (“Καιροί”, “Χρόνος”, “Απόμακρο παρόν”), αλλά και του τέταρτου βιβλίου, Ο χρόνος του απρόσμενου καιρού, που συνιστά τομή, καθώς απαρτίζεται εξολοκλήρου και για πρώτη φορά από άτιτλα πεζά ποιήματα, το κλίμα των οποίων –αν θέλαμε να συνθηματολογήσουμε, υποβιβάζοντας την ιδιαιτερότητα του ύφους– εκτείνεται μέχρι και τον εξπρεσσιονισμό. (Στο επόμενο βιβλίο, τα πεζά ποιήματα έχουν εδραιώσει την θέση τους, συνεισφέροντας κάτι λιγότερο από το ήμισυ.)

Ωστόσο, νομίζω πως η ποίηση του Λ.Ι. ορίζεται κυρίως από το στοιχείο του νερού – και την ιδιότητα της ρευστότητας (στο νοηματικό επίπεδο, την συναντήσαμε ήδη). Το νερό και τα παράγωγα ή τα συγγενικά του (σύννεφα, βροχή, θύελλα, χιόνι, ατμός, ομίχλη, δάκρυα), η θάλασσα (το κύμα, το πέλαγο), το ποτάμι, η λίμνη, το πηγάδι, είναι συχνά ενεργά στοιχεία που συμμετέχουν στα τεκταινόμενα εντός του ποιήματος, και δεν αποτελούν απλώς σκηνικό του. Επιπλέον, η σχέση με το υγρό στοιχείο χαρακτηρίζει και άλλες έννοιες ή πράγματα: η νοσταλγία είναι “σταλάζουσα”, τα ακούσματα και οι δρόμοι, “υποβρύχιοι”, ο ιππότης φέρει “σκάφανδρο”.

Αξιοσημείωτο είναι πως ο κόσμος τον οποίο συστήνει ο Λ.Ι. στέκει λίγο ώς πολύ ολοκληρωμένος από το πρώτο του κιόλας βιβλίο, τον Εξώστη (1993): “Στο μεταξύ μεσολάβησαν θεομηνίες. // Φούντωσαν τα πανιά στις στέγες / κι απόμεινε στο μισοχάραμα, / την ψύχρα του βοώντας στο βαθύ μέλλον, / ο ξιφομάχος με τους Αγγέλους. / “Άγρυπνος, έμεινα τελευταίος”” (“Από λίμνες και βροχές βρεγμένος”). Ωστόσο, αν εκεί κυριαρχεί το εξομολογούμενο, λυρικό πρώτο ενικό πρόσωπο, ήδη από το δεύτερο βιβλίο, Λευκός (1994), αφήνει σταδιακά θέση και για το τρίτο ενικό πρόσωπο που στρέφεται στην παρατήρηση και την περιγραφή. “Κάτω από συσσωρευμένους ουρανούς / βροντά το στήθος και σημαίνει / την επιδείνωση του σκότους // Σ' εργαστήρι παμπάλαιων αρωμάτων και τρόμων / οι βαθμοί βαρύτητας καθορίζουν τον χρόνο // Τα πρόσωπα πέρασαν χτες / σ' εποχές απερίγραπτες” (“Καταγωγή”). Η ευστοχία των απροσδόκητων ποιητικών γειτνιάσεων έχει αυξηθεί: “Πυκνή σιγή τα συμπεράσματα των ανέμων”. “[Τ]ο ντυμένο σώμα / γεμάτο γκρεμούς κτιρίων”. “Η αμβλεία φωνή του δυσκόλευε τον ορίζοντα”. Ώσπου, στο προαναφερθέν τρίτο βιβλίο (1998), το πρώτο ενικό πρόσωπο εξοβελίζεται στις λιγοστές εμφανίσεις ευθέος λόγου. Οι στίχοι γίνονται πιο σύντομοι, και η έκφραση –επικουρούμενη και από την περιστασιακή χρήση μιας διακριτικής ομοιοκαταληξίας– αποκτά μια χάρη σχεδόν σαραντάρεια. “Ο μαρμάρινος περίπατος / μοιράζει τα σύννεφα / χωρίζει τα μέρη των ανέμων / το χώμα του νερού / το χώμα των δακρύων / κρατά τα τοπία και ραγίζουν τα δάχτυλα / παίρνει τα βήματα / κάτω στα κύματα / κοιμάται ρούχο ζωντανό / απλώνει ασήμι το νερό / και ο βράχος σαλεύει / την πλάτη / τη στάχτη του” (“Εγκάρσιες εικόνες”). Στο, επίσης προαναφερθέν τέταρτο βιβλίο (2001), ο προϋπάρχων έξοχος έλεγχος του ρυθμού απεμπολεί την στιχοθεσία και ζωντανεύει το πεζόμορφο ποίημα – οι εικόνες ξαναγίνονται πιο περίτεχνες, και πλέον κυριαρχούν το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο του πληθυντικού. Ίσως αυτή η γραμματική μεταβολή να μην είναι άσχετη με την μερική υποχώρηση της φύσης και του άχρονου, υπέρ του αστικού περιβάλλοντος, και των σύγχρονων αναφορών. “Χαμένοι μέσα στους ίσκιους φτάναμε στην πόλη με τους κτισμένους κήπους. Πολύχρωμα τα νέα λογοτεχνικά έργα προβάλλονταν γύρω και στα διαλείμματα οι κολυμβητές και οι κολυμβήτριες περνούσαν. Χειροκροτούσαν ενώ μεγάλα πουλιά στις οροφές τίναζαν με δύναμη τα φτερά τους. Το αρμονικό τους βλέμμα και οι χειρονομίες ερμήνευαν την πόλη.” Το πέμπτο βιβλίο, Φωνή γραμμένη (2006), σαν να συνοψίζει και να συνθέτει τις έως τώρα κατακτήσεις τρόπων και θεμάτων. το δε πρώτο ενικό λυρικό πρόσωπο, επανακάμπτει ωριμότερο. “Με χιονισμένες τις φωνές τους τα σώματα περνούν ανάμεσα σε κολόνες και δέντρα. Ζώα κομψά προχωρούν κι όργανα πνευστά αστράφτουν. Άνθρωποι ψηλοί, γονείς με τα παιδιά τους, περνούν ανάμεσα σε αγάλματα και πίδακες. Σύννεφα φέγγουν τους ανάγλυφους ίσκιους στα κτίρια κι από τις ρωγμές λευκά φυτά ανεβαίνουν τους τοίχους. Δέντρα χειμερινά φυσούν, διάφανα πουλιά ακούγονται να μιλούν, γεμίζουν με ψιθύρους τον αέρα, ακούγονται ονόματα.”


Ο τρόπος και η φωνή του Λ.Ι. έχουν ορίσει και ανοιχθεί σε έναν χώρο γοητευτικό και αναγνωρίσιμα προσωπικό. Θα είχε ενδιαφέρον η συνέχεια να περιελάμβανε την επέκταση της πρωτότυπης λυρικο-δραματικής περιγραφής μέχρι και την δημιουργία ποιητικών συμβάντων μέσω της ίδιας της γλώσσας.

~

[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "[ΦΡΜΚ]", τ. 5, Άν.-Καλ. 2015.
Φωτ.: Π.Ι.]

1.5.15

Καλλιτεχνικοί πρόγονοι


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν μου είναι δυνατόν να προσδιορίσω τους καλλιτεχνικούς 'προγόνους' μου, με την έννοια της γενεαλογίας ή της επιρροής, όπως θα τους αναζητούσε ενδεχομένως μια κριτικός λογοτεχνίας. Μπορώ μόνον να μιλήσω για ποιητές –και άλλους καλλιτέχνες– το έργο των οποίων θαυμάζω και μελετώ, άρα είναι βέβαιο ότι έχουν καθορίσει τον τρόπο που προσλαμβάνω και απολαμβάνω την τέχνη, και συνεπώς  πιθανό –ή και ευκταίο– να έχουν συνδιαμορφώσει τον τρόπο που γράφω.

Αυτονόητα βαραίνουν περισσότερο όσοι έγραψαν ελληνικά: υλικό της ποίησης είναι η γλώσσα – υλικό, όμως, που είναι συγχρόνως το κυριότερό της εργαλείο. Τα άλλα εργαλεία της, μπορεί και να 'ναι αμέτρητα: πρώτη-πρώτη, ανυπερθέτως, η ζωή-στο-παρόν, μα ζευγαρωμένη με τον αναστοχασμό της. η αφοσιωμένη παρατήρηση αλλά και η, ανοιχτή στα χαμόγελα της τύχης, 'ελεύθερη προσοχή'. η βιωμένη σκέψη... Όλα αυτά μπορούν, βεβαίως, να 'ακονιστούν' και μέσω της τριβής με ξενόγλωσσες λογοτεχνίες, καθώς και με άλλες τέχνες. Αν δε, στις πρώτες, μελετάται το πρωτότυπο, το κέρδος είναι διπλό, καθώς καθίσταται δυνατόν, όσο το επιτρέπει η ξένη γλώσσα, να την παρατηρούμε ως δρώντα –και διαφέροντα από τον δικό μας– ποιητικό 'μηχανισμό': ως ένα άλλο υλικό-και-εργαλείο (κάτι που συμβάλλει στην πολυτιμότητα της μεταφραστικής εργασίας ως προσωπικής άσκησης γραφής.)

Από όσους με συντροφεύουν μέχρι σήμερα, άλλοτε κρατώ το σύνολο του έργου τους –κι ας έχει 'διακυμάνσεις' (ποιο δεν έχει;)– και την πορεία τους εντός του: πέρα από τους 'γεννήτορες' της νεοελληνικής ποίησης, Σολωμό και Καβάφη, αυτό ισχύει και για τον Κάλβο, τον Εγγονόπουλο, τον Παπατσώνη, την Βακαλό, τον δοκιμιακό Τερζάκη, τον σύνολο Γιώργο Χειμωνά. Άλλοτε πάλι, κάποιες περιόδους: τον ώριμο Σικελιανό και τον ώριμο Καρυωτάκη, τον πρώτο –ώς και το Μυθιστόρημα– και τον στερνό –στα Τρία κρυφά ποιήματα– Σεφέρη, διάσπαρτον Ελύτη – Φωτόδεντρο, Τύψεις, Ετεροθαλή, Μονόγραμμα, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Και άλλοτε, κάποιες άπαξ κορυφές: την Αμοργό του Γκάτσου, τις Ωδές στον Πρίγκηπα του Ασλάνογλου, το Μ' ένα στεφάνι φως της Μαστοράκη. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει, πως δεν με 'βοηθούν' και άλλοι: π.χ., κάποιοι ποιητές της κατ' Αναγνωστάκην “χαμηλής φωνής”. (Ας σημειώσω δε και το προφανές, όσο και αν ακούγεται ακραίο: ακόμα και ενός ποιήματος η αξία μπορεί να διαχέεται και να αντηχεί σε έκταση κι ένταση δυσανάλογα μεγάλη.) Επειδή, όμως, σε κάθε κατάλογο ονομάτων, δεν είναι τυχαίες όλες οι παραλείψεις, θεωρώ τίμιο να δηλώσω δύο αποσιωπήσεις ως σκόπιμες: του Παλαμά και του Ρίτσου.

Από τις γλώσσες που περισσότερο ή λιγότερο κατανοώ, ας μνημονεύσω το σύμπαν-Σαίξπηρ, το σύμπαν-Γουλφ, τον Έλιοτ, τον Πάουντ, τον Ώντεν –για την απίστευτη ικανότητά του να φτιάχνει ποιήματα απ' ο,τιδήποτε–, την Κάρσον, την σαγηνευτική γυμνότητα του Σταντάλ, την Γιουρσενάρ –μαζί με τον 'νουάρ' δίδυμό της, τον Τσάντλερ–, τον Νερβάλ και τον Σαρ.  την οικονομία και την σοβαρή ελαφρότητα του Μπόρχες. Και, κατ' ανάγκην, μόνον από μετάφραση: την ζωή που μας επιστρέφει ο Τσέχοφ, τον Ρίλκε, τον Χάινερ Μύλλερ και τον Ζέμπαλντ, την κλασσική κινεζική και ιαπωνική ποίηση. Από άλλες τέχνες: στον κινηματογράφο, τον Μπέργκμαν, τον Ταρκόφσκι και τον Κισλόφσκι για το βλέμμα και τις οργανικές μορφές που εφηύραν, τον Αντονιόνι και τον Γκοντάρ για την σύνταξη – από την φωτογραφία, τον Ρομπέρ Φρανκ και τον Γουίλλιαμ Έγκλστον για την εμπιστοσύνη τους στην τύχη, και για το σμίλεμά της σε ακριβό έργο – το σύμπαν-Μπαχ, το σύμπαν-Μότσαρτ, τον Σοπέν για την μετάπλαση της ομορφιάς σε άρτιο κτίσμα, τις συνθέσεις του Μπετόβεν για ένα ή λίγα όργανα. την τζαζ του Γκιλ Έβανς και του Μπιλλ Έβανς, για την οργάνωση του χάους. την Κάλλας και την Μπίλλι Χόλλινταιυ για τον φωτισμό της φράσης.

Ενδεχομένως να φάνηκε ήδη, πόσο η αξία ενός 'προγόνου' συναρτάται για μένα με την εργασία του πάνω στην γλώσσα (λεκτική ή άλλη), και με το χώνεμα της εργασίας αυτής μέσα στην τελική μορφή – ώστε ούτε 'φλυαρία' (λέξεων ή 'αισθημάτων') να υπάρχει, ούτε η πρόθεση της κατασκευής να υπερβαίνει το κατασκευασθέν, ή να διακρίνεται πίσω του τόσο, ώστε να κατακερματίζει την όψη του. Έτσι, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί, από τους πρεσβύτερους νυν γράφοντες, με ενδιαφέρουν πρωτίστως φωνές που άφησαν γρήγορα πίσω την 'γενιά' τους: η Πλαστήρα, π.χ., ή ο Σερέφας.

Ωστόσο, πέραν αυτών από τους οποίους (νομίζουμε ή θα επιθυμούσαμε να) μαθαίνουμε, υπάρχουν αναπόφευκτα και άλλοι, που τους θαυμάζουμε χωρίς να (είμαστε βέβαιοι ότι) είναι εφικτό να διδαχθούμε κάτι: η Ντίκινσον, φερειπείν, ή ο Τσέλαν.

Το πλάσιμο της αναγνωστικής ευαισθησίας αρχικά, και, βαθμηδόν, η μαθητεία μου ως τεχνίτη, ξεκίνησαν μεν πολύ νωρίς, εμπλουτίζονται δε διαρκώς – 'εγκαταλείποντας' παλαιά, και 'προσεταιριζόμενος' νέα, πρόσωπα ή περιοχές, όποτε νέες ανάγκες ή τυχαίες συναντήσεις μεταβάλλουν την πορεία μου ως αναγνώστη και γράφοντος. Όπως, αίφνης, τον τελευταίο χρόνο: τα στιβαρά δοκίμια του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου, η πλήρης σοφίας και χάρης πρόζα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο τόσο απρόσμενα μοντέρνος, παλαιόθεν προσφιλής, Άγρας. Ευτυχώς, η 'δημιουργία προγόνων' και η 'στρατολόγηση συνοδοιπόρων' παραμένει περιπέτεια ατέρμονη.

 

 ~

 

Ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από την συμβολή μου στο 2ο σκέλος μιας "Συζήτησης για την ποίηση τώρα", που διεξήχθη την άνοιξη του 2015 στο τ. 5 του περιοδικού "ΦΡΜΚ" μεταξύ των επτά μελών της συντακτικής του ομάδας: Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Φοίβης Γιαννίση, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Γιάννας Μπούκοβα, και Θοδωρή Χιώτη. Έλαβε την ολοκληρωμένη και τελική μορφή της στο βιβλίο: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018).

Η φωτ. μου είναι από το Sassari (Σαρδηνία), Αύγουστος 1986.

 

"żal" _ 8 ποιήματα στο "φάρμακο"




























ΚΑΝΕΙΣ ΜΑΣ


Η Μόνικα Βίττι ζει
Περιπλανιέται
σε ασπρόμαυρους διαδρόμους
σφουγγίζοντας από το μέτωπό της
με το χέρι σκέψεις
ή μ' ένα γέλιο μηδενίζοντας το βάρος τους

Ύστερα πάντα σταματάει στο γνωστό παράθυρο
τρίβοντας το μαύρο ζέρσεϋ της κοιλιάς της
στο περβάζι
Και μαζί κοιτάζουμε
να βαθαίνουν τα γκρίζα
στη γωνία του δρόμου
όπου δεν πήγε τελικά
ούτε αυτή ούτε εκείνος

*

Ένα από τα 8 ποιήματα -από το υπό έκδοση βιβλίο, Πολωνίαπου, υπό τον τίτλο ενότητας "Żal", δημοσιεύτηκαν στο τ. 5 του περιοδικού "Φάρμακο".

[φωτ.: π.ι., iii.2010, βαρσοβία - από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis/]


1.12.14

david harsent _ 12 ποιήματα












από τη Νύχτα (2011)


Φαντάσματα

Φέρνουν μαζί τους ένα ψύχος, ως η παράδοση απαιτεί,
και μια ελαφρά, ξηρή οσμή σήψης
θυμίζει το σαράκι αρκετά, και φέρνουν και χορό κραυγών

να πλημμυρίσει τον αέρα σαν κελάηδισμα, και φέρνουν μες στις ανοιχτές παλάμες
ενθύμια δικά τους, μια επιστολή, μία φωτογραφία,
και φέρνουν κάποιο ίχνος απ’ το σημείο της αναχώρησής τους, μια μουτζούρα

στο παπούτσι, έναν λεκέ του μανικιού, και φέρνουνε τη μεταμφίεση
με την οποία έζησαν, με κεντημένο πάνω τ’ όνομά τους,
ελπίζοντας πως θα τους νεύσεις, ελπίζοντας ότι θ’ αναγνωρίσεις

κάτι, ίσως, από τα παλιά, χαρές και γλέντια,
ενώ σιμώνουν ποδοσέρνοντας λες και στέκουν στο χείλος
της νύχτας, μια τοσηδά σπρωξιά θα τους γκρεμίσει, και φέρνουν

δρόσο θανάτου που νοτίζει τις κορνίζες,
τα γείσα, τα ρούχα στην ντουλάπα, τα βιβλία,
τα τσίνορά σου, φτιάχνει πρίσμα μέσα απ’ το οποίο φτάνει

σπασμένη εικόνα από κάτι που θα πρέπει να ’ναι σκηνικό
του Βασιλείου της Ειρήνης – βιτρίνα
γι’ αυτό το μέρος που βρίσκεις μόνο στα όνειρα:

ποταμοί με νερό που δεν πίνεται, θαμνότοποι με κόμπους και γάντζους,
οι ορίζοντες να ’χουνε στραβώσει, τα ζώα
τσακισμένα να περπατάνε με τα κότσια, και φέρνουν

τις από χρόνια χαμένες τους ελπίδες, τις αφήνουν
μπροστά σου και κάνουν προς τα πίσω, στέκουν χώρια,
χωρίς μαλλιά, με δέρμα μαλακό, τα μάτια τους ένα λαμπρό γαλάζιο

σαν μάτια νεογέννητων, με ένα βλέμμα
άφθαστης θλίψης που, μετά βεβαιότητος,
θα σταματούσε την καρδιά όποιου θαρρούν πως είσαι.

~

Ο Κήπος στο Φως που Χαμηλώνει

Να το κλειδί σου. Φτιαγμένο επί τούτου. Αν η πόρτα
του κήπου κλείσει απότομα καθώς εισέρχεσαι, τουλάχιστον
θα ’χεις δικό σου κλειδί, παρότι η έξοδος δεν είναι

διόλου η ίδια. Η μυρωδιά αυτή είναι ακριβώς ό,τι σκέφτεσαι:
κρανιά και λύθρο και σαπίλα, μα να είσαι βέβαιος
πως ό,τι κόψεις θα κρατήσει, ό,τι έχασες

θα βρει τον τρόπο να φανερωθεί ξανά – το τελευταίο πράγμα, ασφαλώς,
που θα ’θελες. Κάποιοι έρχονται εδώ για να βρεθούν
εκτός εαυτού, άλλοι με σφιχτοκλεισμένα μάτια. ίσως καλύτερα

αυτό να μην το σκέφτεσαι, κι ίσως καλύτερα
να αποφύγεις την καλύβα εκεί στην άκρη, αν και τους πιο πολλούς
φαίνεται πως τους έλκει, με τα σκουπίδια, των αρουραίων τα λαγούμια κάτω από το πάτωμα,

τη νυχτερίδα στα δοκάρια της σκεπής. ίσως ξεχνούν ότι η νύχτα
πέφτει πιο εύκολα στους κήπους, και ξεχνούν
το πρόσωπο μέσα στο νεροβάρελο, το κλούβιο αυγό μες στη φωλιά,

και πατούν πάνω σ’ εκείνο το γυμνό κομμάτι γης, δύο επί ένα,
χωρίς να νιώθουν το παραμικρό. Πες το άχαρη, κακότυχη συνάντηση...
Αν ήρθες για να κανονίσεις κάποιο χρέος, όπως δείχνεις,

ίσως να ’ταν καλύτερα να το ξεχάσεις, προτίμησε
να κόψεις δρόμο γρήγορα, λάβε υπ’ όψιν τις σκιές που παίζουν μες στα δέντρα,
την νότα πανικού που στο κελάηδισμα το απόβραδο προσδίδει.

Δεν θ’ αργήσεις να βρεις τον δρόμο για την έξοδο. κάθε λάθος
στροφή θα σε διορθώνει, και παρότι δεν αναγνωρίζεις
τίποτα απολύτως και το φως χαμηλώνει γοργά,

η πόρτα θα μοιάζει αρκετά κατάλληλη και το κλειδί θα μπει
αναμφίβολα, καθώς ανοίγεις, καθώς περνάς απέναντι
προς την ανησυχητική τομή του φεγγαρόφωτου στον δρόμο.


Αίμα στο Μάτι

Ενθύμιο των παιδικών σου χρόνων, δρεπάνι κόκκινο μες στο γυαλί, μάτι αλμπίνου,
μάτι λαγού τυφλωμένου από τα φώτα κυνηγών. μια τέλεια ριξιά θα έκοβε τον κύκλο...

Τώρα κράτα το μπρος στο φως και κάθε ινίδιο
σαν να σχίζεται, όπως το αίμα της καρδιάς απλώνει στο νερό, η ίδια σκοτεινή βαφή

με την απόχρωση του φουστανιού της που φορούσε όταν πρωτογεύτηκες ολόκληρα
τα ζουμερά της χείλη, το σάλιο απ’ την άκρη της γλώσσας της, μα για την πληρωμή

που όφειλες, δεν είχες αρκετά, γι’ αυτό λοιπόν,
ο κύκλος πρέπει πάλι να κοπεί, να ξηλωθεί το όνειρο, να χαθεί το παιδί.


Σημ.: «Μάτι» λέγεται επίσης η λεπτή, κυματιστή λωρίδα χρώματος που έχουν στη μέση τους κάποιες γκαζές.


~

Τα Άσματα της Βασίλισσας των Μελισσών: Η Βασίλισσα και ο Φιλόσοφος


Ήλιος στη θάλασσα που άσπρη τρέχει, ήλιος σε άσπρους τοίχους, ναι, στων ψαράδων
τις γερές ωμοπλάτες καθώς αμολάγαν τα δίχτυα τους, ήλιος

σαν μηχανή, καταπακτή, πυξίδα, στο κελί του ο Δημόκριτος
το παράθυρο, πλαίσιο ουρανού και πελάγου, θαλασσί να καβαλάει το θαλασσί, λούστρο

που το ταράζει η ζέστη, καθώς αυτή γλίστρησε μέσα και στάθηκε βαριά
στον αέρα που πύκνωνε. Ήταν αυτό: ένας άντρας που έγραφε,

με την ίδια ως μάρτυρα, το σμάρι μαντρωμένο πια και καλοταϊσμένο.
Όταν πεθάνω, θάψτε με στο μέλι. Γεμίστε έναν αμφορέα

τρεις φορές το μπόι μου, πέντε φορές το μέγεθός μου, και μετά κατεβάστε με
προσεκτικά μέσα του, απαλό μακρόσυρτο κύλισμα... Τότε τρεμόπαιξε το χέρι του,

νιώθοντας όλος ότι ακινητούσε στη στιγμή, το στόμα του γέμιζε,
μάτια διεσταλμένα ενώ δεν έβλεπε, το πέος του να σαλεύει και να ηρεμεί.

Μεσημέρι στον κήπο των αγαλμάτων. Εκείνες κρέμονταν, ελαφρότατα αγγίζοντάς το,
απ’ το μαρμάρινο προτεταμένο χέρι της θεάς Αθηνάς.

~


Τα Άσματα της Βασίλισσας των Μελισσών: Η Αιγύπτια Βασίλισσα


Τη δέκατη τέταρτη μέρα, καθώς έσπαζαν τη θύρα του θαλάμου, ακούστηκε
κύμβαλο απαλό από κάπου βαθιά. το έδαφος κάτω από τα πόδια τους

πτυχώθηκε, τόσο που σκέπασε τις μπότες τους με σκόνη. Και, ψηλαφητά ψηλαφητά, το φως...
Κανωπικά αγγεία, νεκρικά ειδώλια, μικρές φιάλες που κάποτε είχαν μέλι. Το βάθρο

της σαρκοφάγου ράγισε στα χέρια τους. και, όταν τράβηξαν το κάλυμμά της,
                                                                                                            σύννεφο από μέλισσες
πετάχτηκε, αν και... πρόβαλε... είχε γράψει εκείνη, η μόνη γυναίκα

που το είχε δει: ανύπαντρη, γνωστή υστερική, σύντομα τη στείλαν σπίτι της «να αναπαυθεί
και να αναλάβει», το ημερολόγιό της χάθηκε, ποιος ξέρει πώς. Η στήλη της πύλης
                                                                                                            παρείχε κάποια στοιχεία:

ΤΑΪΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΜΟΣΧΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ...[χάσμα]...ΚΑΘΑΡΙΣΟΝ ΜΕ...
[χάσμα]...ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ ΡΑ... Οι ντόπιοι σκάρωσαν ένα στοιχειώδες βίντσι,

κι ύστερα δούλεψαν ολονυχτίς με την γκαζόλαμπα να βάλουν στα κιβώτια
τα πιο μικρά κομμάτια, πριν ξεκολλήσουνε με το καλέμι τη μορφή του Άνουβι απ’ το διάζωμα.

Στις φιάλες ήταν χαραγμένο ένα ιερογλυφικό που εικόνιζε μια μέλισσα,
και όντως σημαίνει «μέλισσα»... πρόβαλε η βασίλισσα, με μαύρα μάτια, τρέμοντας.

* 

Νεκροφιλία

Ουδεμία ιδιότροπη υπόσχεση, τίποτα δεν θα σείσει την καρδιά,
ούτε ίχνος πόνου ή βλάβης, με τίποτα δεν θα ζεσταθούν τα σωθικά,

καθόλου ζήλια, για ευδαιμονία δεν υπάρχει κίνδυνος,
ορθάνοιχτο, άσπρο μάτι. τέλειος ασπασμός αποχαιρετιστήριος.











από τα Τραγούδια της Φωτιάς (2014)


Η Μπεθ του Μπόουλαντ


Ότι έγραφε σχήματα στον αέρα

Ότι έβλεπε τον κόσμο ως σχέδιο και φως
από τα χερσοτόπια ώς τα γυμνά βουνά οδηγημένη απ’ το ένστικτο

Ότι εμφανιζόταν ξαφνικά στην άκρη του ματιού σου
σαν φάντασμα του εαυτού της που σιωπά στον άνεμο

Ότι η μουσική του αυλακιού που άφηνε ήταν σκοτεινή ροή
βόμβος ψιθύρου περασμένος στα ακρόφτερα

Ότι ο καιρός ήταν ενός είδους έκσταση

Ότι το μόνο όνειρό της ήταν πέταγμα που το ξεχνούσε
στιγμή με τη στιγμή καθώς τ’ ονειρευόταν

Ότι το χαμηλό της γλίστρημα πάνω απ’ τα ρείκια επιθεωρώντας τα λημέρια της
θα ’φερνε δάκρυα στον καθένα

Ότι άνοιγε το θήραμά της με πλήρη αθωότητα
και ούτε ίχνος θυμού ή θλίψης

Ότι η ομορφιά της ήταν προεικονισμένη

Ότι ο ουράνιος χορός της πήγε στράφι
φλόγα σε άδειο αέρα και δεν φούντωσε

Ότι το όνομά της δεν σημαίνει τίποτε
αφήνει άδειο το στόμα σου άδειο τον νου

Ότι ο πυροβολισμός ήτανε άλλος ένας ήχος μες στων πουλιών τα καλέσματα
τράνταγμα αν τον έβλεπες, κόπηκε η γραμμή της πτήσης της

Ότι συνέχισε για μίλια πριν στραγγίξει από αίμα


Σημ.: «Μπεθ του Μπόουλαντ» ήταν το όνομα ενός θηλυκού βαλτόκιρκου (Circus cyaneus, ημερόβιο αρπακτικό το υποείδος cyaneus είναι χειμερινός επισκέπτης της Ελλάδας), από τους τελευταίους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Zούσε στο δάσος του Μπόουλαντ, στο Λάνκασαϊρ, όπου είχε γεννηθεί το 2011. Την πυροβόλησαν –παρανόμως, καθότι ο βαλτόκιρκος είναι προστατευόμενο είδος– τον Ιούνιο του 2013, πριν προλάβει να ζευγαρώσει.

~

Ανακωχή

Στο Βασίλειο της Ειρήνης τα πράγματα πάνε απ’ το κακό στο καλό
μέσω μίας ευχάριστης λέξης όπου τα πλάσματα τρων απ’ το χέρι μας

λυγξ και αμνός και βαδίζουνε ατάραχα σε ηλιόλουστο δάσος
άγριων καρπών και υμνητικών κελαηδισμών όπου και τα παιδιά

κάθε μέρα οδηγούνται στη θάλασσα της αρμονίας και μαζί ορμούν
να ηχήσουν σε απέραντο πράσινο όπου είναι ο καθένας

σταυραδερφός κάποιου άλλου όπου χύνεται αμείλικτο φως
να σκορπίσει το σκότος όπου οι τάξεις των παρολίγον θλιμμένων

ημερεύουν και τους βάζουνε τότε στην άκρη προς ίαση
όπου κορίτσια ξανθά εκτελούν το καθήκον τους όπως οφείλουν

όπου κουρεύουν τη γλώσσα για να την εννοούν καλύτερα
όπου αυτούς που περνούν την οδό της εξόδου για οδό

αναρρώσεως τούς βοηθά να γυρίσουν κυλιόμενο οδόφραγμα
ρόδων λευκών μα και βάτων όπου πυρ και πλημμύρα

έρπουν να σμίξουνε και να ενωθούν στη ραφή όπου φέρνουν
την τροφή σαν τραγούδι την φέρνουν σαν ύπνο την φέρνουν σαν νύφη

στο γαμπρό σα μητέρα στον χαμένο της γιο τη βάζουνε δίπλα
σε μουσική και σε χειροκρότημα όπου η αγάπη εμποδίζεται

από το έλεος όπου κατεβαίνει ο εσταυρωμένος με τον στάζοντα κάλυκα
της καρδιάς του στο προτεταμένο του χέρι ενόσω η νεκρή

σιωπή που απλώνεται στο πεδίο της μάχης και του κεραμέως
είναι ό,τι απομένει από την αλήθεια της και πρέπει να μείνει ανείπωτο

~

Τραγούδια από την Ίδια Γη: v


Τι σημαίνει ν’ ανοίγεις τα μάτια σ’ αυτό το δωμάτιο που περνάς για ένα άλλο,
καθώς ξυπνάς να γελάς με την πρώτη σου σκέψη, να ξέρεις

πως τα λουλούδια του καλαμποκιού θα ’ριχναν ένα μπλε φως αχνό
σ’ ένα τέτοιο δωμάτιο ακριβώς, μια τέτοια στιγμή ακριβώς, ν’ ακούς

φωνές καθαρές από την ακτή
όπως τότε, ασφαλώς, όταν ήλιος σε ασβεστωμένο τοίχο

έστηνε θέατρο λάμψεων που διηγιόταν τη δική του ιστορία
και στιγμή βέβαιης απώλειας υψωνόταν ενάντια στη μέρα;

Η αγάπη στην ντροπή παρέδωσε. Λαμπερές
αντηχήσεις δεν οδηγούν πουθενά. Αυτά, τέλος και αρχή.

Όταν φύγεις, πάρε τα πάντα μαζί σου.
Καίνε τ’ άχυρα. Ο καπνός μες στη θάλασσα χώνεται.

~

Εμβοές: Γενάρης, ψιλόβροχο που παγώνει


Τώρα πατημασιές πάνω σε βότσαλα. Σκέψου ό,τι νομίζεις. Θαλασσοπούλια κουρνιάζουν
στους κυματοθραύστες, εξοικειωμένα, ασφαλώς, με το λυκόφως.
Η λάμπα οινοπνεύματος στο σπίτι πέρα στο ακρωτήρι εύκολα θα ’πεφτε και θα χυνόταν
κι η φωτιά όλη νύχτα θα έκαιγε. Αργότερα, κάποια στιγμή, δόλιο φάντασμα,
εσύ ο ίδιος πιθανώς στη μνήμη, μπορεί όντως να ερχόταν
εκεί ψηλά μες στους καπνούς και τα αποκαΐδια, το μέρος όλο σιωπηλό και ακίνητο
όμως εσύ φέρνεις το τσικ των ξύλων που κρυώνουν, κι ύστερα τα πουλιά πετούν.

*

Τώρα σέρνονται αλυσίδες στα χαλίκια. Σκέψου ό,τι νομίζεις.


Σημ.: Για το ποίημα αυτό, ο Ντ.Χ. σημειώνει, μεταξύ άλλων: «[Οι εμβοές] παίζουν πάνω από τη μουσικήδεν αφήνουν χώρο στη σκέψη. είναι αμείλικτεςαδύνατον να αμυνθείς. Ίσως να είναι οι δυσερμήνευτες φωνές των αγγέλων.»


~

Στους Πάγους


Τόπος με πάγο πάνω στον πάγο, λευκό στο λευκό
κι ομορφιά απουσίας. Κάποτε ο μόνος ήχος ήταν
του ανέμου που καλούσε τα στοιχειά του, κι ο ορίζοντας γραφόταν

καθαρός σαν χαρακιά σε τζάμι, κι η καρδιά σου χτυπούσε πιο αργά
μες στο κρύο, και τα όνειρά σου έφερναν λευκό πουλί
σε λευκό ουρανό και μουσική που ακουγότανε μόνο

πού και πού στην άλλη πλευρά της νύχτας.
Ο ορίζοντας τώρα μουτζούρα. τρομερό βάρος τώρα
στον αέρα κι ένας λεκές λαξεμένος βαθιά κι ανεξίτηλα μέσα στον πάγο.

Ρήξη και ολίσθηση. μουγκρητό σαν πελώρια
μηχανή που χτυπάν τα πιστόνια της, σαν τα πάντα να κατολισθαίνουν.
τα νερά ν’ ανεβαίνουνε γρήγορα, κι η μουσική χαμένη.

~

M.A.D., 1971 (Ποντικότρυπα)


Ο αρουραίος, της είπε, πρώτος ο αρουραίος θ’ αναδυθεί απ’ τη γλίτσα
και τα σκατά μετά την απέραντη έκσταση της βόμβας μεγατόνου, με φάτσα
πασαλειμμένη απ’ ό,τι έσκαψε να βγει, ό,τι έπεσε, ό,τι βρήκε για μάσα.

Εσύ κι εγώ θα σμίξουμε, θα λιώσουμε, καψαλισμένο κόκαλο με κόκαλο,
                                                                                    σάρκα γυρισμένη προς τα μέσα.
Θα χαραχτεί στον τοίχο το περίγραμμά μας, μία υπεκφυγή, δέρμα ένα.
Θα ’χουμε ενωθεί όπως άλλοτε ποτέ, αλλά ενωθεί εν αμαρτία, όπως θα θέλαμε.

*

Στις θάλασσες του φεγγαριού είχε ανθρώπους. Νεκρός κείτονταν ο μέγας λαγός.
Αυτό που φαίνονταν να λεν ήταν σπασμένες φράσεις από κώδικα άσπαστο.
Αυτό που φαίνονταν ν’ ακούν ήταν φωνή Θεού να αλυχτά στο κενό.

Η γη, αφηρημένο έργο που κυλούσε, τ’ άσπρα και μπλε στολίδια της πύκνωναν
στο σκοτάδι. Την είπαν terra nullius. Μούσκευαν
στο φως των άστρων, φως νεκρό. Κλότσαγαν τη σκόνη καθώς χόρευαν.

*

Εννιά, της είπε, βλέπεις; Εννιά: κάθε του πολλαπλάσιο
αθροίζεται ξανά σε εννιά – όρκοι της νύφης των δασών,
χοροί των αγγέλων, πύλες της σαρκός, εννιά εκδοχές για την οδό

προς τη Γεθσημανή... Κακοτυχία, βεβαίως, να ονειρεύεσαι το «εννιά»
μα δεν μπορεί παρά στον ύπνο να τους είδα: κλώνοι αρουραίων
σε ανεμοστρόβιλο τέφρας, πέτρες σπασμένες, η πόλη αφανισμένη απ' τη φωτιά.



Σημ.: Όπως αναφέρει ο Ντ.Χ., κάποιοι πολιτισμοί βλέπουν έναν λαγό στην επιφάνεια της σελήνης. Το 1971 έγινε η προσσελήνωση του “Apollo 15”, αλλά ήταν και το αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου. “M.A.D.” είναι το ακρωνύμιο της φράσης “mutually assured destruction” (αμοιβαίως εγγυημένη καταστροφή) – συνθήκη που εθεωρείτο απαραίτητη για την μη έναρξη του πυρός μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Μπλοκ. Τέλος, τα ψηφία του 1971, αθροιζόμενα, δίδουν 9. “Terra nullius” (λατ.): γη του κανένα.


*** 
















ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Ο Νταίηβιντ Χάρσεντ (David Harsent) γεννήθηκε  το 1942 στο Ντέβονσαϊρ (Devonshire) του Ηνωμένου Βασιλείου. Τελείωσε τεχνικό σχολείο στα 16 του, εργάστηκε για 10 χρόνια σε βιβλιοπωλείο, άλλα 12 ως υπεύθυνος εκδόσεων σε εκδοτικούς οίκους – πριν αποφασίσει να εγκαταλείψει αυτού του είδους τις δουλειές και να ζήσει από τη συγγραφή. Σε αυτό τον βοήθησαν τα αστυνομικά μυθιστορήματα που έγραψε με διάφορα ψευδώνυμα καθώς και τα τηλεοπτικά σενάρια.

Μια Κυριακή, όταν ήταν δεκατριών χρονών, αντί να κατέβει τα σκαλιά, αποφάσισε να κάνει τσουλήθρα στην κουπαστή της σκάλας. Έπεσε και τραυματίστηκε σοβαρά. Κατά τη μακρά ανάρρωσή του πρωτοσυνάντησε την ποίηση. Η γιαγιά του τού είχε φέρει από τη δημοτική βιβλιοθήκη ένα βιβλίο «για αγόρια». Ανάμεσα στις ιστορίες περιπέτειας υπήρχαν και «θαυμάσια συναρπαστικά ποιήματα που ήταν στην πραγματικότητα “μπαλάντες των συνόρων” [border ballads, αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια από την περιοχή των συνόρων μεταξύ Αγγλίας και Σκωτίας. ίσως οι παραλογές να είναι το πλησιέστερο ελληνικό ανάλογο]». «Τις ερωτεύτηκα κι ένιωσα πως με αφορούσε ο κόσμος που μου έδιναν οι ρυθμοί και οι αφηγήσεις τους».

Ποιήματά του πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1967 στο περιοδικό Review, που διηύθυνε ο Ίαν Χάμιλτον (Ian Hamilton) – και την ίδια χρονιά τού απονεμήθηκε Βραβείο Έρικ Γκρέγκορυ (Eric Gregory Award). Έκτοτε δημοσίευσε δέκα πλήρεις ποιητικές συλλογές, έλαβε οκτώ ακόμη βραβεία και περιελήφθη στους καταλόγους υποψηφίων πολλών περισσότερων. Το πρώτο του βιβλίο, Μια Βίαιη Χώρα (A Violent Country), εκδόθηκε το 1969, ενώ η Λεγεών (Legion, 2006), με ποιήματα κυρίως για τον πόλεμο, τιμήθηκε με το Βραβείο Φόργουωρντ (Forward Prize).

Ο Χάρσεντ έχει επίσης δημοσιεύσει αποδόσεις/διασκευές (ο όρος που χρησιμοποιεί είναι “versions”) –χρησιμοποιώντας υπάρχουσες μεταφράσεις άλλων ή επί τούτου καμωμένες κατά λέξη μεταφράσεις– ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου: Στα Κρυφά (In Secret, 2012), καθώς και ποιημάτων γραμμένων κατά την πολιορκία του Σεράγεβου από τον Βόσνιο ποιητή Γκόραν Σίμιτς (Goran Simić): Τρέχοντας απ’ το Νεκροταφείο (Sprinting from the Graveyard, 1997).

Συνεργάζεται από το 1991 με διάφορους συνθέτες λόγιας μουσικής – με πρώτον και κύριο τον Χάρρισον Μπέρτγουισλ (Harrison Birtwistle). Έγραψε το λιμπρέτο για τις όπερές του Γκαουαίην (Gawain, 1991) και Ο Μινώταυρος (The Minotaur, 2008), ενώ συνεργάστηκαν και σε αρκετά ακόμη μικρότερης έκτασης έργα, με πιο πρόσφατο το υπό εξέλιξη Η Γιατρειά (The Cure), που αντλεί το θέμα του από τον μύθο της Μήδειας, διαμέσου ενός μεσαιωνικού αγγλικού ποιήματος.

Το προτελευταίο του βιβλίο, Νύχτα (Night, 2011), που έλαβε το ιδιαίτερου κύρους Διεθνές Ποιητικό Βραβείο Γκρίφφιν (Griffin International Poetry Prize), παίρνει τον τίτλο του από την ομώνυμη σειρά δέκα ποιημάτων. Πάντα τον ενδιέφερε πώς σύντομα ποιήματα «θα μπορούσαν να γίνουν ενός είδους περιδέραιο, [καθώς και η] ιδέα μιας μερικώς περιπεπλεγμένης αφήγησης, της οποίας δίνονται στον αναγνώστη οι πιο έντονες στιγμές και αυτός συνάγει το υπόλοιπο.» Ιδιότητες της νύχτας και συναφή με αυτήν θέματα κυριαρχούν σε όλο το βιβλίο: απειλή, βία, φαντάσματα. Επίσης, η νύχτα ορίζει το κλίμα του εικοσιπεντασέλιδου ποιήματος «Αλλού» (“Elsewhere”) που κλείνει τη συλλογή. Τα περισσότερα ποιήματα αυτού του βιβλίου οργανώνονται σε ενότητες: επτά αφορούν τον κήπο, έξι σχετίζονται με το αίμα, πέντε αφιερώνονται στη βασίλισσα των μελισσών, και άλλα τόσα σε χρώματα, υπάρχουν τρεις διασκευές ποιημάτων του Καβάφη, κ.ά. Συνολικά, δηλαδή, από τα 33 λήμματα του πίνακα περιεχομένων μόνο 13 αντιστοιχούν σε «μονήρη» ποιήματα. Κάποιες ενότητες απαρτίζονται από μεγάλα ποιήματα, που ενίοτε τυπώνονται σαν να ήσαν αυτόνομα, ενώ σε άλλες η έκταση κάθε ποιήματος μπορεί να περιορίζεται σε τρεις μόνο στίχους.

Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, Τραγούδια της φωτιάς (Fire Songs, 2014 – βραβείο T.S. Eliot), κυριαρχεί, ευλόγως, η φωτιά. Τέσσερα ποιήματα ανήκουν στην ενότητα «Φωτιά» –αν και διασπείρονται στο βιβλίο–, αλλά και άλλα ποιήματα, όπως η «Ανακωχή» ή το «M.A.D. 1971 (Ποντικότρυπα)», εμφανώς υπάγονται σε αυτό το στοιχείο. Ωστόσο, και τα άλλα τρία στοιχεία διεκδικούν σημαντικό μερίδιο: ο αέρας, υπό τη μορφή τριών ποιημάτων αφιερωμένων στις εμβοές, διαταραχή της ακοής, αλλά και σ’ ένα ποίημα για ένα αρπακτικό πουλί, την «Μπεθ του Μπόουλαντ», η γη, πρωτίστως με τη σειρά εννιά ποιημάτων, «Τραγούδια από την Ίδια Γη», αλλά και μέσω της συχνής εμφάνισης του αρουραίου, και το νερό, π.χ. στα ποιήματα «Βουτιά» και «Στους πάγους».

Όπως ήδη θα διεφάνη, τόσο με τα μεταφρασμένα εδώ ποιήματα όσο και από το παρόν επίμετρο, ο Χάρσεντ αγαπά να διασκευάζει και να εφευρίσκει μύθους και δη ζοφερούς. Οι τίτλοι των βιβλίων του τα θέτουν συνήθως υπό το έμβλημα του σκότους, της βίας, του πολέμου και του θανάτου: π.χ.,
 Εκεχειρία (1973),  Αφού Νυχτώσει (1973), Όνειρα των Νεκρών (1977), Ο Κυρ-Μπουνιάς (1984), Νέα από το Μέτωπο (1993). Όμως, ο ουγγρικής καταγωγής Βρετανός ποιητής και κριτικός Τζωρτζ Σιέρτες (George Szirtes) έγραψε σχετικά: «Στην πραγματικότητα δεν είναι το σκοτάδι αλλά η φωτεινότητα που κάνουν την ποίησή του όσο πολύτιμη είναι. Με τον όρο “φωτεινότητα” εννοώ την αληθινή ηδονή των ήχων και των συνειρμών. Είναι σχεδόν σαν η αφήγηση να είναι σκοτάδι αλλά η υφή συνεχώς να εκπέμπει φως.» Και συνεχίζει, αναφερόμενος σε αυτό που ονομάζει «“χορό του στόματος”, τον τρόπο που το στόμα προσαρμόζει το σχήμα του σε μια αλληλουχία φωνηέντων, ρίχνοντας ανάμεσά τους τα σύμφωνα σαν τα σημεία εκείνα όπου, στον χορό, τα πόδια αγγίζουν το έδαφος. [] Παντρέψτε τον χορό του στόματος με μια λεπτή, ελαφρότατα έκκεντρη αίσθηση του ρυθμού, [και έχετε] μιαν αντίστιξη που προσδίδει στο σκότος μιαν ορισμένη φωταύγεια. Το σκοτάδι είναι αυτό που εκείνος χρειάζεται για να ξεκινήσει να χορεύει. [] Η αφηγηματική φαντασία λέει: να τι με ερεθίζει (το σεξ, ο θάνατος, οι εφιάλτες, η περιπλάνηση, η ενοχή), κι ύστερα η γλώσσα χορεύοντας τρέπει τον ερεθισμό αυτό σε πολυδιάστατη ζωή που και επιβεβαιώνει το σκότος αλλά και το υφαίνει σε μια σειρά σχεδίων που το μεταμορφώνουν από κοινοτοπία σε εναργή αίσθηση ζωής.»

Η κριτική επιτροπή του Βραβείου Γκρίφφιν έχει επαινέσει τον Χάρσεντ για μια «τεχνική που μόνο βαθμιαίως ανοίγει τα χαρτιά της», για «τις ψυχολογικές καταστάσεις που μας στοιχειώνουν [] και μας δίνουν σε λίγες γραμμές το δραματικό ισοδύναμο ενός μυθιστορήματος», για την «πυκνή εικονοποιία που συνεχώς διανοίγει στις αφηγήσεις νέα επίπεδα υποβολής και υπαινιγμού. τον ελεγχόμενο στασιασμό της γλώσσας. την έντονη, ρέουσα μουσικότητα». «Σε μια εποχή που τόσοι ποιητές αποτραβιούνται στη σφαίρα της καθαρής γλώσσας, [] η ανερυθρίαστη συμπλοκή [του] με την πραγματικότητα είναι εξαιρετικά αναζωογονητική.»

Ενώ ο ίδιος έχει δηλώσει ότι «προχωρ[εί] περισσότερο με το ένστικτο παρά με σχέδιο», έχει επίσης περιγράψει γλαφυρά την ποιητική του. Η ποίηση είναι «ζήτημα διαποτισμού, αργής συσσώρευσης». «Ολόκληρη η προσπάθειά μου στην ποίηση υπήρξε η χρήση ενός λυρικού λεξιλογίου για να κατασκευάσω μια αφηγηματική αλληλουχία.» «Μ’ αρέσει ο ρυθμός [] να φυτρώνει απ’ το νόημα και να το στηρίζει. [] Ο ρυθμός είναι μέρος της μοναδικής δύναμης της ποίησης. μέρος του τρόπου με τον οποίο κάτι μπορεί να γίνει κατανοητό πριν καλά καλά να έχει βγει στην επιφάνεια το νόημα.» «Μ’ αρέσει το πώς η ομοιοκαταληξία [] συμβάλλει στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το ποίημα: στον τρόπο με τον οποίο αυτό προχωρά. Μ’ αρέσουν οι κατευθύνσεις στις οποίες με οδηγεί.» Όντως, εκτός από έναν ιδιοφυή χειρισμό του μέτρου, χρησιμοποιεί πολύ συχνά την ατελή ομοιοκαταληξία. «Όσο για την εικόνα: τα ποιήματά μου σχεδόν ποτέ δεν ξεκινούν με μιαν ιδέα. σχεδόν πάντα ξεκινούν με μιαν εικόνα που, άλλοτε ναι κι άλλοτε όχι, καταφτάνει με συνοδεία μια ή δυο φράσεις και συνεχίζει να σωρεύει γλώσσα καθώς αρχίζω να τη δουλεύω.»

Έχει επίσης ενδιαφέροντα –γόνιμα προκλητικά– πράγματα να πει για την αισθητική, τη σχέση του με την τέχνη του, τη θέση της ποίησης στην κοινωνία. «Ο Μεταμοντερνισμός απεδείχθη μέγα μπέρδεμα και χάος. Ίσως να μην αφομοιώσαμε ποτέ επαρκώς τα διδάγματα του Μοντερνισμού.» «Με ρωτάτε τι θέλω από την ποίηση. Η απάντηση είναι τίποτα. Η ποίηση φαίνεται να θέλει μπόλικα πράγματα από μένα, και καλά κάνει.» «Είναι κατ’ ουσίαν φαρισαϊκό να υπονοεί κανείς ότι η ποίηση πρέπει να βρει έναν τρόπο να προσεγγίσει τον κόσμο. Το αντίστροφο θα μπορούσε ενδεχομένως να αληθεύει, αλλά αυτό είναι ζήτημα εκπαιδευτικό.» «Ενδιαφέρει η ποίηση μια μειονότητα; Ναι. Ήταν πάντα έτσι; Ναι. Έχει σημασία; Όχι. Είναι μέρος της συμφωνίας.»


– μεταφράσεις & επίμετρο: Παναγιώτης Ιωαννίδης 


Σημείωση: Αν δεν σφάλλω, με εξαίρεση δύο ποιήματα από το βιβλίο του 1977, Mr. Punch, που είχε μεταφράσει ο Γιάννης Σαρηγαννίδης και δημοσιεύτηκαν αρχικώς στο "Βακχικόν" (τ. 16, 2011) και κατόπιν στην "Οδό Πανός" (τ. 157. 2012), και ένα ποίημα που μετέφρασε ο Γιώργος Χουλιάρας για να αναγνωσθεί κατά την επίσκεψη του Χάρσεντ στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης το 2013, οι εδώ ("Φάρμακο", τ. 4, Φθιν-Χειμ. 2014) παρουσιαζόμενες μεταφράσεις –από τα δύο πιο πρόσφατα, το 2014, βιβλία του Ντ. Χ.– συστήνουν για πρώτη φορά σχετικώς εκτενώς τον ποιητή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, μετά την συμμετοχή του ως προσκεκλημένου του Βρετανικού Συμβουλίου στο European Literary Walk, στις 27 Σεπτεμβρίου 2014 στην Αθήνα .