27.9.09

ένα φυλαχτό γιά να μη χάσω τις οικονομίες μου


Πεπραγμένα λειτουργίας

του «Αρκαδικού Ποιηματοπωλείου ‘Οι Ξυλοκόποι της Άνοιξης’»,
κατά την Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009, 8-12 μ.μ., Πάρκο Φλοίσβου
(«Κι εγώ στην Αρκαδία», 2η Μπιεννάλε της Αθήνας / ‘Heaven’ – ‘Live’)


Εισαγωγή

Από την Αναγέννηση και μετά, διάφοροι καλλιτέχνες της Δυτικής Ευρώπης αναφέρονται στην «Αρκαδία» ως μιά θρυλική εκδοχή αυτής της περιοχής της Πελοποννήσου: έναν παραδείσιο τόπο ομορφιάς, αρμονίας και αθωότητας, που τον νοσταλγούν, και αποπειρώνται διά του έργου τους να τον ανασυστήσουν – ή, καλύτερα: να τον ορίσουν.


Στον Φλοίσβο του σημερινού Αθηναϊκού Φαλήρου, στον ‘Παράδεισο’ της 2ης Μπιεννάλε της Αθήνας, η Ομάδα Φιλοπάππου (Μάντυ Αλμπάνη, Αντώνης Βολανάκης, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Γεωργία Δεσύλλα, Μαίρη Ζυγούρη, Νάντια Καλαρά, Τίνα Κώτση, Νίκος Παπαδόπουλος, Τερέζα Παπαμιχάλη, Αγγελική Σβορώνου, Άννα Τσουλούφη και Κώστας Χριστόπουλος) κατασκεύασε την δική της Αρκαδία: ένα υπαίθριο σαλόνι φτιαγμένο από παράταιρα καθίσματα. Μπροστά του, η θάλασσα κι ο ήλιος που βούταγε αριστερά απ’ την Καστέλλα – πίσω του, μιά γιγαντοαφφίσσα που απεικόνιζε το ίδιο αυτό τοπίο της δύσης, ψηφιακά απαλλαγμένο από κάθε ανθρώπινο ίχνος (κτίσματα κ.λπ.). Η εγκατάσταση «Κι εγώ στην Αρκαδία» καλούσε σε μιά τυχαία συνεύρεση των επισκεπτών της Μπιεννάλε αλλά και των καθημερινών περιπατητών της προκυμαίας του Φλοίσβου: τους επέτρεπε να ξεκουραστούν, να στραφούν στον διπλανό τους, και, ίσως, να συνομιλήσουν – ανάμεσα στα δυό ηλιοβασιλέματα.

Στον χώρο αυτό, στις 26 Ιουνίου 2009, ο εικαστικός Αντώνης Βολανάκης προσκάλεσε 13 ποιητές (Γιούλη Βολανάκη, Φοίβη Γιαννίση, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Δούκας Καπάνταης, Πατρίτσια Κολαΐτη, Θεώνη Κοτίνη, Γιάννα Μπούκοβα, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Θάνος Σταθόπουλος, Γιάννης Στίγκας, Γιώργος Χαντζής). Στα πλαίσια της δράσης ‘Ποιητική κατοικία αρκαδία’, επρόκειτο να προσφέρουν ή να ανταλλάξουν λέξεις γεννημένες επί τόπου, με τον τρόπου που καθένας/καθεμιά θα επέλεγε.

Οι καλλιτέχνες του ‘αρκαδισμού’ έδειχναν με τα έργα τους έναν φαντασιακό ‘παράδεισο’. Εμείς, ευρισκόμενοι ήδη στον ‘παράδεισο’ μιάς άλλης ‘Αρκαδίας’, τι θα μπορούσαμε να φτιάξουμε; Αυτός ο τόπος απρογραμμάτιστης συνεύρεσης και αναδιπλασιασμού της ομορφιάς γέννησε την φαντασίωση μιάς πιθανότητας γιά στιγμιαία δημιουργία ‘παραδείσιων’ σχέσεων εμπιστοσύνης και ανταλλαγής.


Υλικό και Μέθοδοι

Ο κατάλογος του «Αρκαδικού Ποιηματοπωλείου ‘Οι Ξυλοκόποι της Άνοιξης’» [χειρόγραφο χαρτί κολλημένο σε χαρτόνι κραφτ – ένα αντίτυπο] που προσφερόταν ατομικά στους επισκέπτες, περιελάμβανε τα εξής είδη (με την τιμή τους):


- Φυλαχτό – που διώχνει τον φόβο (1 φόβος)
- Ευχή – γιά ό,τι ποθείτε (1 επιθυμία)
- Χρησμός – γιά ό,τι σας απασχολεί (1 αριθμός + 1 ερώτηση)
- Χάικου – γιά μιά εικόνα που θυμάστε με ευχαρίστηση (1 εικόνα)
- Καρτ ποστάλ – προς ένα πρόσωπο που αγαπάτε (1 πρόσωπο)
- Κυνήγι του Θησαυρού (1 στεναχώρια)

Κάθε παραγγέλλων/ουσα διάλεγε το είδος που επιθυμούσε, και ο ποιηματοπώλης το 'μαγείρευε' και το 'σέρβιρε' -γραμμένο πάνω στο αυτογραφικό δελτίο, ένα αντίτυπο του οποίου παρεδίδετο, ενώ το στέλεχος παρέμενε γιά τα αρχεία του καταστήματος- επί τόπου.



Αποτελέσματα

Εξετελέσθησαν, εντός τεσσάρων ωρών, 51 ‘παραγγελίες’ 47 ‘πελατών’ (καθότι τέσσερις εξ αυτών παρήγγειλαν από δύο είδη), σε αυτογραφικά δελτία παραγγελίας ταβέρνας [Τυποτράστ, αρ. είδ. 250]. Το φάσμα ηλικίας των ‘πελατών’ εκυμαίνετο από την πρώτη ώς την έβδομη δεκαετία.



Χρησμοί

Δημοφιλέστερο προϊόν ανεδείχθη ο χρησμός (18 ‘παραγγελίες’). ‘Πυθία’, η Έμιλυ Ντίκινσον: ο/η αιτών/ούσα επέλεγε έναν αριθμό από το 15 ώς το 635 (οι αριθμοί των σελίδων της πανόδετης έκδοσης Franklin [The Belknap Press of Harvard University Press, 3η ανατύπωση: 2003] που φέρουν τα ποιήματα υπ’ αρ. 2-1789) και απηύθυνε μία ερώτηση προς την ‘Πυθία’. Ο ‘ιερεύς’/‘παραγγελιοδόχος’ άνοιγε την υποδειχθείσα σελίδα και μετέφραζε προχείρως –ενίοτε δε και διασκευάζοντας ελαφρώς– το πρώτο απόσπασμα που ένιωθε ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει χρησμικά. Σε δύο μόνο περιπτώσεις, αυτό συνοδεύτηκε και από ‘ιερατική’, συντομότατη ‘εξήγηση’. Το πρωτότυπο παρεδίδετο και ανεγιγνώσκετο επί τόπου. Αναποφεύκτως, επτά χρησμοί αφορούσαν τον έρωτα – π.χ.



Κι αν χωρίσει η θάλασσα
Και δείξει μιάν άλλη θάλασσα;

[από το ποίημα υπ’ αρ. 720]

– δύο τον χρόνο, και από ένας: την μοναξιά, «έναν γείτονα», «την ανέλιξη της τέχνης μου», «την τέχνη μου», την ευτυχία, «πόσο;», «πότε;», «ξέρουμε την αλήθεια πριν τη βρούμε;», αλλά και τους ίδιους τους Δελφούς.


Φυλαχτά

Την δεύτερη θέση στις προτιμήσεις των συμμετεχόντων μοιράστηκαν το φυλαχτό και η ευχή (από 12 παραγγελίες). Τέσσερα φυλαχτά αφορούσαν τους φόβους γενικώς –π.χ.:



Φεύγα φόβε
Μ΄αυτό το φυλαχτό
σε αφήνω αφύλαχτο

– και, από ένα: τη ρουφιανιά, τα γεράματα, τις «σκοτεινές σκέψεις», τους «σκοτεινούς φόβους», «όλα όσα δεν θέλω να κάνω», «όλα όσα δεν μπορώ να τελειώσω». Ένα εννιάχρονο αγόρι, χωρίς να διστάσει στιγμή, ζήτησε ένα φυλαχτό «γιά να μη χάσει τις οικονομίες του!»


Κουμπαράς γεμάτος γεμάτος
Πορτοφόλι να μην κλείνει
Κι ο λογαριασμός βαρβάτος
Άφραγκο να μην μ’ αφήνει

Ένας πιό ντροπαλός συνομήλικός του, γύρεψε μέσω της μητέρας του –ενώ κρυβόταν πίσω από την πλάτη της– ένα φυλαχτό γιά την μοναξιά...


Φεύγα μοναξιά
κι άσε με μόνο
Κι όταν θά ’μαι μόνος
θά ’χω συντροφιά

Η παράδοση του πρωτοτύπου, διπλωμένου στα τέσσερα, συνοδευόταν από την προφορική οδηγία να αναγνωστεί άπαξ προ του ύπνου, κι ακόμη μιά φορά μετά το ξύπνημα.


Ευχές

Δύο ευχές γράφτηκαν γιά τον έρωτα – και από μία γιά: «ένα γερό παιδάκι», «ψυχική ευδαιμονία», «καλή οδήγηση», αιώνιες διακοπές, «ωραία συναπαντήματα», υγεία, «να μείνει μαζί μου», «να στεριώσει η ελευθερία», «ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου», «ν’ αγαπηθώ» – η τελευταία αυτή, γραμμένη ενόσω αιτούσα και γράφων ήσαν καθισμένοι πάνω στα βότσαλα:



Κάθησα στα βότσαλα
Ποθώ ν’ αγαπηθώ
Όσα είναι τα βότσαλα
τόση αγάπη να βρω

Γιά να πιάσει η ευχή, το διπλωμένο χαρτάκι έπρεπε να τοποθετηθεί κάτω απ’ το μαξιλάρι του/της ευχόμενου/ης, και να αναγνωστεί άμα τη εγέρσει.


Χάικου

Τρίτο ακολούθησε το χάικου. Γράφτηκαν συνολικά εννιά, γιά: έναν ποδηλάτη που περνούσε εκείνη την στιγμή μέσ’ απ’ το κύμα που έσκαγε στην προκυμαία, τον ήλιο καθώς έπεφτε (το ζήτησς μιά κυρία που φορούσε μιά λινή πουκαμίσα στο κίτρινο του ηλιοτροπίου) –



Κίτρινα φορώ
σαν το ηλιοβασίλεμα
μπροστά και πίσω

– «μιά θαλασσινή εικόνα ακριβώς σαν αυτήν που βλέπουμε, αλλά κάπου αλλού», ένα φουγάρο με πάνω του το φεγγάρι, «όταν κράτησα νεογέννητη την κόρη μου και την καλωσόρισα στην ζωή – αν και μάλλον δεν μ’ άκουσε», «μιά εικόνα πριν δυό μήνες σ’ ένα ταξίδι με τον σύζυγό μου – που δεν υπάρχει πιά», «ένα αξέχαστο σούρουπο», μιά δύση σε παραλία. Τέλος, ένα παραγγέλθηκε χωρίς να αναφερθεί συγκεκριμένη εικόνα. Η ανάγνωση γινόταν αμέσως.

Ουδείς επέλεξε την καρτ ποστάλ ή το ‘κυνήγι του θησαυρού’. Γιά το τελευταίο, ευτυχώς – μιάς και ήταν βέβαιο ότι θα απέβαινε το δυσκολότερο: η τροπή, διά των λέξεων, μιάς στενοχώριας ή αποτυχίας, σε ‘θησαυρό’ εμπειρίας, μέσω τριών ‘μυητικών’ σταδίων απομάκρυνσης, προσέγγισης, και εκφοράς. Η μη επιλογή της καρτ ποστάλ –προοριζόμενης γιά κάποιο πρόσωπο που δεν ήταν παρόν και στο οποίο θα αποστελλόταν– θα μπορούσε να σχετίζεται με την άμεσα προσωπική και επείγουσα εμπλοκή των αιτούντων, όπως αυτή τεκμαίρεται και από τις τρεις κύριες επιλογές τους (χρησμό, φυλαχτό, ευχή). Αν η εικασία αυτή είναι ακριβής, μεγάλο μέρος του σκοπού του ‘ποιηματοπωλείου’ επετεύχθη.


Συμπεράσματα

Παρά την ένταση της εργασίας (μέσος χρόνος εκτέλεσης παραγγελίας: 4’42’’), η εμπειρία ανταλλαγής –μιάς μύχιας έγνοιας, με κάτι που την επαναδιατύπωνε ή σκόπευε να την ‘θεραπεύσει’– προσέφερε, στον ‘παραγγελιοδόχο’ τουλάχιστον, την ικανοποίηση της βαθιάς, παρότι σύντομης, επικοινωνίας. (Με εξαίρεση, ίσως, τρεις τέσσερις ‘παραγγελίες’ που φάνηκαν να προέρχονται μάλλον από απλή περιέργεια γιά τον τρόπο ‘εκτέλεσής’ τους.)


Ουδείς θα τολμούσε να ισχυριστεί ότι καθεαυτήν
η ποιητική αξία των προσφερομένων ειδών είχε ενδιαφέρον. Δικαιούται όμως να διατηρεί την ελπίδα πως η προσφορά τους –τόσο ως διαδικασία, όσο και ως τελικό προϊόν– ενδέχεται να υπήρξε απολαυστική (και χρήσιμη ή παρηγορητική) γιά τους παραγγέλλοντες, όσο ήταν γιά τον εκτελούντα την παραγγελία. Ορισμένες στιγμές, κάποια περιστατικά, ένας τόνος ρεμβάζουσας φωνής, ένα βλέμμα που σηκώνεται απλανές, ένα βούρκωμα, ένα χαμόγελο που αργεί μερικά δευτερόλεπτα να σχηματιστεί καθώς τα μάτια διαβάζουν – έμοιασαν να υποστηρίζουν αυτή την ελπίδα.

0511α





[το πλήρες slideshow εδώ]

14.9.09

0509 ώς 0511




[το πλήρες slideshow εδώ]

13.9.09

0508



[το πλήρες slideshow
εδώ]

0506




[το πλήρες slideshow εδώ
επίσης, προσθήκες στα: 0908, 0504_to_0505]

6.9.09

τ.ελευθεριάδης 'ληξιαρχείον'



Κι όλο ψάχνει γιά να βρει το πρόσωπο που από παιδί του λείπει / – τα ονειροπαρμένα και ως εκ τούτου αδίστακτα παιδιά. / Τότε ήταν απέραντο το καλοκαίρι. / Τι δροσερό νερό που ήτο η νεότης! Τώρα δεν είναι, δεν έχει πιά ποτήρια. /

Μα ποιά θάλασσα και ποιά θρανία; /

Κανείς δεν αποκρίνεται, από την χαίνουσα όμως πληγήν του τοίχου το εξωτερικόν σκότος, συμπαγές και απύθμενον, κατακλύζει τον κενόν χώρον και αναμιγνυόμενον με την ήδη βεβαρημένην ατμοσφαίραν του σπιτιού επικάθηται βαρύτερον επί των πενιχρών επίπλων, πάνω στο τραπέζι και στο κάθε τι, όπως η σκόνη του παζαριού πάνω στα κουρασμένα βλέφαρα του μεταφερομένου αυτόχειρος.



[κολλάζ από φράσεις του μικρού αλλ' εκτυφλωτικού αυτού βιβλίου - εκδ. στιγμή, 1986. φωτ.: π.ι., ix.2009]

5.9.09

καλοκαιρινά στιγμιότυπα



Οι φίλοι δεν μοιράζονται κάτι [...] -
είναι πάντοτε ήδη μοιρασμένοι από την εμπειρία της φιλίας
[Τζ. Αγκάμπεν,
Η φιλία]
Γ. & G., Αλ., S.

0. Στη στροφή του Φαλήρου γιά Πειραιά, αμέσως αν και ελάχιστη, η μυρωδιά της θάλασσας. Κάτι πολύ παλιό, δυνατό σαν προορισμός.

1. Πώς γίνεται, ενώ δεν ζεις χωρίς μουσική, να μην την έχεις ανάγκη στο μικρό σπίτι των φίλων; Λες και το γεμίζουν –έστω και εν τη απουσία τους– με συντροφιά.

2. Ένα μαυρισμένο παλικάρι με μούσι γράφει στο τετράδιό του, καθιστός στα βράχια μπρος στη θάλασσα. Αφού βγει απ’ το νερό η καλή του, κάθονται οκλαδόν αντικρυστά: εκείνος της χαϊδεύει το πρόσωπο, το σώμα, απαλά με το μολύβι του – ώσπου εκείνη δεν αντέχει άλλο: τον φιλά μ’ ανοιχτό στόμα.

3. Μικρό αρπακτικό ζυγιάζεται στο διάσελο: το παίρνει ο αέρας: ας αποφασίσει αυτός πού θα βρεθεί το επόμενό του θήραμα. Το χάνω από τα μάτια –μες στ’ αυτοκίνητο– αλλά σε λίγο ξαναβλέπω μπροστά μου τη σκιά του: στα βράχια, στην άσφαλτο – και ξαναχάνεται.

4. Ο ήλιος κρύβεται: έκπληξη από την έλευση της σκιάς (ακόμη και με κλειστά μάτια).

5. Τίποτε δεν εξυπακούεται: τα πάντα είναι ένα συνεχές δώρο. (Γι’ αυτό και –φερειπείν– η ανταλλαγή ευχαριστιών και γιά την μικρότερη χειρονομία –ένα ποτήρι νερό, μιά πόρτα που σ’ την κρατούν να περάσεις– δεν είναι ευγενής τυπικότητα, αλλ’ αναγνώριση προσφοράς.)

6. «Οι άνθρωποι μόνο σε άλλους ανθρώπους βρίσκουν την πιό υψηλή σημασία τους: ίσως να έφτασα στον εαυτό μου χάρη σ’ εκείνη τη φιλία» – ο Χούγκο φον Χόφμαννσταλ, γιά τον ήδη νεκρό φίλο
του, Έμπερχαρτ φον Μπόντενχάουζεν.

7. [βλ. 1] Σύντομα όμως, ξανά η ανάγκη γιά μουσική, ακόμη και μες στην ησυχία. (Με την οικείωση αναδύεται πάλι μοναχική η σιωπή.)

8. Συντροφιές όπου δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους: ασύλληπτη η έλλειψη ενδιαφέροντος προς τα νέα –ή τα σιωπηρά– μέλη. Εναλλασσόμενοι μονόλογοι αντί γιά ανταλλαγή ερωταποκρίσεων. Διακριτικότητα ή αντικοινωνικότητα, βαρεμάρα, ναρκισσισμός;

9. στην φίλη

Μετά το απαίσιο κλαμπ
βρίσκεις μιά ανηφόρα στα δεξιά
Λύνεις την συρμάτινη πόρτα και την ξαναδένεις
παίρνεις τον χωματόδρομο μέχρι την κορφή:
ένα ερείπιο και μιά τσίγκινη στέρνα
(τα κατσίκια φεύγουν φοβισμένα)
– συνεχίζεις στην κορυφογραμμή
μέχρι να φανούν μιά παραλία δεξιά
και μιά αριστερά
Μετά από ένα τεράστιο λιθάρι
(τα κατσίκια τρέχουν όλο πιό μπροστά)
αρχινάς να κατεβαίνεις δεξιά
(δεν έχει μονοπάτι: όπως κυλά το νερό)
μέχρι να μπεις στην μικρή ξερή ρεματιά
που θα σε βγάλει στην ακτή

*

Κατηφορίζουμε την στεγνή κοίτη του μικρού χείμαρρου
–πλάσματα του νερού–
μέχρι να βγούμε στο γιαλό
(στο καλό νερό
το νερό γιά το σώμα)
Κάνω λίγη θάλασσα
και γιά σένα
διπλά κολυμπάω
– Τι κούραση, τι κούραση, να είσαι φίλος!

10. Μες στη νύχτα το θυμήθηκα: Το ψωμί! Δεν το τυλίξαμε με την πετσέτα και θα ξεραθεί.

11. Το κομμάτι της πλάτης –λίγο κάτω απ’ τα φτερά, αρκετά επάνω από την μέση: ίσως το σχήμα του να είναι ένα καρβέλι– που δεν μπορείς να πλύνεις, ούτε να του απλώσεις αντιηλιακό. (Μόνος σου.)

12. Τετράγωνος φεγγίτης ανοιχτός, το φύλλο στερεωμένο με στρογγυλό λιθάρι του γιαλού. Μιά κατακόρυφη λωρίδα ουρανού κι άσπρος τοίχος με πέτρες. Μία η ώρα. Zelenka: Agnus Dei.


[φωτ.: π.ι., viii.2009]

0908



[το πλήρες slideshow
εδώ]

2.8.09

0504 ώς 0505





[το πλήρες slideshow εδώ]

0410 ώς 0501



[το πλήρες slideshow εδώ]

1.8.09

0409



[το πλήρες slideshow εδώ]

31.7.09

0407 ώς 0408



[το πλήρες slideshow εδώ]

26.7.09

0404 ώς 0405



[το πλήρες slideshow εδώ]

25.7.09

0403 ώς 0404



[το πλήρες slideshow εδώ]

24.7.09

0401



[το πλήρες slideshow
εδώ]

0312



[το πλήρες slideshow
εδώ]

22.7.09

αλεξάνδρα πλαστήρα

[μιά προσωπική επιλογή από τα τρία πιό πρόσφατα βιβλία της]



από
Το φως που βλέπουμε τώρα [Στιγμή, 1986]:



Πιό σταθερή

...

θαύμα
τα κύματα
πνίγομαι
τέλεια

...


Δεύτερο χιόνι

Χιονίζει
και πέφτουν
στη σούπα μου
ψέματα

σηκώνω
κλαδιά
να φανεί
το παράθυρο


La favorite

...

πλάσμα επιθυμητό κυνηγημένο
όταν χτυπάς το τζάμι μου
θέλω να πέσω από ένα φτερό


Ρομαντικό καλοκαίρι

Η αλήθεια είναι πικρή
γιά τις φυτείες
μα οι αναμνήσεις
είναι ανώτερες

μιά άλλη ζωή
είναι μέσα μου
καμένη φτωχή
βαρσοβία

μου έλεγες πως είναι
πεθαμένη
μα να που έβρεξε
κι έγινε

ακόμα
πιό ρομαντικό
το καλοκαίρι


Επιστροφή στην Ιταλία

...

ένα πανί
της έγνεφε να πάει

κι όλα
στον κόσμο
τη συνόδευαν


Dark red

Τ’ αγκάθια
είναι ο λόγος
που θα γίνουμε
φίλες

με λίγο αίμα
από την καθεμιά μας
θα έχουμε
τα ακριβότερα κοσμήματα

...


Σκιά στο χρώμα

Το κόκκινο
που θέλουν
τα παιδιά

οι στέγες
το παίρνουν
σαν μεγαλύτερες


Λέστερ

...
ο κήπος πνίγεται
από τα βήματα

χωρίς παράπονο
κόβονται μόνα τους
τα τριαντάφυλλα

...


Σκιά στο στέμμα

Αν δεν υπάρχει
βασιλική οδός
στο χωρισμό

ας δύσει πιά
το καλοκαίρι
κι η πιρόγα

ας διαλυθεί
αθόρυβα
στο φως


Το μη μου άπτου

Κάτι χρυσό στέλνει το κρύο
ένα βραχιόλι
ασφαλώς γιά συμφιλίωση

κι αν έσπασε κάτι πολύτιμο
θα το γιορτάσουμε με δάκρυα
φόρεσέ το


Ζεύγος

Γλυκιές φροντίδες αλλά όχι παιδί
κανένα παιδί να μη μας χωρίσει
απ’ το θάνατο

καμιά βιασύνη
ούτε αύριο ούτε άνθος
ποτέ μιά καμπάνα
να μη μας χωρίσει απ’ το θάνατο

αργότερα όχι
ασφαλώς όχι τώρα
αν χτυπήσει ρολόι
θα έχουμε κιόλας φύγει

χωρίς να διαλέξουμε όχθη
στη μέση ακριβώς της δροσιάς





από το
Νερό στο πρόσωπο [Άγρα, 1993]
:


Σε λίγα χρόνια

Πηγαίνουμε τώρα
το ποίημα δεν έρχεται
να πιούμε το τσάι μας
κάτω απ’ τα δέντρα

τι ήσυχη μέρα αρκετοί έφυγαν
υπάρχει όμως ακόμα ζωή
στους τάφους στους γάμους μπουκέτα
μπισκότα γλυκά αν και λίγο παλιά

μου πάει νομίζω αυτό το φόρεμα
περισσότερο τώρα που έχουν σβήσει τα χρώματα
θα βγάλεις κι εσύ το καπέλο σου θα μιλήσουμε
αχ επιτέλους όπως το θέλαμε

ταπεινωμένοι


Νανούρισμα

Όταν σωπαίνουν τα παιδιά
η λάμπα αργά τη σκάλα ανεβαίνει
...


Χάρισμα

Άφησα το πλεχτό μου να κοιτάξω
στον ουρανό τα καλύτερα χρόνια
...


Στην αληθινή

Δροσερή
στο σκοτάδι
μιά άλλη
βγαίνει
γελώντας

όταν ανοίγει
την πόρτα
ο καλός
θάνατος
και λέει

κοντά στη φωτιά
παιδάκια μου ελάτε
στο καλό στο καλό
παλιό
κρύο

και το φθινόπωρο
θα κάνει
τα τζάμια χρυσά
κάτω από έναν ουρανό
τρελό γι’ αγάπη


Ανοιξιάτικα νερά

Και είμαι λυπημένη αγαπημένε μου
τιμωρημένη απ’ τη χαρά μου
πόσο γρήγορα βρέθηκα
έξω απ’ τους κήπους
που έκαιγαν δάδες
όλη τη νύχτα
πιστές σε μας

...


Συνάντηση

Κι αν προηγείται ο θόρυβος
όχι της σαύρας ούτε της βροχής
υπάρχει ένα παρελθόν
ο τόπος που αναπαυόνται
οι ζωντανοί

κοιμητήρι μικρό
τον άσπρο σου φράχτη
πλησιάζω
και το παρόν που μας χωρίζει
είναι παιδί ακόμα γιά να ξέρει


Οθόνια

Εσύ μιλούσες
ήταν δικό σου το σώμα
μόνο άλλο όνομα
είπες

τι να σημαίνει
η χρυσή ατμόσφαιρα
χρυσή από λευκό
πληγωμένη

η καθαρότητα
του βλέμματος
πέραν της βάτου τι

και τι η ψυχή μου
απέναντι


Σάββατο πρωί

Μέχρι την πόρτα
θυμόμουν
στον κήπο το ξέχασα

σκύβοντας
πάνω σου
ξέχασα

πως δόθηκαν σπλάχνα
και μέλη και πρόσωπο
γι’ αυτά τα λουλούδια


Σταυρός

Στην κορυφή
το όνομα
μόνο

λευκή
η σελίδα
της γιορτής

ας αποθέσει
η σιωπή
το έσχατο άνθος

ν’ αναπαυθεί η ηχώ


Χαμηλή φωνή

...

όμως η ομορφιά που είδα
υπάρχει
ευτυχισμένους μας θυμάται
ο θεός





από το
Τόπος γιά να ζεις [Άγρα, 1999]
:


Κάτι μονάκριβο

...

*

Χαιρέτησε την άγνωστη πλαγιά
που δεν θα γνωρίσεις σκέφτηκε
και πόσο σου λείπει
η ξαφνική χαρά της καταιγίδας
στη χαμηλή φωνή κάποιου
που ξέρει τον τόπο και δείχνει
την αστραπή σαν λουλούδι
περαστική στο προσκέφαλο
Ο κεραυνός πέφτει αλλού
κι έρχεται ο ύπνος
όπως ερχόταν η θάλασσα


Ζωή όπως το πάθος

Οι καλοί τρόποι κρύβουν τον πόνο μου
Πού είσαι άραγε
και πόσο θα κρατήσει αυτό

Θα έλεγα όχι πιά
μα λέω
όχι ακόμα

Και πάλι νυχτώνει
πάλι αγγίζουν τα κλαδιά
το φεγγάρι

Κι εγώ προσφέρω ευκάλυπτο
με ατάραχη όψη
Φθονώντας τα κλαδιά


Γιά ένα παιδί

Με την κοιλάδα σημάδι
κι όμως χάθηκε
ψηλότερα βρέθηκε
με τόσες κορφές γύρω του
Βούιζαν κάτω
οι βρύσες άνοιγαν
άφαντο δρόμο
Πίσω τον έστελναν τα βάτα
και τα πουλιά τον γελούσαν
που στάθηκε ψηλά
στη μέση πρώτη φορά
Από παντού φαινόταν
και δεν τον είδε ψυχή


Αγαπημένη

Σήκωσες τον βαρύ δυόσμο
ν’ ανασάνει το χώμα
και γιά ν’ ακούσεις
Μονάχα νερά ακούγονται
απ’ την καρδιά δεν έμεινε
ούτε φύλλο
ούτε λιθάρι απ’ τα βουνά
που περπάτησες
και ήπιες με τα χέρια
καμένα απ’ τον δρόμο
που βγάζει σε μένα

Χαρά του δειλινού
Αν τη θυμάσαι
ανάκοψε το ρεύμα


Αγαπημένος

Έρχονται οι βροχές
θα βαρύνει σε λίγο
το λεπτό ύφασμα του κήπου

...


Πίσω απ’ τα γαλάζια βουνά

Δώρο
ό,τι έγινε
Αυτό που υπήρξε με πόνο
και με πόνο γιατρεύτηκε

Τραβώντας το δίχτυ απ’ τα σπλάχνα
στον αφρό
ένας τόπος

*

Μόνος εδώ
αλλά όχι εντελώς
Εσύ που έλεγες
πως είναι καιρός
ν’ αλλάξουν τα πράγματα
χωρίς να βλέπεις
πως ήδη έφτανες
σ’ αυτό που υπήρξε

*

Μπες τώρα με γυμνά χέρια
αυτή είναι η τάξη γιά την αλλαγή
Νωπά πρόσωπα θα βγουν απ’ τα όνειρα
Δικό τους γέννημα το βαθύ άκουσμα
στις στοές η ανάσα καθαρός ήχος
Καθαρό χρυσάφι οι νεκροί
γιά ζωή σπάταλη


Η γραμμή της ζωής

Ώρα λοιπόν να χωρίσουν
τα φύλλα απ’ τα πέταλα
Τόση ευωδιά
μόνο στο τέλος τη νιώθεις
Μα ήταν και μέρες
πιό φλογερές από νύχτες
όπως αστράφτει το πρόσωπο
μοναχικό στον καθρέφτη
όποιος κι αν είσαι

*

Μέρες σαν κι αυτές
με τις βροντές της άνοιξης
Φοβέρες του έρωτα
και γέλια πνιγμένα στα γόνατα

Μπορεί να ήταν σημύδες –
είδες τόσα
μπορεί να ήταν

Κι αυτή η χαρά
στο χλομό πρόσωπο
είναι ακόμα σημάδι
από σπαθί


Μονοπάτι του τσαγιού

Μα ό,τι αργούσε δικό μου
δική σου χάρη θα γίνει
τώρα που φέρνει η στροφή
πινελιές τα ελάφια
τα χρόνια υγρά
στο χρυσό μονοπάτι

...

*

Κάτω απ’ τις λέξεις κοιμούνται
οι τρομερές ώρες
Μαύρο που ανοίγεται
αργά στη γύρη
πριν κόψει ο άνεμος
μ’ ένα φιλί
τους δείχτες
κι αλλάξουν στόμα
τόσα τραγούδια


Δεν έχει κέντρο το ύψος

Με τα καρφιά του ήλιου στο μέτωπο
Μόνο ζωή – τι άλλο να θέλουν
τα χελιδόνια

Γιατί όχι κι εσύ
αναβλύζουν οι ώρες
στο προσκέφαλο μοίρες

Και στη στροφή
βρίσκει το πρόσωπο ταίρι τον ξένο
τον φανερό κόσμο


Το βιβλίο

...
μικρόσωμοι θάμνοι
τα άπειρα κρίνα
οι σαύρες σαν χάδι

...




[φωτ.: Π.Ι.]

14.7.09

0309 ώς 0310



[το πλήρες slideshow εδώ]

0307 ώς 0308



[το πλήρες slideshow εδώ]

13.7.09

0304 ώς 0306



[το πλήρες slideshow εδώ]

89 ώς 02



[το πλήρες slideshow
εδώ]

11.7.09

[roland barthes, 1915-1980]



Σ’ ένα τεύχος του Magazine litteraire, νομίζω, Νοέμβριο του 1997, είχα διαβάσει με απροσδόκητη απόλαυση ένα πολύ τρυφερό κείμενο της Julia Kristeva γιά τον Roland Barthes. Έσπευσα τότε σ’ ένα βιβλιοπωλείο των Βρυξελλών να βρω τα Αποσπάσματα [θραύσματα;] ενός ερωτικού λόγου – τα οποία και καταβρόχθισα γοητευμένος. (Νομίζω όπου νά ’ναι πλησιάζει ο καιρός γιά την Αυτοκρατορία των σημείων.)

Το Magazine litteraire και πάλι, αφιέρωσε το τεύχος του Ιανουαρίου 2009 στον Μπαρτ – με την ευκαιρία της τότε επικείμενης δημοσίευσης του Ημερολογίου πένθους –330 δελτία αρχείου, γραμμένα μετά τον θάνατο της μητέρας του– και των Σημειωματαρίων ταξιδιού στην Κίνα – ταξιδιού που πραγματοποίησε το 1974 μαζί με τέσσερις Γάλλους διανοούμενους της φιλομαοϊκής τότε ομάδας του Tel Quel, ανάμεσά τους η Κρίστεβα και ο Philippe Sollers.

[Κάποιες από τις φράσεις του Μπ. που υπογράμμισα στο περιοδικό, προχειρότατα μεταφρασμένες:]

‘Πάντα διαισθάνομαι με οδυνηρό τρόπο πως συχνά γράφω γιά ν’ αγαπηθώ, ενίοτε από τον τάδε ή τον δείνα, και συγχρόνως γνωρίζω πως αυτό δεν συμβαίνει ποτέ, πως ποτέ δεν μας αγαπούν γιά την γραφή μας.’ [από συνέντευξη του 1977 – έτος θανάτου της μητέρας του, και τρία χρόνια πριν πεθάνει ο ίδιος, στα 65 του.]

[Κατά το εναρκτήριο μάθημά του στο College de France τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς:] ‘Θα επιθυμούσα η ομιλία και η ακρόαση που θα πλεχθούν εδώ να είναι παρόμοιες με το πέρα δώθε ενός παιδιού που παίζει γύρω απ’ την μητέρα του, που απομακρύνεται απ’ αυτήν, κατόπιν επιστρέφει προς αυτήν γιά να της φέρει ένα βότσαλο, ένα μάλλινο ξέφτι, σχεδιάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο γύρω από ένα ήρεμο κέντρο, ολόκληρο αλώνι παιγνίου, στο εσωτερικό του οποίου το βότσαλο, το μαλλί έχουν εντέλει σημασία μικρότερη από την πλήρη ζήλου δωρεά τους. [...] Πιστεύω ειλικρινά πως στην απαρχή μιάς διδασκαλίας σαν κι αυτής, πρέπει να δεχόμαστε να τοποθετούμε πάντα μιά φαντασίωση, που μπορεί να ποικίλλει από έτος σε έτος.’

‘η φωτογραφία του εκλιπόντος όντος έρχεται και μ’ αγγίζει σαν τις καθυστερημένες ακτίνες ενός άστρου.’ [από τον Φωτεινό θάλαμο]

‘Μόνος, σε στάση διαλογισμού, σκέφτομαι ήσυχα τον άλλον, ως είναι: αναστέλλω κάθε ερμηνεία, εισέρχομαι στην νύχτα του μη-νοήματος: η επιθυμία εξακολουθεί να πάλλεται (το σκοτάδι είναι διαυγές), μα δεν θέλω τίποτα ν’ αδράξω, είναι η Νύχτα του μη-κέρδους, του λεπτοφυούς, αόρατου ξοδέματος, estoy a oscuras: είμαι εκεί, καθισμένος απλά και ήρεμα στο μαύρο εσωτερικό της αγάπης.’ [Αποσπάσματα ενός ερωτικού λόγου]

‘Πρέπει να καταφέρω (διά της αποφασιστικότητας ποιάς αφανούς κόπωσης;) να αφεθώ να πέσω κάπου εκτός της γλώσσας, εντός του αδρανούς, και, κατά κάποιον τρόπο, απλούστατα να καθήσω («Ήσυχα καθισμένος χωρίς να κάνω τίποτα, η άνοιξη φτάνει κι η χλόη μεγαλώνει μόνη της.»)’ [Άπαντα, Seuil 2002, τόμος V, σελ. 286-7: ο Μπ. αναφέρεται σ’ ένα ποίημα Ζεν.]

‘Η πρώτη ύλη της λογοτεχνίας δεν είναι το μη κατονομάσιμο αλλά το άκρως αντίθετό του: το κατονομασμένο. Ο λογοτέχνης συνεπώς ουδόλως δεν οφείλει να ‘ξεριζώσει’ ένα ρήμα απ’ την σιωπή, καθώς λέγεται σε ευσεβείς λογοτεχνικές αγιογραφίες, αλλ’ αντιστρόφως, και με πόσο περισσότερη δυσκολία, περισσότερη σκληρότητα και λιγότερη δόξα, να αποσπάσει μιά δευτερεύουσα λέξη από την κολλώδη παγίδα των πρωτευουσών λέξεων που του προμηθεύει ο κόσμος, η ιστορία, η ύπαρξή του, εν ολίγοις το κατανοητό που υπάρχει πριν απ’ αυτόν, καθότι ο ίδιος έρχεται σ’ έναν κόσμο πλήρη γλώσσας, και δεν υπάρχει κανένα πραγματικό που να μην έχει ήδη ταξινομηθεί από τους ανθρώπους: η γέννηση δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η εύρεση αυτού του ήδη έτοιμου κώδικα και η υποχρέωση συμμόρφωσης προς αυτόν. Ακούμε συχνά να λέγεται πως η τέχνη έχει ως καθήκον να εκφράζει το ανέκφραστο: το αντίθετο πρέπει να λέμε (χωρίς ίχνος πρόθεσης παραδοξολογίας): πάσα φροντίδα της τέχνης να ανεκφράζει το εκφράσιμο.’ [Πρόλογος στα Κριτικά δοκίμια του 1963]

‘Αγνοώ τι σημαίνει –ανθίσταμαι στο– να κοιτώ αυτό που εκ προοιμίου παραδίδεται στο βλέμμα – αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω εξ απίνης. Θεωρία της έκπληξης (πβ. το συμβάν, το χάικου).’ [από τα Σημειωματάρια ταξιδιού στην Κίνα]

‘Μπορούμε να ισχυριστούμε πως αναπτύσσουμε την πολιτική συνείδηση χωρίς ν’ αναπτύσσουμε την ευφυία (τον στοχασμό) από την άλλη; Είναι δυνατή η οξύνοια στην πολιτική και ο παλιμπαιδισμός στα υπόλοιπα;’ [«]

‘Μόλις πεθάνει ένα πλάσμα, μανιασμένο χτίσιμο του μέλλοντος (αλλαγές επίπλων , κ.λπ.): μελλοντομανία’ [Ημερολόγιο πένθους]

‘- «Ποτέ πιά, ποτέ πιά!» - Κι ωστόσο, αντίφαση: αυτό το «ποτέ πιά» δεν είναι αιώνιο μιάς και θα πεθάνετε κι εσείς οι ίδιοι κάποια μέρα. Το «ποτέ πιά» είναι κουβέντα ενός αθάνατου.’ [«]

7.7.09

0906



[το πλήρες slideshow εδώ]

16.6.09

'ποιητική κατοικία αρκαδία' / 2η μπιεννάλε της αθήνας



"Το έργο της Ομάδας Φιλοπάππου «Κι εγώ στην Αρκαδία» με το οποίο συμμετέχει στη 2η Μπιενάλε της Αθήνας 2009, Heaven ['Live', Πάρκο Φλοίσβου], από τις 13 έως και τις 28 Ιουνίου, είναι ένα εικαστικό περιβάλλον που συντίθεται απ
ό δράσεις, εργαστήρια και ανοιχτές συζητήσεις με παιγνιώδη και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα.



Κι εγώ στην Αρκαδία


Ένας άλλος κήπος καλεί τους επισκέπτες του να γίνουν μέρος του. Ένα εικαστικό περιβάλλον, ένας τόπος συνεύρεσης [...]. Η Αρκαδία [...] παραπέμπει στον -επίγειο και ταυτόχρονα
μυθικό- παράδεισο, στον κήπο των ηδονών, στο στοχασμό πάνω στον θάνατο και την αιωνιότητα [...], ρίζωμα και πέρασμα, συλλογικότητα και κοινότητα. Ένας εφήμερος χώρος πύκνωσης και εστίασης, μετακινούμενος και διαφορετικός κάθε μέρα, που προϋποθέτει συνεργούς.

[... Από την Ομάδα Φιλοπάππου,] στο έργο 'Κι εγώ στην Αρκαδία' συμμετέχουν οι: Μάντυ Αλμπάνη, Αντώνης Βολανάκης, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Γεωργία Δεσύλλα, Μαίρη Ζυγούρη, Νάντια Καλαρά, Τίνα Κώτση, Νίκος Παπαδόπουλος, Τερέζα Παπαμιχάλη, Αγγελική Σβορώνου, Άννα Τσουλούφη και Κώστας Χριστ
όπουλος.



[...]

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009, 19:00-24:00

Ποιητική κατοικία αρκαδία / Poetica residenza arcadia - ένα εργαστήριο λέξεων.


Οι λέξεις με τους ανθρώπους συναντιούνται στο χώρο της εγκατάστασης για πέντε ώρες και οι ποιητές μοιράζουν και μοιράζονται με τους επισκέπτες έτοιμο υλικό ή λέξεις που ξεπηδούν με εφαλτήριο το βίωμα του έργου. Ο προφορικός λόγος ως ψιθύρισμα ή κραυγή σπάει τις συνήθεις πρακτικές ανάγνωσης του ποιητικού λόγου. Η γραφή κυλά με κιμωλίες στο μπετόν, σε ραβασάκια -
μυστικά απ' το ένα χέρι στο άλλο, σε κολλημένα φύλλα σε παγκάκια, ραμμένα σε μαξιλάρια, πίσω από ένα πίνακα.

[Συμμετέχουν:] Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Φοίβη Γιαννίση, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Πατρίτσια Κολαΐτη, Γιάννα Μπούκοβα, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Γιώργος Χαντζής, Θάνος Σταθόπουλος, Δούκας Καπάνταης, Γιάννης Στίγκας
, Γιούλη Βολανάκη, Θεώνη Κοτίνη."



[Κείμενο από το δελτίο τύπου. Φωτ.: Π.Ι. - Πάρκο Φλοίσβου, 15.vi.2009]

6.6.09

μαρία κούρση _ 'τα ψηλά δέντρα της γαλλικής επαρχίας'

Ι.
Αν έγραφα ένα ωραίο ποίημα
Θα σου το χάριζα.
Όλα γύρω θ΄αναιρούσαν
Το ωραίο ποίημα
...
Εκείνα τα χρόνια φυσούσε
...
Ένα μοτέλ
Φαινόταν δε φαινόταν
Περίπου στην άκρη του κόσμου
Στα φώτα του μικρές γραμμούλες
Τις μετρούσε ο θάνατος
Και τις έσβηνε.
...
Ήτανε όμορφος με μάτια ασυνόρευτα
...
Στις κουρτίνες τ' αεράκι δε φαινόταν.
Βαριές κουρτίνες γεμάτες μυστικά.
Στέκονταν αντικριστά.
Σαν να είχαν γεννηθεί γι' αυτό.
...
ΙΙ.
Πετιέμαι γιά λίγο έξω
Διακρίνεται άδεια η θέση
...
Βαδίζεις γιά να φτάσεις παντού.
Πουθενά αλλού.
...
Ησυχία ακίνητη σχεδόν αληθινή
...
Αποσπάσματα από το πιό πρόσφατο βιβλίο της Μαρίας Κούρση, Τα ψηλά δέντρα της γαλλικής επαρχίας [Γαβριηλίδης 2009]: αποτελείται από δύο μεγάλα ποιήματα, χωρισμένα σε μικρά 'κεφάλαια'. Αποσπάσματα που μου άρεσαν ιδιαίτερα - και σαν να συνθέτουν κι αυτά ένα ποίημα.
[φωτ.: Π.Ι., 2004]