11.10.08

'το δωμάτιο'

1. Από παντού πρέπει να φεύγω Χώρος ελευθερίας το μυστικό της συνάντησης κοίταζα γύρω κάτι άλλο φοβόμουν 2. Γιά να φτιάξουν κάτι μαζί πρέπει πρώτα να γνωριστούν Γιά να γνωριστούν πρέπει πρώτα να συναντηθούν (εκεί όπου μπορούν ν’ αποδράσουν –κάτω απ’ το παράθυρο– να ξαναχωρίσουν) [ο γάμος πάλλει κάτω από τον θάνατο] (Στα άβολα καθίσματα –δεν αντικρίζονται– αυτά που δε θέλω να γίνουν Η μέση του σώματος το κέντρο του σώματος είναι ευαίσθητο με την ακινησία κουράζεται) Να γράψουν ο ένας Πρέπει να υπάρχει ένας λόγος ή μιά αιτία (ή ένα αίνιγμα) πάνω στον άλλον τα δύο σώματα μέσα να βρω αυτό που πρέπει να λυθεί σε ένα τρίτο οι δύο σκέψεις μέσα στο ρεύμα του αέρα (πόρτα – παράθυρο) 3. Το φως γεννιέται μέσα στο δωμάτιο τόσο νερό όσο ένας πόνος εκεί που σταδιακή εγκατάλειψη ερχόντουσαν να φάνε αυτοί που έραβαν εκεί που ευχόντουσαν να φανεί αυτό που έθαβαν Μιά ηχηρή και μάταιη μονότονη γραμμή δεν υπάρχει σώμα, είναι μαύρος [κι εξακολουθεί την κατεβάζουν] Ζεύγος χαίρε – πάω να δω τον ίσκιο που απόγινες ζεύγος χαίρε – περιμένω το φως που φέρνεις/φεύγεις εγκλωβίστηκα εκεί στο τζάμι [λέω να την αφήσω] 4. Αυτός πέθανε μόνη της κατάφερε σιωπή επιθυμούσε μια ανυπόφορη κίνηση το βάρος ενός ολόκληρου άντρα Ο καλικάντζαρος της λέει ε γ ώ θα σου μάθω σχέδιο παιδί ε γ ώ θα σε μάθω να χορεύεις Θα γίνεις ξανά η γυναίκα αναρωτιόταν γυναίκα ήταν ίσως που δεν θυμάσαι πώς έγινες δεν θυμόταν από τι έπρεπε να σωθεί ξανά το κορίτσι που ντρεπόσουν να είσαι εκθαμβωτική Θα σε παντρευτώ επιβεβαίωση θα μου κάνεις παιδιά θα τα ταΐζεις Κάθε πρωί γραμμές και γράμματα δική της (μόνο) 5. Ακόμα και στο σκότος του Εσύ –ενός απευθύνσιμου Εσύ– συνεχίζει να υφίσταται η δυνατότητα να συναντήσει κανείς τον εαυτό του (Ανέκαθεν ανήκε στις ελπίδες του ποιήματος να μιλήσει και για το εντελώς Άλλο) δεν μπορώ να καταλάβω τι έρχεται πρώτο και τι ακολουθεί πώς προετοιμάζεται κανείς να πεθάνει αυτή η πορεία έχει αρχίσει να μην έχω φωνή και αυτό που θέλω να πω να μην υπάρχει 6. Ώρες τώρα σκεφτόμουν να αρχίσω Αυτός δεν είναι ο χώρος. Πουθενά δεν είναι ο χώρος Σε αυτόν τον ανάμεσα χώρο (ανάμεσα σε δύο στον αέρα και το νερό) χώρο απελευθέρωσης ελεύθερης αιώρησης (ανάμεσα στο σώμα και τη σκέψη εσένα και το Άλλο ανάμεσα στα δύο) in statu nascendi in statu moriendi (παύση της ανάσας) Να το θεμέλιο: δίχως χώμα Το ποίημα πατάει στον εαυτό του ο άνθρωπος το ίδιο πρέπει (ζωή, να περνάς από μέσα) να είναι ακόμα Η γλώσσα γίνεται μορφή παρόν Το ποίημα μοναχικό και καθ’ οδόν είναι ήδη μέσα στο μυστικό της συνάντησης 7. Η πέτρα γίνεται πούπουλο όταν ο αέρας γίνει νερό επιλέγω να μη διαλέξω Γράφτηκε γιά την εγκατάσταση ΛΛΗΛ / ΛΗΡ / ΛΥΡ, μιά συνεργασία με την Μαρία Κόντη, στα πλαίσια του “blind date #12” (Βιομηχανικός Χώρος, Κειριαδών και Σφηττιών, Αθήνα, Δεκέμβριος 2006). Προέκυψε μετά από αλλεπάλληλες συναντήσεις και συζητήσεις με την Μ.Κ.. Οι φράσεις με πλάγια είναι από κείμενά της. Στο δικό μου κείμενο ενσωματώνονται επίσης, παραφρασμένες ή αυτούσιες, φράσεις των: Μ.Κόντη, Στεφάν Μαλλαρμέ [μτφρ. Π.Ι.], Ρόμπερτ Μούζιλ [μτφρ. Κ.Σχινά], Πάουλ Τσέλαν [μτφρ. Γ.Σαγκριώτη], Πέγκυ Φήλαν [μτφρ. Μ.Κ.]. Το κείμενο παρουσιάστηκε χειρόγραφο, γραμμένο σε δύο πτυσσόμενα επτασέλιδα. Το κείμενό μου σε λευκό χαρτί γραφής, και, από πάνω του, τα σπαράγματα φράσεων από παλαιότερα κείμενα της Μ.Κ. (που εδώ μεταγράφονται με πλάγια στοιχεία), γραμμένα σε ρυζόχαρτο. [Οι δύο σελίδες με αρ. 4: αριστερά, το ρυζόχαρτο. Η σύνθεσή τους δίνει το τμήμα του κειμένου υπ' αρ. 4 πιό πάνω. Φαίνονται επίσης στο κέντρο της πιό κάτω φωτογραφίας.] Τα σπαράγματα αυτά, προερχόμενα από χωρία της Μ.Κ. που είχα ήδη σημειώσει, τα ιχνογράφησα ακριβώς στην θέση όπου βρίσκονταν στο αρχικό σώμα τους. Συνεπώς, η θέση τους σε σχέση με το 'από κάτω' κείμενο πάνω στο οποίο 'προβάλλονταν' ήταν τυχαία. Τα δύο επτασέλιδα ήσαν στερεωμένα στην μιά τους άκρη με ταινία, πάνω σε ένα μακρόστενο τραπέζι εργασίας που βρέθηκε στον χώρο, ώστε το ρυζόχαρτο να καλύπτει το χαρτί γραφής - μπορούσε ωστόσο κανείς και να το ανασηκώσει. Μπροστά στο τραπέζι, δύο σκαμνάκια επέτρεπαν σε δύο επισκέπτες να κάθονται εμπρός στο κείμενο. Επίσης, μια στοίβα από μικρές ταινίες χαρτιού φέρουσες την ορθογώνια σφραγίδα του έργου, 'ΛΛΗΛ/ΛΗΡ/ΛΥΡ', ήταν στην διάθεση των επισκεπτών, οι οποίοι έγραφαν ό,τι επιθυμούσαν. Καθώς κάθονταν, στο βάθος δεξιά έβλεπαν κρεμασμένο ένα έργο της Μ.Κ. [επιλεκτική ιχνογραφία με μπλε καρμπόν σε παλιό χαρτί από μεγεθυμένο αντίγραφο του πίνακα του Hans Holbein του Νεότερου, Προσωπογραφία άντρα 39 ετών], ενώ στο βάθος μπροστά, τρία σχέδια με καφέ κιμωλία πάνω στον τοίχο, επίσης έργο της Μ.Κ., που φτιάξαμε μαζί εξ ημισείας, υπό τις οδηγίες της.
[φωτ.: Π.Ι.]

14.9.08

χαμένη



παρουσιάστηκε στα πλαίσια της εικαστικής δράσης στην πόλη, "lookout" [αθήνα, σεπτέμβριος 2003]. προβλήθηκε πάνω σε τοίχο πολυκατοικίας κοντά στην συμβολή των οδών βουλιαγμένης και καλλιρόης.

ουτοπ[οι]ία



παρουσιάστηκε στην ομαδική έκθεση "capturing utopia" ['φούρνος', αθήνα, σεπτέμβριος 2005]

13.9.08

andrew motion, "independence"



Πρωτοδιάβασα ποίηση του Andrew Motion το 1994 (Dangerous play – Poems 1974-1984, Penguin 1985). Ομολογώ πως το μακρύ αφηγηματικό του ποίημα, “Independence”, εξακολουθεί και με συγκινεί ακόμα και τώρα. (Την αφηγηματική ποίηση, θεωρώ είδος ασυνήθιστα δύσκολο, και θαυμάζω ιδιαίτερα όσους την υπηρετούν με επιτυχία.) Η μετάφραση πρωτοδημοσιεύτηκε στην "Ποίηση" (τ. 9, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1997).


Ανεξαρτησία


(στον Άλλαν Χόλλινχερστ) 
Ένας μήνας που γύρισα και ξύπνιος
στις τρεις περιμένοντας φως.
Ο μισός κόσμος ακόμα στο σκοτάδι
που θα κυλήσει - αλλά να ’μαι

στο παράθυρο, σκυφτός,
γρήγορα σφουγγίζοντας ένα άνοιγμα
στο θαμπωμένο ασημί γυαλί.
Το σπίτι του πατέρα σου,

η θέα προς τους αμμόλοφους
με τα μικρά, όρθια χόρτα, κι η θάλασσα
που γλιστράει βαρειά, με τους κρατήρες της σκισμένους
κι απότομα κλεισμένους στο φεγγάρι.

Καθώς κοιτάζω, ο αέρας αραιώνει
την πασχαλιά του κήπου, ύστερα τρέχει
ν’ αναστατώσει όλη την μπροστινή αυλή -
η αυλόπορτα του γείτονα τρίζει

και βαράει, η ταμπέλα της παμπ
χτυπάει το πλαίσιό της μία, δυο,
και σιωπηλή. Αλλά ποιος είναι ξύπνιος;
Ρίχνω ένα βλέμμα στο κρεββάτι μου και στο σεντόνι

ριγμένο πίσω, τσαλακωμένο φάντασμα
εκεί που κοιμόμουν - δεξιά,
όπως κάναμε μαζί. Κι εκεί
με τίποτα άλλο εκτός από τη σκέψη

γυρνάω ξανά προς το παράθυρο
και σε φαντάζομαι να περπατάς προς τη μεριά μου -
σιωπηλή, φέρνοντας τους φίλους,
την χαμένη συντροφιά, τους υπηρέτες που άφησα,

όλους σκυμμένους και κουκουλωμένους
σαν να ’ναι αυγή, κι αυτό
το αναποφάσιστο γκρίζο φεγγαρόφωτο, η σκόνη
που ανακάτεψαν, φτιάχνοντας πάχνη πρωινή.

*

Ήταν ξημέρωμα όταν το ταξίδι μου τελείωσε
επιτέλους - τρεις μέρες, τρεις νύχτες σταμάτα-βάλε μπρος
με το σαραβαλιασμένο μου Ώστιν, μια τρομοκρατημένη
αργή κατεβασιά απ’ το Πουντζάμπ,
πέρα από το Δελχί, την Άγρα, την Κανπούρ, να φτάσω

στην Καμάρια: στέγες ανάκατες κι ο ήλιος
μόλις ξεμύτιζε σε τέλειο μπλε. Οδήγησα
μεσ’ από κοιμισμένους δρόμους, αξύριστος,
ακόμα φοβισμένος. Αλλ’ ούτε ίχνος απ’ τις ταραχές,
μόνο συνθήματα πασαλειμμένα που έσταζαν

Διχοτόμηση. Όχι στη διχοτόμηση. Έξω απ’ την Ινδία.
Και το σπίτι μου; Θα το ’χανε ληστέψει
τώρα πια; Τι να ’χε συμβεί; Η φωνή του διευθυντή
μού ξαναρχότανε στον νου πάλι και πάλι, βροντερή
Τώρα είμαστε ελεύθεροι. Τέρμα οι Εγγλέζοι.

Τώρα πρέπει να φύγετε - αλλά χαμογελώντας,
σφίγγοντας το χέρι μου. Ύστερα ήμουν σπίτι
κι ο υπηρέτης μου έτρεξε να με προϋπαντήσει:
Φύγετε, σαχίμπ, είν’ επικίνδυνο. Φευγάτε.
Ό,τι μπόρεσα να σώσω ήταν μαζί μου -

μια βαλίτσα, ο Σαίξπηρ, ένα φλιτζάνι
κι οι Τάιμς του Ινδουστάν, από προχτές.
Τη βλέπω τώρα - την αγγελία του πατέρα σου
σε κύκλο από κόκκινο μελάνι, τ’ όνομά του φίλος
ενός φίλου κάποιου φίλου. Σε μια εβδομάδα

όταν στεκόμουν στον στενό του προθάλαμο
για την συνέντευξη, νωρίς, κάνοντας πρόβα το κομμάτι μου,
ήσουν εκεί. Ξαφνικός, ασυλλόγιστος
έκπληκτος σίφουνας μεσ’ απ’ το δωμάτιό σου, απ’ το λουτρό,
τα μαλλιά σου ήταν σκοτεινιασμένα απ’ το νερό,

πατικωμένα, τα πόδια σου γυμνά,
κι ένα χέρι να κρατάει το λαιμό
της ρόμπας σου κλειστό, κρύβοντας
το απότομο φακιδωτό κοκκίνισμα που είδα ν’ αρχίζει
και να βαθαίνει εκεί σαν έγκαυμα.

*

Έτσι άρχισε - το πρώτο μας γαλάζιο μεσοχείμωνο.
Κάθε ασυννέφιαστο βαθύ πρωινό
στις έξι οδηγούσα ώς την αποθήκη

παραλαμβάνοντας μαλλί για μία ώρα:
λουλακί, πορφυρό, άβαφτο, χρυσό.
Κι ύστερα πέρα γύρω στα χωριά -

Ναι, καινούργιος είμαι. Ναι. Ναμάστε.
Ο σαχίμπ με τα χαλιά. Χαλιά -
και σπουδαγμένος για μηχανικός...

Σπίτι το σπίτι έσκυβα το κεφάλι
κι έμπαινα σ’ εκείνες τις στενάχωρες κάμαρες από λάσπη.
Οι σιωπές εκεί. Πατεράδες και γιοί

πάνω στα φαγωμένα κούτσουρά τους, χαμογελώντας
μέσα από τεντωμένες ράβδους κλωστής.
Ο ήχος του μαλλιού χορδή και φύλλο,

και τα σχέδια που ανέβαιναν.
Πότε τελειώνει; Κι άλλα χαμόγελα,
έσειαν τα κεφάλια πέρα δώθε,

Γεια σας, και καθώς πλησίαζε το βράδυ
έφερνα κύκλο πίσω στο σπιτάκι μου.
Θα ’σουν εκεί; Αν ερχόμουν

ανατολικά, απ’ τη Μιρζαπούρ, περνούσα
απ’ την ψηλή γέφυρα του Γάγγη. Σταματούσα
στα μισά, και γέρνοντας κουρασμένος πάνω

στο λεπτό ανάχωμα, ψιθύριζα
τ’ όνομά σου Ας μ’ αγαπήσει.
Αν όχι, ας μη με καταλάβουν.

Ας με συμπαθήσει ο πατέρας της. Περίμενα
για μια στιγμή, κοιτώντας κάτω μέσα στο λυκόφως,
ύστερα τσαλάκωνα ένα χαρτονόμισμα της μιας ρουπίας

και το ’ριχνα, πασχίζοντας να δω,
αλλά ποτέ μη βλέποντας την πτώση ώς το τέλος της
πάνω στο σκούρο αργόσυρτο πράσινο του ποταμού.

*

Ήταν η πρώτη μας φορά. Είχαμε αγγίξει
και κρατήσει ο ένας τον άλλον στους χορούς της λέσχης,
και μια φορά σε φίλησα μετά το τέννις, και το χέρι μου
βρήκε
χαμηλά ζεστή την πλάτη σου,
περνώντας πάνω απ’ το υγρό απαλό της χνούδι.

Ύστερα ήταν μεσάνυχτα, και πάνω από τον τοίχο
έπεφτα μεσ’ στον κοιμισμένο κήπο του ΜακΦάρλεην -
ο νευρικός καταδρομέας που σε λάτρευε, σε πτώση
κωμική. Ποιο ήταν το δωμάτιό σου;
Τρίτο δεξιά, στο γράμμα σου. Αχ σε παρακαλώ,

σε παρακαλώ έλα σύντομα. Είμαι καλά εδώ και
δέκα μέρες τουλάχιστον. Η σκωληκοειδής μου
κάθεται ωραία ωραία
μέσα στη γυάλα της πάνω στο περβάζι, και με κοιτάζει.
Το παντζούρι σου ξεκόλλησε μ’ έναν ξερό τριγμό
Εσύ ’σαι; Ναι. Σε φίλησα ξανά,

μη βρίσκοντας το στόμα σου. Σςςς. Το αποφασιστικό
αυστηρό τάκα-τακ βημάτων έξω -
Η αδελφή. Γρήγορα, εκεί μέσα, και τράβηξα
την βαρειά πόρτα της ντουλάπας πίσω μου.
Οι φωνές σας ήταν χαμηλές. Όχι, τίποτα

ευχαριστώ. Τίποτα. Καλά είμαι. Καληνύχτα.
Αλλά περίμενα, το νυχτικό σου κρέμονταν
κοντά στο πρόσωπό μου, μεταξένιο, μύριζε πούδρα.
Ύστερα βγήκα. Βγάλ’ τα παπούτσια σου, είπες. Αυτό φτάνει,
και γλίστρησα στο στενό κρεββάτι σου.

Πρόσεχε! Τα ράμματά μου. Κάτσε ακίνητος,
όσο μπορείς πιο ακίνητος. Έτσι. Ανάσκελα.
Κι έτσι με ξεκούμπωσες,
ισορροπώντας πάνω μου αβέβαια, τα γόνατα ανοιχτά, και ύστερα
μ’ αυτό το αδιόρατο βύθισμα κι ανασήκωμα, όλο πιο γρήγορα,

έγερνες μαλακά πίσω και μπρος
σαν να ίππευες πιωμένη - διαλύοντας
το κρεββάτι, την ντουλάπα, το δωμάτιο, το σκούρο μου σακκάκι
που έσκισα στον τοίχο καθώς παραπατούσα για το σπίτι
μα φόραγα άραφτο για μέρες, σαν μυστικό σημάδι μας.

*

Φλερτάραμε ολόκληρη την άνοιξη
εκείνη
πριν απ' την Ανεξαρτησία - άνοιξη
και προς ζέστη: μέρες στραφταλιστές
που βίαζα το τέλος τους για σένα.

Κάθε απόγευμα αργά
ήμαστε πλάι πλάι
στο σπιτάκι του πατέρα σου,
προσμένοντας τη δύση, κι ο ανεμιστήρας

μάς βάραινε ελαφρά προς τα κάτω
με απαλές ριπές αέρα.
Χαμογελούσε εκείνος. Εσείς οι δυο πια.
Άντε, φευγάτε... Δεν είναι ακόμη ώρα για δείπνο...

και φεύγαμε, χέρι-χέρι
στο σκασμένο πίσω κάθισμα του Ώστιν,
με τα παράθυρα ανοιχτά, το πρόσωπο του οδηγού μας
να κοιτάζει μπροστά μες στον καθρέφτη.

Ήτανε τέλειες,
οι δροσερές εκείνες βραδινές μας βόλτες:
ο ήλιος θαμπός απ' τη σκόνη,
λευκές λεωφόροι ευκαλύπτων,

μικρούτσικες φωτιές που τρεμοπαίζαν
και ο γλυκός καπνός του ξύλου ν’ ανεβαίνει.
Πότε θα με παντρευτείς; Σύντομα;
Όταν το είπες, τό ’πες

βαριεστημένα, φυσώντας ζεστό αέρα μες στ’ αυτί μου,
στον δρόμο εκείνο όλο λακκούβες
πέρα απ’ τη Μιρζαπούρ. Σύντομα;
Είχαμε αργοπορήσει, με σβηστή τη μηχανή

στη διάβαση - μια λεπτή μπάρα
στο ύψος της μέσης, κι η ζέστη
να αναπηδά ακόμα πάνω απ’ τις γραμμές,
παραμορφώνοντας τον αέρα. Ο φύλακας

βγήκε από την παράγκα του,
μισοσήκωσε τη μπάρα,
αφουγκράστηκε, ύστερα την βρόντηξε στη θέση της.
Πάνω-κάτω. Πάνω-κάτω είπες, κοκκινίζοντας,

κι έτριψες το χέρι μου. Περιμέναμε
σιωπηλοί, ακούγοντας το βαθύ όλο έξαψη
τσαφ, τσουφ του τραίνου όλο και πιο
κοντά, μια σφυρίχτρα στρίγκλισε,

και να το. Μπενάρες -
Λαχόρ σε φαγωμένες πινακίδες,
κάγκελα στα παράθυρα, και τα στοιβαγμένα
πρόσωπα των προσφύγων που χάνονταν.

*

Παντρευτήκαμε την εβδομάδα της Ανεξαρτησίας.
Το εργοστάσιο κλειστό, και στην εκκλησία
στοιβάζονταν οι εργάτες των χαλιών
που μας παρέσυραν μες στη γιορτή τους.
Τώρα είμαστε ελεύθεροι, φωνάζανε,

Ελεύθεροι - δένοντας το λαιμό μας με γιρλάντες
από τριαντάφυλλα και κατιφέδες. Τη νύχτα εκείνη
πριν απ’ το γαμήλιο ταξίδι
βόρεια στους λόφους, ήμασταν κρυφά
στο ετοιμόρροπο καλύτερο ξενοδοχείο της Μιρζαπούρ,

περπατώντας γύρω απ’ την πισίνα αργά την νύχτα.
Τρία πόδια βάθος η βρωμιά
ώς το νερό - η γυάλινη επιφάνειά του
ακίνητη με στίγματα εντόμων
που εκτελούσαν τον μικρό άσκοπο χορό τους,

ο τελευταίος κολυμβητής ήδη φευγάτος ώρα.
Σ’ αγαπώ. Κοίταξέ μας. Άντρας
και γυναίκα - έδειξες τα πρόσωπά μας
κάτω, στύλωσες το βλέμμα, και στράφηκες μέσα,
Έλα - αφήνοντας το χέρι σου πιασμένο ακόμα

στο δικό μου καθώς ψάχναμε για το κλειδί
και τον χοντρό μαύρο διακόπτη.
Ύστερα τσίριζες - Άφησέ τον.
Ένα οργισμένο γρήγορο τσουρούφλισμα. Ασ’ τον. Ασ’ τον,
και τον άφησα, αφήνοντας κι ένα κομμάτι δέρμα κολλημένο.

Πήραμε αμέσως το αυτοκίνητο, το καλό δεξί μου
σφιγμένο στο τιμόνι, το αριστερό σου τεντωμένο
από την άλλη, αλλάζοντας ταχύτητες ώς το ΜακΦάρλεην.
Πάλι εδώ - το ’πες με σφιγμένα δόντια
καθώς στεκόμασταν στην σκοτεινή είσοδο

πλάι πλάι για μια στιγμή
τα χέρια μας τεντωμένα μπροστά μας.
Έγνεψες προς αυτά: Λοιπόν;
Λοιπόν - τίποτα, είπα, και χαμογέλασα
περνώντας πρώτος. Αδελφή; Είναι κανείς εδώ; Είστε εδώ;

*

Έναν μήνα μόνοι
αλλά σιγά σιγά ξυπνώντας, κάνοντας
χώρο στη ζωή μας για ειδήσεις

έξω από μας. Η άνοιξη
έφερε τη ζέστη πάλι - κάθε
μέρα στο γραφείο μου τα χαρτιά

στοιβάζονταν θροΐζοντας κάτω απ’ το βάρος τους,
έτρεμαν και τινάζονταν καθώς ο ανεμιστήρας
ανακάτευε μες στην κουφόβραση ριπές.

Στον τοίχο μου είχα καρφιτσώσει τον πρώτο
δωρεάν καινούργιο χάρτη - Ινδία,
Πακιστάν: η νέα λέξη σπαστή

κατά μήκος της κοιλάδας του Ινδού τελείωνε
στο μελανιασμένο καρούμπαλο των βουνών.
Όταν πέθανε ο Γκάντι, ο πατέρας σου

διέγραψε τα σύνορα ώς κάτω
λέγοντας Τώρα. Τώρα θα δούμε,
κι έσκυψε το κεφάλι, ξαφνικά

νοσταλγώντας την Αγγλία. Την επομένη
βγήκε γύρω στα χωριά κουβεντιάζοντας,
καλοπιάνοντας, κι ύστερα πίσω στο γραφείο μου

μ’ αδειανά χέρια. Είναι το πένθος, είπε.
Δεν κάνουν τίποτε. Καταλαβαίνεις.
Κοίταξε το χάρτη μου κι αναστέναξε,

φανταζότανε ψηλά άσπρα βράχια
κι εξέδρες να ανοίγονται μεσ’ από την ομίχλη -
μιαν αποβάθρα να γυαλίζει στην πρωινή βροχή.

*

Αφού έφυγε ο πατέρας σου, και τα έπιπλά του
φύγαν ή στοιβάχτηκαν στην αποθήκη περιμένοντας,
το σπίτι ήταν δικό μας. Ψηλές ασβεστωμένες κάμαρες
κι οι χώροι που άφησε: σημάδια στο χαλί

από καρέκλες, το πατημένο τετράγωνο ενός ντουλαπιού.
Να προσέχετε, είπε, με το γενναίο του πρόσωπο
στην πόρτα της καμπίνας. Να θυμάστε,
μόλις γεννηθεί το μωρό, να γράψετε.

Όσο μπορείτε σύντομα. Τώρα σας παρακαλώ... Αλλά μείναμε
όλο το πρωί, κοιτώντας προς τα πάνω από την προκυμαία,
ένα ένα τα κάγκελα να δούμε να μας γνέφει
και μη βλέποντας τίποτα, και πάλι τίποτα

όταν ξεκίνησε, το πλοίο απίστευτα τεράστιο
καθώς το ρυμουλκούσαν έξω, μα ξαφνικά
ελάχιστο - ένα αργό φτερό καπνού που σκόρπιζε
κι ανέβαινε προς τον βορρά. Το φανταζόμασταν

να σβήνει για μέρες - ελεύθεροι, οι δυο μας
μόνοι επιτέλους. Κάθε νύχτα
ήταν το τρυφερό ιδιωτικό παιχνίδι μας. Άκου.
Τι ακούς; Ξάπλωνες ανάσκελα

με το φόρεμά σου σηκωμένο, κρατώντας
το κεφάλι μου στο πλάι της κοιλιάς σου. Ακούς τίποτα;
Ναι. Τέντωνα το λαιμό για του παιδιού το γουργούρισμα -
Ναι. Πυγμάχος. Ή ποδοσφαιριστής.

Κοιμόμασταν έξω το καλοκαίρι εκείνο,
δυο ξόανα μ’ ολοστρόγγυλα μάτια χέρι-χέρι
στη δροσερή βεράντα, οι καρδιές μας να τρέχουν,
κοιτάζοντας τ’ αστέρια να καίνε και να πέφτουν

μεσ’ απ’ τις κουνουπιέρες μας. Πέντε μήνες,
έξι, κι ύστερα για μια βδομάδα μόνος μου ταξίδι
στο Δελχί για δουλειές. Έπρεπε να ’χες έρθει;
Αυτό έφταιξε; Ακόμα και το καλοκαίρι; Διασχίζω

τα τελευταία λίγα μίλια της επιστροφής
ατέλειωτα. Να πάλι το ταξί
σχεδόν φτάνοντας σπίτι απ’ τον σταθμό, και να εγώ,
με τα παράθυρα κατεβασμένα ώς κάτω

και τα μάτια μου να τρέχουν, θολώνοντας το σπίτι
και τον έναν υπηρέτη που με προϋπάντησε.
Πού είναι η μεμσαχίμπ; Την ερώτησή μου,
την επιστρέφουν εκθαμβωτικοί τοίχοι λευκοί. Σαχίμπ

λέει, μες σε βαθειά σιωπή που απλώνεται.
Θυμάμαι τζιτζίκια, τις μανιασμένες δοξαριές τους,
και τον ήλιο να τσακίζεται μες στην αυλή,
κι ύστερα σπάει η φωνή του, Αχ Σαχίμπ

και γυρνάει προς εμένα κλαίγοντας.
Αλλ' αρνούμαι να καταλάβω,
παγωμένο χαμόγελο, δεν σκέφτομαι τίποτα
κι αφήνομαι να συνειδητοποιώ την ίδια

απρόσκλητη φράση ξανά και ξανά. Σαχίμπ -
το λέει πάλι. Θα σας δείξω τώρα.
Χάμτι-τάμτι γκιρ γκίγια φατ.
Χάμτι-τάμτι γκιρ γκίγια φατ.

*

Ουλή από κίτρινη λάσπη ξεραμένη.
Γδάρσιμο από κάτι που
χάθηκε. Πάλη ξηρή.
Θα ξυπνήσεις,
σκεφτόμουνα, Ξύπνα,

γονατιστός με το κεφάλι μου γερτό
στο πλάι λες και θα κατάφερνα
να διακρίνω τη φωνή σου.
Σαχίμπ. Ήταν ο υπηρέτης,
κλαίγοντας ακόμα. Μπεμπέ πολύ νωρίς

και άσχημο. Σα φίδι.
Μετά βίας άκουγα,
χαμένος μες στην πρώτη στιγμή
που σε έφερα σε
ζωή
υπόγεια: τα μαλλιά σου φτιαγμένα,

η πούδρα απαλή στο μάγουλό σου,
και το φόρεμα να γλιστρά
απ’ τα γυμνά σου μπράτσα
καθώς τεντώνεσαι και μου δείχνεις
το γλιστερό παρδαλό παιδί μας.

*

Οι παρηγοριές μου. Η πολλή δουλειά της μέρας
που σε κάνει να ξεχνιέσαι, οι θλιβερές
διστακτικές φωνές που με φέρνουν σε δύσκολη θέση
πάνω από το πλατάγισμα του ανεμιστήρα

Μπορώ να σας βοηθήσω σαχίμπ;
Ύστερα βράδια μόνος μεθυσμένος -
τα παντζούρια της κρεββατοκάμαρας κλειστά
και η σκιά μου να τρεκλίζει πέρα

δώθε μπρος από τις γρίλλιες
διπλώνοντας φορέματα μες σε μπαούλα,
μαζεύοντας αγκαλιές μωρουδιακά,
τις ζώνες σου, ένα δαντελλένιο μεσοφόρι,

παπούτσια, μπλούζες από το ντουλάπι.
Τόσα πολλά από σένα δεν είχαν βρεθεί -
τρεις νύχτες και πάντα κάτι
που να μην πρόσεξα, και μετά τέταρτη,

και βροχή. Κοντά στο σπίτι, ήμουν
με το κεφάλι κάτω μέσα στην αυλή
και πλάνταζα όταν ξέσπασε.
Μια μακρόσυρτη τσουρουφλιστή ριπή

σαν λινό που σκίζεται, ύστερα
μια παύση κι ύστερα οι πρώτες
μεγάλες στάλες, καθαρές να τσακίζονται
μες σε μπουχούς από σκόνη.

Μουσώνας πάλι. Την νύχτα εκείνη
απλώθηκα σ’ όλο το κρεββάτι
και ήπια ανάμεσα στα τελευταία
αταχτοποίητα ρούχα σου, τα φώτα του σπιτιού

όλα σβηστά. Χωρίς ύπνο,
αλλά κενό διακεκομμένο
ξαφνικά σαν συνειδητοποιώ πως η βροχή
είχε δυναμώσει, κεραυνοί

έριχναν κανονιές πάνω απ' τη στέγη μου,
ο ευκάλυπτος λαμπύριζε
μαστιγωμένος - μ’ ολόκληρο
το τεράστιο ύψος του καπνίζοντας

διαρκώς να συντρίβεται.
Μετά ξαναπλημμύρισε κενό,
η βροχή διαλύθηκε,
κι ένα όνειρο με λύτρωσε

πέρα από το δωμάτιό μου και τον κήπο μου,
σκαμπανέβαζα πάνω σε γκρίζο χείμαρρο
νερού προς τον τάφο σου.
Χώθηκα πλάι σου
βαθειά

κι ήμουν στεγνός, τραβώντας
τα ρούχα σου, ψιθυρίζοντας.
Άσ’ τα. Δώσ’ τα μου
για πλύσιμο. Άφησέ τα.

*

Πόσες ημέρες; Δύο, τρεις, αφέθηκα
να βυθιστώ πέρα απ’ τον κόσμο, μισοκοιμόμουν
ή ονειρευόμουνα ξυπνός, με τη βροχή
μια σταθερή συρίζουσα νεροποντή, που μάνιαζε
να με σαπίσει ώς πέρα. Όταν πρωτοστάθηκα

έξω στην απαστράπτουσα αυλή
ήταν πρωί. Μία βδομάδα; Περισσότερο,
απ’ όταν πέθανες; Κανείς δεν είπε -
όλοι έλεγαν Ελάτε εδώ, σαχίμπ.
Ελάτε γρήγορα, και κάποιος πλατσούριζε

προς την αυλόπορτα του υποστατικού. Εκεί.
Κουνούσαν το χέρι,
σάρωνε  
το τόξο του όλη την πλαγιά: Γκάνγκα.
Σκέφτηκα τον τάφο σου θαμμένο
βαθειά κάτω από το νερό, και μαζί του

όλη την πεδιάδα ώς μπρος στα πόδια μου -
κτήματα και σκονισμένα μονοπάτια χαμένα
σε μια κιτρινοπράσινη λίμνη με λακκάκια
όπου πρησμένες αγελάδες έπλεαν με το ρεύμα
διπλάσιες από το κανονικό, άκρες από στέγες

εξείχαν στον αφρό, και στα δέντρα
είχαν φυτρώσει απίθανα δέματα -
χαλιά τυλιγμένα και κρεμασμένα πάνω απ’ το νερό,
οι σκούροι σάκκοι τους φωλιά
για σμήνη μουσκεμένα γελοία πουλιά.

*

Καθήστε τώρα, σαχίμπ. Καθήστε εδώ.
Ήταν ο άγιος άνθρωπος,
χαϊδεύοντας το δάπεδο της βεράντας.

Ωραία. Το πρόσωπό του σκασμένο άσπρο
και το σκυμμένο σώμα
τυλιγμένο σε δέρμα λεοπάρδαλης -

ένας κουταλιανός του τσίρκου
διάβαζε τη ζωή μου. Σαχίμπ.
Σεις είστε μορφωμένος άτομος.

Μη φοβάστε.
Κι εγώ μορφωμένος: Χάζλιττ.
Οι ωραίοι ποιητές των λιμνών.

Είστε μόνος.
Μάτια κλειστά, κι οι λαδωμένες
τριχιές των μαλλιών. Το ένα χέρι πίεζε

το συρμάτινο κλουβί
και τον παπαγάλο - μια αστραφτερή
πράσινη ουρά από φτερά καπέλου.

Είστε μόνος τώρα.
Η υπνωτισμένη φωνή του
σταματούσε, συγκεντρωνόταν.

Πρέπει να φύγετε.
Η δουλειά σας εδώ, τέλος.
Το εργοστάσιο, τέλος,

το κεφάλι του έγειρε στο πλάι
κι ύστερα Όχι πια -
σχεδόν κραυγή.

Αυτές είναι οι ίδιες σας οι σκέψεις.
Είχε φύγει -
ένας αβέβαιος καμπουριαστός βηματισμός

ώς την αυλή, σέρνοντας
ένα πόδι λεοπάρδαλης μέσα στη σκόνη.
Το ονειρεύτηκα;

Απλωμένα μπροστά μου
ήταν σπειριά σιτάρι, ένα ξυλαράκι,
μια παχειά καμμένη τσαπάττι.

*

Η ζωή μου όχι πια στο χέρι μου. Ώς το φθινόπωρο
δύο, ίσως τρία χαλιά την εβδομάδα.
Ποτέ αρκετά. Σαν βγήκα με το αυτοκίνητο
των υφαντών τα σπίτια ήταν άδεια
κελύφη
ερειπωμένα, οι αργαλειοί δίχως στημόνια,

κι όλοι δουλεύαν κάθε μέρα στα χωράφια,
φτυάριζαν
πίσω σε όχθες την γκρίζα λάσπη του Γάγγη,
ανοίγοντας και πατώντας τα χαντάκια τους.
Πάλι σε μας θα ’ρθούν.
Ήταν ο Πραντίπ, ανακατεύοντας το ποτό του

καθώς η τελική συνέλευση του Δεκεμβρίου
παρατραβούσε. Συνοφρυώθηκε, Αλλά πότε;
Πρέπει να γνοιαστούν τη γη τους...
ύστερα σήκωσε τους ώμους, άδειο βλέμμα
έξω κατά τους τοίχους του υποστατικού

και τους ακίνητους ευκάλυπτους.
Θα δούμε. Ναι, θα δούμε.
Μιλούσαμε δίχως να σκεφτόμαστε,
αφήνοντας την ημερομηνία της πωλήσεως
ακόμα αβέβαιη καθώς σκοτείνιαζε το βράδυ

και Λοιπόν, είπε ο Πραντίπ, ξαλαφρωμένος
και αμήχανος. Λοιπόν, πρέπει να τελειώνουμε.
Καιρός ν’ αλλάξουμε. Για το πάρτυ
εννοούσε - Χριστουγεννιάτικος Χορός της Μιρζαπούρ
στη Λέσχη. Στις δέκα ήμουν εκεί, πιωμένος

κι ακούγοντας τους Ίνκσποτς Να ’σαι καλά
άγγελέ μου. Να ’σαι καλά που έφτιαξες
έναν καινούργιο κόσμο όταν ο παλιός
γκρεμιζόταν τόσο α-βο-ή-θη-τος. Ο δίσκος
ξανά και ξανά σαν κοινότοπος

τρυφερός καημός γι’ αυτό το δωμάτιο που έβραζε
φασκιωμένο με
κισσό και χρυσόχαρτο,
με τα κίτρινα μπιλλιάρδα, και τους τοίχους
όλο κουκκίδες μπαμπακιού κολλημένες
από υπηρέτες που δεν είχαν δει ποτέ χιόνι.

*

Ξύπνησα στις πέντε σ’ ένα σπίτι γυμνό,
οι αποσκευές ήδη στα μισά του δρόμου.
Το τελευταίο μου πρωί: μια λεπτή λωρίδα
ουρανού δυνάμωνε κάτω από την πόρτα μου

και τα σκιώδη βήματα του επιστάτη
πάνω κάτω, ο βήχας του,
και το φλέγμα του με τ’ απαλό του σκόρπισμα.
Όταν κοίταξα έξω είχε φύγει -

το ράντζο του γερτό στον τοίχο,
κι ένα ξεκολλημένο χέρι οδοντόβουρτσας
πεταμένο στα σκαλιά της βεράντας.
Σαχίμπ. Μια φωνή δυνατή μες στο χωλλ.

Ήρθε ο οδηγός.
Είχα σκύψει μες στην κρύα αυλή
καθώς οι υπηρέτες μού περνούσαν τις γιρλάντες τους.
Ρόδα και κατιφέδες - ένα περιδέραιο

από θηλιές που μύριζαν γλυκά και γαργαλούσαν.
Στο καλό, σαχίμπ. Στο καλό. Στο καλό.
Έγνεψα σαλαάμ στα σουφρωμένα πρόσωπα,
μην τολμώντας να μιλήσω, κι ήμουν τυφλός

από τις θύρες του υποστατικού και πέρα
για ένα μίλι, δύο, της σκονισμένης δημοσιάς
μέχρι που έσκυψα μπρος. Στάσου. Περίμενέ με,
περίμενε, και γονάτισα στον τάφο σου.

Ύστερα η μνήμη θολώνει. Μπορώ ν’ ακολουθήσω
το διστακτικό μου χέρι ώς την πλάκα σου,
αγγίζοντας σαν να ’ταν μπράιγ -
Προσφιλή σύζυγο. Το τέκνο τους,

αλλά
μετατοπίζονται οι εικόνες, και να ’μαι
σχεδόν κοιμισμένος στο παράθυρο ξανά,
σφουγγίζοντας ένα άνοιγμα στο θαμπωμένο
ασημί γυαλί. Ακούγονται βήματα τώρα -

του πατέρα σου, που διασχίζει το πλατύσκαλο.
Με φωνάζει, Εφτά η ώρα,
και η πόρτα του μπάνιου τρίζει.
Παρακολουθώ τον γαλατά να κατεβαίνει

σπίτι-σπίτι τον δρόμο,
και το φως ν’ αρχινά. Ο ήλιος δεν είναι παρά
μια λεπτή σχισμή που ασπρίζει. Η θάλασσα
έρημος ορίζοντας που ξαναγίνεται γκρίζος.

seamus heaney: 4 ποιήματα



Την Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 1995, ανακοινώθηκε ότι το Νομπέλ Λογοτεχνίας θα απονέμονταν στον Ιρλανδό ποιητή Seamus Heaney – που εκείνη την στιγμή βρισκόταν στην Ελλάδα με τη γυναίκα του! Στην συνάντηση της ‘συντακτικής ομάδας’ του «αντί» θυμήθηκα πως είχα έτοιμα –μεταφρασμένα στον στρατό, δυό χρόνια πριν– κάποια ποιήματά του. Τα είχα καταπιαστεί σε κάποια στιγμή –ανάμεσα στον Gunn και τον Cocteau– αφενός γιά να ελέγξω την ικανότητά μου να αποδίδω τις διακριτές φωνές διαφορετικών ποιητών, και αφετέρου, ακόμα ειδικότερα, γιά να δω σε τι βαθμό ήταν δυνατόν να αναπαραγάγει κανείς –να ανασυστήσει, καλύτερα– την αιχμηρότητα της γλώσσας του Χήνυ, με τα απανωτά σύμφωνα των πολλών κελτικής καταγωγής λέξεών του. (Θυμάμαι πως μόνο αφού τον άκουσα να διαβάζει ποιήματά του στο βρετανικό ραδιόφωνο, περί το 1991, μπόρεσα να νιώσω πραγματικά και να παρακολουθήσω τον ρυθμό της ποίησής του – κάτι αντίστοιχο μου συνέβη και με την Δημουλά.) Τέλος πάντων, αποφασίστηκε να του αφιερωθεί ένα δισέλιδο, επέλεξα και ξαναδούλεψα τις μεταφράσεις που έκρινα ως επιτυχέστερες, σκάρωσα στα γρήγορα και μιά εισαγωγή, κι έτσι, την Παρασκευή 13 Οκτωβρίου [«αντί» Β' 588: 48-49], κάναμε, θαρρώ, ένα μικρούλι ‘scoop’ – of sorts! (Αργότερα, μετά την επίσκεψή του στην Ελλάδα το 1997, δημοσιεύτηκε και η τελευταία μετάφραση – «αντί», Β΄ 635, 23.05.1997.)



Καθαρτήριο

Ψαράδες στο Μπαλλυσσάννον
Πιάσαν στα δίχτυα τους ένα βρέφος
Χτες νύχτα, με το σολομό μαζί.
Ξώγαμο γέννημα,

Ένα μικράκι που το ρίξαν πίσω
Στα νερά. Αλλ' είμαι σίγουρος
Ότι καθώς στεκόταν στα ρηχά
Τρυφερά βυθίζοντάς τον

Ώσπου τα παγωμένα κότσια των καρπών της
Δεν τά 'νοιωθε πιά, χαλίκια,
Αυτός ήταν αθερίνα μ' αγκίστρια,
Την έσκιζε στα δυό.

Εκείνη έσυρε τα πόδια στο νερό
Κάτω απ' το σχήμα του σταυρού της.
Εκείνον τον τραβήξαν έξω με τα ψάρια.
Τώρα το καθαρτήριο θά 'ναι

Κρύο στραφτάλισμα ψυχών
Μέσα από μακρινή αρμύρας περιοχή.
Ακόμα κι οι παλάμες του Χριστού, πληγιασμένες,
Τσούζουν, και δεν μπορούν να ψαρέψουν εκεί πέρα.

[από το Ξεχειμωνιάζοντας, 1972]




Βορράς

Επέστρεψα σε μια μακριά ακτή,
πελεκητή καμπύλη ενός κόλπου,
και βρήκα μόνο να βροντά
η κοσμική εξουσία του Ατλαντικού.

Έστρεψα το κεφάλι στις πεζές
προσκλήσεις της Ισλανδίας,
τις θλιβερές αποικίες
της Γροιλανδίας, και ξάφνου

εκείνοι οι θρυλικοί επιδρομείς,
που κείτονταν στ' Όρκνεϋ και στο Δουβλίνο
κι αναμετριόνταν με τα μακριά
σπαθιά τους που σκουριάζαν,

'κείνοι που ήσαν μες στην συμπαγή
κοιλιά πέτρινων πλοίων,
'κείνοι που άστραφταν πετσοκομμένοι
μες στο χαλίκι ρυακιών που ξεπαγώσαν,

ήταν φωνές που τις εκούφαινε ο ωκεανός
και με προειδοποιούσαν, υψωμένες ξανά
με βία σ' επιφάνεια.
Του καραβιού η κολυμβήτρα γλώσσα

έπλεε με τη σκέψη τη στερνή –
έλεγε το σφυρί του Θωρ πως έπεφτε
πάνω στη γεωγραφία και την συναλλαγή,
βλαμμένα ζευγαρώματα και εκδικήσεις,

μίση και μαχαιρώματα πισώπλατα
μες στο συμβούλιο, ψεύδη και γυναίκες,
εξάντληση που την είπανε ειρήνη,
μνήμη που επωάζει το χυμένο αίμα.

Έλεγε, "Ξαπλώσου
στην μονιά των λέξεων, λαγούμι σκάψε
στο κουβάρι και την λάμψη
του αυλακωμένου σου μυαλού.

Σύνθεσε στο σκοτάδι.
Ανάμενε το βόρειο σέλας
στη μακριά εκστρατεία
αλλά όχι κάποιον καταρράκτη φωτός.

Κράτα το μάτι καθαρό
σαν τον κόμπο του σταλακτίτη,
εμπιστεύσου την αίσθηση όποιας χούφτας χρυσού
τα χέρια σου γνώρισαν".

[από τον Βορρά, 1975]




Το Νησί των Σταθμών, VII

Είχα φτάσει στην άκρη του νερού,
ησυχασμένος με το να κοιτάζω απλώς, χαζολογώντας
από πάνω του σαν να 'τανε διαυγές βαρόμετρο

ή καθρέφτης, όταν η αντανάκλασή του
δεν εμφανίσθηκε, αλλά ένοιωσα μια παρουσία
να εισέρχεται μες στην αυτοσυγκέντρωσή μου

που είχε σκοπό να μην συγκεντρωθώ καθώς εκείνος πρόφερε
το όνομά μου. Και παρότι απρόθυμος
έστρεψα ν' αντικρίσω το πρόσωπό του και ο κλονισμός

μπρος σ' ό,τι είδα ακόμα με κρατάει. Το μέτωπό του
έχασκε ανοιχτό πάνω απ' το μάτι και αίμα
είχε στεγνώσει πάνω στον λαιμό του και το μάγουλο. "Ηρέμησε",

είπε, "εγώ είμαι. Έχεις δει κι άλλους στα ίδια χάλια
μετά το γήπεδο… Τι ώρα ήταν
όταν με ξυπνήσαν ούτε τώρα ξέρω

αλλ' άκουσα να χτυπούνε, πάλι και πάλι, και
με τρόμαξε, όπως με το τηλέφωνο χαράματα,
και έτσι μού 'κοψε να μην ανάψω φως

μα να κοιτάξω πίσω απ' την κουρτίνα.
Είδα δυό πελάτες στο κατώφλι
κι ένα παλιό λαντρόβερ μ' ανοιχτές τις πόρτες

παρκαρισμένο έξω κι άφησα την κουρτίνα.
αλλά θα πρέπει να περίμεναν την κίνηση
γιατί φωνάξανε να κατεβώ στο μαγαζί.

Εκείνη άρχισε να κλαίει τότε, να κυλιέται στο κρεββάτι,
θρηνολογώντας θρήνους μοναχή της,
ούτε που ρωτούσε ποιός χτυπούσε. "Σου

έστριψε, τι σ' έπιασε;" γρύλλισα, πιό πολύ
για να συνέρθω εγώ παρά
από θυμό πραγματικό γιά 'κείνην

γιατί οι χτύποι με ταράζαν, έτσι όπως επέμεναν
και το κλαψούρισμα και οι πνιχτές στριγκλιές της τά 'καναν χειρότερα.
Φώναζαν συνεχώς, "Αφεντικό!

Αφεντικό!" φόρεσα τα παπούτσια μου λοιπον κι ένα σακάκι
και πήγα στο παράθυρο και φώναξα,
"Τι θέλετε; Γιά χαμηλώστε αυτόν το σαματά

αλλιώς δεν κατεβαίνω". "Ένα παιδί είν' άρρωστο.
Άνοιξε μήπως βρούμε τίποτα – χάπια
καμμιά σκόνη ή κανά σιρόπι".

ένας τους είπε. Κατέβηκε απ' το πεζοδρόμιο
κι είδα το πρόσωπό του μες στο φως του δρόμου
κι όταν κινήθηκε κι ο άλλος και τους δυό τους γνώρισα.

Αλλά όσο κι αν οι χτύποι ήσαν άσχημοι, η ησυχία
μού 'πεσε χειρότερη. Κι εκείνη είχε ησυχάσει
πλάγιαζε εντελώς ακίνητη, ψιθύριζε να προσέχω.

Στην πόρτα της κρεββατοκάμαρας άναψα το φως
"Παράξενο που δεν γυρέψαν φαρμακείο.
Όπως και νά 'χει ποιοί νά είναι τέτοια ώρα;"

με ρώτησε, με μάτια πεταγμένα έξω.
"Στο πρόσωπο τους ξέρω", είπα, αλλά κάτι
μ' έκανε να πιάσω να της σφίξω το χέρι πάνω απ' το κρεββάτι

προτού κατέβω κάτω στον διάδρομο
του μαγαζιού. Στεκόμουν εκεί πέρα, με γόνατα
που τρέμαν. Θυμάμαι την μπαγιατισμένη μυρουδιά

μαγειρεμένου κρέατος ή κάτι τέτοιο νά 'ρχεται απ' έξω
καθώς πήγα ν' ανοίξω. Από 'κεί και πέρα
ξέρω όσα ξέρεις."

"Δεν είπαν τίποτα;" "Τίποτα. Τι νά 'λεγαν;"
"Ήταν με στολή; Μάσκες δε φόραγαν καθόλου;"
"Είχαν το πρόσωπο γυμνό όπως τη μέρα,

αρχίδια που νομίζανε πως ήταν το άλφα και το ωμέγα."
"Όχι πως θα σε παρηγορήσω
αλλά τους πιάσαν", του είπα, "και φάγαν φυλακή".

[από Το Νησί των Σταθμών, 1984]



Φωτισμοί, viii

Λέγουν τα χρονικά: όταν οι μοναχοί του Κλόνμακνοϊζ
Όλοι προσεύχονταν μέσα στο παρεκκλήσι
Φάνηκε πλοίο πάνω τους μες στον αέρα.

Η άγκυρα σερνόταν πίσω του τόσο βαθειά
Που αγκιστρώθηκε στου ιερού το κιγκλίδωμα
Και τότε, σαν το τρανό σκαρί τραντάχτηκε φερμάροντας,

Ένας από το πλήρωμα κατέβηκε γλιστρώντας στο σκοινί
Και πάλευε να το ελευθερώσει. Αλλά μάταια.
«Τούτος ο άνθρωπος δεν θα αντέξει την εδώ ζωή μας, θα πνιγεί»,

Είπε ο ηγούμενος, «εκτός αν τον βοηθήσουμε». Έτσι
Και έκαναν, ελεύθερο έπλευσε το πλοίο, κι ο άνθρωπος σκαρφάλωσε
Επιστρέφοντας από το θαυμάσιο όπως αυτός το γνώρισε.

[από την συλλογή Βλέποντας διάφορα, 1991]

5.9.08

οι ξυλοκόποι της άνοιξης

μ’ αρέσεις γιατί δεν ξέρω πού θα σε βρω
πάντα με τό ’να μισό στο φως
και τ’ άλλο μισό στο σκοτάδι
–διστάζοντας ανάμεσα
στην ομορφιά και την απορία
ανάμεσα σ’ εσένα και το αληθινό σου πρόσωπο–
περιμένεις να πέσω
να διαλέξω επιτέλους
την πλευρά που κι εσύ πια γνωρίζεις
αλλά δεν την πατάς παρά μόνο μαζί μου
*
το σκοτάδι τώρα δυναμώνει
η αγάπη γύρω μας πυκνώνει
δεν αργεί η στιγμή –
θα πέσει από πάνω σου η λεπτή ντροπή
*
γυρνώντας σπίτι σου μεσάνυχτα
μια νεαρή μάνα ζαλισμένη
έπινε ακόμα – χτυπημένο το πρόσωπο
και το παιδί στα χέρια
μάζευε κάθε τόσο το αρκουδάκι του
απ’ το βρώμικο πάτωμα του τραίνου
είπες αυτό η μάνα μου ποτέ
σα φτάσαμε σε χάιδευα ώσπου να ησυχάσεις
κι ύστερα με το σώμα σου
κουλουριασμένο γύρω στο δικό μου
έψαχνα να ταιριάξω μέσα στο κοίλωμα του ύπνου σου
γυρνώντας σπίτι μου την άλλη μέρα
είδα στο δρόμο
τους ξυλοκόπους της άνοιξης
*
λίγες ώρες αργότερα ήδη χάνω το πρόσωπό σου
προσπαθώ να κρατήσω τις ομοιότητες
μα μου διαφεύγει η εικόνα
μερικές φορές καταφέρνω
να σχηματίσω το χαμόγελό σου
πάνω στο κόκκινο πανί της πολυθρόνας
ύστερα με ξαφνιάζουν δυο γραμμές
που κατεβαίνουνε πικρές μέχρι το στόμα
κι άλλοτε νομίζω πως σε βρίσκω
σε ασπρόμαυρες σελίδες
– κοιτάζεις πάνω από τον ώμο
κεντημένον με μια μπλε καρδιά
όταν ξανά μ’ αγκαλιάζεις σε ρωτάω
αν εσύ με θυμάσαι – τότε γυρνάς και με το πρόσωπο
μισό στο φως χαμογελάς
ρώτησέ με ξανά όταν σκοτεινιάσει
[πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'ποίηση' (τ.13, άνοιξη-καλοκαίρι 1999) και περιλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο, το σωσίβιο (εκδόσεις καστανιώτη)]

2.8.96

Για τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο






 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μνήμη και κατακρήμνιση

 

ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΕΝΤΥΠΩΣΗ που ακολουθεί την ανάγνωση του έργου του Ηλία X. Παπαδημητρακόπουλου, είναι πως αυτό αποκρούει και αποκλείει κάθε σχολιασμό· πως αποπειράται να αποποιηθεί την λογοτεχνικότητά-του.

Έτσι ξεγελασμένοι λοιπόν, εν χορώ επαναλαμβάνουμε τα περί “ολιγογραφίας”-του, περί “κοινού κλίματος” σε όλα τα διηγήματα, για να καταλήξουμε πως η γραφή-του δεν “εξελίσσεται” (λες και θα όφειλε να “εξελιχθεί”! Δηλαδή, σε τί;). Υποψιάζομαι ωστόσο, πως ο Παπαδημητρακόπουλος είναι πονηρότερος μάστορας απ’ όσο νομίζουμε.

Ας πάρουμε την δομή των τεσσάρων συλλογών-του. Κάθε κείμενο φέρει και την χρονολογία συνθεσής-του. Η αλληλουχία-τους όμως δεν είναι χρονολογική. Άρα, κάποια άλλη λογική την διέπει· λογική συνθετική, που επιβλήθηκε μετά την συγγραφή. (Ας μήν ξεχνάμε άλλωστε, πως ο Παπαδημητρακόπουλος δεν σκαρώνει “βινιέττες”· με τα σύντομα κείμενά-του αναπλάθει μιά ολόκληρη ατμόσφαιρα, έναν χώρο ευρύ όπου οι ψίθυροί-του αντηχούν και πολλαπλασιάζονται). Άλλοτε, όπως στην Οδοντόκρεμα με Χλωροφύλλη, παρατηρούμε μιά διαδοχική “ανάδυση”: οι αναμνήσεις, από παιδικές γίνονται εφηβικές, νεανικές, φοιτητικές, για να καταλήξουμε στο παρόν (όχι χωρίς παλινδρομήσεις). Συνήθως όμως, δέν υπάρχει μιά σαφής “κίνηση”· η οργάνωση είναι μάλλον μουσική. Τα πρώτα διηγήματα ενίοτε λειτουργούν ως “εισαγωγές”, που εμπεριέχουν πολλά από τα “μοτίβα” των επομένων. Παράδειγμα, το «Στον Σταθμό» της Ροζαμούνδης, του οποίου η σχεδόν ονειρική σκηνοθεσία (εμμονή σε παράξενες, “άχρηστες” λεπτομέρειες, ενώ άλλες αποσιωπώνται –είναι η μόνη φορά που ένας φίλος δέν ονοματίζεται– και γρήγορη εναλλαγή σκηνών) μοιάζει προάγγελος των ονείρων που απαρτίζουν το κύριο σώμα της συλλογής. Αλλα κείμενα λειτουργούν ως “ιντερλούδια”, με χαρακτήρα πολύ διαφορετικό απ’ αυτόν των γειτονικών-τους («Το άλογο» (Ρ)· «– Σας ήρεσε;» (ΘΘΛ), οπού θαρρείς πως ο Παπαδημητρακόπουλος δίνει ένα μάθημα άριστου κινηματογραφικού διαλόγου, έχοντας παλαιότερα, στα Παρακείμενα, επισημάνει την αδυναμία της εγχώριας παραγωγής καί σε αυτόν τον τομέα...). Αυτό που έπεται, μπορεί να λειτουργεί αντιστικτικά ως προς το προηγούμενο, ως ανακούφιση (π.χ. η «Ελεονώρα» μετά την «Ισπανική κιθάρα» (ΘΘΛ)), ή, συχνότερα, να συνεχίζει κάποιο νήμα-του («Ο Νίκος ο Σερέτης»-«Η εκτέλεση» (ΟΧ), «Ορφανός πατρός»-«Το ενύπνιο» (ΓΑ), «Ροζαμούνδη»-«Α/Π Ελένη» (Ρ)). Άλλοτε πάλι, δύο ομοειδή συντάσσονται συμμετρικώς περί τρίτου, ασχέτου κλίματος (π.χ. οι ερωτικές ιστορίες μετά δυσκολιών, «Μάθημα χορού» και «Ερωτική ιστορία», ένθεν και ένθεν του «Τελευταίου επιζώντος» (ΟΧ)).

Μπορεί λοιπόν ο Παπαδημητρακόπουλος να αποποιείται την λογοτεχνικότητα, σαφώς όμως παίζει με τις δυνατότητες της λογοτεχνίας – και όχι μόνον στο ανυπόκριτο παίγνιο Επιστολαί προς μνηστήν, ή στα Ροϊδικής καταγωγής κείμενα του Βουστροφηδόν. Οι τίτλοι-του ενίοτε παραπέμπουν στον αγαπημένο-του Παπαδιαμάντη. Το «Δαιμόνιο μεσημβρινό» (ΓΑ) απηχεί «Τα δαιμόνια στο ρέμα». Το «Ελληνικό καλοκαίρι» (ΘΘΛ) τί άλλο είναι παρά ένας «Ρεμβασμός», ενδεχομένως όχι ακριβώς του «Δεκαπενταυγούστου»; Ο πατέρας της «Ισπανικής κιθάρας» (ΘΘΛ) συνθέτει το ποίημα «Νεκρολούλουδα» για τον χαμένο γιό-του – «Νεκράνθεμα εις την μνήμην-των». Το πράγμα γίνεται εξόφθαλμο με το «Όνειρο στο κύμα», που δέν παραπέμπει απλώς, αλλά δανείζεται ατόφιον έναν τίτλο. Μπορεί αυτό να μήν σημαίνει τίποτα το σπουδαίο (σάμπως το προαναφερθέν «Ελληνικό καλοκαίρι» σχετίζεται με το βιβλίο του Λακαρριέρ; Ή η «Πράσινη παπάγια», πέραν της προετοιμασίας ενός δείπνου, με την ομώνυμη βιετναμέζικη κινηματογραφική ταινία; Ή, τέλος, το «Επί ασπαλάθων», με το ποίημα του Σεφέρη;). Μπορεί όμως και να σημαίνει.

'Ονειρο στο κύμα

Στο Παπαδιαμαντικό κείμενο, ένας πρώην βοσκός, κατόπιν καλογεροπαίδι, νύν δικηγόρος, αναπολεί την εποχή που ήταν «ακόμη φυσικός άνθρωπος», «ευτυχής, χωρίς να το ηξεύρει». Τότε, στα δεκαοχτώ-του, κράτησε στα χέρια-του «το ίδιον όνειρόν-του» μέσα στην θάλασσα, σώζοντας την όμορφη Μοσχούλα απο πνιγμό. (Θα είχε ενδεχομένως ενδιαφέρον μιά σύγκριση αυτών των ερωτικών ή υπερβατικών στιγμών μέσα στην θάλασσα που συναντώνται στην νεοελληνική λογοτεχνία – ξεκινώντας με τον σολωμικό «Πορφυρά»...). Το “τίμημα” γι’ αυτήν την εμπειρία, ωστόσο, ήταν ο πνιγμός, με το σκοινί που την έδενε, της άλλης Μοσχούλας, της αγαπημένης-του κατσίκας. Έτσι κι ο ίδιος τώρα: στην δουλειά-του αισθάνεται «περιωρισμένος» ως «αυλικός»· πνίγεται «καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου-του».

Ο αφηγητής στο διήγημα του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου επιχειρεί, ετησίως, να ξαναγίνει “φυσικός άνθρωπος”, δραπετεύοντας κάθε καλοκαίρι απο την πόλη σε κάποιο νησί. Εκεί, τα μεσημέρια στον γιαλό, φαντάζεται τον εαυτό-του να εξέρχεται απο την θάλασσα «αισιόδοξος και καθαρός», «ώριμος τώρα να αρχίσει την ζωή-του» (και τα “μεγάλα έργα”, θα προσέθετε κανείς...). Όμως, καθώς ο ήλιος πέφτει, συνέρχεται, συνειδητοποιώντας πόσο απέχει αυτή η “ονειροφαντασία” απο την πραγματικότητα. Κάθε προσπάθεια ανάκτησης, λοιπόν, μιάς πιό “πρωτόγονης” αλλά και ουσιαστικής ζωής αποβαίνει μάταιη. Η εγκατάλειψη της Α' θέσης για το κατάστρωμα, προς αναζήτησιν της «απροσδόκητης ειλικρίνειας» και της «προχωρημένης οικειότητας» μεταξύ επιβατών, φέρνει τον ήρωα αντιμέτωπο με τα προσωπικά δράματα άλλων. Το νησί δέν καταφέρνει να απομακρύνει την πραγματικότητα της πόλης. Αλλά ακόμα και στο νησί, μετά την χαρισάμενη αίσθηση του “ονείρου”, το δωμάτιο είναι «νοικιασμένο»· μετά την άπλα της θάλασσας, ο μπαξές «μικρός».

Είναι σάν ο Παπαδημητρακόπουλος να στρίβει το μαχαίρι που είχε ήδη μπήξει ο Παπαδιαμάντης. Έχοντας αψηφήσει τα λόγια του «γηραιού Σισώη», πως «για την σωτηρίαν της ψυχής-μας αρκούν τα ολίγα κολλυβογράμματα, και μάλιστα είναι και πολλά!», είμαστε πιά τόσο «περιωρισμένοι», δεμένοι στο σκοινί-μας, που κάθε απόπειρα επιστροφής στην «φυσική» ζωή είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη. Η ευτυχία είναι τόπος κλειστός: βρισκόμαστε εντός-του μόνον όταν δέν το «ηξεύρουμε». Το συνειδητοποιούμε μόνον όταν, εξόριστοι, αναπολούμε. Και τότε η ανάμνηση γίνεται τυραννική, υπενθυμίζοντας τον χαμένο Παράδεισο.

Η μνήμη

Αληθινά, η μνήμη –το κυρίαρχο υλικό της τέχνης του Παπαδημητρακόπουλου– δέν απαλύνει ποτέ το αίσθημα της στέρησης, της απομάκρυνσης, της απώλειας. Ισα ίσα, χρησιμοποιείται, λές, επίτηδες, για να το εντείνει.

Αντλώντας απο την μνήμη, ο Παπαδημητρακόπουλος δέν ανασύρει “ντοκουμέντα”, δέν εκτελεί ψυχικές ανασκαφές, ούτε ενδίδει σε εκ βαθέων εξομολογήσεις με σκοπό να προκληθούν συναισθηματικές εκκενώσεις. Παρέχει τεκμήρια αποδεικτικά (αφού σβηστεί το μειδίαμα του χιούμορ ή της νοσταλγίας) της ανηλεούς ζωής.

Αυτή η καταφυγή στην ανάμνηση, αναπόφευκτα μας φέρνει στον νού τον Καβάφη. Ωστόσο, η σύγκριση των δύο είναι αποκαλυπτική των διαμετρικά αντίθετων στάσεών-τους.

Ενώ στον Καβάφη η μνήμη εξωραΐζει, επουλώνει ή και εξαλείφει το παρόν, προσφέροντας έναν εναλλακτικό τόπο σωτηρίας, ο Παπαδημητρακόπουλος αυτοτιμωρείται –θά ’λεγε κανείς– σέρνοντας την ανάμνηση, δια της βίας, πάνω στ’ αγκάθια του παρόντος, μέχρι να ματώσει. Ο Καβάφης συνθέτει βάσει της μνήμης και την συμπληρώνει με την τέχνη-του («Εκόμισα εις την Τέχνη»), ο Παπαδημητρακόπουλος δέν δείχνει τέτοια πρόθεση· το παράπονο δέν τον αφήνει, όσο κι αν το κρύβει επιμελώς πίσω απο την χαρίεσσσα, ατρικύμισιη έκφραση. Ο Καβάφης, ως τεχνίτης, υπολογίζει στην ανάμνηση ως μελλοντικά υλικό («Η αρχή-των»)· ο Παπαδημητρακόπουλος δέν έχει αυτήν την κυνική προνοητικότητα. Θα αποτολμούσα μάλιστα να πώ, πως, εντέλει, ο Παπαδημητρακόπουλος δέν έχει ιδιοσυγκρασία τυπικά “καλλιτεχνική” (ίσως γι’ αυτό του είναι παντελώς αδύνατον να μιλήσει για το έργο-του). Δέν χρησιμοποιεί την γραφή για ιαματικό σκοπό, ούτε για να ανασυντάξει ή να μεταμορφώσει την πραγματικότητα, ή για να της επιβάλει ένα

σχέδιο. Αντίθετα, μοιάζει να γράφει για να αναδεικνύει συνεχώς τις οδυνηρές παραδοξότητες, τις αντιφάσεις και τις ανακολουθίες-της.

Ο Καβάφης επιζητεί –και καταφέρνει– να κατοικήσει στην μνήμη· δέχεται την παρηγοριά-της, της παραδίδεται. Ίσως γιατί η ανάμνηση κρατάει την ερεθιστική γεύση του ανεκπλήρωτου, ή τον γλυκό κορεσμό της πραγματοποιημένης επιθυμίας. Αντίθετα, στον Παπαδημητρακόπουλο, η ανάμνηση επιλέγεται έτσι ώστε να αντικρούεται απο το παρόν, ή απ’ ό,τι ακολούθησε – να τσακίζεται πάνω-τους.

Κατακρήμνιση

Η κατακρήμνιση αυτή μπορεί να συμβαίνει και εντός της ανάμνησης· συνήθως όμως οφείλεται στην παλινδρόμηση μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Ήδη, έδειξα την λειτουργία-της στο «Όνειρο στο κύμα». Αλλά και στην «Ισπανική κιιθάρα» (ΘΘΛ), η ανάμνηση της φιλίας με τον Γιάννη σωριάζεται πάνω στην είδηση του θανάτου-του – που έπεται μιάς ειδήσεως γάμου. Η ειδυλλιακή ατμόσφαιρα των «Θερμών θαλάσσιων λουτρών» και η ομορφιά του Ρώσσου κολυμβητή τσακίζονται κυριολεκτικώς με τον θάνατο του δεύτερου. Όταν ο αφηγητής ξανασυναντά την ωραία Βαλεντίνη («Μάθημα χορού», ΟΧ), χορευτική σύντροφο των παιδικών χρόνων, αυτή κρατά «ένα πιτσιρίκι που τσίριζε συνέχεια» και δέν έχει όρχεις – και το στήθος-της δέν είναι πιά σφριγηλό. Η μάλλον διασκεδαστική ανάμνηση της σχολικής κοπάνας στην Κατοχή, όταν τα μαθήματα γίνονταν σε μιά εκκλησία, ξεβράζεται πάνω στην κηδεία αγαπημένου φίλου στην ίδια εκείνη εκκλησία («Η κηδεία», ΓΑ).

Το ίδιο διήγημα δέ, μπορεί να μας επιφυλάσσει απανωτές κατακρημνίσεις: ο ηρωικός Σκάγιας τελικά σκοτώνεται («Η εκτέλεση», ΟΧ). Αλλά και ο δολοφόνος-του, που ήταν πρίν «σάν αρχάγγελος», νεκρός τώρα, αποδεικνύεται πως έπασχε απο βλεννόρροια. Στην «Ροζαμούνδη» (Ρ), το παλιό αρχοντικό έχει πιά ερειπωθεί, ο ευαίσθητος Αντρέας έχει καταλήξει πλασιέ, κι η οικογένειά-του ξεκληριστεί. Έτσι και στην «Πράσινη Παπάγια» (Ρ): η Ήβη Αθανασιάδου ήταν κορίτσι της Αντίστασης· εκτελέστηκε· κατάντησε όνομα δρόμου· όμως «κανείς δέν ρωτάει πιά για τέτοια».

Η στέρηση, ο θάνατος, η ενοχή, το παράπονο

Η μνήμη εμμένει στην στέρηση: των υλικών αγαθών, της ανθρώπινης επαφής, της αγάπης, του έρωτα. Στην «Γλυκερία» (ΟΧ), ο θείος, στερημένος απο την πραγματική γυναίκα, της γράφει ατελείωτα γράμματα – στο τέλος, ο θείος είναι πιά γέρος και τυφλός – ακόμα και το πορτραίτο της Γλυκερίας έχει εξαφανιστεί. Η ίδια αίσθηση ζωών που πήγαν στράφι βαραίνει την «Κόκκινη σημαία» και την «Ισπανική κιθάρα» (ΘΘΛ).

Η μνήμη κυριαρχείται απο τον θάνατο: του πατέρα, των συμφοιτητών, των φίλων. Ο ίδιος ο συγγραφέας εξάλλου ομολογεί, στο «Καλοκαιρινό απομεσήμερο» (ΘΘΛ), πως ένα «πεισιθάνατο αίσθημα» για τα ρόδα που θα μαραθούν ήταν η αφορμή του προώτου-του διηγήματος. Το πόσο ο ίδιος εν τέλει ορίζεται απο τον θάνατο, φαίνεται, σε μιά ακραία εκδοχή-του, στην «Αυλή» (ΓΑ): ο αφηγητής έχει ήδη λάβει τα σουσούμια της νεκρής γιαγιάς...

Η μνήμη σκαλίζει ενοχές. Ενοχή για την απερίσκεπτα αυστηρή κρίση έναντι του διηγήματος φίλου («Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη», ΟΧ)· στον αφηγητή, φάνηκε πολύ εξομολογητικό στην αρχή, ίσως όμως ύστερα να αναρωτήθηκε κατα πόσον και τα δικά-του κείμενα δέν θα μπορούσαν να καταδικαστούν μετά ίδια κριτήρια... Ενοχή, που δέν καταφέρνει ούτε ένα κερί να ανάψει του πατέρα-του («Εις μνήμην», ΟΧ), ή που η μάνα-του ζεί με περιορισμένες ανέσεις («Στον σταθμό» - Ρ, «Καλοκαιρινό απομεσήμερο» - ΘΘΑ). Ακόμα και μιά αδιόρατη ενοχή για την εξαπάτηση του ερωτευμένου διευθυντή της εφημερίδας – στην οποία δέν έλαβε κάν μέρος («Η αηδών», ΘΘΛ). Ενοχή, τέλος, που δέν είναι όντως αυτός που νομίζει ή που θα ήθελε να είναι («Η επιταγή» - ΘΘΑ, «Όνειρο στο κύμα» - ΘΘΛ, «Ορφανός πατρός» - ΓΑ).

Συχνά, τέλος, η μνήμη καταλήγει σ’ ένα παράπονο παιδιού («Το πάρτυ» - ΟΧ, «Η οβίς» - ΘΘΑ, «Ισπανική κιθάρα» - ΘΘΑ, «Η κηδεία» - ΓΑ, «Επιταγή» - ΘΘΑ). Για κάτι που δέν κατάφερε, για κάτι που του “έκλεψαν”, για ό,τι δέν ανταποκρίθηκε με συνέπεια στις πιό βαθειές-του επιθυμίες.

Προς την αποδοχή της παραδοξότητας

Παρ’ όλα αυτά, καί εδώ αρμόζει μιά παρατήρηση του ίδιου του Παπαδημητρακόπουλου για το χιούμορ στον Παπαδιαμάντη: «κανένα απο τα αφηγηματικά στοιχεία του Παπαδιαμάντη δέν είναι απλό: το ίδιο συμβαίνει και με το χιούμορ, που παρουσιάζει εξαιρετικές διακυμάνσεις, ή και δυσκολίες.» («Το χιούμορ στον Παπαδιαμάντη», ΕΠΑΝ)

Ενώ δηλαδή, γενικά στα γραπτά του Παπαδημητρακόπουλου, δέν δίδεται χάρις, δέν υπάρχει ανακούφιση –όλα είναι τελειωμένα, και τελειωμένα στραβά– κάποτε, μόνη χάρις γίνεται η ίδια η γλώσσα, μαζί με το χιούμορ, που παρατηρεί αλλόκοτες λεπτομέρειες, πράξεις και φράσεις (πώς να λησμονήσει κανείς την εμπειρίκεια αναφώνηση: «Δέν τα διαβάσατε; Είμαι ο Γενικός Αρχειοθέτης του Πύργου της Ηλείας!»).

Έτσι και με την ανάμνηση στον Παπαδημητρακόπουλο: έχει κι αυτή «διακυμάνσεις»: ενίοτε ο χρόνος διαστέλλεται, και καταργείται· οι νεκροί γίνεται κάποτε να επανέλθουν – όταν δέν είναι πιά, «στην πραγματικότητα, ξένοι και άγνωστοι», σάν τους αναζητούμένους μέσω του Ερυθρού Σταυρού («Ονειροπό-λων ελπίδας», Β), ή δέν έχουν φύγει οριστικά («Επίλογος», Ρ). Η μνήμη μπορεί να γίνει, τελικά, ο τόπος της «αναλήψεως» της αγαπημένης πατρίδας («Πύργου εγκοόμίον», Β). Όταν δέ η ανάμνηση καταγράφει όνειρα, ανοίγεται ένας χώρος για την αποδοχή και την συμφιλίωση με το παράδοξο της ζωής (πράγμα το οποίο, εκτός ονείρου, συντελείται και στο «Αλογο» (Ρ), που διέπεται απο μιά ασυνήθιστη έλλειψη ανησυχίας ή πίκρας).

Ίσως λοιπόν, αυτό που συνδέει τον Παπαδημητρακόπουλο με τους τόσο απομακρυσμένους, εκφραστικά, απο αυτόν συγγραφείς που αγαπά –τον Παπαδιαμάντη, τον Πεντζίκη, τον Καχτίτση– να είναι ακριβούς η ευελιξία, η ευχέρεια κινήσεως της μνήμης, η γοητεία των απροσδόκητων και ανεπαίσθητων σκιών του επέκεινα στη ζωή-μας, και η παρακολούθηση των παράλογων λεπτομερειών-της.

Αλλα βέβαια, όλες αυτές οι σχηματοποιήσεις, ουδόλως εξηγούν την τέχνη του Παπαδημητρακόπουλου. Γιατι ο αληθινός τεχνίτης δέν κρατάει μεζούρα – δουλεύει με το μάτι.

 

Συντομογραφίες: Β, Βουστροφηδόν, ΓΑ, Ο Γενικός Αρχειοθέτης, ΕΠΑΝ, Επί πτίλων αύρας νυκτερινής, ΘΘΛ, Θερμά θαλάσσια λουτρά, ΟΧ, Οδοντόκρεμa με Χλωροφύλλη, Ρ, Ροζαμούνδη.

 

~

 

Το κείμενο αυτό για το έως το 1996 δημοσιευθέν έργο του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου δημοσιεύθηκε στο σχετικό αφιέρωμα που είχα επιμεληθεί στο περιοδικό "αντί", τ. Β' 611, 2 Αυγούστου 1996. Το αφιέρωμα περιείχε, εκτός από φωτογραφίες που ευγενώς είχε δανείσει από το προσωπικό του αρχείο ο συγγραφέας, τρεις ανέκδοτες "Παδιαριώδεις Ιστορίες" του, μια συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει, καθώς και κείμενα των: Αριστείδη Αντονά, Μάρης Θεοδοσοποΰλου, Χριστόφορου Μηλιώνη, Δημήτρη Νόλλα, Γιώργου Δ. Παγανού, Γιώργη Παυλόπουλου, και Δημήτρη Πετσετίδη. Το αφιέρωμα (όπως και τούτη την ανάρτηση) κοσμούσαν σχέδια του Αριστείδη Αντονά.

Το τεύχος αυτό βρίσκεται τώρα ψηφιοποιημένο εδώ:  http://pandemos.panteion.gr/getfile.php?uri=http://localhost:8080/fedora/objects/iid:15405/datastreams/PDF1/content&mimetype=application%2Fpdf&filename=Anti_1996_B_611.pdf