Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .συνεντεύξεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .συνεντεύξεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

9.8.15

500 λέξεις



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

- Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;

 

Δίδυμες στοίβες. Τρέχουσα συντροφιά: τα ποιήματα του Ρίλκε (κατ' ανάγκην στα γαλλικά). Staying alive, ποιητική ανθολογία του Neil Astley. Πεντζίκης,  Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής. Σταθερή παρηγοριά: οι επιστολές και τα ημερολόγια της Γουλφ, τα κείμενα του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου. Εξίσου σημαντικά, ωστόσο, με τα βιβλία 'του προσκέφαλου', αυτά 'του λεωφορείου': Ρόμπιν Όζμπορν, Η γένεση της Ελλάδας (1200-479 π.Χ.). Άλασταιρ Σουκ, Ανρί Ματίς – δεύτερη ζωή.

 

- Με ποιον συγγραφέα θα θέλατε να δειπνήσετε;

 

Αντί δείπνου, θα επιθυμούσα να ετοιμάσω και να μοιραστώ, στο σπίτι της στο 'Ερημο Βουνό, ένα γεύμα με την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Και, στον κήπο τού Hogarth House, τσάι απογευματινό με την Βιρτζίνια Γουλφ.

 

- Ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που σας έκανε να θυμώσετε;

 

Δεν θυμώνω με βιβλία. Με ενοχλεί, όμως, η προχειρότητα, ο λεκτικός εντυπωσιασμός, η ανεπεξέργαστη 'αυτο-έκφραση' που περνιέται για τέχνη, και άλλα – όταν δημοσιοποιούνται, όχι πάντα με αποκλειστική ευθύνη των συγγραφέων τους.

 

- Και το τελευταίο που σας συγκίνησε;

 

Οι επιστολές του Τσέχοφ.

 

- Ποιο κλασικό βιβλίο δεν έχετε διαβάσει και ντρέπεστε γι’ αυτό;

 

Αν σκοπός της ανάγνωσης είναι η απόλαυση, πώς να ντραπείς αν τυχόν χάσεις κάποιαν; Να λυπηθείς, ενδεχομένως. Ελπίζω, πάντως, να τελειώσω κάποτε τον Προυστ, και να ξαναδιαβάσω όλη την Γιουρσενάρ και τον Μπόρχες.

 

- Δυο λόγια για το τελευταίο σας ποιητικό βιβλίο;

 

Τελευταίο εκδοθέν, ο Ακάλυπτος – δίχως την προστασία Σωσιβίου. γύρω από το προσωπικό, ανοίγεται χώρος για να εμφανισθούν και να ξαναχαθούν –για λίγο ή για πάντα– ποικίλα έντομα και άλλα ζώα, παιδιά, παιχνίδια, εικόνες και φράσεις από τ' απέναντι –ή αλλοτινά– μπαλκόνια. Τελευταίο ολοκληρωθέν βιβλίο, η υπό έκδοση Πολωνία: το ποιητικό συμβάν αναδύεται από την ξένη Ιστορία και τις ξένες ιστορίες – και η μεν και οι δε, πολύ πιο δικές μας απ' όσο φανταζόμαστε.

 

- Η ποίηση σε χαλεπούς καιρούς έχει νόημα;

 

Αν ρωτάτε για το νόημα της ίδιας της ποίησης, απαντώ πως δεν καθορίζεται από τον καιρό που αυτή γράφεται, αλλά από την συνάντησή της με την εκάστοτε αναγνώστριά της. Αν, πάλι, ρωτάτε τι νόημα έχει να γράφει κανείς ποίηση σε “χαλεπούς καιρούς”,  αναζητήστε τις συνθήκες που γέννησαν όσα ποιήματα αγαπάτε.

 

- Έχετε facebook; Εμπλουτίζει ή διασπά την εργασία σας;

 

Εφαρμόζοντας τα ίδια κριτήρια που απαιτούνται οπουδήποτε αναζητούμε την ποίηση –σε έντυπα, στο διαδίκτυο, σε τετράδια φίλων ή λόγια αγνώστων– γίνεται και το facebook χώρος ανακαλύψεων. 'Μπήκα' εκεί για να διευκολύνω την ενημέρωση όσων πιθανώς ενδιαφέρονται για το “μτλγ”, του οποίου η διαρκώς διευρυνόμενη κοινότητα δικαιώνει τον σκοπό: ν' ακούγονται τα ποιήματα με την φωνή όσων τα έγραψαν, ή, για την ξένη ποίηση, στο πρωτότυπο και στα ελληνικά. Με την ευχή να βγει αληθινός ο Τέλλος Άγρας: οι λέξεις να ξαναβρούν το “ειδικό βάρος ενός μικρού φυσικού φαινομένου”.

 

* 

 

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης δημοσιεύει ποιήματα και μεταφράσεις από το 1995. βιβλία: Το σωσίβιο (Καστανιώτης, 2008), Ακάλυπτος (Καστανιώτης, 2013). Είναι υπεύθυνος για την ποίηση στο περιοδικό “The Books' Journal”, και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού “Φάρμακο”. Επιμελείται τις μηνιαίες ποιητικές αναγνώσεις, “Με τα λόγια (γίνεται)” [“μτλγ”].

 

~ Δημοσιεύτηκε στις 9 Αυγούστου 2015 στην "Καθημερινή". 

 

1.6.13

δεν έχω πολλήν πεποίθησιν περί της απολύτου αξίας ενός συμπεράσματος













Τον πρωτοδιάβασα παιδί: ακόμη θυμάμαι τη δίτομη έκδοση του Γ.Π. Σαββίδη να κυκλοφορεί στο σπίτι. Ευτυχώς, δηλαδή, οι πρώτες αναμνήσεις μου δεν προέρχονται από το σχολείο: είχα προλάβει να γνωρίσω από πριν όλα τα ποιήματά του, ακόμη και τα ώριμα «νεκρικά», φερειπείν. Έτσι, δεν αποθαρρύνθηκα από τον, ως επί το πλείστον, ηθικολογικό, ‘προτρεπτικό’ ή ενδεχομένως και –ας μου επιτραπεί ο όρος– ολίγον μελό Καβάφη που κυρίως μας πρότειναν τα αναγνωστικά: τον Καβάφη των «Κεριών» ή των «Γέρων», για παράδειγμα…

Το καλό με τον Καβάφη είναι ότι δεν υφίσταται πλέον το ερώτημα εάν ήταν ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα – ήταν, τελεία. Τούτου δοθέντος, αν είχε κανείς κέφι, θα μπορούσε ίσως και να προτείνει το εξής απλουστευτικό παίγνιο: θεωρώντας αυτόν και τον Σολωμό γεννήτορες της νεοελληνικής ποίησης, να εντοπίζει από τι ποσοστό του ενός και τι του άλλου ‘προκύπτει’ καθένας από τους Έλληνες ποιητές που έπονται. Αλλά, για να επιστρέψουμε στον Καβάφη, το ότι το ερώτημα «πόσο σημαντικός ήταν;» δεν υφίσταται πλέον,  μας δίνει το δικαίωμα και την ελευθερία να διαλέξουμε ο καθένας, είτε ως αναγνώστης, είτε και ως τεχνίτης, όσα μας ενδιαφέρουν ή και μας βοηθούν. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι πλέον διαθέτουμε σε βιβλία, αφενός όλα τα ‘τελειωμένα’ του ποιήματα –αναγνωρισμένα, αποκηρυγμένα, ‘κρυμμένα’– και, αφετέρου, τα ‘ατελή’ – τα οποία, όπως εκδόθηκαν, κάθε άλλο παρά ατελή είναι. Αφήνω που και κάποια απ’ τα πεζά του μπορούμε σήμερα να τα διαβάσουμε ως ποιήματα – εννοώ, δηλαδή, πέρα από τα ποιητικά πεζά του: π.χ., αίφνης, το ‘δοκιμιακό’ «Το κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν». Ίσως να μας βοηθά σ’ αυτό ο αναδρομικός ‘φωτισμός’ του ελληνικού υπερρεαλισμού, αν όχι και μια κάποια μεταμοντερνιστική ‘ευρυχωρία’. Συνεπώς, μπορεί κανείς σήμερα να διατρέξει όλη την παραγωγή του Καβάφη και να φτιάξει την προσωπική του ανθολογία –η δική μου, για παράδειγμα, περιέχει καμμιά 65αριά ποιήματα–, και, αν το επιθυμεί, επειδή τόσα τεκμήρια της ποιητικής πορείας του Καβάφη είναι πια εμφανή, να μαθητεύσει κιόλας στην εξέλιξή του: στο πώς έγινε, δηλαδή, εντέλει, αυτός που σήμερα θεωρούμε «Καβάφη».

Για τους υπόλοιπους μεγάλους Έλληνες ποιητές, δεν είμαι βέβαιος ότι διαθέτουμε αποκηρυγμένα ποιήματά τους. Μπορούμε να διαβάσουμε νεανικά ποιήματα – αλλά, για παράδειγμα, η πρώτη εμφάνιση του Σεφέρη, η –ας την πούμε– λυρικότερη, είναι ήδη Σεφέρης ατόφιος. Ενώ στον Καβάφη, παρακολουθούμε αυτήν την δραστική αλλαγή τεχνοτροπίας, αλλά και την απομάκρυνση από τα κλισέ που τον βάραιναν στην νεότητά του.

Δεν είμαι φιλόλογος για να προσθέσω κάτι σε όσα έχουν εξαντλητικά ειπωθεί για την γλώσσα του Καβάφη. Αλλά βρίσκω ενδιαφέρον έως συγκινητικό να ανακαλύπτουμε και στα πεζά του την αγάπη του για την βυζαντινή ποίηση και τα δημοτικά τραγούδια, που εκείνη την εποχή τούς δίνεται για πρώτη φορά επαρκής φιλολογική προσοχή. Έτσι, κάποια πεζά του μοιάζουν να μας ενημερώνουν για τον όγκο μελέτης και προσωπικής εργασίας που υποστήριξαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το ποιητικό του έργο.

Όσον αφορά τα αντικειμενικά τεκμήρια της –ελληνικής και διεθνούς– απήχησής του, μπορούμε, νομίζω, με αρκετή ασφάλεια να εικάσουμε ότι η διάδοση των ποιημάτων του μέσω αναλύσεων και μεταφράσεων θα συνεχιστεί. Όσον αφορά, τώρα, πιθανούς υποκειμενικούς –προσωπικούς για τον κάθε αναγνώστη– λόγους για την απήχηση αυτή, τα θέματα των ποιημάτων του και η οικειότητα της φωνής του –αυτό που ο Ελύτης ατυχώς, νομίζω, προσπάθησε να του προσάψει ως “πεζολογία”– ίσως και να αρκούν για να την εξηγήσουν, αλλά και για να εγγυηθούν την διάρκειά της.

Φαντάζομαι ότι έναν δόκιμο μεταφραστή του Καβάφη, το γλωσσικό του ιδίωμα θα τον συναρπάζει την ίδια στιγμή που τον τρομοκρατεί: αυτό το μοναδικό χαρμάνι, που είναι λίγο καθαρεύουσα, λίγο καθομιλουμένη, κωνσταντινουπολίτικα, μια τζούρα αιγυπτιώτικα ελληνικά. Ένα, λοιπόν, αναπόφευκτο κριτήριο για την αξία μιας ξένης μετάφρασης δεν μπορεί παρά να είναι και η απόδοση μιας κάποιας γλωσσικής ‘παραξενιάς’, σε οιαδήποτε γλώσσα. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι στις αγγλικές και γαλλικές μεταφράσεις –των Κήλυ και Σέραρντ, και της Γιουρσενάρ, αντιστοίχως– που εν πολλοίς θεμελίωσαν την διεθνή δημοφιλία του Καβάφη, δεν υπήρξε τέτοια προσπάθεια μεταφοράς αυτής της ιδιοτυπίας, όσο μιας τίμιας απόδοσης του νοήματος.

Το πλεονέκτημα του Καβάφη είναι η πολυπρισματικότητά του, η οποία εμπλουτίζεται όσο σταδιακώς δημοσιεύονται τα κατάλοιπά του. Για παράδειγμα, έχουμε συνηθίσει να ακούμε –αν όχι κυρίως, πάντως πολύ συχνά– για την στοχαστικότητα και την περίσκεψη που τον χαρακτηρίζει. Αλλά μήπως θα ήταν χρήσιμο –και απολαυστικό– να αναζητήσουμε προσεκτικότερα και τον Καβάφη που «εσωτερικώς γελά και αστειεύεται πολύ»; Ή που «δεν έχει πολλήν πεποίθησιν περί της απολύτου αξίας ενός συμπεράσματος»; Ή τον Καβάφη του οποίου, όπως γράφει κάπου, η αγαπημένη εποχή είναι το καλοκαίρι – μια δήλωση τόσο αντίθετη με την εικόνα ενός ‘φθινοπωρινού’ Καβάφη του μισόφωτος, κλεισμένου σε μια κάμαρα. Ακόμα και η έννοια του παιχνιδιού θα μπορούσε να ταιριάξει σε πολλές πτυχές της ζωής και του έργου του: στον τρόπο που ανασυνέτασσε τα ‘φυλλάδιά’ του, π.χ., ή στο πώς επέλεγε ποια ποιήματα θα στείλει σε ποιον. Ευτυχώς, υπάρχουν, πλέον, πολλά δεδομένα διαθέσιμα που μας επιτρέπουν να διαμορφώσουμε τεκμηριωμένη μεν, προσωπική και αδιαμεσολάβητη δε, άποψη για το έργο του. Και να το απολαύσουμε ο καθείς κατά τον τρόπο του.

Για τον Καβάφη, λόγια που προέκυψαν κατά την διάρκεια μιάς συνομιλίας με τον Δημήτρη Δουλγερίδη, τον οποίο και ευχαριστώ. Αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στο σχετικό αφιέρωμα της εφημερίδας "Τα Νέα", την 1η Ιουνίου 2013.

[φωτ.: π.ι., v.2010]

12.12.08

Ανατροφή ενός νέου ποιητή


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Ανάμεσα σε σύρματα και πικροδάφνες περιπολούμε την ανία τη σιωπηλή οργή τη θλίψη της σκοπιάς μέσα στο δάσος» γράφει ο Παναγιώτης Ιωαννίδης στο «Σωσίβιο» (εκδόσεις Καστανιώτη). Μίλησε στον Μ. Ηulot για τις επιρροές του και το κοινό «αίτημα» που έχει από την ποίηση και τη φωτογραφία.

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης, γεννημένος το 1967 στην Αθήνα, όπου και ζει, με σπουδές στη Βιολογία και στην Εκπαίδευση, εμφανίστηκε με δημοσιευμένα ποιήματά του το 1996 στην «Οδό Πανός». Δώδεκα χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο Το σωσίβιο(εκδ. Καστανιώτη). Είχαν μεσολαβήσει ποιήματα και μεταφράσεις ποιημάτων (Seamus Heaney, Thom Gunn, Robert Creeley, Andrew Motion) στα περιοδικά «Ποίηση», «Πλανόδιον», «Νέα Εστία» και «αντί», η παρουσίαση των ποιημάτων του στη σειρά εκδηλώσεων «16 Νέοι Έλληνες Ποιητές» της θεατρικής εταιρείας Πράξη το 1997, και το Β' Βραβείο Ποίησης στην «Α' Συνάντηση Νέων Δημιουργών (Σχολή Βακαλό)» το 1998. Προ δύο εβδομάδων, ο Βασίλης Διοσκουρίδης έλεγε στην (ηλεκτρονική έκδοση της) LifO: «Ο Πούσκας, ένας μεγάλος Ούγγρος παίκτης και προπονητής του Παναθηναϊκού, είχε πει ότι ο ποδοσφαιριστής πρέπει να έχει 15% ταλέντο, 35% προπόνηση και 50% να ξέρει τι σκέφτεται την ώρα που μπαίνει στο γήπεδο. Αν αυτό το απομακρύνετε από το ποδόσφαιρο και το πάτε στη λογοτεχνία, το ίδιο συμβαίνει με έναν ποιητή ή έναν πεζογράφο. Δεν είναι πρώτο και κυρίαρχο το ταλέντο... (Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης στο Σωσίβιο) έχει ταλέντο, προπονείται και ξέρει τι σκέφτεται ή τι θέλει να πει, όταν το κονδύλι του ακουμπά το χαρτί».

Η συνομιλία μας έγινε την επομένη της κυκλοφορίας εκείνου του τεύχους - στον ενικό, μιας και γνωριζόμαστε χρόνια, χάρη στη μουσική.

Πώς σου ακούστηκαν τα λόγια του Βασίλη Διοσκουρίδη; 

Νομίζω πως το μόνο που μου επιτρέπεται να πω είναι ότι, για κάποιον που έχει πάντα υπάρξει ένα μηδενικό στο ποδόσφαιρο, τα λόγια αυτά είναι διπλά χαρμόσυνα! 

ΣτηνΑνατροφή του ποιητή διακρίνω έναν απόηχο Ελύτη στο στίχο «έξι χρόνια αρκούν για να φτιάξεις τη δική σου αλφαβήτα». Γενικότερα, ποιες είναι οι επιρροές σου;

Ο συγκεκριμένος στίχος προσπαθεί να περιγράψει με ακρίβεια ένα πραγματικό συμβάν: ένα παιδί, που μεγαλώνοντας θα γράψει ποιήματα, απομακρυσμένο από τον πολιτισμό για έξι κρίσιμα χρόνια, σιγά σιγά αλλοιώνει το σχήμα των γραμμάτων, με το δικό του τρόπο. Όσο για τις επιρροές, είναι δύσκολο να τις διαγνώσει κανείς ο ίδιος. Φυσικά, δεν θα μπορούσε κανένας σοβαρός άνθρωπος να τις αρνηθεί. Αλλ' ίσως είναι ευκολότερο να μιλήσεις για έργα ή ανθρώπους που αγαπάς ή θαυμάζεις.

Πες μου τότε για τις αγάπες σου και τους ανθρώπους που θαυμάζεις.

Αν μείνουμε στη νεοελληνική ποίηση είναι -καμιά πρωτοτυπία εδώ!- καιο Σολωμός και ο Κάλβος καιο Καβάφης. Γυρνώντας στα πιο κοντινά μας χρόνια, πιστεύω ότι ο Γκάτσος, ο λεγόμενος «του ενός βιβλίου», δεν έχει ακόμα τη θέση που θα πάρει όταν περάσει ο καιρός. Από την άλλη, και ο Ασλάνογλου επίσης δεν στέκει εκεί όπου ελπίζω ότι θα τον βλέπουμε στο μέλλον. Έπεσε σε μια εποχή που το λυρισμό τον κοιτάγαμε καχύποπτα. Τέλος, φαντάζομαι ότι είναι φυσικό για οποιονδήποτε γράφει σήμερα να είναι αμφίθυμος, ή, εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον επιλεκτικός σε αυτά που αγαπάει -ή που τον βοηθούν- στον Σεφέρη και στον Ελύτη. Νομίζω ότι το εγχείρημα και των δύο και η -σε μεγάλο βαθμό- κατορθωμένη φιλοδοξία τους ήταν όχι μόνο η προσωπική έκφραση αλλά και το πλάσιμο μιας γλώσσας που θα ήταν -ας το πούμε έτσι- και εθνικά ωφέλιμη. Ένα πολύ μεγάλο βάρος, πιστεύω, για να αναληφθεί συνειδητά από οποιονδήποτε. Βέβαια, το ίδιο επεδίωκε και ο Σολωμός - έχω την αίσθηση όμως ότι στον Σολωμό η μη συνειδητή ποιητική ορμή, συχνότατα, και με τη λαμπρότητα που μας τυφλώνει στα γραπτά του, υπερσκέλιζε το σχέδιο που εκείνος κατάστρωνε με τόση προσοχή.

ΈχειςμεταφράσειHeaney, Gunn, Motion, Creeley. Με ποια κριτήρια επιλέγεις τα ποιήματα που μεταφράζεις;

Μεταφράζω μόνο κάτι που, τον καιρό που καταπιάνομαι με αυτό, μου αρέσει τόσο ώστε να με απασχολεί επίμονα και να με κάνει να αποδεχθώ ένα στοίχημα. Να δω αν μεταφέροντάς το στη δική μου γλώσσα, θα εξακολουθεί να με συγκινεί σε παρόμοιο βαθμό. Ή, αλλιώς: αν μπορώ -με χαρά εξαναγκαζόμενος- να βρω στα ελληνικά έναν τρόπο ανάλογο με αυτόν του πρωτοτύπου. Να διερευνήσω, δηλαδή, ως τεχνίτης, τη δυνατότητα χρήσης της δικής μου γλώσσας με διαφορετικούς τρόπους -που βέβαια δεν είναι δικοί μου- υποτασσόμενος σε αυτό που ορίζει το πρωτότυπο και προσπαθώντας να το ακολουθήσω ή να το αντιστοιχίσω με κάτι που να λειτουργεί στα ελληνικά, και να μην ξενίζει, παραπάνω απ' όσο το ίδιο το πρωτότυπο «ξενίζει» εντός της δικής του γλώσσας.

Δεν είναι όμως πάντα άλλο ποίημα το μεταφρασμένο, σε σχέση με το πρωτότυπο;

Εξ ορισμού. Πιστεύω όμως ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθεί κανείς να διατηρήσει πολλά πράγματα από το πρωτότυπο - ακόμα και ως προς το ρυθμό, έστω μετατοπίζοντάς τον σε ρυθμούς που νιώθει αντίστοιχους στα ελληνικά. Ή και τους ίδιους τους φθόγγους, όπως για παράδειγμα τη σκληρή, γεμάτη σύμφωνα γλώσσα του Heaney που ελπίζω ότι και στα ελληνικά καταλήγει να είναι πιο αιχμηρή από την πιο ρέουσα γλώσσα του Gunn, και διακριτή από τη στακάτη γλώσσα του Creeley.

Φωτογραφία, ποίηση, εκφράζεσαι και με τα δύο: τι κοινό μοιράζονται;

Η αλήθεια είναι πως πάει σχετικά λίγος καιρός που ξανάρχισα να ασχολούμαι με τις εικόνες - οπότε ας μη λέμε μεγάλα λόγια. Ωστόσο, εικόνες και ποίηση νομίζω πως μοιράζονται κάτι: αποπειρώνται να απαθανατίσουν μια στιγμή που αλλιώτικα χάνεται ή τέλος πάντων παραμένει στη μνήμη και ενδεχομένως είναι δύσκολο να ανασυρθεί. Επίσης, όμως, μπορούν και οι δύο, χρησιμοποιώντας την πραγματικότητα, να στήσουν μιαν άλλη πραγματικότητα, όπως θα την προτιμούσαμε ή όπως εμείς την εννοούμε. Λέγοντας βέβαια «στιγμή», εννοώ αυτό το πλουσιότατο αίνιγμα που μας αφήνει άφωνους. Χρονικά στιγμιαίο, αλλά στην ανάπτυξή του με λέξεις -που είναι αγώνας από χέρι χαμένος- να σου παίρνει κατεβατό, ενώ με μια εικόνα να μη χρειάζεται καμία επεξήγηση και να παραμένει σύνθετο, φιλόξενο, ανοιχτό.

 

(Συνέντευξη στην )