Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .προτάσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .προτάσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1.7.19

12 βιβλία για το καλοκαίρι 2019




















ΠΟΙΗΣΗ


~ Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ,
Με άλλο βλέμμα, εκδ. Καστανιώτη 2018, σελ. 29. 
 
 
Με άλλο βλέμμα ήρθε η στιγμή / να δω τη ζωή μου / [...] / Δεν απαντώ∙ στο λιόγερμα βυθίζομαι / και προσπαθώ. Η απόγνωση και η παραίτηση που σημάδευαν την Ανορεξία της ύπαρξης (2011) δίνουν σταδιακά την θέση τους σε μια καρτερική αποδοχή, που εκβάλλει μέχρι και στην γαλήνια χαρά. Είκοσι ποιήματα βαδίζουν πάλι ανάστροφα την απόσταση από την απώλεια και τον θάνατο ώς τον έρωτα και την κραταιά φύση: «Επίλογος αέρας» επιγράφεται το ποίημα που κλείνει το βιβλίο – και τελειώνει με τους στίχους: Αλλά υπάρχει ο αέρας. / Πότε βουίζει, πότε φυσάει δροσερός / τη φουρτούνα φέρνει και την απανεμιά. / Ναι, αυτός είναι ο σωστός επίλογος / μιας ολόκληρης ζωής / που βέβαια στο γιατί ήρθε / ποτέ δεν απαντά. 

~ Ορφέας Απέργης, Η γλώσσα τους, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2019, σελ. 197.  
 
Πίσω από τις ρημαγμένες πόρτες το δίκιο / πίσω από τα θρεφτά κλάματα τη νιότη. Στο Υ (2011), με ήδη πεντακάθαρο τον προσωπικό του τρόπο, ο Ο.Α. ανέπλευσε την ιστορία και τους τρόπους της ελληνικής ποίησης και γλώσσας. Στο δεύτερο βιβλίο του, επιλέγει –διατηρώντας το πλάτος της ρήσης και το εύρος των αναφορών– μιαν Ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου, πλαισιώνοντάς την με ‘αυτοβιογραφικά’ / οικογενειακά ποιήματα, και συντομότερους ποιητικούς στοχασμούς: περί (εθνικής και άλλης) ταυτότητας, γλώσσας, αισθημάτων, ηθικής στάσεως, κ.ά.. Έβγαζε φωνή το σκοτάδι / και μίλαγε // σα μέλος μουσικό / ενός συνολικού διαμελισμού. Για ό,τι όμως, κι αν μιλά, η τέχνη του μάς το δωρίζει ως βαθειά δικό μας – γιατί πάντα είναι βέρα ποίηση, και όχι για άλλο είδος του λόγου, μασκαρεμένο σε στίχους. Όταν αρχίζει και ξεχνάει / γεννιέται η ιστορία. – Π.Ι.

~ Αναστάσης Βιστωνίτης, Ποιήματα 1971-2008, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2018, σελ. 510. 
 
Πάνω στο βράχο / η μαύρη ακτίνα / κάρφωσε τη σαύρα. Κάθε συγκεντρωτική έκδοση, ειδικά αν έχουμε την σπάνια τύχη να αφορά ποιητή εν ζωή, μάς επιτρέπει να δούμε καλύτερα την διαδρομή του, να διακρίνουμε διακυμάνσεις, σχέσεις, επίμονα νήματα και σχήματα. Έρχεται ο άλλος χειμώνας / γεμάτος αγκάθια και ξερόχορτα / και το λάθος παιγμένο τραγούδι. Ο παρών τόμος περιλαμβάνει 13 συλλογές, συμπληρωμένες με την ενότητα «Ημερολόγια 1971-1982». Άνθη του κάκτου. / Το ασήμαντο / μιλάει στο φως. Φως και σκοτάδι, σώμα και ύλη, κυριαρχούν ως κυριολεξία και μεταφορά∙ το ελεγχόμενο μετα-εξπρεσσιονιστικό ύφος κυβερνάται από ποιητική στοχαστικότητα∙ μουσικότητα ζωογονεί την αλάνθαστα πλαστική γλώσσα. Έσβησαν στο ανάκτορο οι πυρσοί, / ένας φτερωτός μονόκερος / πέταξε κατάμαυρος μέσα από τη φωτιά του κήπου. 

~ Γιάννα Μπούκοβα, Drapetomania, εκδ. Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2018, σελ. 63.  
 
Από θρησκευτική άποψη η λεγόμενη πτώση μας / ήταν πιθανόν άρνηση ακινησίας. / Δεν είναι δηλαδή που φάγαμε το μήλο, / είναι που δεν γίναμε δέντρα. Άξιζε να περιμένουμε 13 χρόνια για το δεύτερο, ελληνικής έκδοσης, ποιητικό βιβλίο της Γ.Μ.. Μία λαμπρή γιορτή άφθονων ποιητικών εμπνεύσεων που ωστόσο αρμόζονται και αναπνέουν και ευφραίνουν (αντί, κατά το σύνηθες, να αυτοκατακρημνίζονται και να ‘μπουκώνουν’), κι ένα πανηγύρι γλωσσικής πρωτοτυπίας, δραστικότατου χιούμορ, και δαιμόνια ευρηματικής χρήσης επιστημονικών και άλλων (ψευδο)πραγματολογικών στοιχείων. Το βρώμικο του μαύρου είναι άσπρο. Αυτό το ξέρει κάθε νοικοκυρά. Προκύπτουν έτσι ποιήματα με το πιο αλάνθαστο χαρακτηριστικό επιτυχίας: μας αναγκάζουν να τα ξαναδιαβάσουμε αμέσως μόλις τα τελειώσαμε. Αν ακολουθήσεις τα μυρμήγκια / πάντα θα φτάσεις σε κάτι τρομακτικό. – Π.Ι.

~ Χρήστος Μπράβος, Βραχνός προφήτης – Ποιήματα & Κριτικά κείμενα – 1981-1987, επίμ.-βιβλιογρ.-εργογρ.: Χρήστος Δανιήλ, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2018, σελ. 185. 
 
Άνοιξη Κυριακής. Φωλιάζω στ’ / άσπρο κι ανασαίνω. Πίσω μου / τίποτα ούτε λουλούδι ούτε πουλί, / μπροστά μου άδειο. Κυλώ χωρίς τριβή. Στην σύντομη ζωή του (1948-1987), ο Χ.Μ. πρόλαβε να γράψει αδρά αλλά μειλίχια ποιήματα, κακοτράχαλα αλλά μουσικά. Στην πολύτιμη αυτή έκδοση, συγκεντρώνονται οι τρεις συλλογές, μαζί με τέσσερα κριτικά κείμενά του: αν και τρία αφορούν τον Σαχτούρη, είναι αξιοπρόσκετο πόσο (αντίθετα με πολλές σημερινές περιπτώσεις) η ποίηση τού Μ. δεν ‘σαχτουρίζει’∙ διδάσκεται δημιουργικά, αντλεί κι αυτή από το δημοτικό τραγούδι, και φτάνει σε κάτι προσωπικό κι αναγνωρίσιμο. Έπεφτε βράδυ / και το κόκκινο θροούσε. Η έκδοση συμπληρώνεται από επίμετρο, εργογραφία και βιβλιογραφία του επιμελητή – και με ευρετήριο τίτλων και πρώτων στίχων, ευχόμαστε, στην β’ έκδοση.

~ Ρωξάνη Νικολάου, Ψαλιδιστής, εκδ. τεχνοδρόμιον, Λεμεσός 2018, σελ. 81. 
 
Ξένο φως, άλαλο καρφί στο σώμα / ο ορίζοντας σαρώνει τ’ όνομά μου. // Το παράθυρο σιγοτραγουδά // – Τι ωραίος ο φράχτης με τα σάπια φύλλα / τι όμορφα που κελαηδούν τ’ ανέστια πουλιά! Το ποίημα αυτό, με τον εξίσου εκπληκτικό τίτλο «Κυοφορούσαν χρόνια το σημερινό πρωινό», δίνει το στίγμα τού δεύτερου ποιητικού βιβλίου της Ρ.Ν., όπου αποστάζεται εργασία της δεκαετίας 2008-2018. Εκλάμψεις νομισμάτων φίλησαν τις ανεμώνες / φίλησαν τον κύκλο των κυπαρισσιών. Ασυνήθιστης πυκνότητας και αυτοελέγχου λυρισμός (ποιήματα που σπανίως ξεπερνούν την σελίδα), μα και λεπτή ειρωνεία, είναι τα γνωστά εργαλεία χειρισμού γνωστών θεμάτων (η αγάπη, η φύση, η μητέρα, η παιδική ηλικία, ο θάνατος) που φανερώνουν ωστόσο μιαν ευπρόσδεκτα διακριτή φωνή. Θυμάμαι το μακρύ σου σώμα πώς κατάπινε τους δρόμους. – Π.Ι.

~ Ιφιγένεια Ντούμη, Love me tender, εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 98.  
 
«Ο λόγος που θέλω να γίνω αναγνωρίσιμη», λέει ένας τίτλος – και συνεχίζει ο πρώτος στίχος: είναι για να μπορούν να φλερτάρουν οι άνθρωποι / στα βιβλιοπωλεία εξαιτίας μου. Άλλη μία από τις ευτυχώς αυξανόμενες περιπτώσεις της ελληνικής ποίησης, όπου η επί δεκαετίες ‘επιβεβλημένη’ σοβαροφάνεια και ο αυτο-οικτιρμός έδωσαν επιτέλους, ξέπνοοι, την θέση τους στο σαρωτικό χιούμορ και την ακομπλεξάριστη ανάδειξη ‘ανάξιων’ στιγμών της καθημερινότητας και ‘μπανάλ’ αισθημάτων – ως εργαλεία ποιητικού στοχασμού: Το καλοκαίρι πέρασε κι οι άνθρωποι του νησιού δαγκώνουν την αμπούλα με την ανία που κρατούσαν τόσους μήνες μέσα στο στόμα τους. Προσθέστε σ’ αυτά έναν ερωτισμό που δεν ακκίζεται ούτε αυτοθαυμάζεται, αλλά παίζει ακαταπόνητος: Κουρνιασμένο ανάμεσα στα πόδια μου / το δώρο μου για σένα. / Το κρατούν ζεστό τα δάχτυλά μου, / του ψιθυρίζω τ’ όνομά σου κι ανασταίνεται.

~ Άκης Παραφέλας, παρασημαντική, εκδ. Θράκα, Λάρισα 2018, σελ. 57.  
 
Μες στου κινδύνου τους τριγμούς / στων αινιγμάτων τη συνείδηση να είμαστε η μόνη ίσως δυνατότητα ελάτε. Παρότι πληθαίνουν, ακόμα σπανίζουν τα βιβλία ποίησης που είναι αληθινά, αρχιτεκτονημένα, βιβλία, και όχι απλές ‘συλλογές’. Το να είναι τέτοιο ένα πρώτο βιβλίο (βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου στην Ποίηση του περιοδικού «Αναγνώστης»), το καθιστά ακόμα πιο αξιοπρόσκετο. Ειδικά όταν είναι κατορθωμένο και το ύφος: τολμηρό και απαιτητικό – επίθετα επιλεγμένα όχι για να αποθαρρύνουν, παρά να ερεθίσουν. Οργανωμένο σε τρεις ενότητες και χρησιμοποιώντας ‘συμβολικά’ ‘πρόσωπα’ σαν την «Ειρήνη Ξένου», το βιβλίο του Ά.Π. ταλαντώνεται ανάμεσα στις εξωτερικές και κάποτε πολυπρόσωπες εικόνες και την εσωτερική, μοναχική, κοπιώδη διερεύνηση της αυτοσυνειδησίας, για να συστήσει τους όρους της συνομιλίας του «θραύσματος και της εγγύτητας». Εγώ ήθελα με τη φόρα που έχει ένα κλουβί όταν σπάει ν’ ακούσω τ’ όνομά της το οποίο συνέχεια μού διέφευγε. – Π.Ι.

~ Σαιν-Τζων Περς, Ακτοσημεία – περιλαμβάνει τα Πουλιά, μτφρ. Ελένη Κόλλια, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2018, σελ. 226.  
 
Έξω, ο ουρανός από τ’ αλάτινά του βράγχια παίρνει αέρα. Η καλοκαιρινή βραδιά χτίζει τα πανιά της και πίσω καλεί τις φτερωτές της βάρκες. Στης μολόχας το κρασί βρίσκει καταλαγή η σελήνη. Όσο κι αν η αργόσυρτη και μεγαλοεπής ποίηση –σε πεζές παραγράφους– του Σ.-Τ.Π. (1887-1975) μπορεί σήμερα να φαντάζει ‘παλιομοδίτικη’, και μόνο για το ότι μαζί της ασχολήθηκαν και ο Παπατσώνης και ο Σεφέρης, μας αφορά. Μα και ανεξαρτήτως τούτων, τα ποικίλα θέλγητρά της, για τον υπομονετικό και απροκατάληπτο αναγνώστη, παραμένουν ενεργά: Πουλιά, γεννημένα από μια πρώτη διακύμανση με σκοπό τον μεγαλύτερο επιτονισμό... Η έκδοση συμπληρώνεται με την ομιλία τού ποιητή κατά την αποδοχή του Βραβείου Νομπέλ το 1960. Και ήδη το πρωί η Θάλασσα τελετουργική και καινούργια πάνω απ’ τα αετώματα του χαμογέλασε.

~ Νίκος Σταυρόπουλος, Έβδομος όροφος, εκδ. Το Ροδακιό, Αθήνα 2018, σελ. 66.  
 
Οι δείκτες του ρολογιού θερίζουν λεπτά / χωρίς να γίνονται στάχυα σε δεμάτια / να φανεί σαν πράγμα ο χρόνος / ένα αντικείμενο καλυμμένο από τα όριά του. Μετά την εκθαμβωτική Εξωγή δωματίου (2003), ο Ν.Σ. επανέρχεται με αρτιωμένη την προσωπική φωνή του. Φύλλα ανταλλάσσουν με τον ήλιο τη γοητεία της αλήθειας. Ρωτάς φως και μουσική, γη και ουρανό∙ σου απαντά η σκέψη της ποίησης. Κι όσο το βάρος που κουβαλάς μεγαλύτερο / τόσο αιφνίδια κι ελαφριά είναι η απάντηση. Ο Ν.Σ. δεν φοβάται το πέρασμα από την φύση στην μεταφυσική – γιατί δεν κηρύττει: την ποιητική σαγήνη του ακολουθούμε. Οι σταγόνες χτυπούν το τζάμι / σαν πετραδάκια φωτός / έχω ησυχάσει πια / δε νοιάζομαι / η ζωή είναι ανέπαφη απ’ το θάνατο / αν την αγγίξει δεν είναι ζωή.

~ Μαρία Τοπάλη, Μαζί τ’ ακούγαμε, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 73.  
 
Μετά την σφιχτοδεμένη, σχεδόν ανυπόφορη σε πυκνότητα και βάθος συγκίνησης, Βερμίου κατάβαση (2010), η Μ.Τ. ανοίγει και βεντάλια, και παλέττα. (Ξανα)δοκιμάζει μορφές, και (ξανα)παίζει σε διάφορους τόνους. Δεκατέσσερα λεπτοφυή «Εποχιακά Χάικου» ακολουθούνται από «Τα καινούρια ρούχα του βασιλιά», όπου η ιδιοφυής σάτιρα δεν καταφέρνει –ούτε επιθυμεί– να εκτοπίσει εντελώς το μάγεμα∙ η σάτιρα πικραίνει και ‘τρελλαίνεται’ στις «Λέξεις μου»∙ και το (υποψήφιο για το βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Αναγνώστης») βιβλίο κλείνει με «Το Βιβλίο Ιούλιος Βερν – μια παλιά οικογενειακή υπόθεση»: δεκασέλιδο ποίημα που συνεχίζει το γόνιμο παίδεμα της συνύφανσης βίου και τέχνης, προσωπικού και ιστορικού, που καλλιεργεί εδώ και χρόνια η Μ.Τ.. Αναπνοή που ταϊσμένη με σκιές / τσαλαβουτάς σε παύσεις / ψάχνοντας τη δροσιά σε όνειρα θ’ ανέβεις / να κυνηγήσεις τις ζεστές φωνές. / Πάντα, το παραμύθι είναι σεισμός / τα πιατικά του τρέμουν. 

~ Μάριος Χατζηπροκοπίου, Τοπικοί Τροπικοί, εκδ. αντίποδες, Αθήνα 2019, σελ. 90. 
 
Άντρας αν ήσουν για κυρά, άγιος, στοιχειό, νεράιδα, / για μένα είσ’ ο Αντρειωμένος μου και σου χρωστώ τον κόσμο [1]. Ο Αλέξανδρος Πολίτης, διωγμένος απ’ το πατρικό του, έκλεψε τον φάκελλο με τα «Απόκρυφα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού» [1] που είχε συλλέξει ο Νικόλαος Πολίτης∙ στα ταξίδια του, αφενός τα διέδωσε σε αλλοεθνείς γηγενείς που τα ιδιοποιήθηκαν, αφετέρου οικειοποιήθηκε ξένες λέξεις για να υφάνει τα δικά του ποιήματα [2]∙ ο νεοελληνιστής Νικηφόρος Ερράντες προλογίζει και σχολιάζει∙ το ‘ζαμπέλιο’ επίμετρο υπογράφει ο ελληνο-βραζιλιάνος καθηγητής, εγγονός του Ν. Πολίτη. Αυτό το μεθυστικό παιχνίδι στήνει ο Μ.Χ. στο συναρπαστικό πρώτο του βιβλίο, ποιητικό επίτευγμα που εκλύει γνήσια συγκίνηση μαζί και διανοητική απόλαυση. Μαύρα κουρέλια των γιαγιάδων / μάλλινη ζέστα μες στο μεσημέρι / η μυρωδιά σας χράμι / και δροσιά [2].

1.12.18

7 βιβλία για τις γιορτές 2018





















ΠΟΙΗΣΗ

~ Νίκος Γκάτσος,
Όλα τα τραγούδια, νέα, αναθεωρημένη έκδοση, επιμ.: Αγαθή Δημητρούκα, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 711.
 
Το πρόσωπό του σύννεφο / το πέρασμά του μπόρα / κι η ομορφιά του σύνορο / για της καρδιάς τη χώρα. Ευγνωμοσύνη οφείλουμε στην Α.Δ. που ετοίμασε και μας χαρίζει –19 χρόνια μετά την πρώτη– την οριστική έκδοση όλων των τραγουδιών του Γκάτσου. Εμπλουτισμένη, με –μεταξύ των άλλων– τις μεταφράσεις του από τον Ματωμένο Γάμο του Λόρκα, περιέχει τραγούδια δισκογραφημένα και αδισκογράφητα, όσα χρησιμοποιήθηκαν σε ταινίες ή θεατρικά έργα, αλλά και παραλλαγές γνωστών τραγουδιών, κατατοπιστικές πληροφορίες και άλλα τεκμήρια. Κοντολογίς, ένας θησαυρός. Άγρυπνο κράτησες το βόλι / μα εγώ στης γης το περιβόλι / θα κρύβω τη λαβωματιά / ώσπου στο χώμα να γυρίσει / το πεύκο και το κυπαρίσσι / το δυοσμαρίνι κι η μυρτιά.

~ Dino Campana, Ορφικά Άσματα, δίγλωσση έκδοση, μτφρ. και σημ.: Μαρία Φραγκούλη, εισ.: Γκαμπριέλ Κάτσο Μιγιέ, επίμ.: Σίλβιο Ραμάτ, εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2017, σελ. 334.
 
Άκουσα τραγούδι άκουσα φωνή ποιητών / Στις κρήνες και οι σφίγγες στ’ αετώματα / Ευμενείς φάνηκαν να χαρίζουν ακόμη απλόχερα / Μια πρώτη λήθη στους σκυφτούς ανθρώπους. Το αινιγματικό αυτό βιβλίο, υβριδικό avant la lettre –καθώς συμπεριλαμβάνει, εκτός από ποιήματα, ποιητικά πεζά, σελίδες ‘ημερολογίου’ και ‘ταξιδιωτικές εντυπώσεις’– εκδόθηκε το 1914 στα ιταλικά. Ο συγγραφέας του (1885-1932), που μετανάστευσε για δύο έτη στην Αργεντινή, πέρασε επίσης ουκ ολίγα χρόνια της ζωής του σε ψυχιατρικά ιδρύματα, και πέθανε έγκλειστος σε ένα απ’ αυτά, έγραψε ένα φαντασμαγορικό βιβλίο, αμείωτης γοητείας. Κοιτά μες στο αμερικάνικο / Καφέ-σαντάν: / Στο πιάνο που σφυροκοπά τρεις / Κόκκινες φλογίτσες άναψαν από μόνες τους.

~ Όλγα Παπακώστα, Μεταμορφώ[θ]εις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 137.
 
Με γέννησε – την ξέρω / Ακόμη και στον άλλο κόσμο // Μόλις της πω πως έρχομαι / Θα ανοίξει φύλλο σαν δαντέλα. Δεύτερη ποιητική συλλογή τής Ό.Π., εξίσου πλούσια με την προηγούμενη (Όχι ακόμη Κάρμεν, 2013): πλούσια σε αριθμό ποιημάτων, σε (σκοτεινή) χάρη, (μαύρο αλλά και ροζ) χιούμορ, ευρυμάθεια, στοχασμό. Ήμουν ερωτευμένη / άρα πρόσφυγας. Περιέχοντας από ολιγόστιχα επιγράμματα έως και πολυσέλιδα ποιήματα, είναι μεταμοντέρνα με την καλύτερη έννοια: πολυ-συλλεκτική σε ύφος και τόνο – και όταν είναι ακομπλεξάριστα τερπνή, δεν είναι ρηχή. Αλλάζοντας προσωπεία, δεν παύει να μιλά για τα παίγνια και τα πάθη σώματος και ψυχής. Ένα λουλούδι που πετάς / σε τάφο ανοιχτό / πάντα βρίσκει τον στόχο.

~ Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Τρία / Ανθρώπων Ιστορία, εκδ. Κουκουνάρι, Αθήνα 2018, σελ. 80.
 
Κουράστηκε. Βρήκε μια γωνιά. Τον έκρυβαν οι φοίνικες. Τα μικρά τροπικά πουλιά. Είδε. «Τρία», πιθανώς όπως (και) τρίτο βιβλίο τού Κ.Π.. «Ανθρώπων Ιστορία», παιγνιωδώς πομπώδης τίτλος για να στεγάσει οπτική ποίηση και πάλι, που παίζει ανάμεσα στο «εγώ» και το «εσύ», στον εαυτό και τις αντανακλάσεις του, στην χώρα του παραμυθιού και της κατοίκησης. Πάνω σ’ αυτό το γρασίδι σε φίλησα και δε θέλω να κοιμηθώ καθόλου απόψε – κι ας έχω τόσες ώρες μπροστά μου να βλέπω αυτό το καθόλου φως που δε θα προλάβει τίποτε να μη στεγνώσει. Σε επτά ενότητες (με τίτλους στα αγγλικά): «Ποιος;», «Τι;», «Πότε;», «Πού;», «Γιατί;», «Να δείξεις τι; / Και λοιπόν;», «Τέλος / Τότε». Σε μέλλον δάπεδο κρυστάλλινο / μέλλον μακρινό στάζει το νερό.

~ Γιώργος Πρεβεδουράκης, Οδός Ρόδων, εκδ. Πανοπτικόν, Αθήνα 2018, σελ. 118.
 
Κι όμως κάτι λείπει / ένας κόκκος αλάτι, μια στάλα νερό, / η υποσχετική χίμαιρά μας, / κάτι πρέπει να λείπει από τους χάρτες μας / τα όργανα πλοήγησης όλο μας στέλνουν στο διάολο. Ο Γ.Π. εναλλάσσει βιβλία μάλλον περιορισμένης ποιητικής στόχευσης –με αποκλειστικώς ολιγόστιχα ποιήματα (το πρώτο και το τρίτο του)– με βιβλία ποιητικής φιλοδοξίας οπωσδήποτε αξιέπαινης και συχνά αξιοθαύμαστης (Κλέφτικο (2013), και το παρόν). Εδώ, ποιήματα που συχνότατα περιλαμβάνουν στους τίτλους τους ονόματα δρόμων, συνιστούν μια τοπιογραφία του συλλογικού παρόντος μας όπως το συλλαμβάνει ο ποιητής, και του προσωπικού ιστορικού ενός αφηγητή όπως το μυθοποιεί ο ποιητής. Η δαιδαλώδης αυτή ‘γειτονιά’ εκβάλλει σ’ έναν «Λαβύρινθο», επίκληση στον Βύρωνα Λεοντάρη, ποιητή που, όπως και άλλοι συνομήλικοί του, θαυμάζει ο Π., ευτυχώς χωρίς να μένει υπό την βαριά σκιά του.

~ Χρήστος Σιορίκης, Η πρώτη φορά, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2018, σελ. 33.
 
Τα δέντρα πολύ ψηλά / Εσύ απλώς μεγαλύτερος / απ’ τον μικρό πύργο / Από τη στέγη / χρυσό νόμισμα / στέλνει όλο το φως / στα γένια σου. Δεν είναι μόνον η πρώτη εκδοτική φορά – αλλά και το ποιητικό βλέμμα τού Χ.Σ. που μοιάζει να συλλαμβάνει τον κόσμο σαν για ‘πρώτη φορά’. Φαινόταν το στόμα του μίμου / τόσο γελαστό // Είπες / «Τα δόντια / είναι ακούραστα στη χαρά». Χωρίς διόλου αυτό να σημαίνει ότι τα 21 ποιήματα του βιβλίου έχουν κάτι το ‘αφελές’ ή το ‘αθώο’, όσο κι αν κρύβουν την τέχνη τους – δηλαδή, την ποιητική μαστοριά τους. «Κλάψε» / του λέει η μάνα του / όπως λέει / «Καλά κάνεις» / στον ουρανό / που βροντά.

ΘΕΑΤΡΟ

~ Bernard-Marie Koltes, Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι, μτφρ.: Δημήτρης Δημητριάδης, εκδ. Άγρα, Αθήνα (επανέκδ.) 2018, σελ. 112 συν 16 σελ. φωτογρ. ένθετο.
 
Μπροστά στο μυστήριο είναι πρέπον ν’ ανοίγεται κανείς και ν’ αποκαλύπτεται ολόκληρος προκειμένου να εξαναγκάσει το μυστήριο ν’ αποκαλυφθεί με τη σειρά του. Πρωτοτυπωμένη το 1990, και εξαντλημένη εδώ και υπερβολικά πολλά χρόνια, επανακυκλοφορεί –με πλουσιότατο επίμετρο απαρτιζόμενο από δέκα κείμενα– αυτή η ‘καντάτα για δύο φωνές’: του Ντήλερ και του Πελάτη που αλληλοπερικυκλώνονται μέσα στην νύχτα. Το αριστουργηματικό θεατρικό έργο τού Κολτές είναι σαν να γράφτηκε απ’ τον Ρακίνα στα τέλη του 20ου αιώνα: η πυκνότητα και η περιπλοκότητα των επιχειρημάτων συναγωνίζονται την μουσικότητα και την χορευτική κίνηση της γλώσσας. Οι αναμνήσεις είναι τα μυστικά όπλα που κρατά ένας άνθρωπος πάνω του όταν είναι αποστερημένος.

1.7.18

15 βιβλία για το καλοκαίρι 2018















ΠΟΙΗΣΗ

~ Τέλλος Άγρας, Τα ποιήματα – τ. Β’ (εισ., επιμ.: Κώστας Στεργιόπουλος), εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 2017, σελ. 441.

Ποτάμι, αντίκρυ, χύνεται το παραθύρι∙ / αερολογούν τα φύλλα κι ησυχία δεν έχει / (που ακολουθά το φύσημα και δεν αντέχει) / το σχήμα το πολύτεχνο κι οι άπιαστοι γύροι. Με αυτόν τον τόμο (ο πρώτος, πάλι από το ΜΙΕΤ, βγήκε το 2014), ολοκληρώνεται η σύγχρονη εκδοτική παρουσία τού –μάλλον πιο ενδιαφέροντος απ’ όσο τείνουμε να θεωρούμε σήμερα– ποιητή και, βεβαίως, εξέχοντος κριτικού (τα πολύτιμα κριτικά δοκίμιά του, σε τέσσερις τόμους, ευτυχώς επίσης κυκλοφορούν, χάρη στον ίδιον επιμελητή, από τις εκδ. Ερμής). Πρόκειται για υποδειγματικά όμορφη και φροντισμένη επανέκδοση (με επίμετρο, σημειώσεις, και ευρετήρια) αυτής του 1966, όπου συνελέγησαν από τον Κ.Σ. όλα τα ποιήματα που ο Τ.Α. (1899-1944: πέθανε από επιπλοκές του τραυματισμού του από αδέσποτη σφαίρα την τελευταία μέρα της γερμανικής Κατοχής) έγραψε μετά το 1930 και δεν πρόλαβε να εκδώσει ο ίδιος, καθώς και σχεδιάσματα, αποσπάσματα, και σκόρπιοι στίχοι. Ακόμα ένα τριαντάφυλλο / στο πάρκο μέσα της νυχτός, / το ανεύθυνο το ριγηλό... / Ακόμα κι ένας θάνατος. 


~ Ειρήνη Γκόλτσιου, Υπέρηχοι, εκδ. Εντευκτηρίου, 2017, σελ. 48.

Λυμένα κορδόνια / αντίστροφη ανάγνωση των παραμυθιών [] / ελπιδοφόρα άσματα σε σφαλιστά ακόμα χείλη. Το να συναντά κανείς καλά ποιητικά βιβλία είναι σπάνια χαρά. Όταν δε πρόκειται συγχρόνως για την πρώτη εμφάνιση μιας νέας αλλά ήδη διακριτής ποιητικής φωνής, η χαρά αυξάνεται. Όταν άρχισαν οι εξορκισμοί / είχα γυρίσει το κεφάλι μου / στο απώτερο μέλλον. Ασυνήθιστο εύρος θεμάτων∙ ‘υπερρεαλιστικές’ λεπτομέρειες ενταγμένες σε ‘ρεαλιστική’ σκηνοθεσία∙ αναπάντεχα, πρωτότυπα αλλά νηφάλια λεκτικά παίγνια∙ αργό ξεδίπλωμα και προσεκτική επεξεργασία μίας καίριας σύλληψης ανά ποίημα. Εν τέλει χάνεσαι προς τα εκεί / όπου τα δέντρα παράδοξα πυκνώνουν / και τα πουλιά για λόγους αδιευκρίνιστους / ακανόνιστα πληθαίνουν. Και μια –τόσο μα τόσο– ευπρόσδεκτη αποφυγή των εύκολων συμβόλων, των ποιητικών στεναγμών και κραυγών, των αιματοβαμμένων εικόνων. Όλα τούτα αποδίδουν τα μέγιστα. Πέπλα που φεύγουν∙ / μάλλον αέρας που φανερώνει./ [] και κάτω από την κλαίουσα ιτιά / να συναντήσεις το κενό / που ράθυμα καπνίζοντας / σε περιμένει.


~ Στέργιος Μήτας, Θοδωρής Ρακόπουλος, Αντώνης Ψάλτης, Ξέρετε το τέλος, εκδ. Αντίποδες, 2017, σελ. 41.

Συρρέουν τα πλήθη, χιλιάδες φλογισμένες οθόνες, ένας νυκτερινός λαός με δάδες. Όλοι σπεύδουνε να κάνουν upload – κι όλοι μονάχα τέλος καταρρέουν. [] Ίσως η Ελπίδα να μείνει στον φάκελο: συμπιεσμένη και άδεια [Σ.Μ.]. Προϋπήρξε η τριφωνία Μπρετόν, Σαρ και Ελυάρ σε κοινό ποιητικό βιβλίο (Επιβραδύνατε έργα, 1930), αλλά και, στα καθ’ ημάς, η αντίστοιχη Καψάλη, Κοροπούλη, Λάγιου (Τριώδιο, εκδ. Άγρα, 1991), που οδήγησε σε τετραφωνία με την προσθήκη του Γκανά (Ανθοδέσμη, « , 1993). Οι νεότεροι –μα εγνωσμένου κύρους– ποιητές ετούτου του βιβλίου, αποφάσισαν να ‘παίξουν’ και με τις παραδοσιακές μορφές, όπως οι προηγηθέντες Έλληνες, αλλά και με πεζόμορφα ποιήματα, και με τον ελεύθερο στίχο των Γάλλων. ‘Περνώντας’ φράσεις-κλειδιά ο ένας στον άλλον και από ποίημα σε ποίημα, συγκροτούν τρεις ενότητες: ποίηση και έρωτας∙ νύχτα και θάνατος∙ η Ιστορία ως Όπερα (και άλλες ‘φαντασίες’). Συγκινεί η γραμμή του ορίζοντα μες / στα μαλλιά. [] / Γι’ αυτό επιζεί μαζί σου η νύχτα το πρωί. (Θ.Ρ.) 


~ Άλις Όσβαλντ, Μνημείο πεσόντων (μτφρ.: Μυρσίνη Γκανά), εκδ. Μελάνι, 2018, σελ. 104

Μια μέρα την κοίταξε ήρεμα / Και είπε ξέρω τι θα συμβεί / Και μια εικόνα τον κοίταξε κατάματα εκείνος νεκρός / Κι εκείνη στο Άργος να υφαίνει για κάποια ξένη / Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα κι επέστρεψε στη δουλειά του / Ο Έκτορας αγαπούσε την Ανδρομάχη. Ιδιοφυές ποίημα, αριστοτεχνικά μεταφρασμένο, όπου η σημαντική Βρετανίδα ποιήτρια (γ. 1966) συνάγει το ονόματα των πεσόντων –Ελλήνων και Τρώων– στην Ιλιάδα και πλέκει τα επεισόδια των θανάτων τους, σπέρνοντας ανάμεσά τους ομηρικές παρομοιώσεις τις οποίες αποδίδει ελεύθερα. Ο τόνος της λιτανείας –ή μιας ιδιότυπης επιμνημόσυνης δέησης, θα μπορούσαμε σήμερα να πούμε– εγκαθίσταται εξαρχής: το ποίημα ανοίγει με τον κεφαλαιογράμματο κατάλογο των πεσόντων, έναν ανά στίχο. Και κλείνει με δώδεκα παρομοιώσεις πάλι, που τώρα όμως στέκουν μονάχες, μία ανά σελίδα. Όπως χιόνι που πέφτει όπως χιόνι / Όταν οι ζωηροί άνεμοι τινάζουν τα σύννεφα κομμάτια / Σαν φτερουγίσματα σιωπής που κατεβαίνουν βιαστικά / Να σταματήσουνε τη γη που ετοιμάζει τα φυλλώματα


~ Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου, Του λιναριού τα πάθη – Ο μέγας μυρμηκοφάγος, εκδ. Άγρα, 2017 (επανακυκλ.), σελ. 120.

Έρχεται η άνοιξη σαν αυτοκίνητο που πάει τη νύφη []. Μυρίζει η άνοιξη σα μαγικό που μαγειρεύουν οι δίπλα, θα το φάνε μόνοι τους χωρίς εμένα. Χαράς ευαγγέλια για τους ολοένα αυξανόμενους θαυμαστές τής Ν.-Ρ.Π. (1948-2000), που άστραψε και βρόντηξε τόσο μουσικά, τρυφερά και σκοτεινά, η επανακυκλοφορία των πεζών ποιημάτων της: τα αντίτυπα της πρώτης έκδοσης, από στόμα σε στόμα και δώρο με το δώρο, είχαν αρχίσει να γίνονται ανησυχητικά δυσεύρετα. Μ’ αγγίζει ο χρόνος κι ανατριχιάζω, μες στα γεμάτα λεωφορεία με σκουντάνε τα χρόνια. Αναμνήσεις, παιδικά παιχνίδια, ενήλικη θλίψη, αδυσώπητο χιούμορ. Σ’ αυτό που ρωτούν δακρυσμένες οι φράουλες, θ’ απαντήσουν μια μέρα τα ρόδια με γέλια. Ένα από τα πιο καλά κρυμμένα ποιητικά μυστικά της δεκαετίας του 1980, έχει πλέον, ευτυχώς (για μας), την αιώνια υπομονή να μας περιμένει να την ανακαλύπτουμε και να την απολαμβάνουμε πάλι και πάλι. Σε θυμάμαι σαν πόλη, σα να υπήρξε μια χώρα με πρωτεύουσα εσένα.

~ Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Δανεικά αγύριστα, εκδ. Κίχλη, 2017, σελ. 52
 
Οι αναπάντεχοι έρχονται ώς εμάς / χιονίζοντας. Έτσι ανοίγει το τρίτο βιβλίο της Γ.Τ. (γ. 1968), που απαρτίζεται από τριανταεννέα ποιήματα. Ξυπνάει ένα πρωί / χωρίς να ξέρει ποια μεγάλη κουβέντα / θα πέσει πάνω στο κεφάλι της. Το απρόβλεπτο, το διστακτικό, το πλάγιο, είναι χαρακτηριστικά θέματα των ποιημάτων. Οι άνθρωποί μας φεύγουν το πρωί. / Με στόχο μια σοφία ή κάτι προτιμότερο. Αλλά είναι συγχρόνως και ο χαρακτηριστικός τρόπος της ποιήτριας, που ‘επιτίθεται’ στην ύλη της με νυγμούς και θωπείες. Τα πρόσωπα τυλίγει μια πράσινη ομίχλη. / Εκεί μέσα πλέουν ανθισμένα. Καθημερινές σκηνές, διαπροσωπικές σχέσεις –πολύτιμες όσο και αμφίβολες–, τα σπίτια και οι δρόμοι: όλα εγκυμονούν την κρίση, που συχνά εκδηλώνεται. Ο χωρισμός φαίνεται πάνω στο έδαφος / [] Σε καταλαβαίνω ώς την κατάρρεσυη. / [] Διατάζεις την εκκένωση των ωρών / Προκύπτει ένας άρρωστος χώρος

~ Δημήτρης Χιλλ, Κιθαιρώνας, εκδ. Άγρα, 2017, σελ. 75
 
Η νύχτα ήταν τρομαγμένη / τα πεζοδρόμια χαρακωμένα / σε κάθε γωνία παραμόνευε το άγνωστο / σε κάθε βήμα μία λέξη / αυτή η άγνωστη λέξη. Αυτό είναι το ποίημα-‘πρόλογος’ με το οποίο ξεκινά μια σειρά 61 αριθμημένων ποιημάτων – ή μήπως πρόκειται για ένα σπονδυλωτό ποίημα σε 61 μέρη; Η νύχτα τεντώνει τα φύλλα / και η ζωή ξεδιπλώνει τη μέριμνα. Ποίηση θα ’λεγες σχεδόν ‘άμουση’, εμφανούς ‘απλότητας’ (που κάποτε σε βάζει στον πειρασμό να την πεις «απλοϊκότητα») – όμως  το αποτέλεσμα ασκεί στέρεα γοητεία και πειθώ. Φεύγουν οι άνθρωποι και έρχονται / όλο και πιο λίγα τα δάκρυα. Πού έγκειται η δύναμή της; Μάλλον ακριβώς σε αυτή την αστόλιστη μορφή και την κατά μέτωπο πραγμάτευση. Λουλούδια ανοίγουν μπροστά σου / κόψε ένα / για σένα είναι τα χιόνια. Η φύση κυριαρχεί, με τοπία, τις εποχές, και τον θάνατο∙ το ερωτικό πρόσωπο, όταν σπανίως εμφανίζεται, είναι κυρίως επειδή έχει φύγει. Ξεσπάς σε θρίαμβο μεταξένιο / γελάς σα να έχει πέσει χαλάζι / σκορπάς τις σκέψεις παντού. 















ΔΟΚΙΜΙΑ

~ Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Ο μοντερνιστής κριτικός Νικόλας Κάλας – Μια ποιητική εικόνων, ρημάτων, πραγμάτων, εκδ. Αρμός, 2018, σελ. 240.
 
Έχοντάς μας χαρίσει, το 1998 (εκδ. Άγρα∙ Κρατικό βραβείο δοκιμίου), το απαραίτητο και συναρπαστικό Ά-νοστον ήμαρ – Οδοιπορικό της σκέψης του Νικόλα Κάλας, η Α.Δ. επανέρχεται στον σπουδαίο κριτικό, αισθητικό, δοκιμιογράφο και ποιητή Ν.Κ. (1907-1988), επικεντρωνόμενη στο κριτικό του έργο (το οποίο αυτός εκπόνησε κυρίως εκτός Ελλάδος). Υπερρεαλισμός, μοντερνισμός, σύγχρονη φιλοσοφία και αισθητική, η ‘πειραματική’ τέχνη, ο ρόλος της τέχνης: κάποια θέματα με τα οποία ασχολήθηκε με εμβρίθεια και πρωτότυπη σκέψη ο Κ.. Στους καρπούς αυτής της δια βίου ενασχόλησής του, που αποδεικνύεται γονιμοποιός μέχρι σήμερα, μάς ξεναγεί η Δ.. Όπως αναφέρει στην κατακλείδα του βιβλίου: Προσεγγίζοντας την τέχνη και την Ιστορία της διαλεκτικά και διαφορικά, [ο Κ.] εναντιώθηκε στον θετικισμό, τον ιδεαλισμό, τον αφηρημένο συμβολισμό, με αποτέλεσμα να εξοστρακισθεί από τους κύκλους της κατεστημένης λογιοσύνης.  Και ωστόσο διευκρίνισε ότι ο όρος πρωτοπορία, με όλες τις πολιτικές, κοινωνικές και επιστημονικές συνδηλώσεις του, παραμένει γοητευτικά παραπλανητικός, όταν υπονοεί μιαν εμπροσθοφυλακή ιδεών και τάσεων – αντιθέτως ανέλαβε την ευθύνη να οδηγήσει την ποίηση/ζωγραφική σε υπαρκτικά πεδία ιστορικού βάθους: όπου γεννιούνται, συγκρούονται και γεφυρώνονται αντίθετα μεταξύ τους στοιχεία. .

~ Μάρη Θεοδοσοπούλου, Σχόλια στον Καβάφη (εισ., επιμ.: Δημήτρης Δασκαλόπουλος), εκδ. Πόλις, 2018, σελ. 308.
 
Αν και (ή χάρη στο γεγονός ότι) σπούδασε Χημικός Μηχανικός και εργάστηκε, μετά το διδακτορικό της στις ΗΠΑ, ερευνητικά στην επιστήμη της, η Μ.Θ. (1950-2016) υπηρέτησε με τρόπο σπάνιο και υποδειγματικό, από την δεκαετία του 1980, την λογοτεχνική κριτική στην «Εποχή» και αλλού. Ανήκε στην σπάνια ομοταξία κριτικών που γράφουν μεστά και βαθυστόχαστα αλλά κατανοητά, εκθέτουν δε τα επιχειρήματά τους ώστε να επιτρέπουν, και να προσκαλούν ακόμη, την διαφωνία. Η ανεξαίρετα εξονυχιστική εξέταση του αντικειμένου της, η απροκατάληπτη προσωπική ματιά, και το γοητευτικό ύφος λάμπουν και σε αυτό, το μόλις τρίτο βιβλίο όπου συλλέγονται 18 κριτικά δοκίμιά της, και το οποίο αφορά τον Καβάφη (τα προηγούμενα δύο: νεότερους πεζογράφους (εκδ. Νεφέλη, 1999) και τον Παπαδιαμάντη ( « , 2001)). Μεταξύ των άλλων, αναψηλαφεί την στάση προς τον Καβάφη τόσο του Ξενόπουλου, όσο και του Παλαμά: Τελικά, η αντιπαράθεση Παλαμά – Καβάφη μοιάζει περισσότερο με παρτίδα σκακιού παρά με πετροπόλεμο. Βρίσκονται αντιμέτωποι δύο γκραν μετρ, ο παρορμητικός Μεσολογγίτης εναντίον του συγκρατημένου, αγγλιστί cool, Αλεξανδρινού. Μακάρι να ακολουθήσουν σύντομα και άλλες συλλογές κριτικών της. 

~ Παντελής Μπουκάλας, Το αίμα της αγάπης – ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση, εκδ. Άγρα, 2017, σελ. 821.
 
Δεύτερος τόμος του έργου ζωής του κριτικού, μεταφραστή και ποιητή Π.Μ., μετά τον πρώτο (εκδ. Άγρα, 2016), Όταν το ρήμα γίνεται όνομα – Η "Αγαπώ" και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών. Το κείμενο, απολαυστικό και συναρπαστικό, εκτείνεται σε 495 σελίδες. Συμπληρώνεται από σημειώσεις (διόλου δευτερεύουσας σημασίας) 207 σελίδων, και ακολουθούν ευρετήρια 60 σελίδων. Δεν είναι μόνον το εύρος και το βάθος της σκέψης και η πρωτοφανής πρόταση περιήγησης του Μ. που καθιστούν το βιβλίο πολύτιμο αλλά και σκέτη αναγνωστική χαρά∙ σημαντική είναι επίσης η αξία της ανθολόγησης και παράθεσης τραγουδιών και παραλλαγών από πολυάριθμες (θα συγχωρούνταν ίσως η υπερβολή «αναρίθμητες») και δυσεύρετες πηγές. Δεινός γνώστης άπασας της ελληνικής γραμματείας, απ’ τον Όμηρο έως σήμερα, ο Μ. κορφολογάει απ’ αυτήν ό,τι τού είναι χρήσιμο, για να φωτίσει το αιματοβαμμένο τοπίο του έρωτα στα δημοτικά τραγούδια. Στο δημοτικό τραγούδι, που παραμένει αρκετά κοντά στον πολιτισμό του ωμού ή του σωματικού, [το αίμα] είναι το άλλο όνομα του έρωτα, το αυθεντικό του, εφόσον αυτός προτείνεται και δοξάζεται σαν μια θυσιαστική υπερβολή που επιστρέφει στη φύση τη φυσικότητά της. 














ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΑΦΗΓΗΜΑ

~ Παναγιώτης Πανταζής και Γιάννης Ράγκος, Στα μυστικά του βάλτου – της Πηνελόπης Δέλτα, εκδ. Polaris, 2018, σελ. 120. 
 
«Εικονογραφημένο αφήγημα» ονομάζει το βιβλίο ο κολοφών του: οι έμπειροι στο πεδίο των κόμιξ, της πεζογραφίας, και του graphic novel, Π.Π. (γ. 1982) και Γ.Ρ. (γ. 1966), διασκευάζουν ευφυώς το κλασσικό μυθιστόρημα της Δέλτα, εγκιβωτίζοντάς το σε μιαν αφήγηση αυτόπτη μάρτυρα προς την ίδια. Το ‘σκληρό’ αλλά ‘κινηματογραφικής’ ευελιξίας σχέδιο και τα ‘σκοτεινά’ χρώματα –που επιτρέπουν καλύτερα στο κόκκινο του αίματος και της φωτιάς να αναδειχθεί– αφενός, και η ‘απόσταξη’ του κειμένου σε καίριες φράσεις διαλόγων και λιγοστά αφηγηματικά ‘περάσματα’ αφετέρου, ταιριάζουν γάντι στην ‘αυστηρότητα’ της γνωστής ιστορίας, και μοιάζουν να τονίζουν τις αρχές στις οποίες αυτή δίνει σάρκα: φιλία, πίστη, αλληλεγγύη. Όπως και το πρωτότυπο, έτσι και η εκδοχή αυτή διαβάζεται απνευστί – και από τους ενήλικες, εννοείται. Πολύ χρήσιμα, τόσο ο χάρτης των τοποθεσιών και η πινακοθήκη των προσώπων που προτάσσονται, όσο και το επίμετρο του Αθανάσιου Τζ. Φερμιν. 















ΑΝΕΚΔΟΤΑ

~ Η πίπα του Στάλιν και άλλα (αντι)σοβιετικά ανέκδοτα (εισαγ., ανθολ., απόδ.: Γιώργος Τσακνιάς), εκδ. Κίχλη, 2017, σελ. 216.
 
Τρεις κρατούμενοι συζητούν στη φυλακή: – Εσένα γιατί σε πιάσανε; – Έγραψα εναντίον του Καρλ Ράντεκ. Εσένα; – Εγώ έγραψα υπέρ του Κ.Ρ. Ο τρίτος [] – Εγώ είμαι ο Κ.Ρ.. Κάποια απ’ αυτά, κυκλοφορούσαν και στην Ελλάδα, τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, σε πολυγραφημένα αντίτυπα. Αλλά ο Γ.Τ. τα έχει συλλέξει από πολλές πηγές και χώρες του ‘Ανατολικού Μπλοκ’, τα έχει αποδώσει ευφρόσυνα, κι έχει συντάξει μια εμπεριστατωμένη, κατατοπιστική και απολαυστική επίσης εισαγωγή. Αυτά τα ανέκδοτα ήταν ένας τρόπος να αντιμετωπίσει ο κόσμος τα καθημερινά του βάσανα (και τα σοβαρότερα προβλήματα, και την βαθύτερη δυσφορία του), τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και στις άλλες χώρες του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’. Και ας έχει παρέλθει η ιστορική περίοδος που τα γέννησε, όπως όλα τα καλά ανέκδοτα, διατηρούν κι αυτά την δραστικότητά τους.  Βαρσοβία. Ένα αγοράκι βλέπει στην τηλεόραση Μπόλεκ και Λόλεκ. [] – Μπαμπά, οι Ρώσοι πήγανε στο διάστημα! – Όλοι; – Όχι. – Ε, τότε τι με ενοχλείς; 














ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

~ Μαρία Τοπάλη, Ανοιχτή επιστολή προς τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Edition Romiosini, 2018, σελ. 44 (δίγλωσση έκδοση).
 
Ήσουν ένας άντρας γεμάτος από γυναίκες. [] Αυτήν που, από τα αρχαία χρόνια μέχρι και τον ρομαντισμό, την έθεταν στο κέντρο της σκηνής τρικυμισμένη, ματωμένη, καταδικασμένη, την ερωτευμένη γυναίκα που δίνεται στο πάθος της, την έβαλες με θαυμασμό, απορία και φιλέρευνο θάρρος ως υπόδειγμα καθολικής ολοκλήρωσης, απέναντί σου: τη μελέτησες και την αναβίβασες σε ποιητικό πρότυπο στις Ελεγείες, όχι πια ως ρομαντικό σφάγιο αλλά ως δυναμικό πρότυπο. Η Μ.Τ., δεινή μεταφράστρια του Ρίλκε, απευθύνει –στην οικεία σειρά των βερολινέζικων εκδόσεων ελληνικής λογοτεχνίας– μιαν ανοιχτή επιστολή σ’ αυτόν του οποίου η ποίηση ενώνει ταχύτατα το μάτι με το αυτί, πριν προλάβει να παρεμβληθεί η σκέψη. Γράφει με θαυμασμό, καταθέτοντας την οφειλή της (και την οφειλή όλων μας) σε αυτόν που ήταν ενδεχομένως, ένας πρώιμος ποπ σταρ, που αντιλαμβάνεται την ιδιότητά του και ως λειτούργημα, και που, τόσο με την ποίησή του όσο και με τις επιστολές του προς πλήθος παραλήπτες –από κηπουρούς μέχρι πριγκήπισσες – έδειξε ότι εδώ είναι ο παράδεισος και όχι αλλού














ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

~ Ζιλλ Ορτλίμπ, Τι μένει από την ομορφιά (μτφρ.: Ελεάννα Βλάχου), εκδ. Το Ροδακιό, 2018, σελ. 46 (δίγλωσση έκδοση).
 
Μοναδική συνάντηση εκείνο το απόγευμα, ένα αδέσποτο και μάλλον μεγαλόψυχο σκυλί που δέχτηκε να του χαϊδέψω το μουσούδι και το κούτελο πριν ξαναφύγει για να καταγίνει με τις δικές του ασχολίες. Δύο αφηγήματα, αληθινά κομψοτεχνήματα, με ‘ζεμπαλντική’ χρήση φωτογραφιών του ίδιου του –γνώστη και λάτρη της Ελλάδας, και μεταφραστή ελληνικής λογοτεχνίας– Γάλλου συγγραφέα τους (γ. 1953). Το πρώτο αφορά την Αρτέμιδα (πρώην Λούτσα) της Αττικής και την Βραυρώνα: ξεκινά ως εξερεύνηση για το τι απέγινε η επιχείρηση “La Beauté” (Η Ομορφιά) που αναγράφεται σε μια φθαρμένη πινακίδα, και κλείνει ως εξής: Εντόπισα επιτέλους τη θέση του πάνω στην κεντρική οδό. Είχε αντικατασταθεί από ένα μαγαζί εξειδικευμένο στην πώληση κατεψυγμένων προϊόντων: Ψάρια, Γαρίδες, Λαχανικά, Παγάκια. Το δεύτερο πλέκεται γύρω από την Επισκοπή, μισοερειπωμένο κτίριο ρωμαϊκής, αρχικά, προέλευσης και ποικίλων, έκτοτε, προσθηκών, στην Σίκινο. Από τότε που χάθηκαν σχεδόν όλα τα γαϊδούρια, θα ’λεγε κανείς πως βουβάθηκαν οι Κυκλάδες. Τα λιγοστά λαθάκια, παραλείψεις και (αχρείαστες) ελευθερίες, ουδόλως αμαυρώνουν την μετάφραση που αναπλάθει θαυμαστά την χάρη του πρωτοτύπου (το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στην έκδοση). 















ΠΑΙΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

~ Κατερίνα Σχινά, Ιστορίες για ατρόμητα κόριτσια – 40 μοναδικές Ελληνίδες (εικον. από 16 εικονογράφους), εκδ. Παπαδόπουλος, 2017, σελ.92.
 
Η Υπατία είναι σκυμμένη πάνω από μια περίπλοκη συσκευή, στρογγυλή, φτιαγμένη από χαλκό, με πολλούς δίσκους τον ένα πάνω στον άλλο. Είναι μια συσκευή μυστηριώδης και όμορφη, ένας αστρολάβος []. Καθώς σκέφτεται, το βλέμμα της περιπλανιέται έξω από το παράθυρο, στις στέγες της αγαπημένης της πόλης, της Αλεξάνδρειας. Από την βασίλισσα Πηνελόπη του μύθου μέχρι τις γεννημένες τον 20ο αιώνα Κατίνα Παξινού, Μαρία Πολυδούρη, Δόρα Στράτου, Μέλπω Αξιώτη, Ελένη Βλάχου, Τζίνα Μπαχάουερ, Μαρία Κάλλας, Ζωρζ Σαρή, Νίκη Γουλανδρή, και άλλες, η συγγραφέας, μεταφράστρια και κριτικός Κ.Σ. διαλέγει 40 υποδειγματικές Ελληνίδες από κάθε πεδίο της ζωής, και τις παρουσιάζει –βίο και έργο– κατά τρόπο ευσύνοπτο και με το αγαπητό, χαρακτηριστικό γλαφυρό της ύφος. Κάθε δισέλιδο αποτελείται από το κείμενο, αριστερά, και μια υπέροχη εικονογράφηση, δεξιά. Δεκαέξι από τις/τους καλύτερες/ους εικονογράφους της Ελλάδας σήμερα έχουν παραγάγει πρωτότυπες, ευφάνταστες και εντυπωσιακές προσωπογραφίες των εν λόγω γυναικών. Χρήσιμο και απολαυστικό και για αγόρια – κάθε ηλικίας δε! 

1.7.17

9 βιβλία για το καλοκαίρι του 2017













ΠΟΙΗΣΗ

~ René Char (μφτρ.: Θανάσης Χατζόπουλος), Φύλλα του Ύπνου, εκδ. Πόλις, 2017, σελ. 173. Στα σκοτάδια μας δεν υπάρχει μια θέση για την Ομορφιά. Όλος ο χώρος είναι για την Ομορφιά. Αυτά λέει το, τελευταίο αριθμημένο, 237ο εδάφιο των Feuillets d'Hypnos του σπουδαίου Γάλλου ποιητή του 20ου αιώνα, Ρενέ Σαρ. Πρόκειται ίσως για το σημαντικότερό του επίτευγμα – και από τα εξέχοντα του 20ου αιώνα. Τέκνο της ποιητικής ακμής τού συγγραφέα και της συμμετοχής του στην Γαλλική Αντίσταση κατά τον Β' Π.Π., αποτελεί υπόδειγμα ποιητικού μεταβολισμού μιας μείζονος κρίσης. Ως εκ τούτου, έχει πολλά να μας δώσει, ειδικά σε μας σήμερα, πέρα από βαθύτατη απόλαυση. Τελειώνει με την εκτός αρίθμησης κατακλείδα, «Το ρόδο της βαλανιδιάς»: Καθένα από τα γράμματα που συνθέτουν το όνομά σου, ω Ομορφιά, στον τιμητικό πίνακα των μαρτυρίων, παντρεύεται την επίπεδη απλότητα του ήλιου, γράφεται στη γιγάντια φράση που φράζει τον ουρανό, και συνδέεται με τον άνθρωπο που μανιάζει για ν’ απατήσει τη μοίρα του με το αδάμαστο αντίθετό της: την ελπίδα. 

~ Ελάσσονεςποιητές του Μεσοπολέμου (ανθολ.: Σωτήρης Τριβιζάς), εκδ. Καστανιώτη, 2015, σελ. 174. Άνεμος πνέει κατά τα δάση / κ’ έχω τη σκέψη μου κρεμάσει / σ’ ένα ψηλό ψηλό κλαδί∙ // κάτι σαλεύει στην καρδιά μου / κ’ έρχεται η θλίψη σαν παιδί / να μου χαϊδέψει τα μαλλιά μου. Πρόκειται για τον τόμο που ‘συμπληρώνει’ την προηγούμενη – φευ, εξαντλημένη– ανθολογία τού Σ.Τ., Ποιητές του Μεσοπολέμου (2004). Ανθολογούνται εδώ εννιά λιγότερο γνωστοί ποιητές (μεταξύ των οποίων και ο Φώτος Πασχαλινός, στον οποίο ανήκουν οι πιο πάνω στίχοι), μα εξίσου πολύτιμα είναι το επίμετρο με ενδιαφέροντα κείμενα άλλων για το έργο τους, καθώς και τα σύντομα βιογραφικά σημειώματα που συνέταξε ο επιμελητής. Με ξεχωριστή συγκίνηση συναντούμε την πρώτη σύζυγο του ιδιαίτερου ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου, Ανθούλα Σταθοπούλου, που πέθανε στα 27 της χρόνια: Κάτι η καρδιά μου μέσα στην ατέρμονη / και ματωμένην έκτασή της κλείνει, / απ’ τη μεγάλη τρικυμία του έρωτα / και κάτι απ’ της μετάνοιας τη γαλήνη. 

~ Δήμητρα Κωτούλα, Η επίμονη αφήγηση, εκδ. Πατάκη, 2017, σελ. 67. Ο ήλιος απλώνει μια ευφυή σκιά πάνω στ’ ανάγλυφα. / Ιδρωμένος ο ουρανός του καλοκαιριού κατεβαίνει. Συγκομιδή δέκα ετών: δεκαεννιά ποιήματα, δεκατρία χρόνια μετά το πρώτο της βιβλίο. Βεβαίως, κάποια από αυτά (όπως εκείνο για τον Χαλεπά ή για τον νεκρό Χριστό του Χόλμπαϊν), δημοσιευμένα σε περιοδικά και ανθολογίες, μάς στοιχειώνουν καιρό τώρα. Κάτι ανώνυμο / ανοιχτό / κάτι που μοιάζει / (μέσα στην ξαφνική βροχή) / με ευχαρίστηση / συγκατανεύει ακούσια. Η απαιτητική απόσταξη που επιφέρει στο υλικό της η Δ.Κ., φέρνει πυκνή ταραχή και απαιτεί αναγνωστικές αναπνοές και παύσεις. Ευτυχώς: η επιβράδυνση της ανάγνωσης εντυπώνει βαθύτερα την σπάνιας ακρίβειας (και με τις δύο έννοιες) σκέψη της, το σπάνιας ακρίβειας αίσθημά της, και –το σημαντικότερο– την σπάνιας ακρίβειας σύγχρονη (και με τις δύο έννοιες) έκφρασή τους. Ανεξήγητος άνεμος έρχεται από πολύ μακριά / φέρνοντας δάκρυα πάνω στα δέντρα / Χρόνος γεμίζει αργά το δωμάτιο.

~ Παυλίνα Μάρβιν, Ιστορίες απ’ όλο τον κόσμο μου, εκδ. Κίχλη, 2017, σελ. 77. Γιαγιά, τρέξε, σ’ αναμένω / τη νύχτα της πρώτης του πρώτου μηνός / έλα, γιατί βιαστικά μεγαλώνω / δεν είμ’ εγγονή κανενός. Είναι σπάνια τα βιβλία ποίησης των οποίων όχι μόνο τα περιεχόμενα αλλά και η σύνθεσή τους έχουν ενδιαφέρον και νόημα. Όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει στο πρώτο βιβλίο μιας ποιήτριας, έχουμε κάθε λόγο να χαιρόμαστε παραπάνω. Άλλες απ’ αυτές τις «ιστορίες» είναι έμμετρες και με ομοιοκαταληξία, άλλες σε ελεύθερο στίχο, και άλλες έχουν πεζή μορφή. Πάντα, ωστόσο, η μέριμνα για τον ρυθμό και τον ήχο ενγένει, αμιλλάται μιαν ευρηματικότητα που δεν εργάζεται προς εντυπωσιασμό, παρά για να ρίξει ένα πολύχρωμο πανί πάνω από την βαθύτερη, αναπόφευκτη, θλίψη. Η γυναίκα με το θαυμαστό όνομα Νταρίνα Πελέντοβα τον κοίταξε, κοίταξε και τους κάπως λασπωμένους κύκνους στο ποτάμι, με καθαρό μυαλό σκέφτηκε πως, μερικά χρόνια αργότερα, δεν θα φορά βεβαίως τούτο το γαμήλιο φόρεμα, αλλά ένα άλλο, πιο πρόχειρο. 

~ Μάρκος Μέσκος, Στηνόχθη του παράδεισου, Το Ροδακιό, 2016, σελ. 38. Ποτέ από μακριά το χώμα / δεν απειλεί δεν τρομάζει∙ / ανθισμένο σε καρτερεί / να σε μυρίσει στολίζοντάς σε. Ευγνωμονούμε τον άξιο ποιητή που συνεχίζει να μας χαρίζει ωραία ποιήματα – κι ίσως μάλιστα ενός βαθύτερα ήρεμου, ώριμου λυρισμού. Δύσκολα διαβάζεις το νερό που θυμάται / κι η θάλασσα περίεργα σιωπά. Σε δεκαέξι άτιτλα, αριθμημένα ποιήματα, μπροστά στον (πανταχού παρόντα, από πάντα, στην ποίηση τού Μ.) Θάνατο, ο Παράδεισος αναφαίνεται κι αυτός παντού: στην θριαμβεύουσα Φύση, στις μνήμες της παιδικής ηλικίας, στη μορφή της Μητέρας, στην πίστη σε κάτι ‘Πέρα από Ετούτο’. Τάχα πιωμένο με το αθάνατο νερό / καφέ το κοτσύφι γυρίζει βιαστικά από τα μαρμαρένια / αλώνια κρατώντας κάτι στο ράμφος / για το ταίρι που κλωσσάει με τη σειρά του στη φωλιά / τα μελλούμενα τιτιβίσματα / της Αυγής! 

~ Πάμπλο Νερούδα (μτφρ.: Δανάη Στρατηγοπούλου), Εστραβαγάριο, εκδ. Καστανιώτη, 2017, σελ. 190. Έμεινα μονάχος / σαν άλογο μονάχο / την ώρα που πάνω στο γρασίδι, δεν είναι ούτε / νύχτα ούτε μέρα, / αλλά μονάχα αλάτι του χειμώνα. Ο Νερούδα είναι 54 χρονών –15 χρόνια πριν από τον θάνατό του– όταν εκδίδει αυτή την συλλογή. Την αυγή τη στηρίζουν οι χοίροι. // Τη νύχτα την τρώνε τα πουλιά. // Και το πρωί είναι παντέρημος / ο κόσμος: κοιμούνται οι αράχνες, / οι άνθρωποι, οι σκύλοι και ο άνεμος, / γρυλλίζουν οι χοίροι και ξημερώνει. Ελεγειακή και χαμηλόφωνη, κι ας αστράφτει πάντα η ιδιαίτερη εικονοποιία του, με –ενίοτε μαύρο– χιούμορ και τρυφερότητα, μακρυά από τα επικά συνθέματα που έχουν προηγηθεί και του έχουν χαρίσει μια δίκοπη δημοφιλία, και ίσως πιο κοντά σε τόνο σε, αλλά πολύ ευρύτερο σε θεματολογία από, το επίσης πολυαγαπημένο δεύτερο βιβλίο του, τα Είκοσι ποιήματα αγάπης κι ένα τραγούδι απελπισμένο (1924). Γεμίζουν οι κούπες και φυσικά / ξαναμένουν άδειες / και συχνά τα χαράματα / πεθαίνουν μυστηριωδώς. // Οι κούπες κι αυτοί που πίναν. 

~ Αλεξάντερ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν (μτφρ.: Λένια Ζαφειροπούλου), Τσάρος Σαλτάν, εκδ. Πατάκη, 2017, σελ. 82. Ένα μακροσκελές ‘παιδικό παραμύθι’ τού θεμελιωτή της ρωσικής λογοτενχικής γλώσσας –βασισμένο εν μέρει σε προϋπάρχοντα λαϊκά παραμύθια–, το οποίο όντως ακόμη απομνημονεύουν όλα τα ρωσσόφωνα παιδάκια. Οι σύντομοι ρυθμικοί στίχοι του, αριστοτεχνικά και μουσικότατα γυρισμένοι στη γλώσσα μας από την Λ.Ζ., συνθέτουν ένα συναρπαστικό μαγικό αφήγημα. Όπου, μεταξύ των άλλων θαυμαστών, βγάζει μιλιά ο κύκνος και λέει στον γιο του τσάρου: Χάνεις στα νερά το βέλος / Μα χαρά θα ’χεις στο τέλος. / Πλούσια θα σε ανταμείψω , / Και θα σε υπηρετήσω. / Κύκνο δεν έχεις λυτρώσει: / Κόρης τη ζωή έχεις σώσει. / Γύπα δεν έχεις φονεύσει, / Έχεις μάγο εξολοθρεύσει. / Ποτέ δε θα σε ξεχάσω, / Φώναξε κι εγώ θα φθάσω. / Τώρα όμως γύρνα πίσω, / Πέσε και γλυκά κοιμήσου. Συνοδεύεται από χρονολόγιο και εισαγωγή –γοητευτική όπως πάντα– της μεταφράστριας. 

~ Jesper Svenbro (μτφρ.: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ), Κλέις – Τοόνομα της κόρης της Σαπφούς (και άλλα ποιήματα), εκδ. Περισπωμένη, 2017, σελ. 108. Καπνίζουν ακόμη τα ερείπια της Τροίας; / αναρωτιούνται όταν στρέφουν το βλέμμα / προς το καπνισμένο καζάνι / του ανατέλλοντος ηλίου. Ο Γέσπερ Σβένμπρου, εκτός από σπουδαίος αρχαιοελληνιστής με εξαιρετικά πρωτότυπη σκέψη, είναι και συναρπαστικός ποιητής. Στο βιβλίο αυτό, η μεταφράστριά του Μ.Μ. παρουσιάζει ποιήματα με αρχαιοελληνικά θέματα από δύο δυλλογές που δεν έχουν εκδοθεί ακόμη στα σουηδικά. Προτάσσεται εισαγωγή του ποιητή ειδικά γραμμένη για την ελληνική έκδοση, το δε διαφωτιστικότατο επίμετρο ανήκει στην ποιήτρια Φοίβη Γιαννίση. Ο Σ. δεν διστάζει να συνδυάσει τον τζαζ τρομπεττίστα Μάιλς Νταίηβις (που, από μια στιγμή κι έπειτα, έπαιζε κυρίως βάσει τρόπων και όχι κλιμάκων) με την Σαπφώ, στην οποία αποδίδεται η επινόηση του μιξολυδικού τρόπου. Και, αναγνωρίζοντας στο «νίτρον» βασικό συστατικό του σαπουνιού, τελειώνει το ποίημά του «Palmolive. Πράσινο σαπούνι για την ποίηση» ως εξής: Και θυμήσου: εκατόν ογδόντα εννέα είναι / ο αριθμός του αποσπάσματος, «νίτρον» γράφει όλο κι όλο. / Δύο συλλαβές, τίποτε άλλο. / Πλούσιες, στη φαντασία μας αφρώδεις.

ΔΟΚΙΜΙΟ

~ Νικήτας Σινιόσογλου, Αλλόκοτος Ελληνισμός – Δοκίμιο για την οριακή εμπειρία των ιδεών, εκδ. Κίχλη, 2016, σελ. 357. Ό,τι μετριοπαθώς νομίζουμε πως είμαστε έλκει εν μέρει την καταγωγή του από τη λησμονημένη οριακότητα κάποιων άλλων. Επτά Έλληνες στοιχειώνουν τούτο το έξοχο βιβλίο: τρεις του 15ου αιώνα (ο πλάνης πρωτο-‘αρχαιολόγος’ Κυριακός Αγκωνίτης, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλήθων, και ο μισθοφόρος ποιητής Μάρουλλος Ταρχανιώτης), ένας του 18ου (ο ανηλεής πολέμιος της Εκκλησίας Χριστόδουλος Παμπλέκης), και τρεις του 19ου (ο εισηγητής της «Θεοσέβειας» Θεόφιλος Καΐρης, ο ριζοσπάστης διαφωτιστής Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, και ο ιδιοφυής πλαστογράφος Κωνσταντίνος Σιμωνίδης). Ο Ν.Σ., με τεκμηριωμένη, βαθιά επιστημονική γνώση αλλά και μ’ ένα αληθινά σπάνιο συγγραφικό ταλέντο, ξεδιπλώνει την πολυπλοκότητα αυτών των ‘ακραίων’ προσωπικοτήτων, καταδεικνύει την άρρηκτη σχέση τους με την εποχή τους –πέρα από την προφανή ρήξη τους με αυτήν–, και επιχειρηματολογεί υπέρ της σημασίας τους για την σημερινή, όπως και, γενικότερα, για την σπουδή της ιστορίας των ιδεών. Η πρόοδος προκύπτει από το λύειν και το δεσμείν, ήτοι από διασταυρώσεις και τομές.