Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .εφημερίδες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .εφημερίδες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18.11.17

«Το καλό ποίημα σε καθηλώνει για να σε αναπτερώσει»

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ολα ξεκίνησαν τον κρύο χειμώνα του 2011, όταν κάπου εκεί στα στενά της Βικτώριας, σε έναν πολυχώρο με το εξερευνητικό όνομα «Παραπέρα», εννιά ποιητές και ποιήτριες στάθηκαν ενώπιον ενός πρόθυμου κοινού, για να διαβάσουν κάτι που από τον τίτλο κιόλας της εκδήλωσης, φαινόταν αν όχι εμπιστευτικό, πάντως, πολύτιμο: «Ενα ποίημα που με στηρίζει». Η συνέχεια, ίσως γιατί εκείνη η στήριξη αποδείχθηκε απαραίτητη σε περισσότερους, δεν άργησε να έρθει: στους μήνες που ακολούθησαν ακόμα περισσότεροι ποιητές, διαφόρων ειδών και γενεών, συναντήθηκαν για να αναγνώσουν ποιήματα δικά τους ή άλλων, ελληνικά μα και ξένα, διαβασμένα πότε στο πρωτότυπο και πότε σε μετάφραση, αλλά πάντως αδιαμεσολάβητα από αναλύσεις και σκηνοθεσίες.  Τιμητικά αφιερώματα στην Εμιλι Ντίκινσον, τον Καβάφη, τον Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, τον Τάκη Παπατσώνη ή την Ελένη Βακαλό, δεν έλειψαν - ομοίως και μια μεταστέγαση στην Ελληνοαμερικανική Ενωση. Ο τίτλος των μηνιαίων πια αναγνώσεων ήταν ήδη το αισιόδοξο «Με τα λόγια (γίνεται)» - εν συντομία, «μτλγ». Κι όπως εξηγεί ο επιμελητής τους, ο ποιητής και μεταφραστής Παναγιώτης Ιωαννίδης, γεννήθηκαν «επειδή έμοιαζε να λείπουν οι ευκαιρίες να ακούμε τα ποιήματα από τη φωνή αυτών που τα γράφουν ή τα μεταφράζουν, χωρίς φιλολογικό σχολιασμό, "θεατρικές" απαγγελίες ή "μουσικά χαλιά"».

Εξι χρόνια μετά, η έβδομη περίοδος του «μτλγ» ξεκινά στις 20 Νοεμβρίου, με μια εκδήλωση τύπου «open mic» - ελληνιστί, «ανοιχτού μικροφώνου»: οι ποιήτριες Αννα Γρίβα και Παβλίνα Μάρβιν θα απαγγείλουν στο Θέατρο της Ελληνοαμερικάνικης Ενωσης αδημοσίευτα ποιήματά τους, αφού προηγουμένως κάνει κάτι αντίστοιχο καθένας από τους δώδεκα πρώτους που, μισή ώρα πριν από την έναρξη της εκδήλωσης, θα έχει καταγράψει το όνομά του στη σχετική λίστα δήλωσης συμμετοχής.

Γιατί όμως τέτοια «δημοσιότητα»; Η ανάγνωση της ποίησης δεν είναι κυρίως ατομικό σπορ; «Αν θυμηθούμε ότι η ποίηση κατάγεται από το τραγούδι», απαντά ο Ιωαννίδης, «και σκεφτούμε ότι η σύγχρονη επιστήμη πιστεύει πως το τραγούδι προηγήθηκε της ομιλίας, τότε δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε περισσότερο γιατί το μοιρασμένο άκουσμα ενός ποιήματος μπορεί να έχει δύναμη πολλαπλάσια - ή, πάντως, πολύ διαφορετική - από την κατά μόνας σιωπηρή ανάγνωση. Επίσης, όπως είναι άλλο πράγμα η συναυλία, κι άλλο η ακρόαση ενός δίσκου, το να βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο τη στιγμή που ένα σώμα παράγει τη φωνή που λέει το ποίημα, είναι μια ολική αίσθηση: δηλαδή και σωματική, όχι μόνο διανοητική ή ψυχική».

Η δεύτερη εκδήλωση, στις 13 Δεκεμβρίου, είναι αφιερωμένη στην ποιήτρια Ζωή Καρέλλη. Πρόκειται για την αδελφή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, αν και η συγγένειά της με τον πεζογράφο δεν είναι ο μοναδικός λόγος που ο Ιωαννίδης βρίσκει ταιριαστό για την περίπτωσή της το επίθετο «υποφωτισμένη». Για εκείνον, το έργο της Καρέλλη έχει επισκιαστεί, πρωτίστως γιατί είναι γυναίκα. Με την τρέχουσα εξαίρεση της Κικής Δημουλά, λέει, οι καλές ελληνίδες ποιήτριες - κι ας έχουν γράψει τα πιο ενδιαφέροντα ποιήματα από το 1970 ώς το 1990, κι ας έχει προηγηθεί η Ελένη Βακαλό - έχουν παραμεληθεί σε σχέση με τους άντρες. Ισως επίσης φταίει η επιπόλαιη κατηγοριοποίηση της Καρέλλη ως κυρίως «θρησκευόμενης» ποιήτριας ή ως ποιήτριας σχεδόν «του ενός έργου», και πιο συγκεκριμένα του ποιήματος «Η Ανθρωπος». «Κι έτσι», καταλήγει ο Ιωαννίδης, «έμειναν στην αφάνεια και ο ευρύς, υπαρξιακός λυρισμός της, και η σπάνια μουσική στοχαστικότητά της, και ο διάλογός της με τη λογοτεχνική πρωτοπορία της εποχής της».

Κατά τα άλλα, τον Ιανουάριο, στις αναγνώσεις του «μτλγ» θα δώσει το «παρών» ο μεταφραστής ιταλικής ποίησης και ποιητής κι ο ίδιος Νίκος Αλιφέρης, ενώ έναν μήνα αργότερα θα πραγματοποιηθεί η «συνάντηση μεταξύ δύο ποιητριών», εν προκειμένω της Λένιας Ζαφειροπούλου και της Φοίβης Γιαννίση. Τον Μάρτιο, το καθιερωμένο αφιέρωμα σε αμερικανό ποιητή θα καταπιαστεί με τον Εζρα Πάουντ υπό το πρίσμα νέων μεταφράσεών του, ενώ η κατακλείδα θα περιλαμβάνει έναν φόρο τιμής στον Ανδρέα Κάλβο, από ποιητές και ποιήτριες, που θα διαβάσουν «αποκρίσεις» στο έργο του. Η επιλογή Πάουντ και Κάλβου δεν είναι φυσικά τυχαία: «Ο Πάουντ μάς διδάσκει πολλά πράγματα, που ακόμη και όσοι δηλώνουν πως τον εκτιμούν, ξεχνούν: την πρώτιστη αξία της μουσικότητας στην ποίηση· μαζί με τον στοχασμό που δεν διστάζει να συνδυασθεί με το παίγνιο· και μαζί με τον γόνιμο διάλογο με άλλες γλώσσες, εποχές, και πολιτισμούς» λέει ο Ιωαννίδης.

Η ενασχόληση με τον Κάλβο δεν ακούγεται λιγότερο ενδιαφέρουσα: «Το εγχείρημα μοιάζει παρακινδυνευμένο», συνεχίζει ο ποιητής, «αλλά οι καρποί των δύο πρώτων δοκιμών, με την Ντίκινσον το 2015, τον Εγγονόπουλο το 2017, ενθαρρύνουν και ερεθίζουν. Και οι τρεις ποιητές, πέρα από το άκρως χαρακτηριστικό τους ύφος, συνιστούν τρεις διακριτούς "κόσμους". Η καταβύθιση λοιπόν, στο σύμπαν τους, με σκοπό να αναδυθούν από εκεί νέα ποιήματα, μπορεί να είναι τόσο γόνιμη όσο κάθε απομάκρυνση ενός καλλιτέχνη από το "εγώ" του».

Καλά όλα αυτά, είναι όμως η εποχή μας, όπως συχνά επισημαίνεται, ευνοϊκή για ποιητικές εκδηλώσεις; «"Οι δυσμενείς συνθήκες δεν ευνοούν την ποίηση": να ένα ψεύδος που αναρωτιέμαι τι εξυπηρετεί» αποκρίνεται ο Ιωαννίδης. «Και καλή ποίηση γράφεται σε δύσκολους καιρούς (πότε έγραψε ο Σολωμός ή η Αχμάτοβα;), και η καλή ποίηση μπορεί να βοηθήσει εμάς που τη διαβάζουμε σε κρίσιμες περιόδους της ζωής μας».

Είναι κάτι που ο Ιωαννίδης το βλέπει και στο κοινό του «μτλγ», σε ανθρώπους που, κατά δήλωσή τους, πριν βρεθούν εκεί, ένιωθαν πως «δεν καταλαβαίνουν» ή «δεν αγαπούν» την ποίηση. Για εκείνον είναι απολύτως φυσικό η καλή ποίηση να έχει απήχηση: «Γιατί καλή ποίηση δεν είναι ούτε η λεκτική επιδειξιομανία, ούτε η επιφανειακή ψευδοφιλοσοφία με "ωραίες εκφράσεις", ούτε η "εφηβική" εξομολόγηση με γλυκερές κοινοτοπίες, ούτε η πολιτική συνθηματολογία με συναισθηματική φόρτιση. Το καλό ποίημα, όπως και η καλή ταινία, η καλή φωτογραφία, κ.ο.κ., είναι, απλούστατα, μια δυνατή εμπειρία ζωής: σε καθηλώνει για να σε αναπτερώσει· επιτρέποντάς σου, επιβάλλοντάς σου να ακούσεις και να δεις πράγματα που νόμιζες ότι δεν γνωρίζεις ή ότι δεν υπήρχαν καν».

 

~  Συνέντευξη στον Νικόλα Ζώη για "ΤΑ ΝΕΑ", που δημοσιεύθηκε στις 18-19 Νοεμβρίου 2017. Η φωτ. της Έμιλυ Ντίκινσον συνόδευε την δημοσίευση.

6.1.17

"Όταν ακούω για την κρίση της ποίησης ή την ποίηση της κρίσης, ..."


 

 

 

 

 

 

 

 

... σκέφτομαι ότι η κρίση είναι η διπλή καταγωγή της ποίησης. Εσωτερική κρίση γεννά κάθε καλλιτεχνικό ερώτημα – και κρίση συνιστά η ‘απάντησή’ του μέσω της γλώσσας. Αν κρίση πάντα γεννά την ποίηση, για κρίση πάντα θα μιλά κι αυτή.

Και «η κρίση που περνά η ποίηση σήμερα»; Αν η ποίηση εμφανίζεται να περνά σήμερα ‘κρίση’ («δεν γράφεται πια καλή ποίηση», «έχει χάσει την επαφή της με το κοινό»), η ευθύνη βαραίνει κυρίως εκδότες και κριτικούς. Όσους εκδότες δεν κρίνουν πλέον τι θα τυπώσουν και γιατί, και όσους κριτικούς δεν κρίνουν (ίνα μη κριθούν). Κακή ή αδιάφορη ‘ποίηση’ γραφόταν και θα γράφεται πάντα: αυτο-έκφραση που δεν αφορά παρά τον εκφραζόμενο (που δεν μπορεί να ονομαστεί «ποιητής») – αναφαίρετο δικαίωμα όλων, αλλά πράξη διακριτή απ’ την τέχνη. Όμως, παλιότερα, οι αυτο-εκδόσεις γραπτών που δεν περνούσαν από κρίση, δεν γίνονταν από επώνυμους, σοβαρούς εκδότες. Και υπήρχαν αρκετοί σεβαστοί, και στο πλατύ κοινό, κριτικοί, με μόρφωση και επαρκείς αποστάσεις από την ‘αγορά’ που τους εξασφάλιζαν ανεξαρτησία και, άρα, αξιοπιστία.

‘Οσο για την «ποίηση της τωρινής κρίσης»: κακώς αναμένονται (κι επιβραβεύονται) τα ταχέως παραγόμενα, προφανή και εύληπτα – χαρακτηριστικά άσχετα με την τέχνη. Δεν είναι «ποίηση της κρίσης» –γιατί δεν είναι ποίηση– οι μπροσούρες διαμαρτυρίας ή τα ‘άμεσα’ κείμενα για σημαντικά κι επείγοντα προβλήματα. Η «ποίηση της κρίσης» προηγήθηκε του αιτήματος γι’ αυτήν, και (θα) συνεχίζει υπαινικτικότερα και αφανέστερα απ’ ό,τι της ζητείται. Θέτω, προς τούτο, στην κρίση σας τα εξής πειστήρια: Ορφέας Απέργης, Υ, 2011: προσεκτική, εξαντλητική ανατομία του υποβάθρου της «ελληνικής κρίσης». Πιο ευσύνοπτα: Στέργιος Μήτας, Έμμετρη Φυσική Ιστορία των Θεάτρων, 2013. Αριστοτεχνικές παραβολές: Λένια Ζαφειροπούλου, Paternoster Square, 2012∙ Σαμσών Ρακάς, Αδράξτε τη νύχτα, 2014. Πολ(ιτικ)η και κρίση: Μαρία Τοπάλη, Οι λέξεις μου, 2015. Απεικόνιση, θρήνος και σχοινοβασία επί της καταγγελίας (δίχτυ, ο Γκίνσμπεργκ): Γιώργος Πρεβεδουράκης, Κλέφτικο, 2013.

 

~ Η απάντησή μου στο αφιέρωμα των "Προσώπων" ("ΤΑ ΝΕΑ", 6 Ιανουαρίου 2017) περί ποίησης και κρίσης, σε επιμέλεια του Δημήτρη Δουλγερίδη. Συμμετείχαν επίσης οι: Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Στέργιος Μήτας, Μαρία Τοπάλη, Ορφέας Απέργης και Δημήτρης Λεοντζάκος. 

(Η εικόνα συνόδευε την δημοσίευση.)

 

1.1.17

Γράμμα στον Φλας

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αγαπητέ Φλας,

Θ' αναρωτιέσαι ίσως τι απύθμενο θράσος κινεί έναν γατόφιλο ν' αποτολμήσει ν' απευθυνθεί στο γαλαζοαίματο κόκερ σπάνιελ μιας ποιήτριας. Σπεύδω, πάντως, να σε βεβαιώσω αμέσως πως, παιδί, σαν σχεδιαζόταν η μετακόμισή μας από το κέντρο της πόλης σε εξοχικό προάστιο, μόνο ένα κανελί αδελφάκι σου ήθελα ν' αποκτήσω (κι ας μη συνέβη αυτό ποτέ). Μα όταν, πιο πρόσφατα, έπιασα τη «βιογραφία» που σου αφιέρωσε η Βιρτζίνια Γουλφ (εμπνευσμένη από τον δικό της Πίνκερ, δώρο, το 1926, της λατρευτής της Βίτας), διόλου δεν ανέμενα ότι το ύψος του δικού σου βλέμματος θα της χάριζε την ελευθερία να μιλήσει με τόλμη και απλότητα, χάρη ελαφράδας μα κι επίμονη πεποίθηση, για τη ζωή και την τέχνη.

Εσύ, ο πιστός σύντροφος της φιλάσθενης Ελίζαμπεθ Μπάρετ, που θα ξυπνήσει το αίμα της ο φλογερός ποιητής Ρόμπερτ Μπράουνιν, θα παντρευτούν κρυφά, κι ευτυχισμένοι πια θα ζήσουνε –θα ζήσετε– στην Ιταλία, έκανες την ποιήτρια να αναρωτηθεί: «Λένε τα πάντα οι λέξεις; Μπορούν να πουν τα πάντα οι λέξεις;» «Ούτε μία από τις μυριάδες αισθήσεις σου δεν υπετάγη ποτέ στη δυσμορφία των λέξεων. Μα παρότι θα ήταν ευχάριστο να συμπεράνουμε ότι η ζωή σου ήταν όργιο ηδονής υπερβαίνον πάσα περιγραφή· να υποστηρίξουμε ότι, ενόσω το μωρό των Μπράουνιν μέρα με την ημέρα μάθαινε και μια νέα λέξη σπρώχνοντας έτσι την αίσθηση λίγο ακόμη μακρύτερα, εσύ επέπρωτο να παραμείνεις εσαεί σ' έναν Παράδεισο όπου οι Ουσίες υφίστανται στην ύψιστη καθαρότητά τους, και η γυμνή ψυχή των πραγμάτων πιέζει το νεύρο γυμνό – τούτο δεν θα 'ταν αλήθεια. Είχες ξαπλώσει σε ανθρώπινα γόνατα και ακούσει φωνές ανθρώπων. Τη σάρκα σου διέτρεχαν ανθρώπινα πάθη· γνώριζες όλους τους βαθμούς της ζήλιας, του θυμού και της απελπισίας».

Κι ωστόσο, καθώς πλησίαζε η στιγμή που θα 'κλεινες τα μάτια σου, «ήτανε λες και τα πανίσχυρα πνεύματα της αλήθειας και του γέλιου να σου ψιθυρίζαν. Να μην είσαι τίποτε – μήπως δεν είναι αυτή, εν τέλει, η πιο ικανοποιητική κατάσταση στον κόσμο όλον; Αληθής ο φιλόσοφος που έχασε το τρίχωμά του, μα απελευθερώθηκε από τους ψύλλους».”

 

~

Η επιστολή απευθύνεται στον ήρωα του βιογραφικού αφηγήματος Φλας (1933) της Βιρτζίνιας Γουλφ. Τα αποσπάσματα μετέφρασα ο ίδιος. Δημοσιεύθηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών", 12.1.2017, στην στήλη του "ΒΙΒΛΙΟΣΤΑΤΗ" "Γράμμα σ’ έναν (λογοτεχνικό) ήρωα", σε επιμέλεια του Μισέλ Φάις, με τίτλο (της σύνταξης) "Τη σάρκα σου διέτρεχαν ανθρώπινα πάθη". Στην εικόνα, το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης, με εικονογράφηση της αδερφής της Β.Γ., Βανέσσας Μπελλ.

9.8.15

500 λέξεις



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

- Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;

 

Δίδυμες στοίβες. Τρέχουσα συντροφιά: τα ποιήματα του Ρίλκε (κατ' ανάγκην στα γαλλικά). Staying alive, ποιητική ανθολογία του Neil Astley. Πεντζίκης,  Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής. Σταθερή παρηγοριά: οι επιστολές και τα ημερολόγια της Γουλφ, τα κείμενα του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου. Εξίσου σημαντικά, ωστόσο, με τα βιβλία 'του προσκέφαλου', αυτά 'του λεωφορείου': Ρόμπιν Όζμπορν, Η γένεση της Ελλάδας (1200-479 π.Χ.). Άλασταιρ Σουκ, Ανρί Ματίς – δεύτερη ζωή.

 

- Με ποιον συγγραφέα θα θέλατε να δειπνήσετε;

 

Αντί δείπνου, θα επιθυμούσα να ετοιμάσω και να μοιραστώ, στο σπίτι της στο 'Ερημο Βουνό, ένα γεύμα με την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Και, στον κήπο τού Hogarth House, τσάι απογευματινό με την Βιρτζίνια Γουλφ.

 

- Ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που σας έκανε να θυμώσετε;

 

Δεν θυμώνω με βιβλία. Με ενοχλεί, όμως, η προχειρότητα, ο λεκτικός εντυπωσιασμός, η ανεπεξέργαστη 'αυτο-έκφραση' που περνιέται για τέχνη, και άλλα – όταν δημοσιοποιούνται, όχι πάντα με αποκλειστική ευθύνη των συγγραφέων τους.

 

- Και το τελευταίο που σας συγκίνησε;

 

Οι επιστολές του Τσέχοφ.

 

- Ποιο κλασικό βιβλίο δεν έχετε διαβάσει και ντρέπεστε γι’ αυτό;

 

Αν σκοπός της ανάγνωσης είναι η απόλαυση, πώς να ντραπείς αν τυχόν χάσεις κάποιαν; Να λυπηθείς, ενδεχομένως. Ελπίζω, πάντως, να τελειώσω κάποτε τον Προυστ, και να ξαναδιαβάσω όλη την Γιουρσενάρ και τον Μπόρχες.

 

- Δυο λόγια για το τελευταίο σας ποιητικό βιβλίο;

 

Τελευταίο εκδοθέν, ο Ακάλυπτος – δίχως την προστασία Σωσιβίου. γύρω από το προσωπικό, ανοίγεται χώρος για να εμφανισθούν και να ξαναχαθούν –για λίγο ή για πάντα– ποικίλα έντομα και άλλα ζώα, παιδιά, παιχνίδια, εικόνες και φράσεις από τ' απέναντι –ή αλλοτινά– μπαλκόνια. Τελευταίο ολοκληρωθέν βιβλίο, η υπό έκδοση Πολωνία: το ποιητικό συμβάν αναδύεται από την ξένη Ιστορία και τις ξένες ιστορίες – και η μεν και οι δε, πολύ πιο δικές μας απ' όσο φανταζόμαστε.

 

- Η ποίηση σε χαλεπούς καιρούς έχει νόημα;

 

Αν ρωτάτε για το νόημα της ίδιας της ποίησης, απαντώ πως δεν καθορίζεται από τον καιρό που αυτή γράφεται, αλλά από την συνάντησή της με την εκάστοτε αναγνώστριά της. Αν, πάλι, ρωτάτε τι νόημα έχει να γράφει κανείς ποίηση σε “χαλεπούς καιρούς”,  αναζητήστε τις συνθήκες που γέννησαν όσα ποιήματα αγαπάτε.

 

- Έχετε facebook; Εμπλουτίζει ή διασπά την εργασία σας;

 

Εφαρμόζοντας τα ίδια κριτήρια που απαιτούνται οπουδήποτε αναζητούμε την ποίηση –σε έντυπα, στο διαδίκτυο, σε τετράδια φίλων ή λόγια αγνώστων– γίνεται και το facebook χώρος ανακαλύψεων. 'Μπήκα' εκεί για να διευκολύνω την ενημέρωση όσων πιθανώς ενδιαφέρονται για το “μτλγ”, του οποίου η διαρκώς διευρυνόμενη κοινότητα δικαιώνει τον σκοπό: ν' ακούγονται τα ποιήματα με την φωνή όσων τα έγραψαν, ή, για την ξένη ποίηση, στο πρωτότυπο και στα ελληνικά. Με την ευχή να βγει αληθινός ο Τέλλος Άγρας: οι λέξεις να ξαναβρούν το “ειδικό βάρος ενός μικρού φυσικού φαινομένου”.

 

* 

 

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης δημοσιεύει ποιήματα και μεταφράσεις από το 1995. βιβλία: Το σωσίβιο (Καστανιώτης, 2008), Ακάλυπτος (Καστανιώτης, 2013). Είναι υπεύθυνος για την ποίηση στο περιοδικό “The Books' Journal”, και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού “Φάρμακο”. Επιμελείται τις μηνιαίες ποιητικές αναγνώσεις, “Με τα λόγια (γίνεται)” [“μτλγ”].

 

~ Δημοσιεύτηκε στις 9 Αυγούστου 2015 στην "Καθημερινή". 

 

1.6.13

δεν έχω πολλήν πεποίθησιν περί της απολύτου αξίας ενός συμπεράσματος













Τον πρωτοδιάβασα παιδί: ακόμη θυμάμαι τη δίτομη έκδοση του Γ.Π. Σαββίδη να κυκλοφορεί στο σπίτι. Ευτυχώς, δηλαδή, οι πρώτες αναμνήσεις μου δεν προέρχονται από το σχολείο: είχα προλάβει να γνωρίσω από πριν όλα τα ποιήματά του, ακόμη και τα ώριμα «νεκρικά», φερειπείν. Έτσι, δεν αποθαρρύνθηκα από τον, ως επί το πλείστον, ηθικολογικό, ‘προτρεπτικό’ ή ενδεχομένως και –ας μου επιτραπεί ο όρος– ολίγον μελό Καβάφη που κυρίως μας πρότειναν τα αναγνωστικά: τον Καβάφη των «Κεριών» ή των «Γέρων», για παράδειγμα…

Το καλό με τον Καβάφη είναι ότι δεν υφίσταται πλέον το ερώτημα εάν ήταν ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα – ήταν, τελεία. Τούτου δοθέντος, αν είχε κανείς κέφι, θα μπορούσε ίσως και να προτείνει το εξής απλουστευτικό παίγνιο: θεωρώντας αυτόν και τον Σολωμό γεννήτορες της νεοελληνικής ποίησης, να εντοπίζει από τι ποσοστό του ενός και τι του άλλου ‘προκύπτει’ καθένας από τους Έλληνες ποιητές που έπονται. Αλλά, για να επιστρέψουμε στον Καβάφη, το ότι το ερώτημα «πόσο σημαντικός ήταν;» δεν υφίσταται πλέον,  μας δίνει το δικαίωμα και την ελευθερία να διαλέξουμε ο καθένας, είτε ως αναγνώστης, είτε και ως τεχνίτης, όσα μας ενδιαφέρουν ή και μας βοηθούν. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι πλέον διαθέτουμε σε βιβλία, αφενός όλα τα ‘τελειωμένα’ του ποιήματα –αναγνωρισμένα, αποκηρυγμένα, ‘κρυμμένα’– και, αφετέρου, τα ‘ατελή’ – τα οποία, όπως εκδόθηκαν, κάθε άλλο παρά ατελή είναι. Αφήνω που και κάποια απ’ τα πεζά του μπορούμε σήμερα να τα διαβάσουμε ως ποιήματα – εννοώ, δηλαδή, πέρα από τα ποιητικά πεζά του: π.χ., αίφνης, το ‘δοκιμιακό’ «Το κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν». Ίσως να μας βοηθά σ’ αυτό ο αναδρομικός ‘φωτισμός’ του ελληνικού υπερρεαλισμού, αν όχι και μια κάποια μεταμοντερνιστική ‘ευρυχωρία’. Συνεπώς, μπορεί κανείς σήμερα να διατρέξει όλη την παραγωγή του Καβάφη και να φτιάξει την προσωπική του ανθολογία –η δική μου, για παράδειγμα, περιέχει καμμιά 65αριά ποιήματα–, και, αν το επιθυμεί, επειδή τόσα τεκμήρια της ποιητικής πορείας του Καβάφη είναι πια εμφανή, να μαθητεύσει κιόλας στην εξέλιξή του: στο πώς έγινε, δηλαδή, εντέλει, αυτός που σήμερα θεωρούμε «Καβάφη».

Για τους υπόλοιπους μεγάλους Έλληνες ποιητές, δεν είμαι βέβαιος ότι διαθέτουμε αποκηρυγμένα ποιήματά τους. Μπορούμε να διαβάσουμε νεανικά ποιήματα – αλλά, για παράδειγμα, η πρώτη εμφάνιση του Σεφέρη, η –ας την πούμε– λυρικότερη, είναι ήδη Σεφέρης ατόφιος. Ενώ στον Καβάφη, παρακολουθούμε αυτήν την δραστική αλλαγή τεχνοτροπίας, αλλά και την απομάκρυνση από τα κλισέ που τον βάραιναν στην νεότητά του.

Δεν είμαι φιλόλογος για να προσθέσω κάτι σε όσα έχουν εξαντλητικά ειπωθεί για την γλώσσα του Καβάφη. Αλλά βρίσκω ενδιαφέρον έως συγκινητικό να ανακαλύπτουμε και στα πεζά του την αγάπη του για την βυζαντινή ποίηση και τα δημοτικά τραγούδια, που εκείνη την εποχή τούς δίνεται για πρώτη φορά επαρκής φιλολογική προσοχή. Έτσι, κάποια πεζά του μοιάζουν να μας ενημερώνουν για τον όγκο μελέτης και προσωπικής εργασίας που υποστήριξαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το ποιητικό του έργο.

Όσον αφορά τα αντικειμενικά τεκμήρια της –ελληνικής και διεθνούς– απήχησής του, μπορούμε, νομίζω, με αρκετή ασφάλεια να εικάσουμε ότι η διάδοση των ποιημάτων του μέσω αναλύσεων και μεταφράσεων θα συνεχιστεί. Όσον αφορά, τώρα, πιθανούς υποκειμενικούς –προσωπικούς για τον κάθε αναγνώστη– λόγους για την απήχηση αυτή, τα θέματα των ποιημάτων του και η οικειότητα της φωνής του –αυτό που ο Ελύτης ατυχώς, νομίζω, προσπάθησε να του προσάψει ως “πεζολογία”– ίσως και να αρκούν για να την εξηγήσουν, αλλά και για να εγγυηθούν την διάρκειά της.

Φαντάζομαι ότι έναν δόκιμο μεταφραστή του Καβάφη, το γλωσσικό του ιδίωμα θα τον συναρπάζει την ίδια στιγμή που τον τρομοκρατεί: αυτό το μοναδικό χαρμάνι, που είναι λίγο καθαρεύουσα, λίγο καθομιλουμένη, κωνσταντινουπολίτικα, μια τζούρα αιγυπτιώτικα ελληνικά. Ένα, λοιπόν, αναπόφευκτο κριτήριο για την αξία μιας ξένης μετάφρασης δεν μπορεί παρά να είναι και η απόδοση μιας κάποιας γλωσσικής ‘παραξενιάς’, σε οιαδήποτε γλώσσα. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι στις αγγλικές και γαλλικές μεταφράσεις –των Κήλυ και Σέραρντ, και της Γιουρσενάρ, αντιστοίχως– που εν πολλοίς θεμελίωσαν την διεθνή δημοφιλία του Καβάφη, δεν υπήρξε τέτοια προσπάθεια μεταφοράς αυτής της ιδιοτυπίας, όσο μιας τίμιας απόδοσης του νοήματος.

Το πλεονέκτημα του Καβάφη είναι η πολυπρισματικότητά του, η οποία εμπλουτίζεται όσο σταδιακώς δημοσιεύονται τα κατάλοιπά του. Για παράδειγμα, έχουμε συνηθίσει να ακούμε –αν όχι κυρίως, πάντως πολύ συχνά– για την στοχαστικότητα και την περίσκεψη που τον χαρακτηρίζει. Αλλά μήπως θα ήταν χρήσιμο –και απολαυστικό– να αναζητήσουμε προσεκτικότερα και τον Καβάφη που «εσωτερικώς γελά και αστειεύεται πολύ»; Ή που «δεν έχει πολλήν πεποίθησιν περί της απολύτου αξίας ενός συμπεράσματος»; Ή τον Καβάφη του οποίου, όπως γράφει κάπου, η αγαπημένη εποχή είναι το καλοκαίρι – μια δήλωση τόσο αντίθετη με την εικόνα ενός ‘φθινοπωρινού’ Καβάφη του μισόφωτος, κλεισμένου σε μια κάμαρα. Ακόμα και η έννοια του παιχνιδιού θα μπορούσε να ταιριάξει σε πολλές πτυχές της ζωής και του έργου του: στον τρόπο που ανασυνέτασσε τα ‘φυλλάδιά’ του, π.χ., ή στο πώς επέλεγε ποια ποιήματα θα στείλει σε ποιον. Ευτυχώς, υπάρχουν, πλέον, πολλά δεδομένα διαθέσιμα που μας επιτρέπουν να διαμορφώσουμε τεκμηριωμένη μεν, προσωπική και αδιαμεσολάβητη δε, άποψη για το έργο του. Και να το απολαύσουμε ο καθείς κατά τον τρόπο του.

Για τον Καβάφη, λόγια που προέκυψαν κατά την διάρκεια μιάς συνομιλίας με τον Δημήτρη Δουλγερίδη, τον οποίο και ευχαριστώ. Αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στο σχετικό αφιέρωμα της εφημερίδας "Τα Νέα", την 1η Ιουνίου 2013.

[φωτ.: π.ι., v.2010]

16.1.10

οι πικροδάφνες του παπατσώνη



Θα προσπαθήσω να ερμηνέψω τα ανερμήνευτα [...] Τώρα είναι καλοκαίρι. Βαρύ κι επίμονο. [...] Αβάσταγες τραβάνε οι μέρες, δημιουργώντας την ερημιά μας. [...] Οι νύχτες όμως [...] κερδίζουν γιά μας, είτε από καλωσύνη τους, είτε τυφλά έτσι, [...] κάποια εξαφάνιση της ερημιάς. [...] Τώρα λοιπόν, στο τριπλό τούτο πλέγμα, τ' όνειρο, το θαύμα, κι εμάς, παραδομένους στον κοσμογεννητή τον ύπνο μας, γίνεται κάτι [...] σ' εκείνο το πλασμένο από άγνωστη ουσία τοπίο [... :] οι σκιές [...] χωρίς να σβήνουν το παρόν, στρίβουν τη ροή του γιά κει που πρέπει. Μας ξαναπάνε στον ανθοβολώνα, στις πικροδάφνες. [...]


Αυτό το ποίημα του Παπατσώνη, το σφιχτοπλεγμένο κι αλλόκοτο –όπως όλα τα καλά ποιήματά του– που με αναγκάζει να το διαβάσω ξανά και ξανά, διόλου διώχνοντάς με με την στρυφνότητά του, παρ’ αντιθέτως, ξαναπροσκαλώντας με να διαβώ και να σταθώ, να ξαναπεράσω κομμάτι κομμάτι, προτού επιχειρήσω να συνθέσω πλήρη την ολοένα διαφεύγουσα διαδρομή του, το συνάντησα στον πρόσφατα εκδοθέντα β' τόμο της
Ανθολογίας της Ελληνικής Ποίησης (20ος αιώνας) των Παπαγεωργίου και Χατζηβασιλείου (εκδ. Κότινος, 2009).

Στα ποιητικά άπαντά του, βρίσκεται στην 211η από τις 350 σελίδες – κι εγώ είμαι γιά την ώρα –επιστρέφω στο βιβλίο από καιρού εις καιρόν, προχωρώντας αργά, όπως προστάζει– στην 187:
Το σούρουπο, την ώρα που το σφουγγάρι / τ' ουρανού ρουφάει σιγά σιγά ό,τι ήταν φως / ... Η παράξενη εντύπωση που μου προξενεί η ποίησή του δεν έχει μεταβληθεί από την πρώτη εκείνη ‘σχολική’ συνάντηση με τους «Περιηγητές στη Λειτουργία». Και η αδυναμία μου να τελειώσω έστω μιά πρώτη ανάγνωση όλων των ποιημάτων του εντείνει την αίσθηση ανεκπλήρωτου ‘καθήκοντος’ που συνοδεύει την σταθερή επιθυμία.

Ίσως, εν μέρει, αυτές οι πικροδάφνες –αυτό το οικείο κι ανοίκειο τοπίο– να είναι των καλοκαιριών της παιδικής μου ηλικίας: στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι, άσπρες και ρόδινες, τις είχε φυτέψει η γιαγιά μου, εναλλάξ με ελιές. Συχνά μου ανέθεταν, όταν η ζέστη άρχιζε να κόβει, καθώς σκοτείνιαζε, το πότισμα: χώνομαι μέσα και κάτω από τα κλώνια τους, το νερό απ’ το χοντρό λάστιχο, ζεστό ακόμα, χτυπάει τό κοκκινόχωμα στους φαρδείς λάκκους, οι μυρωδιές ανακατώνονται: το χλώριο του καλοκαιρινού νερού, ο πηλός, η πίκρα των φύλλων, το λίγωμα των λουλουδιών.

Κι είναι κι ο ύπνος, βέβαια.



[Tο κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην 'Kαθημερινή', 9.i.2010. Φωτ.: Π.Ι., viii.09.]

6.12.08

μιά [μη;] τυχαία συνάντηση



Στο ταξίδι –αρχές Νοεμβρίου– θέλησα να πάρω μαζί μου ένα λιγότερο ογκώδες βιβλίο απ’ αυτό που ήδη διάβαζα. Στράφηκα στο ράφι με τα «Αδιάβαστα / Επείγοντα»: το A chance meeting της Rachel Cohen περίμενε υπομονετικά καναδυό χρόνια. Είχα πρωτοσυναντήσει αυτήν την αλυσίδα «τυχαίων [ή όχι και τόσο] συναντήσεων» μεταξύ Αμερικανών καλλιτεχνών σ’ έναν πάγκο του λονδρέζικου “Foyles”: η παρουσία πολλών αγαπημένων ονομάτων –Χένρυ Τζαίημς και Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Έντουαρντ Στάιχεν και Ρίτσαρντ Άβεντον– την έκανε αμέσως ακαταμάχητα θελκτική. Στην επιλογή της, όμως, την συγκεκριμένη στιγμή, ως αναγνωστικής συντροφιάς, ίσως, υποσυνείδητα, να οδήγησε και η ανάγκη ενός ‘φυλαχτού’ –τάμα και ξόρκι μαζί– γιά τις επικείμενες αμερικανικές εκλογές. Και η ευχή, η απολαυστική καταβύθιση στον κόσμο που έφτιαξαν μέσα σ’ έναν αιώνα –από το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου, μέχρι το τέλος του αμερικανικού απάρτχαιντ– άνθρωποι που δεν ασχολούνταν μόνο με την τέχνη τους –άντρες και γυναίκες, λευκοί και μαύροι– αλλά και συνομιλούσαν, όταν δεν τα συνδιαμόρφωναν, με τα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα του καιρού τους, επηρέαζοντας όχι μόνο τη χώρα τους, αλλά και την Ευρώπη, με την οποία είχαν δεσμούς στενούς –ενίοτε και αίματος– όσο και αμφίθυμους – η ευχή, η καταβύθιση στον κόσμο αυτόν να λειτουργήσει συγχρόνως ως μαγική επίκληση της αναζωπύρωσής του, και ως θωράκιση έναντι του συνεχιζόμενου ακρωτηριασμού του.

Στην πτήση, την απόλαυση άρχισε να μετρά αυτοσχέδιος σελιδοδείκτης από ωραία φωτογραφία του περιοδικού της αεροπορικής εταιρείας. Την επομένη της προσγείωσης, και πριν αυτός καλά καλά αγγίξει την σελίδα 60, το απευκταίο είχε αποφευχθεί. Η εκλογή του Ομπάμα –έστω μένοντας στο ανυπολόγιστο συμβολικό βάρος της– δικαίωνε και την αισθαντική δημοκρατικότητα του Γουώλτ Γουίτμαν, και το δημιουργικό θράσος της Γερτρούδης Στάιν – αγαπημένης φοιτήτριας, στην Ψυχολογία, του Γουίλλιαμ Τζαίημς. Και την μαχητικότητα του –έτερου αγαπημένου φοιτητή του Γ.Τ.– μαύρου διανοούμενου W.E.Β. Du Bois, και την πρωτάκουστη λαϊκή εντοπιότητα του Μαρκ Τουαίην – τον οποίο θαύμαζε και προέβαλλε σθεναρά ο πατρίκιος των βοστονέζικων γραμμάτων, William Dean Howells, αδελφός εν γραφίδι του Χένρυ Τζαίημς.

Η ευχή ευοδώθηκε – ας χαρούμε λοιπόν όσο προλάβουμε. Γιατί, όπως πίσω από τον Χένρυ Τζαίημς κρύβονται από πάντα δεκάδες συγγραφείς «της προθήκης του ταμείου του σουπερμάρκετ», έτσι –και πολύ χειρότερα– πίσω από κάθε Ομπάμα (συμβολικό ή πραγματικό, δεν έχει εδώ σημασία), καραδοκούν άραγε ποιός ξέρει πόσες ακόμα Σάρα Παίηλιν.



[στην φωτογραφία: αριστερά η ποιήτρια elizabeth bishop, δεξιά o συγγραφέας και ακτιβιστής w.e.b. du bois. το κείμενο δημοσιεύτηκε στην καθημερινή, 6.12.2008]