Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "το σωσίβιο". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "το σωσίβιο". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

7.6.11

το σωσίβιο στο κουτί



























την τρίτη, 7 ιουνίου 2011, στις 21:00, στην εκπομπή "βιβλία στο κουτί" (ετ1) των κατερίνας σχινά, βαγγέλη χατζηβασιλείου και μανώλη πιμπλή, σε σκηνοθεσία της πέννυς παναγιωτοπούλου, διαβάστηκαν δύο ποιήματα από το σωσίβιο: ο "κήπος" και η



Αρχή του χειμώνα


Τα δέντρα είχαν σταθεί στη σειρά
η βροχή δεν ερχόταν
Το φθινόπωρο σήκωνε επανάσταση μέσα στα φύλλα

Από ψηλά, φαινόταν καθαρά πως εννιά δέντρα
κρατούσανε ένα χλωρό τετράγωνο
βαστούσαν ακόμα στη σκιά τους
ένα κομμάτι καλοκαιριού

Όμως εκεί άγγελοι του χειμώνα
ήρθαν δυο αγριοπερίστερα
με το λευκό περιδέραιο πάνω στο ρόδινο λαιμό

Εκεί, σχεδίασαν τη ζωή τους μαζί
στο τέλος του καλοκαιριού στην αρχή του χειμώνα



[φωτ.: π.ι., v.2011]

24.1.11

πάλι πάλι














"πάλι", ένα ποίημα από το σωσίβιο, που μελοποίησε και τραγούδησε ο ντάνης τραγόπουλος


[φωτ.: εικόνα από το βίντεο του ντάνη τραγόπουλου]

8.11.10

"το κερί" _ ντάνης τραγόπουλος



ο ντάνης τραγόπουλος μελοποίησε και τραγούδησε το "κερί" από το σωσίβιο
ο ίδιος έφτιαξε και το βίντεο, χρησιμοποιώντας φωτογραφίες του π.ι.

8.4.10

"συνάντηση στο ποίημα" @ 'container', θεσσαλονίκη



το ‘container’ υποδέχεται
μιά
συνάντηση στο ποίημα


την τρίτη 20 απριλίου, στις 21:00, στο ‘container’ [ν. φωκά 8, θεσσαλονίκη _ τηλ 2310269187 / 6947600519]


ποιήματα από το σωσίβιο, αδημοσίευτα, μεταφράσεις -και μερικές εκπλήξεις- με την φωνή του ντάνη τραγόπουλου και του παναγιώτη ιωαννίδη

μιά φράση ενός ποιητή προσπαθεί εις μάτην να συναντήσει το ποίημα ενός άλλου. δυό φίλοι ποιητές συναντιούνται και χωρίζουν, ξανά και ξανά. μια εικόνα κάνει χρόνια μέχρι να συναντήσει τις λέξεις που θα την πουν. το θαυμαστό συναντά το καθημερινό – που προσπαθεί να το συγκρατήσει



[φωτ.: π.ι.]

27.4.09

συνάντηση στο ποίημα

Την Δευτέρα, 11 Μαΐου 2009, 7:30 μμ, στο '104', Κέντρο Λόγου και Τέχνης των Εκδόσεων Καστανιώτη:

συνάντηση στο ποίημα

Από το Σωσίβιο
διαβάζουν τέσσερεις φίλοι: Αντώνης Βολανάκης, Σπύρος Γιανναράς, Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Παναγιώτης Ιωαννίδης.

[104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης, Θεμιστοκλέους 104, Αθήνα , 210 3826185]

18.3.09

ξανά / ο κήπος





Το Σωσίβιο ξανάπεσε στο νερό (εκδόσεις Καστανιώτη, 'β' έκδοση', 2009):


Ο κήπος

Αυτός ο άνθρωπος 
ήταν για εκείνον τον άνθρωπο 

Όπως το ποντισμένο άγαλμα για το νερό
ο αέρας για το απλωμένο ρούχο

Τα σώματά τους ήταν χώμα και νερό 

του ίδιου κήπου Αλλά ο αέρας έσκισε το ρούχο
– η πέτρα φαγωμένη απ’ το νερό

Ο κήπος μόνο παραμένει


Άκαρπος – όμως κάθε πρωί

βρίσκει το χώμα νοτισμένο

Ο κήπος περιμένει




[φωτ.: λεπτομέρεια από το χαρακτικό της Monika Zawadzka που κοσμεί το εξώφυλλο]

12.12.08

Ανατροφή ενός νέου ποιητή


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Ανάμεσα σε σύρματα και πικροδάφνες περιπολούμε την ανία τη σιωπηλή οργή τη θλίψη της σκοπιάς μέσα στο δάσος» γράφει ο Παναγιώτης Ιωαννίδης στο «Σωσίβιο» (εκδόσεις Καστανιώτη). Μίλησε στον Μ. Ηulot για τις επιρροές του και το κοινό «αίτημα» που έχει από την ποίηση και τη φωτογραφία.

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης, γεννημένος το 1967 στην Αθήνα, όπου και ζει, με σπουδές στη Βιολογία και στην Εκπαίδευση, εμφανίστηκε με δημοσιευμένα ποιήματά του το 1996 στην «Οδό Πανός». Δώδεκα χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο Το σωσίβιο(εκδ. Καστανιώτη). Είχαν μεσολαβήσει ποιήματα και μεταφράσεις ποιημάτων (Seamus Heaney, Thom Gunn, Robert Creeley, Andrew Motion) στα περιοδικά «Ποίηση», «Πλανόδιον», «Νέα Εστία» και «αντί», η παρουσίαση των ποιημάτων του στη σειρά εκδηλώσεων «16 Νέοι Έλληνες Ποιητές» της θεατρικής εταιρείας Πράξη το 1997, και το Β' Βραβείο Ποίησης στην «Α' Συνάντηση Νέων Δημιουργών (Σχολή Βακαλό)» το 1998. Προ δύο εβδομάδων, ο Βασίλης Διοσκουρίδης έλεγε στην (ηλεκτρονική έκδοση της) LifO: «Ο Πούσκας, ένας μεγάλος Ούγγρος παίκτης και προπονητής του Παναθηναϊκού, είχε πει ότι ο ποδοσφαιριστής πρέπει να έχει 15% ταλέντο, 35% προπόνηση και 50% να ξέρει τι σκέφτεται την ώρα που μπαίνει στο γήπεδο. Αν αυτό το απομακρύνετε από το ποδόσφαιρο και το πάτε στη λογοτεχνία, το ίδιο συμβαίνει με έναν ποιητή ή έναν πεζογράφο. Δεν είναι πρώτο και κυρίαρχο το ταλέντο... (Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης στο Σωσίβιο) έχει ταλέντο, προπονείται και ξέρει τι σκέφτεται ή τι θέλει να πει, όταν το κονδύλι του ακουμπά το χαρτί».

Η συνομιλία μας έγινε την επομένη της κυκλοφορίας εκείνου του τεύχους - στον ενικό, μιας και γνωριζόμαστε χρόνια, χάρη στη μουσική.

Πώς σου ακούστηκαν τα λόγια του Βασίλη Διοσκουρίδη; 

Νομίζω πως το μόνο που μου επιτρέπεται να πω είναι ότι, για κάποιον που έχει πάντα υπάρξει ένα μηδενικό στο ποδόσφαιρο, τα λόγια αυτά είναι διπλά χαρμόσυνα! 

ΣτηνΑνατροφή του ποιητή διακρίνω έναν απόηχο Ελύτη στο στίχο «έξι χρόνια αρκούν για να φτιάξεις τη δική σου αλφαβήτα». Γενικότερα, ποιες είναι οι επιρροές σου;

Ο συγκεκριμένος στίχος προσπαθεί να περιγράψει με ακρίβεια ένα πραγματικό συμβάν: ένα παιδί, που μεγαλώνοντας θα γράψει ποιήματα, απομακρυσμένο από τον πολιτισμό για έξι κρίσιμα χρόνια, σιγά σιγά αλλοιώνει το σχήμα των γραμμάτων, με το δικό του τρόπο. Όσο για τις επιρροές, είναι δύσκολο να τις διαγνώσει κανείς ο ίδιος. Φυσικά, δεν θα μπορούσε κανένας σοβαρός άνθρωπος να τις αρνηθεί. Αλλ' ίσως είναι ευκολότερο να μιλήσεις για έργα ή ανθρώπους που αγαπάς ή θαυμάζεις.

Πες μου τότε για τις αγάπες σου και τους ανθρώπους που θαυμάζεις.

Αν μείνουμε στη νεοελληνική ποίηση είναι -καμιά πρωτοτυπία εδώ!- καιο Σολωμός και ο Κάλβος καιο Καβάφης. Γυρνώντας στα πιο κοντινά μας χρόνια, πιστεύω ότι ο Γκάτσος, ο λεγόμενος «του ενός βιβλίου», δεν έχει ακόμα τη θέση που θα πάρει όταν περάσει ο καιρός. Από την άλλη, και ο Ασλάνογλου επίσης δεν στέκει εκεί όπου ελπίζω ότι θα τον βλέπουμε στο μέλλον. Έπεσε σε μια εποχή που το λυρισμό τον κοιτάγαμε καχύποπτα. Τέλος, φαντάζομαι ότι είναι φυσικό για οποιονδήποτε γράφει σήμερα να είναι αμφίθυμος, ή, εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον επιλεκτικός σε αυτά που αγαπάει -ή που τον βοηθούν- στον Σεφέρη και στον Ελύτη. Νομίζω ότι το εγχείρημα και των δύο και η -σε μεγάλο βαθμό- κατορθωμένη φιλοδοξία τους ήταν όχι μόνο η προσωπική έκφραση αλλά και το πλάσιμο μιας γλώσσας που θα ήταν -ας το πούμε έτσι- και εθνικά ωφέλιμη. Ένα πολύ μεγάλο βάρος, πιστεύω, για να αναληφθεί συνειδητά από οποιονδήποτε. Βέβαια, το ίδιο επεδίωκε και ο Σολωμός - έχω την αίσθηση όμως ότι στον Σολωμό η μη συνειδητή ποιητική ορμή, συχνότατα, και με τη λαμπρότητα που μας τυφλώνει στα γραπτά του, υπερσκέλιζε το σχέδιο που εκείνος κατάστρωνε με τόση προσοχή.

ΈχειςμεταφράσειHeaney, Gunn, Motion, Creeley. Με ποια κριτήρια επιλέγεις τα ποιήματα που μεταφράζεις;

Μεταφράζω μόνο κάτι που, τον καιρό που καταπιάνομαι με αυτό, μου αρέσει τόσο ώστε να με απασχολεί επίμονα και να με κάνει να αποδεχθώ ένα στοίχημα. Να δω αν μεταφέροντάς το στη δική μου γλώσσα, θα εξακολουθεί να με συγκινεί σε παρόμοιο βαθμό. Ή, αλλιώς: αν μπορώ -με χαρά εξαναγκαζόμενος- να βρω στα ελληνικά έναν τρόπο ανάλογο με αυτόν του πρωτοτύπου. Να διερευνήσω, δηλαδή, ως τεχνίτης, τη δυνατότητα χρήσης της δικής μου γλώσσας με διαφορετικούς τρόπους -που βέβαια δεν είναι δικοί μου- υποτασσόμενος σε αυτό που ορίζει το πρωτότυπο και προσπαθώντας να το ακολουθήσω ή να το αντιστοιχίσω με κάτι που να λειτουργεί στα ελληνικά, και να μην ξενίζει, παραπάνω απ' όσο το ίδιο το πρωτότυπο «ξενίζει» εντός της δικής του γλώσσας.

Δεν είναι όμως πάντα άλλο ποίημα το μεταφρασμένο, σε σχέση με το πρωτότυπο;

Εξ ορισμού. Πιστεύω όμως ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθεί κανείς να διατηρήσει πολλά πράγματα από το πρωτότυπο - ακόμα και ως προς το ρυθμό, έστω μετατοπίζοντάς τον σε ρυθμούς που νιώθει αντίστοιχους στα ελληνικά. Ή και τους ίδιους τους φθόγγους, όπως για παράδειγμα τη σκληρή, γεμάτη σύμφωνα γλώσσα του Heaney που ελπίζω ότι και στα ελληνικά καταλήγει να είναι πιο αιχμηρή από την πιο ρέουσα γλώσσα του Gunn, και διακριτή από τη στακάτη γλώσσα του Creeley.

Φωτογραφία, ποίηση, εκφράζεσαι και με τα δύο: τι κοινό μοιράζονται;

Η αλήθεια είναι πως πάει σχετικά λίγος καιρός που ξανάρχισα να ασχολούμαι με τις εικόνες - οπότε ας μη λέμε μεγάλα λόγια. Ωστόσο, εικόνες και ποίηση νομίζω πως μοιράζονται κάτι: αποπειρώνται να απαθανατίσουν μια στιγμή που αλλιώτικα χάνεται ή τέλος πάντων παραμένει στη μνήμη και ενδεχομένως είναι δύσκολο να ανασυρθεί. Επίσης, όμως, μπορούν και οι δύο, χρησιμοποιώντας την πραγματικότητα, να στήσουν μιαν άλλη πραγματικότητα, όπως θα την προτιμούσαμε ή όπως εμείς την εννοούμε. Λέγοντας βέβαια «στιγμή», εννοώ αυτό το πλουσιότατο αίνιγμα που μας αφήνει άφωνους. Χρονικά στιγμιαίο, αλλά στην ανάπτυξή του με λέξεις -που είναι αγώνας από χέρι χαμένος- να σου παίρνει κατεβατό, ενώ με μια εικόνα να μη χρειάζεται καμία επεξήγηση και να παραμένει σύνθετο, φιλόξενο, ανοιχτό.

 

(Συνέντευξη στην )


27.11.08

κατάπλους



03.xii.2008, 19:00-21:00 _ το βιβλιοπωλείο 'ελευθερουδάκη' [πανεπιστημίου 17, αθήνα] και οι εκδόσεις καστανιώτη μας προσκαλούν να υποδεχτούμε το σωσίβιο
[φωτ.: π.ι.]

20.10.08

'το σωσίβιο'

μπλουμ! [στη θάλασσα των... βιβλιοπωλείων]



[το χαρακτικό της monika zawadzka που κοσμεί το εξώφυλλο]

18.10.08

φουσκώνοντας το σωσίβιο

το μελάνι του στέγνωσε. και την δευτέρα, 20 οκτωβρίου, θα ριχτεί στο νερό.

5.9.08

οι ξυλοκόποι της άνοιξης

μ’ αρέσεις γιατί δεν ξέρω πού θα σε βρω
πάντα με τό ’να μισό στο φως
και τ’ άλλο μισό στο σκοτάδι
–διστάζοντας ανάμεσα
στην ομορφιά και την απορία
ανάμεσα σ’ εσένα και το αληθινό σου πρόσωπο–
περιμένεις να πέσω
να διαλέξω επιτέλους
την πλευρά που κι εσύ πια γνωρίζεις
αλλά δεν την πατάς παρά μόνο μαζί μου
*
το σκοτάδι τώρα δυναμώνει
η αγάπη γύρω μας πυκνώνει
δεν αργεί η στιγμή –
θα πέσει από πάνω σου η λεπτή ντροπή
*
γυρνώντας σπίτι σου μεσάνυχτα
μια νεαρή μάνα ζαλισμένη
έπινε ακόμα – χτυπημένο το πρόσωπο
και το παιδί στα χέρια
μάζευε κάθε τόσο το αρκουδάκι του
απ’ το βρώμικο πάτωμα του τραίνου
είπες αυτό η μάνα μου ποτέ
σα φτάσαμε σε χάιδευα ώσπου να ησυχάσεις
κι ύστερα με το σώμα σου
κουλουριασμένο γύρω στο δικό μου
έψαχνα να ταιριάξω μέσα στο κοίλωμα του ύπνου σου
γυρνώντας σπίτι μου την άλλη μέρα
είδα στο δρόμο
τους ξυλοκόπους της άνοιξης
*
λίγες ώρες αργότερα ήδη χάνω το πρόσωπό σου
προσπαθώ να κρατήσω τις ομοιότητες
μα μου διαφεύγει η εικόνα
μερικές φορές καταφέρνω
να σχηματίσω το χαμόγελό σου
πάνω στο κόκκινο πανί της πολυθρόνας
ύστερα με ξαφνιάζουν δυο γραμμές
που κατεβαίνουνε πικρές μέχρι το στόμα
κι άλλοτε νομίζω πως σε βρίσκω
σε ασπρόμαυρες σελίδες
– κοιτάζεις πάνω από τον ώμο
κεντημένον με μια μπλε καρδιά
όταν ξανά μ’ αγκαλιάζεις σε ρωτάω
αν εσύ με θυμάσαι – τότε γυρνάς και με το πρόσωπο
μισό στο φως χαμογελάς
ρώτησέ με ξανά όταν σκοτεινιάσει
[πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'ποίηση' (τ.13, άνοιξη-καλοκαίρι 1999) και περιλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο, το σωσίβιο (εκδόσεις καστανιώτη)]