1.7.17

9 βιβλία για το καλοκαίρι του 2017













ΠΟΙΗΣΗ

~ René Char (μφτρ.: Θανάσης Χατζόπουλος), Φύλλα του Ύπνου, εκδ. Πόλις, 2017, σελ. 173. Στα σκοτάδια μας δεν υπάρχει μια θέση για την Ομορφιά. Όλος ο χώρος είναι για την Ομορφιά. Αυτά λέει το, τελευταίο αριθμημένο, 237ο εδάφιο των Feuillets d'Hypnos του σπουδαίου Γάλλου ποιητή του 20ου αιώνα, Ρενέ Σαρ. Πρόκειται ίσως για το σημαντικότερό του επίτευγμα – και από τα εξέχοντα του 20ου αιώνα. Τέκνο της ποιητικής ακμής τού συγγραφέα και της συμμετοχής του στην Γαλλική Αντίσταση κατά τον Β' Π.Π., αποτελεί υπόδειγμα ποιητικού μεταβολισμού μιας μείζονος κρίσης. Ως εκ τούτου, έχει πολλά να μας δώσει, ειδικά σε μας σήμερα, πέρα από βαθύτατη απόλαυση. Τελειώνει με την εκτός αρίθμησης κατακλείδα, «Το ρόδο της βαλανιδιάς»: Καθένα από τα γράμματα που συνθέτουν το όνομά σου, ω Ομορφιά, στον τιμητικό πίνακα των μαρτυρίων, παντρεύεται την επίπεδη απλότητα του ήλιου, γράφεται στη γιγάντια φράση που φράζει τον ουρανό, και συνδέεται με τον άνθρωπο που μανιάζει για ν’ απατήσει τη μοίρα του με το αδάμαστο αντίθετό της: την ελπίδα. 

~ Ελάσσονεςποιητές του Μεσοπολέμου (ανθολ.: Σωτήρης Τριβιζάς), εκδ. Καστανιώτη, 2015, σελ. 174. Άνεμος πνέει κατά τα δάση / κ’ έχω τη σκέψη μου κρεμάσει / σ’ ένα ψηλό ψηλό κλαδί∙ // κάτι σαλεύει στην καρδιά μου / κ’ έρχεται η θλίψη σαν παιδί / να μου χαϊδέψει τα μαλλιά μου. Πρόκειται για τον τόμο που ‘συμπληρώνει’ την προηγούμενη – φευ, εξαντλημένη– ανθολογία τού Σ.Τ., Ποιητές του Μεσοπολέμου (2004). Ανθολογούνται εδώ εννιά λιγότερο γνωστοί ποιητές (μεταξύ των οποίων και ο Φώτος Πασχαλινός, στον οποίο ανήκουν οι πιο πάνω στίχοι), μα εξίσου πολύτιμα είναι το επίμετρο με ενδιαφέροντα κείμενα άλλων για το έργο τους, καθώς και τα σύντομα βιογραφικά σημειώματα που συνέταξε ο επιμελητής. Με ξεχωριστή συγκίνηση συναντούμε την πρώτη σύζυγο του ιδιαίτερου ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου, Ανθούλα Σταθοπούλου, που πέθανε στα 27 της χρόνια: Κάτι η καρδιά μου μέσα στην ατέρμονη / και ματωμένην έκτασή της κλείνει, / απ’ τη μεγάλη τρικυμία του έρωτα / και κάτι απ’ της μετάνοιας τη γαλήνη. 

~ Δήμητρα Κωτούλα, Η επίμονη αφήγηση, εκδ. Πατάκη, 2017, σελ. 67. Ο ήλιος απλώνει μια ευφυή σκιά πάνω στ’ ανάγλυφα. / Ιδρωμένος ο ουρανός του καλοκαιριού κατεβαίνει. Συγκομιδή δέκα ετών: δεκαεννιά ποιήματα, δεκατρία χρόνια μετά το πρώτο της βιβλίο. Βεβαίως, κάποια από αυτά (όπως εκείνο για τον Χαλεπά ή για τον νεκρό Χριστό του Χόλμπαϊν), δημοσιευμένα σε περιοδικά και ανθολογίες, μάς στοιχειώνουν καιρό τώρα. Κάτι ανώνυμο / ανοιχτό / κάτι που μοιάζει / (μέσα στην ξαφνική βροχή) / με ευχαρίστηση / συγκατανεύει ακούσια. Η απαιτητική απόσταξη που επιφέρει στο υλικό της η Δ.Κ., φέρνει πυκνή ταραχή και απαιτεί αναγνωστικές αναπνοές και παύσεις. Ευτυχώς: η επιβράδυνση της ανάγνωσης εντυπώνει βαθύτερα την σπάνιας ακρίβειας (και με τις δύο έννοιες) σκέψη της, το σπάνιας ακρίβειας αίσθημά της, και –το σημαντικότερο– την σπάνιας ακρίβειας σύγχρονη (και με τις δύο έννοιες) έκφρασή τους. Ανεξήγητος άνεμος έρχεται από πολύ μακριά / φέρνοντας δάκρυα πάνω στα δέντρα / Χρόνος γεμίζει αργά το δωμάτιο.

~ Παυλίνα Μάρβιν, Ιστορίες απ’ όλο τον κόσμο μου, εκδ. Κίχλη, 2017, σελ. 77. Γιαγιά, τρέξε, σ’ αναμένω / τη νύχτα της πρώτης του πρώτου μηνός / έλα, γιατί βιαστικά μεγαλώνω / δεν είμ’ εγγονή κανενός. Είναι σπάνια τα βιβλία ποίησης των οποίων όχι μόνο τα περιεχόμενα αλλά και η σύνθεσή τους έχουν ενδιαφέρον και νόημα. Όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει στο πρώτο βιβλίο μιας ποιήτριας, έχουμε κάθε λόγο να χαιρόμαστε παραπάνω. Άλλες απ’ αυτές τις «ιστορίες» είναι έμμετρες και με ομοιοκαταληξία, άλλες σε ελεύθερο στίχο, και άλλες έχουν πεζή μορφή. Πάντα, ωστόσο, η μέριμνα για τον ρυθμό και τον ήχο ενγένει, αμιλλάται μιαν ευρηματικότητα που δεν εργάζεται προς εντυπωσιασμό, παρά για να ρίξει ένα πολύχρωμο πανί πάνω από την βαθύτερη, αναπόφευκτη, θλίψη. Η γυναίκα με το θαυμαστό όνομα Νταρίνα Πελέντοβα τον κοίταξε, κοίταξε και τους κάπως λασπωμένους κύκνους στο ποτάμι, με καθαρό μυαλό σκέφτηκε πως, μερικά χρόνια αργότερα, δεν θα φορά βεβαίως τούτο το γαμήλιο φόρεμα, αλλά ένα άλλο, πιο πρόχειρο. 

~ Μάρκος Μέσκος, Στηνόχθη του παράδεισου, Το Ροδακιό, 2016, σελ. 38. Ποτέ από μακριά το χώμα / δεν απειλεί δεν τρομάζει∙ / ανθισμένο σε καρτερεί / να σε μυρίσει στολίζοντάς σε. Ευγνωμονούμε τον άξιο ποιητή που συνεχίζει να μας χαρίζει ωραία ποιήματα – κι ίσως μάλιστα ενός βαθύτερα ήρεμου, ώριμου λυρισμού. Δύσκολα διαβάζεις το νερό που θυμάται / κι η θάλασσα περίεργα σιωπά. Σε δεκαέξι άτιτλα, αριθμημένα ποιήματα, μπροστά στον (πανταχού παρόντα, από πάντα, στην ποίηση τού Μ.) Θάνατο, ο Παράδεισος αναφαίνεται κι αυτός παντού: στην θριαμβεύουσα Φύση, στις μνήμες της παιδικής ηλικίας, στη μορφή της Μητέρας, στην πίστη σε κάτι ‘Πέρα από Ετούτο’. Τάχα πιωμένο με το αθάνατο νερό / καφέ το κοτσύφι γυρίζει βιαστικά από τα μαρμαρένια / αλώνια κρατώντας κάτι στο ράμφος / για το ταίρι που κλωσσάει με τη σειρά του στη φωλιά / τα μελλούμενα τιτιβίσματα / της Αυγής! 

~ Πάμπλο Νερούδα (μτφρ.: Δανάη Στρατηγοπούλου), Εστραβαγάριο, εκδ. Καστανιώτη, 2017, σελ. 190. Έμεινα μονάχος / σαν άλογο μονάχο / την ώρα που πάνω στο γρασίδι, δεν είναι ούτε / νύχτα ούτε μέρα, / αλλά μονάχα αλάτι του χειμώνα. Ο Νερούδα είναι 54 χρονών –15 χρόνια πριν από τον θάνατό του– όταν εκδίδει αυτή την συλλογή. Την αυγή τη στηρίζουν οι χοίροι. // Τη νύχτα την τρώνε τα πουλιά. // Και το πρωί είναι παντέρημος / ο κόσμος: κοιμούνται οι αράχνες, / οι άνθρωποι, οι σκύλοι και ο άνεμος, / γρυλλίζουν οι χοίροι και ξημερώνει. Ελεγειακή και χαμηλόφωνη, κι ας αστράφτει πάντα η ιδιαίτερη εικονοποιία του, με –ενίοτε μαύρο– χιούμορ και τρυφερότητα, μακρυά από τα επικά συνθέματα που έχουν προηγηθεί και του έχουν χαρίσει μια δίκοπη δημοφιλία, και ίσως πιο κοντά σε τόνο σε, αλλά πολύ ευρύτερο σε θεματολογία από, το επίσης πολυαγαπημένο δεύτερο βιβλίο του, τα Είκοσι ποιήματα αγάπης κι ένα τραγούδι απελπισμένο (1924). Γεμίζουν οι κούπες και φυσικά / ξαναμένουν άδειες / και συχνά τα χαράματα / πεθαίνουν μυστηριωδώς. // Οι κούπες κι αυτοί που πίναν. 

~ Αλεξάντερ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν (μτφρ.: Λένια Ζαφειροπούλου), Τσάρος Σαλτάν, εκδ. Πατάκη, 2017, σελ. 82. Ένα μακροσκελές ‘παιδικό παραμύθι’ τού θεμελιωτή της ρωσικής λογοτενχικής γλώσσας –βασισμένο εν μέρει σε προϋπάρχοντα λαϊκά παραμύθια–, το οποίο όντως ακόμη απομνημονεύουν όλα τα ρωσσόφωνα παιδάκια. Οι σύντομοι ρυθμικοί στίχοι του, αριστοτεχνικά και μουσικότατα γυρισμένοι στη γλώσσα μας από την Λ.Ζ., συνθέτουν ένα συναρπαστικό μαγικό αφήγημα. Όπου, μεταξύ των άλλων θαυμαστών, βγάζει μιλιά ο κύκνος και λέει στον γιο του τσάρου: Χάνεις στα νερά το βέλος / Μα χαρά θα ’χεις στο τέλος. / Πλούσια θα σε ανταμείψω , / Και θα σε υπηρετήσω. / Κύκνο δεν έχεις λυτρώσει: / Κόρης τη ζωή έχεις σώσει. / Γύπα δεν έχεις φονεύσει, / Έχεις μάγο εξολοθρεύσει. / Ποτέ δε θα σε ξεχάσω, / Φώναξε κι εγώ θα φθάσω. / Τώρα όμως γύρνα πίσω, / Πέσε και γλυκά κοιμήσου. Συνοδεύεται από χρονολόγιο και εισαγωγή –γοητευτική όπως πάντα– της μεταφράστριας. 

~ Jesper Svenbro (μτφρ.: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ), Κλέις – Τοόνομα της κόρης της Σαπφούς (και άλλα ποιήματα), εκδ. Περισπωμένη, 2017, σελ. 108. Καπνίζουν ακόμη τα ερείπια της Τροίας; / αναρωτιούνται όταν στρέφουν το βλέμμα / προς το καπνισμένο καζάνι / του ανατέλλοντος ηλίου. Ο Γέσπερ Σβένμπρου, εκτός από σπουδαίος αρχαιοελληνιστής με εξαιρετικά πρωτότυπη σκέψη, είναι και συναρπαστικός ποιητής. Στο βιβλίο αυτό, η μεταφράστριά του Μ.Μ. παρουσιάζει ποιήματα με αρχαιοελληνικά θέματα από δύο δυλλογές που δεν έχουν εκδοθεί ακόμη στα σουηδικά. Προτάσσεται εισαγωγή του ποιητή ειδικά γραμμένη για την ελληνική έκδοση, το δε διαφωτιστικότατο επίμετρο ανήκει στην ποιήτρια Φοίβη Γιαννίση. Ο Σ. δεν διστάζει να συνδυάσει τον τζαζ τρομπεττίστα Μάιλς Νταίηβις (που, από μια στιγμή κι έπειτα, έπαιζε κυρίως βάσει τρόπων και όχι κλιμάκων) με την Σαπφώ, στην οποία αποδίδεται η επινόηση του μιξολυδικού τρόπου. Και, αναγνωρίζοντας στο «νίτρον» βασικό συστατικό του σαπουνιού, τελειώνει το ποίημά του «Palmolive. Πράσινο σαπούνι για την ποίηση» ως εξής: Και θυμήσου: εκατόν ογδόντα εννέα είναι / ο αριθμός του αποσπάσματος, «νίτρον» γράφει όλο κι όλο. / Δύο συλλαβές, τίποτε άλλο. / Πλούσιες, στη φαντασία μας αφρώδεις.

ΔΟΚΙΜΙΟ

~ Νικήτας Σινιόσογλου, Αλλόκοτος Ελληνισμός – Δοκίμιο για την οριακή εμπειρία των ιδεών, εκδ. Κίχλη, 2016, σελ. 357. Ό,τι μετριοπαθώς νομίζουμε πως είμαστε έλκει εν μέρει την καταγωγή του από τη λησμονημένη οριακότητα κάποιων άλλων. Επτά Έλληνες στοιχειώνουν τούτο το έξοχο βιβλίο: τρεις του 15ου αιώνα (ο πλάνης πρωτο-‘αρχαιολόγος’ Κυριακός Αγκωνίτης, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλήθων, και ο μισθοφόρος ποιητής Μάρουλλος Ταρχανιώτης), ένας του 18ου (ο ανηλεής πολέμιος της Εκκλησίας Χριστόδουλος Παμπλέκης), και τρεις του 19ου (ο εισηγητής της «Θεοσέβειας» Θεόφιλος Καΐρης, ο ριζοσπάστης διαφωτιστής Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, και ο ιδιοφυής πλαστογράφος Κωνσταντίνος Σιμωνίδης). Ο Ν.Σ., με τεκμηριωμένη, βαθιά επιστημονική γνώση αλλά και μ’ ένα αληθινά σπάνιο συγγραφικό ταλέντο, ξεδιπλώνει την πολυπλοκότητα αυτών των ‘ακραίων’ προσωπικοτήτων, καταδεικνύει την άρρηκτη σχέση τους με την εποχή τους –πέρα από την προφανή ρήξη τους με αυτήν–, και επιχειρηματολογεί υπέρ της σημασίας τους για την σημερινή, όπως και, γενικότερα, για την σπουδή της ιστορίας των ιδεών. Η πρόοδος προκύπτει από το λύειν και το δεσμείν, ήτοι από διασταυρώσεις και τομές. 

29.6.17

πικρή παρηγοριά











Όντας λάτρης και της μικρής φόρμας του ‘εικαστικού κινηματογράφου’ αλλά και της μεγαλοφυίας του Derek Jarman, έσπευσα στην προβολή (στον ωραίο και φιλόξενο χώρο του State of Concept, και χάρη στο British Council) μικρών ταινιών (“moving image works”, κατά την τρέχουσα ορολογία) που ήταν υποψήφιες ή βραβεύθηκαν στα ετήσια  Jarman Awards”,  από το 2009 ώς το 2014. Από τα 11 έργα (διάρκειας από λίγο λιγότερο του λεπτού έως και πάνω από 16’ – εδώ έρχεται στον νου η έξοχη αγγλική έκφραση “to overstay ones welcome”), τα 10 κυμαίνονταν από το αδιάφορο ώς το κουραστικό, και από το σοβαροφανές και το μελό ώς το παιδαριώδες – ή συνδύαζαν, σε διάφορες δόσεις,  περισσότερα του ενός από τα ελαττώματα αυτά. Μόνον το σχεδόν δεκάλεπτο Choir (2011) της Elizabeth Price κυριαρχούσε στα (πλούσια) μέσα του, είχε στόχο αλλά επέτρεπε εις εαυτόν την παρέκκλιση έως την ‘τρέλλα’, διέθετε χιούμορ και σοβαρότητα σε ισορροπημένες δόσεις, ερέθιζε τον νου και συγχρόνως ικανοποιούσε τις αισθήσεις. Κάποια από τα υπόλοιπα έργα, φαντάζομαι ότι θα μπορούσαν να μην έχουν γίνει καν δεκτά ως πτυχιακές εργασίες.
Συμβαίνουν και εις Εσπερίαν, λοιπόν (πικρή παρηγοριά), αυτά για τα οποία παραπονιόμαστε κι εδώ: πως ικανός αριθμός συγγραφέων δίνει την εντύπωση ανθρώπων που όχι απλώς δεν μελετούν –και δεν έχουν μελετήσει– εις βάθος, αλλά ούτε καν διαβάζουν επαρκώς∙ μουσικών, που δεν ακούν∙ εικαστικών, που δεν έχουν έχουν προσέξει τι έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα∙ κ.ο.κ.. Έχεις, δηλαδή, την αίσθηση πως ουκ ολίγοι καλλιτέχνες δεν έχουν επαρκώς σπουδάσει τα υλικά τους ούτε εκμάθει τα εργαλεία τους, και εργάζονται σε ιστορικό (άρα και αισθητικό, και πολιτικό) κενό.
Τι φταίει; Πολλά, προφανώς: Όσοι (δεν) τους εκπαιδεύουν (και στην Βρετανία –απ’ όπου παίρνει αφορμή το σχόλιο αυτό– είναι διαπιστωμένη η κατρακύλα του επιπέδου και των απαιτήσεων της ανώτατης εκπαίδευσης, μετά το θατσερικό ξήλωμα, με τους σπουδαστές να θεωρούνται «πελάτες»), όσοι (δεν) τους κρίνουν (αυστηρά), όσοι τους δίνουν βήμα (με ανεπαρκή καλλιτεχνικά κριτήρια, αν όχι και με εξωκαλλιτεχνικά), όσοι (δημοσιογραφούντες) τους επαινούν αδιαφορώντας για την άγνοιά τους, κ.οκ.. Και όταν αυτή η άγνοια έχει εγκατασταθεί και στο κοινό (πάλι λόγω έκπτωσης της τυπικής εκπαίδευσης), καθιστώντας το ανίκανο να (δια)κρίνει, λίγα μας μένουν να ελπίζουμε.
Έγραψα πιο πάνω «της τυπικής εκπαίδευσης», γιατί η άτυπη εκπαίδευση (η εκτός εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και θεσμών, δηλαδή: ό,τι παλιότερα θα λέγαμε ότι καθιστά κάποιον «αυτοδίδακτο») μέσω, π.χ., της αφθονίας του διαδικτύου, μπορεί να φέρει άλλα αποτελέσματα – αρκεί, βέβαια, να κατέχουμε τα κατάλληλα αξιολογικά εργαλεία (που από κάπου πρέπει να τα διδαχθούμε κι αυτά...) Και όσο ο εναγκαλισμός της τέχνης με την Αγορά (τα fora των ΜΜΕ) και τις αγορές (the markets) εξελίσσεται σε στραγκαλισμό, άλλοι, ‘εξωθεσμικοί’, χώροι παρουσίασής της (όπως ακόμη και τα ‘κοινωνικά δίκτυα’), ίσως προσφέρουν ένα πεδίο καλλιτεχνικής ελευθερίας: μιαν ανάσα σωτηρίας. (Τα έτη 2009-2012, όταν τσαλαβούτησα αρκετά στο ‘facebook της ερασιτεχνικής φωτογραφίας’, το flickr, με είχε εντυπωσιάσει ο αριθμός απο ‘ερασιτεχνικές’ φωτογραφίες πολύ πιο ενδιαφέρουσες από αυτές που έβλεπα στα ‘αρμόδια’ περιοδικά (είτε ‘τεχνικά’, είτε καλλιτεχνικά). Βέβαια, η ανεύρεσή τους απαιτούσε, κι εκεί, έρευνα – κάποια ίχνη της οποίας (μόνον και μόνον για να δείξω με παραδείγματα τα δικά μου κριτήρια, συμπληρώνοντας και τεκμηριώνοντας τούτο το πρόχειρο σημείωμα) επιβιώνουν και σήμερα στις μικρές ‘εκθέσεις’ με φωτογραφίες άλλων που βρίσκονται συγκεντρωμένες εδώ.)

Η τέχνη δεν είναι σκέτη αυτοέκφραση – ούτε υπάρχει μόνο για να περνάμε την ώρα μας. Είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους που εμπνεύστηκε και διαθέτει το ανθρώπινο πνεύμα για να αυτο-υποβάλλεται σε δοκιμασίες εκλέπτυνσης και εμβάθυνσης, που τ’ οδηγούν σε απόλαυση πολυεπίπεδη. Δεν χρειαζόμαστε ντε και σώνει όσο γίνεται περισσότερα νέα ‘έργα τέχνης’ – χρειαζόμαστε μόνον τα καλά έργα τέχνης, κι ήδη υπάρχουν πολλά. Εμμένοντας σε αυτά και μελετώντας τα εις βάθος, θα μπορέσουμε να διακρίνουμε και να ενθαρρύνουμε όσα νέα όντως αξίζει να προστεθούν στην χορεία τους – δηλαδή όσα θα μας ωφελήσουν παραπάνω, ή με διαφορετικό τρόπο, από τα ήδη υπάρχοντα. 

[στην φωτ., εικόνα από το έργο της Ελίζαμπεθ Πράις, Choir (2011)]

9.5.17

η "πολωνία" υποψήφια για το βραβείο του "αναγνώστη"



















Και να που -καθώς πάει να συμπληρωθεί ένας χρόνος από την ημέρα κυκλοφορίας της- η Πολωνία βρίσκεται ανάμεσα στα δέκα βιβλία του 2016 που είναι υποψήφια για το βραβείο ποίησης του περιοδικού "Ο Αναγνώστης": http://www.oanagnostis.gr/λογοτεχνικά-βραβεία-αναγνώστη-2017-μικρ/

Με ευχαριστίες στην κριτική επιτροπή για την επιλογή - και με χαρά για την συνύπαρξη με καλά βιβλία, χαρά που γίνεται μεγαλύτερη μιας κι ορισμένα εξ αυτών είναι γραμμένα από συνοδοιπόρους εν τέχνη.

6.1.17

"Όταν ακούω για την κρίση της ποίησης ή την ποίηση της κρίσης, ..."


 

 

 

 

 

 

 

 

... σκέφτομαι ότι η κρίση είναι η διπλή καταγωγή της ποίησης. Εσωτερική κρίση γεννά κάθε καλλιτεχνικό ερώτημα – και κρίση συνιστά η ‘απάντησή’ του μέσω της γλώσσας. Αν κρίση πάντα γεννά την ποίηση, για κρίση πάντα θα μιλά κι αυτή.

Και «η κρίση που περνά η ποίηση σήμερα»; Αν η ποίηση εμφανίζεται να περνά σήμερα ‘κρίση’ («δεν γράφεται πια καλή ποίηση», «έχει χάσει την επαφή της με το κοινό»), η ευθύνη βαραίνει κυρίως εκδότες και κριτικούς. Όσους εκδότες δεν κρίνουν πλέον τι θα τυπώσουν και γιατί, και όσους κριτικούς δεν κρίνουν (ίνα μη κριθούν). Κακή ή αδιάφορη ‘ποίηση’ γραφόταν και θα γράφεται πάντα: αυτο-έκφραση που δεν αφορά παρά τον εκφραζόμενο (που δεν μπορεί να ονομαστεί «ποιητής») – αναφαίρετο δικαίωμα όλων, αλλά πράξη διακριτή απ’ την τέχνη. Όμως, παλιότερα, οι αυτο-εκδόσεις γραπτών που δεν περνούσαν από κρίση, δεν γίνονταν από επώνυμους, σοβαρούς εκδότες. Και υπήρχαν αρκετοί σεβαστοί, και στο πλατύ κοινό, κριτικοί, με μόρφωση και επαρκείς αποστάσεις από την ‘αγορά’ που τους εξασφάλιζαν ανεξαρτησία και, άρα, αξιοπιστία.

‘Οσο για την «ποίηση της τωρινής κρίσης»: κακώς αναμένονται (κι επιβραβεύονται) τα ταχέως παραγόμενα, προφανή και εύληπτα – χαρακτηριστικά άσχετα με την τέχνη. Δεν είναι «ποίηση της κρίσης» –γιατί δεν είναι ποίηση– οι μπροσούρες διαμαρτυρίας ή τα ‘άμεσα’ κείμενα για σημαντικά κι επείγοντα προβλήματα. Η «ποίηση της κρίσης» προηγήθηκε του αιτήματος γι’ αυτήν, και (θα) συνεχίζει υπαινικτικότερα και αφανέστερα απ’ ό,τι της ζητείται. Θέτω, προς τούτο, στην κρίση σας τα εξής πειστήρια: Ορφέας Απέργης, Υ, 2011: προσεκτική, εξαντλητική ανατομία του υποβάθρου της «ελληνικής κρίσης». Πιο ευσύνοπτα: Στέργιος Μήτας, Έμμετρη Φυσική Ιστορία των Θεάτρων, 2013. Αριστοτεχνικές παραβολές: Λένια Ζαφειροπούλου, Paternoster Square, 2012∙ Σαμσών Ρακάς, Αδράξτε τη νύχτα, 2014. Πολ(ιτικ)η και κρίση: Μαρία Τοπάλη, Οι λέξεις μου, 2015. Απεικόνιση, θρήνος και σχοινοβασία επί της καταγγελίας (δίχτυ, ο Γκίνσμπεργκ): Γιώργος Πρεβεδουράκης, Κλέφτικο, 2013.

 

~ Η απάντησή μου στο αφιέρωμα των "Προσώπων" ("ΤΑ ΝΕΑ", 6 Ιανουαρίου 2017) περί ποίησης και κρίσης, σε επιμέλεια του Δημήτρη Δουλγερίδη. Συμμετείχαν επίσης οι: Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Στέργιος Μήτας, Μαρία Τοπάλη, Ορφέας Απέργης και Δημήτρης Λεοντζάκος. 

(Η εικόνα συνόδευε την δημοσίευση.)

 

1.1.17

Γράμμα στον Φλας

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αγαπητέ Φλας,

Θ' αναρωτιέσαι ίσως τι απύθμενο θράσος κινεί έναν γατόφιλο ν' αποτολμήσει ν' απευθυνθεί στο γαλαζοαίματο κόκερ σπάνιελ μιας ποιήτριας. Σπεύδω, πάντως, να σε βεβαιώσω αμέσως πως, παιδί, σαν σχεδιαζόταν η μετακόμισή μας από το κέντρο της πόλης σε εξοχικό προάστιο, μόνο ένα κανελί αδελφάκι σου ήθελα ν' αποκτήσω (κι ας μη συνέβη αυτό ποτέ). Μα όταν, πιο πρόσφατα, έπιασα τη «βιογραφία» που σου αφιέρωσε η Βιρτζίνια Γουλφ (εμπνευσμένη από τον δικό της Πίνκερ, δώρο, το 1926, της λατρευτής της Βίτας), διόλου δεν ανέμενα ότι το ύψος του δικού σου βλέμματος θα της χάριζε την ελευθερία να μιλήσει με τόλμη και απλότητα, χάρη ελαφράδας μα κι επίμονη πεποίθηση, για τη ζωή και την τέχνη.

Εσύ, ο πιστός σύντροφος της φιλάσθενης Ελίζαμπεθ Μπάρετ, που θα ξυπνήσει το αίμα της ο φλογερός ποιητής Ρόμπερτ Μπράουνιν, θα παντρευτούν κρυφά, κι ευτυχισμένοι πια θα ζήσουνε –θα ζήσετε– στην Ιταλία, έκανες την ποιήτρια να αναρωτηθεί: «Λένε τα πάντα οι λέξεις; Μπορούν να πουν τα πάντα οι λέξεις;» «Ούτε μία από τις μυριάδες αισθήσεις σου δεν υπετάγη ποτέ στη δυσμορφία των λέξεων. Μα παρότι θα ήταν ευχάριστο να συμπεράνουμε ότι η ζωή σου ήταν όργιο ηδονής υπερβαίνον πάσα περιγραφή· να υποστηρίξουμε ότι, ενόσω το μωρό των Μπράουνιν μέρα με την ημέρα μάθαινε και μια νέα λέξη σπρώχνοντας έτσι την αίσθηση λίγο ακόμη μακρύτερα, εσύ επέπρωτο να παραμείνεις εσαεί σ' έναν Παράδεισο όπου οι Ουσίες υφίστανται στην ύψιστη καθαρότητά τους, και η γυμνή ψυχή των πραγμάτων πιέζει το νεύρο γυμνό – τούτο δεν θα 'ταν αλήθεια. Είχες ξαπλώσει σε ανθρώπινα γόνατα και ακούσει φωνές ανθρώπων. Τη σάρκα σου διέτρεχαν ανθρώπινα πάθη· γνώριζες όλους τους βαθμούς της ζήλιας, του θυμού και της απελπισίας».

Κι ωστόσο, καθώς πλησίαζε η στιγμή που θα 'κλεινες τα μάτια σου, «ήτανε λες και τα πανίσχυρα πνεύματα της αλήθειας και του γέλιου να σου ψιθυρίζαν. Να μην είσαι τίποτε – μήπως δεν είναι αυτή, εν τέλει, η πιο ικανοποιητική κατάσταση στον κόσμο όλον; Αληθής ο φιλόσοφος που έχασε το τρίχωμά του, μα απελευθερώθηκε από τους ψύλλους».”

 

~

Η επιστολή απευθύνεται στον ήρωα του βιογραφικού αφηγήματος Φλας (1933) της Βιρτζίνιας Γουλφ. Τα αποσπάσματα μετέφρασα ο ίδιος. Δημοσιεύθηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών", 12.1.2017, στην στήλη του "ΒΙΒΛΙΟΣΤΑΤΗ" "Γράμμα σ’ έναν (λογοτεχνικό) ήρωα", σε επιμέλεια του Μισέλ Φάις, με τίτλο (της σύνταξης) "Τη σάρκα σου διέτρεχαν ανθρώπινα πάθη". Στην εικόνα, το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης, με εικονογράφηση της αδερφής της Β.Γ., Βανέσσας Μπελλ.

1.12.16

6 βιβλία για τα χριστούγενννα του 2016

















ΠΟΙΗΣΗ
 

~ Μιχάλης Γιαννακάκης, Σε δάσος σιδερένιο, εκδ. Οδός Πανός, 2015, σελ. 48. 
 
Πλάγιος δεύτερος σωπαίνει / Μονοπάτι αρχαίο / Αμύγδαλο / Το χείλι σου τρέμει. Απόσταγμα εργασίας των ετών 1995-2014, είκοσι τρία ολιγόστιχα ποιήματα ακριβείας. Ο Στ. Αλεξίου έγραψε: «η συντομία, η επαφή με την πραγματικότητα [] και η σαφήνεια», που θα τις «βρούμε, ύστερα από δεκαετίες, μόνο στον τόσο διαφορετικό [] Καβάφη», «αποτελούν [] βασικές υποθήκες του Σολωμού για τη νεώτερη, συνήθως «αιθεροβάμονα» ποίησή μας» – και ο Μ.Γ. φαίνεται πως άκουσε. Εικόνες της φύσης, της πόλης, ή προσφιλών μορφών, συμπαρατάσσονται, αντικαθρεφτίζονται, συνηχούν. Οι αλλεπάλληλες εικόνες γίνονται μεταφορές η μια για την άλλη. Ορίζοντας ανοίγει με χαρτί και μολύβι / Η ένωση του λαιμού με την ωμοπλάτη / Γίνεται βροχή / Καταρράκτης / Φαράγγι των νεκρών στη Ζάκρο. 


ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
 

~ Ράινερ Μαρία Ρίλκε (μτφρ.: Δημ. Στ. Δήμου), Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε, εκδ. Το Ροδακιό, α’ ανατ. 2016, σελ. 192. 
 
Από τις ρίζες της ζωής του δημιουργήθηκε το γερό, ανθεκτικό στο χειμώνα φυτό μιας καρποφόρας χαράς. Σπανίως ο καλός ποιητής και ο καλός πεζογράφος ενσαρκώνονται στο ίδιο πρόσωπο∙ ο Ρίλκε είναι μία από τις εξαιρέσεις. Τα γεγονότα[,] πόσο ήσαν απλά κι ανακουφιστικά μπροστά στις υποθέσεις. Συμπληρωμένη με χρήσιμες σημειώσεις του μεταφραστή, έχουμε εδώ –μ’ έναν λόγο υποδειγματικής πυκνότητας και αλησμόνητης ομορφιάς– την εξωτερική κι εσωτερική περιπέτεια, με τις ανελέητες αλλά και γεμάτες βαθύτατη ανθρωπιά παρατηρήσεις, και τους βασανιστικούς στοχασμούς ενός νέου που βρίσκεται καθ’ οδόν –ανάμεσα στην οικογένεια, την Ιστορία, τον Θεό και τους συνανθρώπους του– προς την δύσκολη ωριμότητα και την Αγάπη. Ν’ αγαπιέσαι σημαίνει να παρέρχεσαι, ν’ αγαπάς σημαίνει να διαρκείς. – Π.Ι.
 

ΔΟΚΙΜΙΑ
 

~ Γ.Β. Δερτιλής, Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις, 1821-2016, εκδ. Πόλις, 2016, σελ. 158.  
 
Μια λογική διακυβέρνηση της χώρας θα μπορούσε, με τη διπλωματία και με έγκαιρες συμμαχίες, αφενός να αποφεύγει ορισμένους πολέμους και αφετέρου να μετριάζει το κόστος των εξοπλισμών. Δυστυχώς, οι ελληνικές πολιτικές τάξεις έκαναν ανέκαθεν το αντίθετο. Και επιπλέον, διακινδύνευαν συνεχώς την πολεμική εμπλοκή της χώρας με περιττές δημαγωγικές προκλήσεις. [] Μετά το 1980 [] διεκδικούσαν την εξουσία χωρίς αίσθηση της Ιστορίας, χωρίς πολλούς ηθικούς δισταγμούς και χωρίς κανέναν σεβασμό για την αλήθεια. Για όσους από εμάς δεν πρόλαβαν –ή δεν θα μπορέσουν– να αναγνώσουν το ογκώδες, σημαντικό έργο του Γ.Β.Δ., Ιστορία του Ελληνικού Κράτους (1830-1920), το παρόν τομίδιο είναι όχι μόνο ευσύνοπτη και προφανώς επιλεκτική σύνθεση, αλλ’ επίσης γλαφυρό και πολύτιμο ‘κήρυγμα’ αφύπνισης. Η γνώση της Ιστορίας οδηγεί στην αυτογνωσία και στην επίγνωση. Απο εκεί στην πράξη, ο δρόμος της Δημοκρατίας είναι ανοιχτός. 
 

~ Νικόλας Κάλας, Υπερρεαλισμός και η Δημιουργία της Ιστορίας (εισ. και συγκέντρωση κειμένων: Λένα Χοφφ, μτφρ.: Ανδρέας Παππάς), εκδ. Άγρα, 2016, σελ. 145. 
 
Η Λ.Χ. κλείνει την εισαγωγή της γράφοντας: Ο Κ. έγραφε κριτική που έμοιαζε με ποίηση και ποίηση που ήταν σκληρή σαν κριτική, ανακατεύοντας επίτηδες τα κομμάτια ενός παζλ που συνεχίζει να μας ξαφνιάζει με τη φρεσκάδα του και να μας διαφωτίζει ακόμα και τώρα. Έξοχη σύνοψη της αξίας των κειμένων αυτών, που θα απάρτιζαν ένα βιβλίο που σχεδίαζε αλλά δεν μπόρεσε να εκδώσει ο Κ., απόπειρα να επανεξετασθεί η σημασία του υπερρεαλισμού την δεκαετία του 1970. Πεποίθηση του Κ., ότι ο τρόπος που ο υπερρεαλισμός αντιμετωπίζει την γλώσσα, την τέχνη, τον έρωτα, παραμένει επίκαιρος: Η αποκατάσταση της επικοινωνίας μεταξύ ονείρων και πραγματικότητας είναι ένας ποιητικός στόχος που δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με πολιτικά μέσα. 

 
~ Έζρα Πάουντ, Ποιητική Τέχνη, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016, σελ. 342.  
 
Η κατήφεια και η επισημότητα είναι εντελώς περιττές, ακόμη και στην πιο αυστηρή μελέτη μιας τέχνης που σκοπός της είναι να ευχαριστεί την καρδιά του ανθρώπου. Απαραίτητο εγκόλπιο για κάθε σοβαρό ποιητή, νέο ή έμπειρο, και οιασδήποτε ‘σχολής’ –όσο και απολαυστικότατη περιήγηση, για κάθε αναγνώστη, στην ιστορία και την τέχνη της ποίησης– το βιβλίο του Π., Αλφαβητάριο της Ανάγνωσης, προσφέρεται, στην έκδοση αυτή, συμπληρωμένο από 11 ακόμη δοκίμιά του για την λογοτεχνία, τον πολιτισμό, την παιδεία. Η ευφυία και η ευστοχία του κορυφαίου Αμερικανού ποιητή και λογίου είναι συναρπαστικές και παροιμιώδεις εύχομαι ολόψυχα να καταστούν και μολυσματικές. Όλα αυτά μάς οδηγούν στο ζήτημα της ανηθικότητας της κακής τέχνης. Η κακή τέχνη είναι ανακριβής. Είναι τέχνη που ψεύδεται. 

 
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

 
~ Σάκης Σερέφας (επιμ. και μτφρ.), «Δεν υπήρξαν ήρωες εδώ...» (Λογοτεχνικά κείμενα και μαρτυρίες), σειρά: Η Θεσσαλονίκη στον Α’ Π.Π., εκδ. University Studio Press, 2015, σελ. 94.  
 
... η απορία τους: Ποιος είναι αυτός ο μυστήριος τόπος που τυς περιέχει τώρα; Ο καλός ποιητής (και όχι μόνο) Σ.Σ. μάς έχει δώσει, μες στα χρόνια, κι άλλες πολύτιμες και απολαυστικές ανθολογίες κειμένων για την Θεσσαλονίκη. Η πιο πρόσφατη συγκεντρώνει 40 πεζά και ποιήματα, καθώς και μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, διαφόρων εθνικοτήτων, για την ζωή στην πόλη κατά την διάρκεια του Α’ Π.Π.. Φωτογραφίες, καρτ-ποστάλ, και άλλα έντυπα τεκμήρια της εποχής δρουν ως κάτι παραπάνω από απλή εικονογράφηση. Ο  Απ. Παύλος επισκέφτηκε αυτόν τον τόπο μονάχα μια φορά κι από τότε έστειλε μονάχα κάποιες επιστολές εδώ και [] μάλλον αυτό θα κάνουμε όλοι μας...

*

Οι γιορτινές αναγνωστικές προτάσεις μου, στο "The Books' Journal" του Δεκ. 2016.

21.11.16

σαμσών ρακάς _ "αμπερλουδαχαμίν"













Τι να σημαίνει άραγε αυτός ο αραβοφανής (;) τίτλος; Μια εντελώς πρόχειρη διαδιακτυακή έρευνα δεν αποδίδει κάτι. Οπότε, υποκινημένοι και από την τυπογραφική εμφάνιση του τίτλου στο εξώφυλλο, μπορούμε να επιχειρήσουμε ένα συνδυαστικό παίγνιο: παιδί (χαμίν[ι]) που παίζει (λατινική ρίζα lud-) με το ηλεκτρικό ρεύμα (ampere);

Όπως και να 'χει, πρόκειται για την δεύτερη εκδοτική εμφάνιση του Σ.Ρ. , του οποίου ποιήματα βρίσκουμε δημοσιευμένα, σε έντυπα περιοδικά και στο διαδίκτυο, ήδη από το 2009 (αν όχι, ενδεχομένως, και νωρίτερα). Η πρώτη γραφή (2013) του πρώτου βιβλίου του είχε τον τίτλο Ψυττάλεια Α, ενώ η τρίτη και τελική,  Αδράξτε τη νύχτα (2014). (Επρόκειτο για χειροποίητες εκδόσεις εκτός εμπορίου.) Πολύ σχηματικά, και αδικώντας την πλούσια κίνησή του, στην τελική εκδοχή του, εκείνο το “παλίμψηστο ποίημα” –κατά την έκφραση του ίδιου του ποιητή–, παουντικής πνοής και τόνου, σε 24 μέρη (από “α” έως “ω”) και 32 σελίδες, εμφάνιζε τον αφηγητή να περιπλανιέται σε μια κατεστραμμένη Αθήνα (τόσο θουκυδίδεια όσο και 'της κρίσης'), με κύριους σταθμούς την Πλ. Συντάγματος, την Ψυττάλεια, και μια ημιτελή οικοδομή. Εκεί έχει την σημαντικότερη συνάντησή (και διάλογό) του: μ' έναν Αθίγγανο θεόπαιδα, ενθρονισμένο σε μιαν υψηλότατη στήλη από άσπρες πλαστικές καρέκλες. Το ανήμπορο μα σοφό αυτό αγόρι-'Μεσσίας' θα 'σώσει' μόνον δια της εκθρόνισής του – την οποία υποδεικνύει στον αφηγητή και η οποία και θα τελεσθεί από αυτόν στην 'ραψωδία' “υ”.

Το όλο ποίημα συνθέτει με αξιοπρόσεκτη μαεστρία διάφορες ιστορικές, λογοτεχνικές και βιωματικές αναφορές, ο τόνος του (με συχνή χρήση του α' ενικού προσώπου και της απεύθυνσης σε β', ενικό είτε πληθυντικό, πρόσωπο διαφόρων ταυτοτήτων) κυμαίνεται από τον λυρικό και τον στοχαστικό έως τον προφητικό και τον καταγγελτικό, οι δε εναλλαγές τόνου και περιεχομένου στα 24 μέρη του μαρτυρούν εξαιρετική αίσθηση της αρχιτεκτονικής. Συνολικά, μια εντυπωσιακή πρώτη εμφάνιση με πραγματικές ποιητικές αρετές, όσο και αν ενίοτε καταφεύγει σε κάποιες γλωσσικές ακροβασίες και θεαματικές 'χειρονομίες'. Εν πολλοίς, λοιπόν, πετυχαίνει –χάρη στον αυστηρό έλεγχο των ποιητικών μέσων– σε ένα είδος όπου έχουν αποτύχει ουκ ολίγες ανάλογες προηγούμενες προσπάθειες. (Αξίζει, δηλαδή, τον κόπο, να αναζητήσετε φιλικό πρόσωπο που διαθέτει αντίτυπο, και να παρακαλέσετε για ένα φωτοαντίγραφο.)

Στο Αμπερλουδαχαμίν (Υποκείμενο, 2015), που και πάλι αποτελείται από ένα μόνον ποίημα, μα χωρίς σαφή χωρισμό μερών, το εύρος της σύνθεσης έχει περιορισθεί δραστικά: στο βιωματικό και οραματικό πεδίο. Το ύφος, παραμένοντας γλωσσικά και εκφραστικά πλούσιο, έχει τιθασευθεί, και ο βηματισμός του ποιήματος επιβάλλεται στον αναγνώστη ακόμη πιο αποτελεσματικά.

Ο βασικός μύθος του ποιήματος, αντί να διαθλάται σε ποικίλες όψεις των αμαρτιών και των πληγών της πόλης και του έθνους, εστιάζει στην πρώτη και την τελευταία συνάντηση του αφηγητή με τον Δαίμονα της Τέχνης, και στην μεταξύ αυτών των δύο επεισοδίων περιπλάνησή του. Για την μετατόπιση της εστίασης, προειδοποιούμαστε εξαρχής: την θέση της διπλής προμετωπίδας τού Αδράξτε την νύχτα, με τον φιλοσοφικό-αισθητικό λόγο του Λορεντζάτου και τον τραγικό-ιστορικό του Αισχύλου, έχει πάρει η φράση του Αντόνιο Πόρτσια, “Όταν όλα έχουν γίνει, τα πρωινά είναι θλιμμένα” – που φέρνει στον νου και το “Θλιμμένη η σάρκα, φευ / Και τα βιβλία, τα 'χω όλα διαβάσει” του Μαλλαρμέ. (Η έκδοση είναι προσεγμένη· δεν διακρίνω, ωστόσο, την λειτουργία των –ωραίων, κατά τα λοιπά– εικόνων στις σελίδες 36-37.)

Κάποια νύχτα, όταν ήταν μικρό παιδί, ο αφηγητής ένιωσε να τον αγγίζει στο κεφάλι το αγαπημένο υποκείμενο (λίγο σαν νυχτερίδα: το ζώο του οποίου την μορφή υιοθετεί για ν' αποκοιμηθεί ο αφηγητής στο τέλος τού Αδράξτε τη νύχτα – και θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς πλήθος άλλα, πέρα απ' τα προφανή, σημεία 'διαλόγου' μεταξύ των δύο βιβλίων, αλλά δεν είν' αυτός ο στόχος τούτου του κειμένου). Η συνάντηση τον τρομοκρατεί μα και τον αναστατώνει, ώστε να μην παύει να την αναπολεί και να αδημονεί για την επανάληψή της. Το 'χρίσμα' που έλαβε τον απομονώνει σταδιακά όλο και περισσότερο από τους λοιπούς ανθρώπους, όσο καθυστερεί η ποθητή επόμενη συνάντηση με το “αγαπημένο υποκείμενο”, που θα αποκαλύψει την ταυτότητά του: δεν είμαι ο διάβολος είμαι η Τέχνη. Η εν σώματι επαφή, ωστόσο, δεν θα επαναληφθεί, και ο αφηγητής θα θαφτεί ζωντανός μες στο χώμα (του χρόνου) που συσσωρεύεται γύρω του. Αλλά σαν να μην πρόκειται για θάνατο: καίτοι θαμμένος, ο αφηγητής μιλά· ρωτά –στον τελευταίο στίχο– το “αγαπημένο υποκείμενο”: τι χώμα έχουνε τα μάτια σου; (Και, προφανώς, έχει 'επιζήσει' για ν' ανοίξει το ποίημα: να ζω το θρίαμβο που όλο αναβάλλεται [] / να ζω την πτώση που όλο αναβάλλεται.) Ίσως μάλλον να έχει απλώς επιτευχθεί η ευκταία γείωση στο γόνιμο έδαφος του θανάτου (αντί για τον εγκλεισμό στο μπουντρούμι της λελογισμένης έμπνευσης), απαραίτητη για να ξεπηδήσει με χυμούς η τέχνη. 

Ανάμεσα στις δύο συναντήσεις, και για να ξαναβρεί την χάρη της πρώτης, ο αφηγητής θα έχει αποπειραθεί την πολιτική στράτευση (και απογοητευθεί), επιτηδευθεί τον επί παραγγελία επικηδειογράφο, δει και ακούσει, σε γη και σε θάλασσα, σημεία και χρησμούς για το νόημα του κόσμου και του πολιτισμού, επιχειρήσει να κηρύξει τα ευρήματά του αυτά στα παιδιά, φυλακισθεί,  ευχηθεί τον πόλεμο, καταραστεί την ανθρωπότητα, και αποφασίσει την αυτοκτονία. Τότε ακριβώς (ξανα)φανερώνεται ο δαίμων – για να του προσφέρει την αμφίβολη σωτηρία. Μα ίσως αυτή η μηδέποτε ολοκληρούμενη συνάντηση, το διαρκώς αναβαλλόμενο ζευγάρωμα (έρχομαι Τέχνη έρχομαι) με τον Δαίμονα της Τέχνης να είναι και η απαραίτητη προϋπόθεση για την καλλιτεχνική δημιουργία.

Το 'θέμα' είναι 'Μεγάλο' και διόλου πρωτότυπο· ο ποιητικός τρόπος, θα λέγαμε παράτολμος. (Ο προφητικός τόνος έχει ωριμάσει και χρησιμοποιείται εδώ επιτυχέστερα.) Τι διασώζει, λοιπόν, το ποίημα από την γραφικότητα – ή την αδιαφορία για κάτι που υπό άλλες συνθήκες θα ηχούσε πεποιημένο ή παρωχημένο; Νομίζω, η αγκίστρωσή του σε ένα αναγνωρίσιμο, 'καθημερινό' και όχι εξαιρετικό, α' πρόσωπο (δεν το καλούν σε παιδικά πάρτυ επειδή δεν φοράει 'σταράκια', π.χ.)· η γλώσσα του, που, αν περιέχει εκφράσεις μεταφυσικού στοχασμού και στοιχεία μεγαλορρημοσύνης, παραμένει στέρεα σημερινή και ζωντανή (να με ακούσουν τα παιδιά που ρώτησαν διστακτικά / μαμά τι είναι ουρανός; / κι αυτή απάντησε ένα ντουβάρι)· η πρωτοτυπία, η δύναμη και πολυσυλλεκτικότητα των εικόνων του (τα 'σημεία' που φανερώνονται στον αφηγητή περιλαμβάνουν τον σχεδόν-άλμπατρος γηραιότερο γλάρο της Μάγχης, μα κι ένα πλαιυμομπίλ ποντισμένο χρόνια στο νερό)· η αριστοτεχνική δοσολόγηση όλων των συστατικών του επικού: του αφηγηματικού, του περιγραφικού, του στοχαστικού κ.ο.κ.· ο θαυμαστός και ακατάβλητος μουσικός κυματισμός του ποιήματος· αλλά και το λεπτότατο χιούμορ (το αγαπημένο υποκείμενο δε θα φανεί / ας πάει στο διάολο). Τέλος –ενδεχομένως και το σημαντικότερο, μιας και ο ιδεολογικός δογματισμός μπορεί να καταστρέψει και το 'ωραιότερο' έργο τέχνης– η συντηρούμενη αμφιθυμία του για το ευκταίον του χρίσματος από τον Δαίμονα της Τέχνης: δεν μας παίρνει το ναυαγοσωστικό ή δε γουστάρουμε να μπούμε;

Χάρη σε όλα αυτά, διαβάζουμε όντως ποίηση, και όχι ευφάνταστο παραλήρημα, ξαναζεσταμένη με νοσταλγία απόπειρα προσέγγισης της 'Υψηλής Ποίησης', πιασάρικη μπροσούρα, ή άψυχη πραγματεία.


*


Η κριτική αυτή δημοσιεύθηκε στο τεύχος 8 (Φθιν.-Χειμ. 2016) του περιοδικού "ΦΡΜΚ".