19.6.16

προς αριστόδικον



















ΠΡΟΣ ΑΡΙΣΤΟΔΙΚΟΝ


Μετά την εξόρυξη, αν το μάρμαρο δεν πρόκειται να δουλευτεί αμέσως, το χώνουν πάλι μες στο χώμα: να μείνει δροσερό, να διατηρήσει τους χυμούς του.

~

Στα θεμέλια του σπιτιού όπου παραθερίζαμε τα παλιά χρόνια, είχε βρεθεί αρχαίος δρόμος, με ίχνη αμαξιού στον βράχο. Και, πλάι του, μια επιτύμβια στήλη. Στο πιο πάνω τετράγωνο, οι αρχαιολόγοι ούτε που διαμαρτύρονταν όταν χωνόμουν μες στα πόδια τους. Κι αφού εγκαταλείψαν την ανασκαφή, πήγαινα κι έκρυβα εκεί θησαυρούς μικρούς ανάμεσα στα αρχαία: έναν φακό, μια μπατταρία πλακέ, ένα κουτάκι σπίρτα, δυο αυτοκινητάκια. Για ώρα ανάγκης.

~


Γεννήθηκα απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Από παιδάκι, όποτε έμπαινα, έστριβα αριστερά και, με ανασηκωμένο το κεφάλι, γύρευα το μειδίαμα των Κούρων.

Αυτοί οι επιτύμβιοι ανδριάντες ήτανε χρέος στον νεκρό που το υπαγόρευε κάποια υψηλότερη τάξη πραγμάτων;

Πώς έδωσε μορφή η τέχνη σε τέτοιες επιθυμίες;

Σχεδόν ταυτόχρονα εμφανίστηκαν αγάλματα στα ιερά των θεών και στους τάφους. Το επιτύμβιο άγαλμα είναι και μορφή του αντικειμενικού χρέους προς τον νεκρό, και εκπλήρωση της πνευματικής ανάγκης των ζωντανών να έχουν μπροστά τους την εικόνα του.

Βγαίνοντας, έκανα τσουλήθρα στα επικλινή μάρμαρα, δεξιά κι αριστερά απ' τα φαρδιά σκαλοπάτια του προαύλιου. Τα μάρμαρα, βαθουλωμένα στη μέση, γλυμμένα από την χρήση, ήσαν σχεδόν απαλά – και πάντα ζεστά.

~



















Ο Αριστόδικος, ο τελευταίος Κούρος, δεν χαμογελά.

Τα μάτια του Αριστοδίκου ισκιώνουν –όχι μόνο κυριολεκτικά, από την πλαστική της κόχης τους– αλλά και μεταφορικά, σαν από τον ίσκιο της μνήμης.

Στο Μουσείο, τον συναντάμε όντως τελευταίο στην σειρά έκθεσης των Κούρων. Ο Χρήστος Καρούζος –Διευθυντής από το 1942 ώς το 1964, δεινός αρχαιολόγος, απαράμιλλος συγγραφέας, λάτρης της ποίησης– που τον αγάπησε και τον μελέτησε, υπολογίζει πως θα πέθανε στα 25 του χρόνια, περί το 500 π.Χ.. Σε πολύτιμο μάρμαρο της Πάρου –το ιδανικότερο για το πλάσιμο του σώματος– ζήτησαν οι δικοί του να λαξευτεί ολόγλυφη η μορφή του. Την έστησαν στον τάφο πλάι στον δρόμο –όπως συνηθιζόταν– έξω από τα κτήματά τους στα Μεσόγεια, στη θέση “Φοινικιά”. Μα είκοσι χρόνια αργότερα, πλάγιασαν και το άγαλμα πάνω από το θαμμένο σώμα, το σκέπασαν με χώμα. Να σώσουνε το σήμα του νεκρού από τους Πέρσες, που θα κατέκαιγαν όλη την Αττική, ώς και τον Παρθενώνα.

Άφθαρτο σχεδόν, προστατευμένο απ' την βροχή και από τον ήλιο, το μάρμαρο ξαναγύρισε στη γη.

Αναδύθηκε πάλι 25 αιώνες αργότερα.

Το 1944, ο κτηματίας στέλνει εργάτες να οργώσουν το χωράφι του. Το άροτρο βρίσκει στην πέτρα. Ξανά και ξανά. Πιάνουνε τσάπες να τη βγάλουν, ξεθάβουν σώμα ακέραιο.

Μόνο τα χέρια λείπουν. Και τα πόδια σπάζουν στα λεπτά σφυρά.

Θα ήτανε αχαριστία να παραπονεθούμε για τον βαθμό διατήρησής του. Μόνο τα χέρια λείπουν ολότελα. Από τις μικρότερες πληγές, η πιο ενοχλητική είναι η παραμόρφωση στα μάτια, στα χείλη
και στη μύτη πριν απ' όλα, που θα οφείλονται στο συχνό πέρασμα του αλετριού από πάνω τους.


Για χρόνια πέρναγε το αλέτρι
πάνω από το πρόσωπο

Ξανά και πάλι πέρναγε το αλέτρι
πάνω από το πρόσωπο


Φορτώνουνε το άγαλμα σε κάρο, το σκεπάζουν με άχυρα, το πάνε στο Μουσείο κρυφά. Στο άδειο Μουσείο: όλα τ' αγάλματα κοιμούνται ήδη θαμμένα μες στο χώμα, κάτω από τα δάπεδα των αιθουσών, απ' τις παραμονές της εισβολής των Γερμανών. (Εργασία πολύμηνη και μυστική· πρωτοστατεί η Σέμνη Καρούζου.)

Τα μνημεία που σώθηκαν είναι “παίδες της τύχης”.

~

Παλεύω ακόμα να δω
τι κράταγαν τα χέρια

Καρπούς
φιάλη τάσι
όπλο ή χαλινάρι

Ή τίποτα –
Παλάμες ανοικτές
γεμάτες ερχομό

Θα μπορούσαν να κρατούν
ζυγό
να τείνουν
τα δίκαια αντίθετα
Όμως λείπουν

Στην γη
απ' όπου βγήκαν
επέστρεψαν άπρακτα
Όπως το όρισε
η τάξη του χρόνου

Τώρα σε ίση απόσταση
σπασμένα
ισορροπούν



















~

Το άγαλμα δεν απλώνει τον κόσμο του προς τα έξω, αλλά έχει συμμαζέψει τις δυνάμεις του και σαν να συλλογιέται κάτι που αναδεύει μέσα του.

Ο Καρούζος, στην εργασία του για τον Αριστόδικο, περιλαμβάνει και μακρύ κατάλογο
αττικών γλυπτών της περιόδου 550-480 π.Χ.. Εκεί, δυο φορές μνημονεύει τον Ρίλκε:

540-530
...
Στήλη δυο αδερφιών Νέας Υόρκης και Βερολίνου – απαραγνώριστη φαίνεται η συγγένεια του κεφαλιού του κοριτσιού με το κεφάλι “
Rilke” του Λούβρου
...
Αντρικό κεφάλι Λούβρου 695 – που ίσως, κατά τον
Haussmann, να είναι αντικείμενο του σονέττου του Rilke Fruehe Apollo”


Όπως, καμμιά φορά, από κλαδιά γυμνά ακόμα,
κρυφοκοιτάζει μέσα ένα πρωί
έχοντας μπει στην άνοιξη για τα καλά:
έτσι στην κεφαλή του τίποτε δεν σταματά

την λάμψη των ποιημάτων όλων να μας χτυπά
σχεδόν θανατηφόρα· γιατί δεν είν' ακόμα
μες στο βλέμμα του σκιά κι οι κρόταφοί του
δροσεροί πολύ για δάφνες, ακόμ' αργεί

να υψωθεί ψηλόκορμος μεσ' απ' τα φρύδια
ο ροδώνας απ' όπου θ' αποσπώνται πέταλα, ένα ένα
ώς να σταθούν στο ρίγος του στόματος,

που σωπαίνει ακόμα, τρεμοπαίζει άθικτο
μονάχα κάτι πίνοντας με το χαμόγελό του
σάμπως να του σταλάζαν το άσμα του εντός του.


Πρόκειται για ποίημα που ο Ρίλκε έγραψε στο Παρίσι, στις 11 Ιουλίου του 1906. Παρότι έχει λήξει, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, με ρήξη των δύο ανδρών, η εννεάμηνη θητεία του ως γραμματέα του Ροντέν, τα Νέα Ποιήματά του –το Α' Βιβλίο (1907) των οποίων ανοίγει με αυτό ακριβώς το σονέτο– είναι γραμμένα υπό την επίρροια του μεγάλου γλύπτη, που σαν να του ξανάμαθε να κοιτάζει και να στοχάζεται. Τρία χρόνια νωρίτερα, προς το τέλος του δοκιμίου του, Ωγκύστ Ροντέν, ο Ρίλκε είχε γράψει για τα γλυπτά του: “μια σπουδαία χειρονομία μοιάζει να ζει και να εξαναγκάζει τον χώρο να συμμετέχει στην κίνησή της”.

~

Επάνω στη βάση υψώνεται η νεανική μορφή του Αριστοδίκου, λυγερή στη βαθύτερη σύλληψή της. Δύσκολα μπορούμε να πούμε ότι στέκεται. Πιο κοντά πηγαίνομε σε τούτη την εικόνα του ανθρώπου που σαλεύει, λέγοντας ίσως πως κρατιέται. Ούτε μπορούμε να μιλάμε για κατάσταση όπου έφθασε, αλλά για δύναμη που βρίσκεται σε δράση.

~

Οι επιτύμβιοι ανδριάντες σταματούν, όσο βλέπομε σήμερα, λίγο μετά τα 500 π.Χ., για καμμιά 60αριά χρόνια. Η αρχαιολογική έρευνα έχει δεχτεί, ομόθυμα σχεδόν, την εικασία του Milchhoefer ότι ένας νόμος που ο Κικέρων λέει ότι βγήκε στην Αθήνα “κάμποσον καιρό” μετά τον Σόλωνα, κατά της πολυτέλειας των σημάτων, πρέπει να ανήκει σ' αυτά ακριβώς τα υστεροαρχαϊκά χρόνια, και πιθανότατα στον Κλεισθένη, όπως έχει υποθέσει ύστερα ο Hirschfeld. Ο Κικέρων είναι γνωστό πως έχει πηγή τον Δημήτριο τον Φαληρέα, κι αυτός πάλι ο vir eruditissimus, παίρνει πληροφορίες και υποδείγματα για τους δικούς του ριζικούς περιορισμούς των επιτυμβίων από τον Πλάτωνα και από την αρχαιότερη αττική νομοθεσία. Ελκυστική υπόθεση αλλά υπόθεση μόνο ότι ο νόμος αυτός είναι σύγχρονος και όχι άσχετος με τον περί οστρακισμού νόμον.

Παρολίγο δεν θα υπήρχα

~


Α Ρ Ι Σ Τ Ο Δ Ι' Κ Ο: το όνομα του νεκρού στη γενική, στη βάση του αγάλματος.

Το απλό όνομα ενός ανθρώπου είναι ισοδύναμο με την ανωνυμία.

Η βάση σώζεται, και το όνομα, και η πλίνθος του αγάλματος. Αλλά –πράγμα παράξενο, αναπάντεχο για τέτοιο έργο– επιτύμβιο επίγραμμα, πουθενά.


Φωνή
που δεν φτάνεις απ' την πέτρα
λέγε

Ποιανού πρόσωπο;
Το μακρινό το αγγίζει
όπως ο πόνος επιστρέφει
στον μαύρο κάτοχό του

Τα μάτια πλέον
δεν εναντιώνονται
στο ωραιότερο πράγμα
να αναβλύσει
απ' την απαρνημένη ζωή

Κάθε πρωί
ένα τραγούδι επιζεί
Από τα όνειρα

Εκείνου, ποιο να στάλαξε
μες στα μισανοιγμένα χείλη
και όρθιος, ακέραιος τώρα τραγουδά;

Κατώφλι των ασμάτων
στόμα
νεότητας που χάθηκε

Μουσική
πνοή των αγαλμάτων
σιωπή των εικόνων

Χώρε της καρδιάς
αίφνης τόσο μεγάλε














Σημείωση: Το κείμενο αυτό είναι θραύσμα έργου εν προόδω, ενταγμένο σε ειδικά συμφραζόμενα για την έκδοση NICE! Είναι δυνατή η επιστροφή;, επιμ.: Salon de Vortex (Γ. Γρηγοριάδης & Γ. Ισιδώρου), εκδ. Lo and behold, 2016. Στον ίδιο τόμο δημοσιεύτηκαν και τα τρία ζεύγη φωτογραφιών μου που, μαζί με την φωτογραφία μου του αγάλματος, συνοδεύουν το κείμενο εδώ. Με πλάγια στοιχεία, φράσεις από την μονογραφία του Χρ. Ι. Καρούζου, Αριστόδικος (1961). Η μετάφραση του ποιήματος του Ρίλκε είναι της Μαρίας Τοπάλη. Η απόδοση της φράσης του Ρίλκε από το δοκίμιό του, Ωγκύστ Ροντέν, έγινε μέσω της αγγλικής μετάφρασης των Τζέσσι Λεμόντ και Χανς Τράουζιλ (1919).

25.5.16

δημήτρης λεοντζάκος _ "τα σκυλιά του ακταίωνα"














Στο πρώτο ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Λεοντζάκου, Κόμικ (εκδ. Τραμάκια, 2001), ακούγεται ήδη μια αξιοπρόσεκτη φωνή: τρόπος συχνά μυθοποιητικός (είτε πρόκειται για επινόηση σύγχρονου αστικού 'παραμυθιού' –ενός είδους “κόμικ”, λοιπόν–, είτε για το πλέξιμο του 'βιώματος' με άλλα, γνώριμα από διάφορες παραδόσεις, υλικά), γλώσσα ευλύγιστη, εικόνες και αφηγήσεις ευρηματικές αλλ' όχι κραυγαλέες. Με την δεύτερη συλλογή του, Η Κίρκη ξαφνικά (εκδ. Μεταίχμιο, 2010), δηλώνεται ρητώς το ήδη διαπιστωμένο ενδιαφέρον του για τις κάθε είδους μεταμορφώσεις – μα το ύφος παραμένει συγγενές με του Κόμικ. Στο τρίτο βιβλίο, τα εξαιρετικά Κινέζικα (εκδ. Νεφέλη, 2010), παρατηρούμε μια πρώτη στροφή του τιμονιού: τα ποιήματα έχουν ενγένει λιγότερους στίχους – και πιο 'σφιχτούς', ρυθμικότερους, πιο 'στακάτους'. Συγχρόνως, ο τίτλος ενμέρει πραγματώνεται σε ποιήματα που θα μπορούσαν να απηχούν την κινεζική λογοτεχνία και ζωγραφική: ένας λεπτός λυρισμός, πακτωμένος μέσα σε μια κατά τα άλλα απολύτως σύγχρονη ατμόσφαιρα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι αρετές του βιβλίου αυτού, δυναμωμένες, θα δώσουν το ωριμότερο, νομίζω, μέχρι σήμερα έργο του Λ., Τα σκυλιά του Ακταίωνα (εκδ. Νεφέλη, 2014). (Τα έκτοτε δημοσιευμένα ποιήματά του δηλούν μια ριζική αλλαγή πορείας, τα αποτελέσματα της οποίας αναμένουμε να εκτιμήσουμε ολοκληρωμένα.)

Ως γνωστόν, ο Ακταίων, εγγονός του βασιλιά της Θήβας, Κάδμου, κατασπαράχθηκε από τα ίδια του τα σκυλιά που δεν τον αναγνώρισαν καθώς είχε μεταμορφωθεί σε ελάφι. Τρεις είναι οι κυρίαρχες εκδοχές του μύθου.Υπεύθυνος για την μοιραία μεταμόρφωση, ο Δίας, για να τιμωρήσει την ερωτική προσέγγιση του Ακταίωνα προς την αδελφή της μητέρας του και ερωμένη του θεού, Σεμέλη. Στις άλλες δύο εκδοχές, υπεύθυνη είναι η Άρτεμη: είτε επειδή ο Ακταίων καυχήθηκε πως κυνηγά καλύτερα – είτε (η επικρατέστερη, καθότι αυτήν παρουσιάζει ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του) επειδή την είδε να λούζεται ολόγυμνη. Τότε αυτή (παραφράζω τον Λατίνο ποιητή), καθώς δεν είχε τα βέλη της κοντά της, του έριξε νερό στο πρόσωπο, και του είπε: “Τώρα, σύρε να διηγηθείς, εάν μπορείς να διηγηθείς, ότι δίχως τα πέπλα μου με είδες!” (Με την φράση αυτή, στο πρωτότυπο, κλείνει το βιβλίο του ο Λ..) Και ο Ακταίων έγινε ελάφι. Μιλιά ανθρώπινη δεν είχε πια – μονάχα νου. Σαν τον μυρίστηκαν τα κυνηγετικά σκυλιά του, όρμηξαν και τον κατασπάραξαν – ενώ εκείνος προσπαθούσε να τους πει: “Ο κύριος σας είμαι: αναγνωρίστε με!” Οι δε σύντροφοί του τον έψαχναν φωνάζοντάς τον, και οικτίροντάς τον που δεν ήταν εκεί να απολαύσει το θέαμα. “Εκείνος ήθελε μεν να ήτο απών, αλλά παρήν· και ήθελε να βλέπη, όχι όμως και να αισθάνηται τα χαλεπά έργα των εαυτού κυνών” (κατά την μετάφραση των Α. Παπαγεωργίου και Α. Παπαφωτίου, εκδοθείσα εν Αθήναις εν έτει 1886, εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου).

Ο ποιητής, θεωρητικώς κύριος του υλικού του, ζητά απ' αυτό να του αναγνωρίσει την διαφεύγουσα κυριότητα, την επισφαλή κυριαρχία. Είναι παρών και απών – θέλει και δεν θέλει (να βλέπει και να αισθάνεται).

Αν μακρηγόρησα με την υπενθύμιση αυτή, είναι γιατί πιστεύω πως δεν είναι λίγες οι αντιστοιχίες του μύθου με το περιεχόμενο αλλά και τον ποιητικό τρόπο του βιβλίου. Στα 46 ποιήματά του (11 παραπάνω από τα 35 σκυλιά του άτυχου Θηβαίου, που ονοματίζει ο Οβίδιος – προσθέτοντας πως ήταν κι άλλα, μα δεν επιθυμεί να μας κουράσει), κυριαρχούν οι μεταμορφώσεις, τα όνειρα, η νύχτα και η σελήνη· το κυνήγι (ενίοτε και των στίχων, καθώς διαδέχονται, ασθμαίνοντες, ο ένας τον άλλον)· τα ζώα (από έντομα έως τέρατα)· το νερό. Μα και ο κύκλος που διαγράφει το βιβλίο απηχεί την ροή του μύθου. Στο κρίσιμο υδάτινο στοιχείο –Τρεις λίμνες / που κοιμούνται εντός σου– ομολογεί, στο τελευταίο ποίημα, τον σεβασμό του ο ποιητής. Έχοντας, όμως, ξεκινήσει (το πρώτο ποίημα, του οποίου ο λατινικός τίτλος σημαίνει “Οχλείν εαυτόν”) Με τραγική έπαρση / Είπε επωμίζομαι / Με κουβαλώ / – η εύκαμπτη σιωπή σου είμαι εγώ. Θα εμφανιστεί η ίδια η Άρτεμη – ως Κάτι κόκκινο-σκοτεινό και πολύπλοκο [] / Με τρελά φτερά· το ελάφι θα συζευχθεί με τα σκυλιά: Ελάφια γαβγίζουν· το κυνήγι είναι στρατηγική (“Είμαι ένα δίχτυ”), διακινδύνευση και θυσία – το “Υπάρχει αντίλαλος πάντα” έχει ως εξής: Υπάρχει αντίλαλος πάντα / Και ρίχνουμε μια λέξη / Στεκόμαστε κοντά στο κενό / Στο πηγάδι του ποιήματος / Και ρίχνουμε μέλι / Στο στόμα των σκύλων / Τον εξαίσιο λαιμό σου.

Αναφέρθηκα ήδη στην γοητεία που ασκούν στον Λ. οι μεταμορφώσεις – μα και τα λοιπά συστατικά του μύθου του Ακταίωνα μοιάζουν να συνιστούν ένα πλέγμα εμμονής που δεν πρωτοεμφανίζεται εδώ. Για παράδειγμα, το ομώνυμο, πρώτο ποίημα του Κόμικ ανοίγει έτσι: Η ζωή περνάει / σαν ήχος από ωχρό χάλκινο [κυνηγετικό κέρας;]. / Οι μέρες είναι υγρές και στάζουν από το  ταβάνι. / Τώρα ξαπλώνω στο βυθό. Και αλλού: Στην προηγούμενη ζωή πρέπει / να ήμουν κυνηγός [] / Σ' αυτό το δάσος μάλλον με τα θηρία , Έρχεται η ανάσα του λύκου / Απ' το πηγάδι / Φοβάσαι σαν παιδί , Τέλος πάντων μεγαλώνω και θα μάθω τη θέση / του κυνηγού στην κρυμμένη εικόνα , Η λίμνη κάτω απ' το μαξιλάρι μου / υπάρχει. [] / απ' την ακτή, γυρνάω / λύκος πεινασμένος.

Λες, λοιπόν, και ο μύθος και το πεπρωμένο του Ακταίωνα να εργάζονταν από μιας αρχής εντός του ποιητή – που, στο κάτω κάτω, στην τέχνη του, θηρεύει και κρυφοκοιτάζει, ζηλεύει και κομπάζει, εκστασιάζεται και εκμηδενίζεται.

Αυτήν την παλίνδρομη κίνηση εξυπηρετεί και η χρήση γραμματικών αμφισημιών, αλλά και η αλληλοδιαδοχή των εικόνων, που συχνά γλιστρούν η μιας μες στην άλλη, περιδινούνται εντείνοντας την πολυσημία, η οποία ενδέχεται και να μη λυθεί με την τελική 'αποκάλυψη'. Παράδειγμα όλων τούτων, το “Όνειρο”: Ένα ελάφι ήρθε / Ξάπλωσε / – αστράγαλοι, γόνατα, μηροί – / Απαλά στον ώμο μου / Σαν πουλί // Ναι, είπα / Εγώ / Το νερό της νύχτας.

Λίγο πριν από τη μέση (στην σελ. 30, και 19ο στην σειρά), εμφανίζεται το ομώνυμο ποίημα. Αποτελούμενο από 14 μέρη, λειτουργεί ως μήτρα των μοτίβων αλλά και των ποιητικών τρόπων του βιβλίου. (Δεν μπορώ να κρύψω την επιθυμία μου ο Λ. να είχε εκμεταλλευτεί στο έπακρον και την θέση, και τον αριθμό των χωρίων του ποιήματος αυτού, για να συνθέσει στερεότερα το βιβλίο: επιβάλλοντας, π.χ., ίσον αριθμό ποιημάτων πριν και μετά, πιθανώς δε και πολλαπλασίων του 7· διευρύνοντας την λειτουργία του ομώνυμου ποιήματος ως ευρετηρίου ή συντομογραφικού 'θησαυρού' μοτίβων και τρόπων· κ.λπ..)

Τα μοτίβα, λοιπόν: η μοναχικότητα και ο ερω[τισμό]ς· η σκληρότητα, η νύχτα, ο θάνατος. Αλλά και το νερό (κυρίως υπό την μορφή λίμνης, ή επάλληλων λιμνών: Μια λίμνη / Στη λίμνη , Μια λίμνη που βουτάει σε μια λίμνη· και, γενικότερα, η φύση, ως παρουσία ή ως πρότυπο: Σαν άναυδα δάση , Κισσός παντού στο στόμα , Ιερογλυφικά αγριολούλουδα από σώμα. Και, βεβαίως, πανταχού παρόντα, τα ζώα. Με θαυμασμό, μ' επιθυμία, ή στ' όνειρο: Τι ωραίο ύψιλον / Οι χήνες στον αέρα , Οι λαγοί που ονειρεύομαι / Λιγάκι διαγώνιοι , Ο τάρανδος των πιο ασυνάρτητων ονείρων. Αλλά και ως ευθέως ή υπογείως εχθρικές έως και απειλητικές παρουσίες: Ανθίζουν πουλιά ακατάδεκτα , Και θολώνουν στους καθρέφτες τα ζώα , Τα έντομα της ησυχίας μιας νύχτας / Που ακούγεται εδώ και δεν φτάνει ποτέ / Τα εκκωφαντικά σκοτάδια / Τα τυφλά ζώα που μας περιπολούν , Τι δίφθογγος / Αυτή η λεύκα / – τι λέαινα!

Συνολικά, συναντούμε κάμποσα εντελή ποιήματα (π.χ. “Ας καθήσουμε λίγο εδώ”, “Εάν δεν είναι”, “Υπάρχει αντίλαλος πάντα”, “Όνειρο”, “Σαν να ορμούν δέντρα”, “Τι δίφθογγος”), ενώ σπάνιες και σχετικές είναι οι αδυναμίες. Ενίοτε, οι αρχές των ποιημάτων είναι δυνατότερες από την κατάληξή τους. Μια αίσθηση φλυαρίας και ασαφούς στόχευσης δημιουργείται στο κάπως εκτενές “Έχω κάτι λουλούδια μέσα στο μυαλό μου” (αλλά όχι στην ακόμη εκτενέστερη λιτανεία τού “Αν αφαιρέσω αυτήν την γάτα”, που –απολύτως σύμφωνα με το κλίμα του όλου βιβλίου– καταλήγει με την ευχή μιας συντριβής: Τότε ίσως να φαίνονταν να έφεγγε / Αυτός / Που φυσάει που σβήνει σαν κεράκι / Με λέξεις το ποίημα)· μια εισβολή ενός γυμνότερου 'προσωπικού' τόνου στο δεύτερο μισό του “Γυναίκες με ταινίες γύρω απ' το λαιμό”, που γλιστρά προς την κοινοτοπία· η κάποτε πέραν της ποιητικής λειτουργίας χρήση της ομοιοκαταληξίας (π.χ. Ηχεί μόνος [] / Ο πλανήτης πόνος) ή των λογοπαιγνίων (π.χ. Μοιραίος / μηριαίος). Γενικότερα, πάντως, είναι αξιοσημείωτη η επιτυχία του επικίνδυνου διαβήματος να τανύεται η –βασισμένη πρωτίστως στον ρυθμό– μουσικότητα, έως και την σποραδική ομοιοκαταληξία διστίχων, ή την διακριτική παρουσία δεκαπεντασυλλάβων.

Ο Λ. έχει φθάσει εδώ στην μεστότερη εκδοχή ενός αμέσως αναγνωρίσιμου προσωπικού ύφους (για πόσους σημερινούς ποιητές μπορούμε να το ισχυριστούμε αυτό;) και συνθέσει ένα βιβλίο που διασχίζει και κυκλώνει την γενεσιουργό του βάση (και τις υπαρξιακές ή συμβολικές της προεκτάσεις) ξανά και ξανά, με ζηλευτό σφρίγος. Ακόμη και κάποια ποιήματα που μοιάζουν να ανήκουν στο προηγούμενο βιβλίο του (π.χ. “Απόψε τ' άσπρα”, “Σουρουπώνει”, “Λεπτών αστραγάλων”), λειτουργούν και εδώ, προσφέροντας την αντίστιξη του λεπτού τους σχεδίου (αν και  άλλα θα μπορούσαν να λείπουν, π.χ. το “Μες στις ευλύγιστες κορυφές των μπαμπού”). Συναφής προς τα Κινέζικα, και η εμφάνιση/απόκρυψη (Σμήνη πετούν / Όσο κι αν άυπνος διορθώνεις / Τη νύχτα – ως 11ο μέρος του ποιήματος-μήτρα, “Τα σκυλιά του Ακταίωνα”) ή η απήχηση (Τα πέλματά της / Στο ταβάνι [] / Θα δροσίζουν τον τοίχο) κάποιων χαϊκού. (Αλλού, 'κρύβονται' ευφυή και απολύτως ταιριαστά 'κλεισίματα ματιού' και προς άλλες ποιητικές κατευθύνσεις: προς τον Γκάτσο (να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά / να σου φιλούν τα μάτια), ή τον Έλιοτ (Ένα σούρουπο στη φορμόλη), για παράδειγμα.)
Η προμετωπίδα του Πιερ Κλοσσοβσκί (από το Λουτρό της Άρτεμης), με τις αναφορές σε “φυλλωσιές” και “όνειρα”, μας προειδοποιεί: Μήπως ο ίδιος [ο Ακταίων] επινόησε τις μορφές αυτής της θεοφάνειας; Όπως ίσως ο ίδιος ο ποιητής επιφέρει στον εαυτό του το βάσανο των εικόνων και τον σπαραγμό [του – προς τέρψιν μας] από τις λέξεις;
Τι κόσμος οι λέξεις διπλός ● Πονάνε οι εικόνες [] / Αφήνουν εσένα για ίχνη

*


[κριτική δημοσιευμένη στο 7ο τεύχος του περιοδικού "Φάρμακο", Άν.-Καλ. 2016.]

άννα γρίβα _ "έτσι είναι τα πουλιά", "οι μέρες που ήμασταν άγριοι", "η φωνή του σκοτωμένου"












Στα τρία έως τώρα βιβλία της, η Άννα Γρίβα έχει αναπτυχθεί σ' ένα ευρύ φάσμα, κατορθώνοντας, σε διάφορα σημεία του, αξιοπρόσεκτα ποιήματα. Το πρώτο βιβλίο της, Η φωνή του σκοτωμένου (29 σελ., Χαραμάδα, 2010) –από τις τολμηρότερες και πιο ενδιαφέρουσες πρώτες εμφανίσεις των τελευταίων ετών–, το αποτελούσαν μετα-υπερρεαλιστικά, μακροσκελή ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, εντός των οποίων εμφανίζονταν ενίοτε (ως στίξη;) μικρές, 'τραγουδιστές', στροφές. (Κάπου κάπου, ο Σαχτούρης, του οποίου τα μοτίβα φαίνεται –επιζημίως, φευ, το συνηθέστερον, αν και όχι εδώ– να στοιχειώνουν ολοένα και περισσότερους ποιητές από το 2000 και δώθε, 'ακούγεται' καθαρά ως 'πρόγονος'.) Το δεύτερο, πολύ πιο εκτενές (υπερβολικά, θα έμπαινα στον πειρασμό να πω), Οι μέρες που ήμασταν άγριοι (87 σελ., Γαβριηλίδης, 2012), έδειχνε σαφέστερα προς τα πού θα μπορούσε να οδηγηθεί η φωνή της καθώς μέστωνε (και αφομοίωνε τα διδάγματα της μεγάλης –και μεγάλως αποσιωπημένης– δασκάλας, Ελένης Βακαλό).

Όπως κάποτε συμβαίνει με τα δεύτερα κατά σειράν ποιητικά βιβλία, η συλλογή αυτή λειτουργούσε εν μέρει και ως 'δειγματολόγιο' θεμάτων και υφολογικών κατευθύνσεων και δυνατοτήτων, περιέχοντας, ωστόσο, και τα πρώτα εντελή ποιήματα της ποιήτριας: “Δοκιμή”, “Από πού έρχονται τα ποιήματα” (από τις σπανιότατες περιπτώσεις που ένα ποίημα 'ποιητικής' –από τα άφθονα παρόμοια με τα οποία νεαροί, ακόμα και πρωτόβγαλτοι, ποιητές και ποιήτριες δεν διστάζουν να φορτώνουν τις συλλογές τους, δημιουργώντας εύλογη απορία, όταν δεν πρόκειται για δικαιολογημένη θυμηδία– ευτυχεί), “Το μάθημα των μυρμηγκιών”, το δ' μέρος της “Μνήμης των σαρκοφάγων”, “ΥΓ”, και το στ' μέρος του “Βυθού” – κατά την άποψή μου, το μέχρι σήμερα κορυφαίο ποίημα της Α.Γ., όπου συμπυκνώνονται και αναδεικνύονται πολλές από τις ιδιαίτερες αρετές της: πρωτότυπη εικονοποιία, σίγουρο 'αυτί', γόνιμη χρήση στοιχείων παιδικότητας και παραμυθιού, χωνεμένος στοχασμός. Γι' αυτό και το παραθέτω ολόκληρο:

Μπορεί το κολύμπι να είναι μια έκταση ερήμου
φοίνικες πλήττουν τη γαλήνη της
και δεν αφήνουν τη ζωή να κυλήσει
όπως ο αναβάτης στην πλάτη του σκύλου
που έλεγε μη με συγκρίνεις με ιππότη
γιατί δεν έχω στη ζώνη μου φλουριά και ξίφος
και μέχρι τότε δεν το είχα φανταστεί έτσι
αυτό που του έλειπε.

Στο τρίτο βιβλίο της (Γαβριηλίδης, 2015), η μητρότητα και ο θάνατος, η ψυχή και η μνήμη, επιβάλλονται θεματολογικώς. Όμως, ενώ στα πρώτα δύο βιβλία, η Γ. είχε τανύσει και οξύνει τις μικρές (φθογγικές, ρυθμικές, και άλλες) 'ανωμαλίες' με πολύ προσωπικό τρόπο, που υπαινισσόταν πως κατά κει θ' ανοιγόταν ο δρόμος της, σε τούτο το τρίτο βιβλίο, η μουσικότητα του στίχου μοιάζει να  εξομαλύνεται. Εξάλλου, η εικονοποιία και η αφήγηση ακολουθούν συχνότερα 'παραδοσιακότερα', πιο 'βατά', χνάρια. Παραταύτα, η ποιήτρια συνεχίζει την διατύπωση της ιδιότυπης μεταφυσικής της, η οποία διερευνάται διαμέσου της φύσης. Και οπωσδήποτε, και εδώ, μάς παραδίδει ορισμένα ακέραια ποιήματα ζηλευτά, στα οποία με απόλαυση επιστρέφουμε: “ Στα γάργαρα νερά” (απ' το πρωί μαζεύω φύλλα / και τα κολλώ με σάλιο / πάνω στον τοίχο / δίπλα δίπλα αγαπιούνται / έτσι νομίζω θα κλείσω το τίποτα), “Λέξεις”, “Το παιδί και ο καβαλάρης” (τα κλαδιά είναι χέρια / έχουν γνέψει σε φίλους / όταν χάναν το δρόμο τους / έχουν πιάσει γυναίκες / απ' τη ζέστη της σάρκας τους / έχουν πνίξει εχθρούς / σ' ένα πράσινο νήμα), “Μετάξι ολομέταξο” – με 'θέμα' μια μύγα πιασμένη μες στο χέρι, αυτό το ποίημα τελειώνει: ανοίγω διάπλατα το χέρι / γδέρνω τον άνεμο γλυκά / καθώς κείνη φτερουγίζει / προς το αόρατο κλουβί μας / μαζί μας μαζί να στολίσει / το αναπόδραστο της νύχτας ζωνάρι.

Το πρώτο βιβλίο θα μπορούσε να είναι πιο οικονομημένο – αλλά πάντως ήταν το πρώτο, και ήδη περίτρανα έδειχνε την αξία της ποιήτριας, κατατάσσοντάς την ανάμεσα στους πιο ενδιαφέρουσες συνομηλίκους της. Το δεύτερο βιβλίο όφειλε, κατά τη γνώμη μου, να περιέχει λιγότερα, αυστηρότερα επιλεγμένα ποιήματα, που να συνιστούν όντως βιβλίο, και όχι συμπίλημα ετερόκλητων ποιημάτων. Στο τρίτο, η ομοιογένεια έχει επιτευχθεί –παρότι, και πάλι, θα το ωφελούσε, νομίζω, μια πιο λελογισμένη 'αρχιτεκτόνηση' των περιεχομένων του, τα οποία, ομοίως και πάλι, δεν θα έβλαπτε να είναι λιγότερα– αλλά δεν τεκμηριώνει σε επαρκή βαθμό μιαν ωρίμανση του προσωπικού ύφους την οποία μας είχε κάνει να αναμένουμε η ποιήτρια. (Να σημειώσω, επίσης, πως η 'πνευματική αναζήτηση', όσο γνήσια και όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι, δεν αρκεί για να σαρκωθεί το ποίημα (π.χ. “Άνοιξη στο χορτάρι”) – και η Α.Γ. έχει αποδείξει ότι κατέχει άριστα την τέχνη τού να κάνει το πνευματικό, χειροπιαστό.)


Η Άννα Γρίβα παραμένει από τους πιο αξιόλογους ποιητές (ανεξαρτήτως φύλου) που εμφανίστηκαν μετά το 2000. Ωστόσο, επιβάλλεται η ίδια να μη σπαταλά τα δώρα της και τον κόπο της: αυστηρότερη αυτο-επιμέλεια εντός των ποιημάτων (για να εξαλειφθούν –όσο σπάνιες κι αν είναι– κοινοτοπίες, συναισθηματισμοί, 'φιλοσοφικότητα', ασάφεια ποιητικού στόχου), αυστηρότερη επιλογή των ποιημάτων που απαρτίζουν κάθε βιβλίο, και πιο επίπονη και επίμονη καλλιέργεια του προσωπικού ύφους που έχει ήδη αναφανεί, θα ωφελήσουν και το έργο της και εμάς, τους αναγνώστες της.

[κριτική που δημοσιεύτηκε στο 7ο τεύχος του περιοδικού "Φάρμακο", Άν.-Καλ. 2016.]

3 ποιήματα νόσου [και ανάρρωσης]












Γουίλλιαμ Κάρλος Γουίλλιαμς  

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΥΡΡΙΚΝΩΜΕΝΟΣ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΜΗ ΕΙΚΟΝΑ

στη μικρή άκρη μίας ασθένειας
ήταν μια εικόνα
μάλλον γιαπωνέζικη
που γέμιζε το βλέμμα μου

μια βλακώδης εικόνα
μα ήταν το μόνο που αναγνώριζα
ο τοίχος ζούσε για μένα μες σ' αυτήν την εικόνα

κόλλαγα πάνω της όπως σε μύγα 


[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]


~













Ρόμπερτ Ντάνκαν  

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΚΡΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑ

Καμμιά δεξιότητα όχι              αδέξια
            μας αφήνει
            ν' αρχίσουμε εκεί όπου οφείλω

από την ανεπάρκεια των συστημάτων            χωρίς
            ανάσα,             καρδιά
            και πνεύμονες πλημμυρισμένα

Πηγμένα με ελαφρές αλύσους            των νεφρών
            το στάδιο είναι τελευταίο        της ζωής

ελαφρότης και βάρος,              φως
            και σκοτάδι.    Ήταν πάντα
κοντά σε ιδιαίτερο Θάνατο, α
            φανέρωστο      τι είναι πίσω

από το βλέμμα, την αφή, γεύση, όσφρηση     –το Σύννεφο εκείνο!

Δύο χρόνια
η πικρία διαπότισε:

το σώμα το υλικό        υψηλή πίεση του αίματος
            συσσώρευση τοξινών,
            κατάρρευση κλασμάτων,

την ψυχή          “που έβραζε στο ζουμί της”
            εκρήξεις μίσους,         προσευχή
–δεν είχα προσευχή–              η δική
            σου μόνο φροντίδα κράτησε την αγάπη μου αίθρια.

Εκεί θα βρεθώ πάλι    οι οδοί
            ανάγκη να διασταυρωθούν      και πάλι
            σκοτεινές δίοδοι,         επικίνδυνα στενά.

Ακόλουθος ο Θάνατός μου και ήξερα
            ότι δεν θα πεθάνω,
με περιέθαλψε ώς εδώ.           Η ζωή πήρε τα ηνία.

            Ό,τι έτρωγα     το ξερνούσα
και πέρασα έρποντας σαν να με γύρισαν τα μέσα έξω.
            Κάθε σκέψη που είχα την είδα
με αρρώσταινε.           Μυστικά
            στο σκοτάδι     οι ηθμοί
            των νεφρών μου          πέτρωσαν        και ο Θάνατός μου
άλλαξε το ραντεβού που 'χε μαζί μου.

*

Ναι, φοβόμουν
μη δεν σε δω ξανά,     μη
            με πάρουν, όχι μην
πεθάνω, το φάσμα που καιρό
            γνωρίζω ως Θάνατό μου είναι
Κύριος μίας Διαβάσεως που μας ενώνει·
            μα που
            ποτέ δεν ήρθα εγώ σε σένα το άλλο  
φάσμα της πραγματικής ζωής μου είναι.
            Ανένδοτο.

“Σου έδωσα μια γάτα στο σκοτάδι”, είπε η φωνή.
Άλλαξαν όλα σε αυτό που πάντα ήταν εκεί
και δούλευε μες στο Έδαφος:             οι δύο τίτλοι
            “Πριν από τον Πόλεμο”,         και τώρα, “Στο Σκοτάδι”
εγγυητές στο μέγα σχέδιο.      Η μαγεία
πάντα ήταν εκεί,          μαγνητικό γουργούρισμα
            να με διατρέχει, αίσθηση σαν γάτας τρίχωμα
φορτίζοντας την άρνηση της αίσθησης.           Αυτός ο μαύρος λίθος,
            βλέπω τώρα, έχει το συγγενές ηλεκτρικό του.

Πράγματι ήξερα πάντα πως ανήκω
            σε βασίλειο όπου Άνεμος κανείς δεν              ριγεί
            Νύχτα καμμιά
δεν γυρνά σε Μέρα,    Λίμνη του ακίνητου νερού,
            απόλυτη Γαλήνη.         Στον Κόσμο, θάνατος μετά θάνατον.
Στο βασίλειο αυτό,      κανείς στερνός ζυγός Ζωής δεν ριγεί.
            Η φαντασία μόνο ξέρει την συνθήκη αυτή.
Σαν αυτό να ήταν προ του Πολέμου,              προ
            Αυτού που Είναι,        στο σκοτάδι η κατάσταση αυτή
που δεν ξέρει ούτε ύπνο ούτε ξύπνιο, ούτε όνειρο
            –στάση αιωνία.


[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]


~











Τομ Γκανν 

ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ

Έχοντας ερμηνεύσει την υπόσχεση του φράκτη
το σώμα ξεκίνησε για νέες περιπέτειες.
Κάποτε έφτασε σε τόπο ένδειας,
λιμού εσωτερικού και εξωτερικού,
όπου είχε παύσει κάθε κίνηση,
εκτός από του ανέμου, που ήταν συνεχής
και ερχόταν από αλλού, από τη θάλασσα,
προχωρώντας μέσα από άσπαρτα λιβάδια και μέσα από ταφόπετρες
στο μικρό προαύλιο της εκκλησίας, πνιγμένο στις  τσουκνίδες,
όπου κανείς δεν ερχόταν εκτός Κυριακής, και τότε, λίγοι.
Ο άνεμος ήταν σαν τιμωρία στο πρόσωπο και στα χέρια.
Εδώ ήσαν έλη στερήσεως:
από την λάσπη των τάφρων έβγαινε βρωμερό νερό,
οι τεφρές καλαμιές δεν ψηλώναν,
ο ήλιος δεν φαινόταν, ούτε καν σα μουτζούρα,
και η ανώμαλη χώρα ήταν δίχως περίγραμμα
όπως εγώ ήμουν δίχως λέξεις σθεναρές,
αδρανής.
              Κάθησα σε μιαν αποσυντιθέμενη ταφόπετρα.
Πώς γίνεται να συνεχίσω; ρώτησα.
Επιθυμούσα να ακονίσω τις αισθήσεις μου, αλλά πάνω σε τι;
Στη λάσπη; Ήταν έρημος άψητης λάσπης.
Με έβαζαν σε πειρασμό φαντασιώσεις του παρελθόντος,
αλλά το σώμα μου τις απέρριπτε, γιατί μόνον στο παρόν
μπορούσε να ακολουθήσει την υπόσχεση,
παραμένοντας ανοικτό στην εκπλήρωσή της.
Ούτε και σκόπευα να βυθιστώ στη λάσπη,
θερμαίνοντάς την με την θέρμη που έφερα,
ως σε χοιροστάσιο οκνηρίας.
Το σώμα μου επέμενε να μην αναπαύεται
έχοντας λάβει την υπόσχεση της αγάπης,
όπως ο νους μου επέμενε στις λέξεις
έχοντας λάβει την υπόσχεση της φαντασίας.
Έτσι παρέμενα σε ετοιμότητα, σε σύγχυση, χωρίς παρηγοριά.
Συνέχισα το ταξίδι μου και, παρόλο που το τοπίο δεν άλλαξε,
έφτασε να μοιάζει μετά από λίγο ως τόπος αναρρώσεως.


[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]



*

Ο William Carlos Williams γεννήθηκε το 1883 και έζησε σχεδόν όλη του την ζωή, ώς τον θάνατό του το 1963, στο Rutherford του New Jersey των ΗΠΑ – όπου και εργάστηκε ως γενικός ιατρός και παιδίατρος. Πρόκειται για έναν από τους στυλοβάτες, μαζί με τον Έζρα Πάουντ, τον Τ.Σ. Έλιοτ, κ.ά., του Μοντερνισμού. Τα πολυάριθμα ποιήματά του (καθώς και τα πεζά του κείμενα), δείγματα ενός ύφους που αποτέλεσε τομή στην αγγλόφωνη ποίηση –με την απλότητα της γλώσσας, την καίρια παρατήρηση, την προσήλωση στα πράγματα– στάθηκαν, και στέκονται ακόμη, παράδειγμα και πηγή έμπνευσης για κατοπινούς ομόγλωσσούς του, και όχι μόνο, ποιητές.

Ο Robert Duncan γεννήθηκε το 1919 στην Καλιφόρνια. Οι θετοί γονείς του τον ανέθρεψαν με βάση της αρχές του Θεοσοφισμού. Παιδικό ατύχημα στα χιόνια τον προίκσε με στραβισμό και διπλωπία: την 'διπλή όραση' των Μυστικών και της τέχνης. Βασικός πρωταγωνιστής των καλλιτεχνικών κινημάτων τόσο της “Αναγέννησης του Σαν Φρανσίσκο”, όσο και του Black Mountain College, έγραψε πάνω από 40 βιβλία – ποίησης, κυρίως, αλλά και δοκιμίων και άλλων πεζών. Αναζωογόνησε την αγγλόφωνη ποίηση, μεταξύ άλλων με την θεωρία και την πρακτική του “πεδίου σύνθεσης”. Παρέμεινε μυστικιστής ώς το τέλος της ζωής του, το 1988 – από όξυνση επί διετίαν νεφρικής ανεπάρκειας. Τελευταία βιβλία του: Προετοιμασία του Εδάφους: Πριν από τον Πόλεμο (1984) και Προετοιμασία του Εδάφους ΙΙ: Στο Σκοτάδι (1987)· τελευταίο του ποίημα, “Μετά από μακρά ασθένεια”

O Thom Gunn γεννήθηκε στο Gravesend του Ηνωμένου Βασιλείου στις 29 Αυγούστου 1929, και βρέθηκε νεκρός –από οξεία κατάχρηση διαφόρων ουσιών– στο κρεβάτι του, το ξημέρωμα της 25ης Απριλίου 2004, στο Σαν Φρανσίσκο. Η μητέρα του αυτοκτόνησε όταν εκείνος ήταν έφηβος. Σπούδασε στο Καίημπριτζ, και, το 1954 (έτος έκδοσης του πρώτου του βιβλίου, Fighting Terms [Εμπόλεμη Κατάσταση]), ακολούθησε τον Αμερικανό σύντροφο της ζωής του, Mike Kitay, στις ΗΠA – όπου και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του. Έγραψε –εκτός από έξοχα κριτικά δοκίμια– άλλες οκτώ ποιητικές συλλογές, με τελευταία, το Boss Cupid [Αφέντης Έρωτας] (2000). Η προτελευταία, The Man with Night Sweats (Ο Άντρας που Ίδρωνε τις Νύχτες, 1992), περιελάμβανε αρκετά ποιήματα γιά φίλους του που πέθαναν από το AIDS. Στα ελληνικά, ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στην "Ποίηση" (τ. 12, Φθιν.-Χειμ. 1998) και στο "Εντευκτήριο" (τ. 86, Ιούλ.-Σεπτ. 2009).

*

Τα τρία αυτά ποιήματα, μαζί με τα σύντομα σημειώματα για τους ποιητές, δημοσιεύτηκαν στο τ. 7 του περιοδικού "Φάρμακο" (Άν.-Καλ. 2016), στο αφιέρωμα "Ποίηση και νόσος: το πάσχον σώμα" που επιμελήθηκε ο Θοδωρής Χιώτης. Το ποίημα τού Γ.Κ.Γ. ήταν δική του επιλογή - τα άλλα δύο, προσωπικές μου συνεισφορές στο αφιέρωμα.