27.3.15

elaine feinstein, fiona sampson, michael symmons roberts _ 6 ποιήματα



















Ελαίην Φάινσταϊν (Elaine Feinstein)


ΕΠΙΣΚΕΨΗ


Θυμάμαι ακόμη την αγάπη σαν μια χώρα άλλη
μ' ένα τοπίο σχεδόν λησμονημένο
αλμυρής επιδερμίδας και στόματος στεγνού. Θαρρώ
πως πάντα υπήρχε ο πειρασμός να δραπετεύσω
από την βία εκείνου του ήλιου, την αιφνίδια
ασημαντότητα της φιλοδοξίας,
την ζήλεια καθώς βγαίνει για κυνήγι σαν γάτα μάγισσας.

Χθες βράδυ αρμένιζα στον ύπνο μου
σαν παλιός ποντοπόρος, το σκορβούτο
μού έβαφε τις σκέψεις, είχε φεγγαρόφωτο
και πάγο πάνω στα πράσινα νερά.
Παραισθήσεις. Νοσταλγία επικίνδυνη.
Και νωρίς το πρωί μού ψιθύρισες
λες και απαλά πλάγιαζες πλάι μου:

Ακόμα μου κρατάς κακία; Και πρόφερες
το όνομά μου τόσο τρυφερά, που έκλαψα.
Ουδέποτε σου καταλόγισα πολλά
όσο θυμάμαι, ούτε καν όταν έπρεπε –
για μένα, ήσουν το αγόρι μες στον κήπο του Ραβέλ
που ποθούσε πάντα να 'ν' καλό,
και το 'ξεραν τα πλάσματα του δάσους, και το ξέρω κι εγώ.


[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]


*



















Φιόνα Σάμσον (Fiona Sampson)


ΟΝΕΙΡΟΤΡΑΓΟΥΔΑ

Σαν ονειρεύεσαι ένα σπίτι
πάντα ονειρεύεσαι το σώμα


Μουτζούρα από κλαδιά
Μυρωδιές –
φλαμουριά και σκόνη,
ντήζελ, παγετός –

Τρέχεις ανάμεσα από δέντρα-φαντάσματα
προς ένα σπίτι
που ολοένα μεγαλώνει
μέσ' απ' τις σκιές

Το σούρουπο απειλεί
να σου βρέξει τις φτέρνες


Αναπνοές σαν στεναγμοί
γεμίζουν το σκοτάδι,
σκιές μετατοπίζουν
τό ένα σκονισμένο δωμάτιο μετά τ' άλλο

Κάπου
αφόρητα κοντά
κυλά ένας βώλος
πάνω στα σανίδια,

ντρρρρ ντρρρρ ντρρρρ
ντινκ ντινκ ντινκ ντινκ
ντινκ


Τώρα
ανεβαίνεις μια σκάλα –
θολή συμμετρία
Μακάρι να γινόταν

η μορφή να 'ναι γλώσσα,
αυτά τα θολά σχήματα
να έπλαθαν τη λέξη
που δεν μπορείς να θυμηθείς

Απρόσιτη,
αλλ' αναδεύει τις τρίχες
στο σβέρκο σου


[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]



*



























Μάικλ Σύμμονς Ρόμπερτς (Michael Symmons Roberts)


ΑΝΑΚΩΧΗ


Λοιπόν πώς πάει το πράγμα; Μεσήλικη γυναίκα
κρατάει σαν βρέφος νέο άντρα (παλιό πολεμιστή)
σε king size κρεβάτι ξενοδοχείου. Γλείφει
την ουλή, το κύρτωμα του ώμου του
καθώς αυτός κοιμάται, σαν για να βγάλει απο τα κύτταρα
βραχίονα νέο και δυνατό, ή φτερό.
Σεντόνια απο μετάξι και νήμα ζαφοράς,
παλάτι στην αρχαία Σαμαρκάνδη. Χάσκει
το στόμα του, και σιωπηλό ένα σμάρι μέλισσες τρελλαίνει
το δωμάτιο. Να –σκέφτεται εκείνη– πώς
πέφτει το βράδυ, αλλά ποτέ δεν έμεινα
επαρκώς ακίνητη για να το δω. Κι έτσι αρχινά το πράγμα,

στην γαμήλια σουίτα του Intercontinental,
καθώς τα πρώτα αυτοκίνητα παραβιάζουν τα οδοφράγματα.


*


ΙΑΕΙΡΟΣ


Τότε ο Θεός παίρνει απ' το χέρι το παιδί σου
και το σηκώνει από το νεκροκρέβατό του.
Λέει: “Τάισέ την, πεινάει σα λύκος.”

Της δίνεις φρούτα με παχιές πέτσες
-ρόδι, πεπόνι-
τροφή με βάρος, να την κρατήσει εδώ.

Ελπίζεις πως αν φάει αρκετά
το φως και η σκόνη και η αγάπη
που υφαίνουν το δοχείο του σώματός της

δεν θα ξεφτίσουν, ούτε θα φυράνουν τόσο
που να την διαπερνά ο ήλιος του πρωινού,
ανίσκιωτος, ακέραιος.

Με κάποιον τρόπο αυτή η ανάνηψη έκοψε
με το μαχαίρι τον φόβο του θανάτου,
της παρουσίας το πλήγμα. Τάισέ την

ψητό αρνί, αυγό, άζυμο άρτο:
ασ' τα μυρωδικά, έχει μια οδυνηρή
νηστεία που πρέπει να διακόψει. Κάτσε πλάι της,

σχίσε της φλούδες να χορτάσει,
και δες πώς η αυγή ποτίζει χρώμα
το φρεσκοφιλημένο πρόσωπό της.



*


ΔΟΡΑ


Βρήκα την δορά του κόσμου
καρφωμένη αντί για πίνακα
σ' ένα δωματιάκι φτηνού ξενοδοχείου.

Ώστε γι' αυτό λοιπόν οι ποταμοί ξεραίνονται σαν κάκαδα,
γι' αυτό η χλόη κλαίει κάθε αυγή,
γι' αυτό ο άνεμος πονάει στο άγγιγμα:

η γη είναι ανοιχτή πληγή
κι εδώ, κρέμεται το πετσί της
σαν τρόπαιο, που ατρόφησε πέραν πάσης

ταρίχευσης, μάζεψε κι έγινε χαλάκι.
Ποιος την έγδαρε;
Καμμία καταχώρηση μες στο βιβλίο επισκεπτών.

Κανείς δεν πλήρωσε, μόνο έβαλε στην τσέπη τη λεπίδα
κι έφυγε, κι άφησε το κρεβάτι
απείραχτο, την τηλεόραση να χαίρεται μονάχη.

Ίσως να μην υπήρξε καν μαχαίρι.
Ίσως ο κόσμος να πετάει το δέρμα του από πάνω του
κάθε χρονιά ώστε να βγάλει άλλο.

Αυτή η δορά ήταν χοντρή σαν τάρανδου,
μαύρη τόσο που έβγαζε ανταύγειες μπλε.
Την δοκίμασα, βέβαια, αλλά δεν.



*



ROOM SERVICE


Αλλεργικός στην ερωμένη του, ξυπνά
κάθε επόμενο πρωί με ένα πλέγμα

δρόμων και ποταμών: χάρτης πάνω
στο δέρμα του, εις μνήμην των δακτύλων της.

Όρθια κόκκινα ανάγλυφα, κάθε αδιέξοδο
κάθε φιδωτή λίμνη, σπείρα και διχάλα

είναι ολοζώντανα, σχεδόν παραείναι – ανυπόφορα.
Το πρωινό κρυώνει έξω από την πόρτα του.

Ο ανελκυστήρας του ξενοδοχείου εκπνέει. Το τηλέφωνό του
χτυπάει μέχρι να ξανασωπάσει, κι αυτός, μόνος,

γυμνός ξαπλώνει σε ξέστρωτο κρεβάτι
καθώς η χθεσινοβραδινή γεωγραφία υποχωρεί.

Ούτε πιο πολύ απ' ό,τι ευχόταν,
ούτε πιο λίγο: φως ήλιου, κι η υπογραφή της.



[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]


***

Οι πρώτες εκδοχές των μεταφράσεων αυτών εκπονήθηκαν, κατά κύριο λόγο, στο Μεταφραστικό Εργαστήριο που διοργάνωσαν ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος και ο Βασίλης Μανουσάκης, με την υποστήριξη του Βρετανικού Συμβουλίου, στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών τον Ιούνιο 2012, και αναγνώσθηκαν, μαζί με μεταφράσεις (των: Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, Σωκράτη Καμπουρόπουλου, Δήμητρας Κωτούλα, Βασίλη Μανουσάκη, και Άγγελου Παρθένη) και άλλων ποιημάτων των τριών ποιητών, που διάβαζαν τα πρωτότυπα, στο Athens Centre στις 28.vi.2012. 

Οι επεξεργασμένες εκδοχές τους που αναδημοσιεύονται εδώ, πρωτοδημοσιεύτηκαν στο τ. 10 της "Ποιητικής" (Φθιν.-Χειμ. 2012), στο αφιέρωμα "Σύγχρονοι Βρετανοί ποιητές στην Αθήνα", που επιμελήθηκε και για το οποίο έγραψε την εισαγωγή ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος.

[φωτ.: π.ι., x. 2014, από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis 
© all rights reserved]

1.12.14

david harsent _ 12 ποιήματα












από τη Νύχτα (2011)


Φαντάσματα

Φέρνουν μαζί τους ένα ψύχος, ως η παράδοση απαιτεί,
και μια ελαφρά, ξηρή οσμή σήψης
θυμίζει το σαράκι αρκετά, και φέρνουν και χορό κραυγών

να πλημμυρίσει τον αέρα σαν κελάηδισμα, και φέρνουν μες στις ανοιχτές παλάμες
ενθύμια δικά τους, μια επιστολή, μία φωτογραφία,
και φέρνουν κάποιο ίχνος απ’ το σημείο της αναχώρησής τους, μια μουτζούρα

στο παπούτσι, έναν λεκέ του μανικιού, και φέρνουνε τη μεταμφίεση
με την οποία έζησαν, με κεντημένο πάνω τ’ όνομά τους,
ελπίζοντας πως θα τους νεύσεις, ελπίζοντας ότι θ’ αναγνωρίσεις

κάτι, ίσως, από τα παλιά, χαρές και γλέντια,
ενώ σιμώνουν ποδοσέρνοντας λες και στέκουν στο χείλος
της νύχτας, μια τοσηδά σπρωξιά θα τους γκρεμίσει, και φέρνουν

δρόσο θανάτου που νοτίζει τις κορνίζες,
τα γείσα, τα ρούχα στην ντουλάπα, τα βιβλία,
τα τσίνορά σου, φτιάχνει πρίσμα μέσα απ’ το οποίο φτάνει

σπασμένη εικόνα από κάτι που θα πρέπει να ’ναι σκηνικό
του Βασιλείου της Ειρήνης – βιτρίνα
γι’ αυτό το μέρος που βρίσκεις μόνο στα όνειρα:

ποταμοί με νερό που δεν πίνεται, θαμνότοποι με κόμπους και γάντζους,
οι ορίζοντες να ’χουνε στραβώσει, τα ζώα
τσακισμένα να περπατάνε με τα κότσια, και φέρνουν

τις από χρόνια χαμένες τους ελπίδες, τις αφήνουν
μπροστά σου και κάνουν προς τα πίσω, στέκουν χώρια,
χωρίς μαλλιά, με δέρμα μαλακό, τα μάτια τους ένα λαμπρό γαλάζιο

σαν μάτια νεογέννητων, με ένα βλέμμα
άφθαστης θλίψης που, μετά βεβαιότητος,
θα σταματούσε την καρδιά όποιου θαρρούν πως είσαι.

~

Ο Κήπος στο Φως που Χαμηλώνει

Να το κλειδί σου. Φτιαγμένο επί τούτου. Αν η πόρτα
του κήπου κλείσει απότομα καθώς εισέρχεσαι, τουλάχιστον
θα ’χεις δικό σου κλειδί, παρότι η έξοδος δεν είναι

διόλου η ίδια. Η μυρωδιά αυτή είναι ακριβώς ό,τι σκέφτεσαι:
κρανιά και λύθρο και σαπίλα, μα να είσαι βέβαιος
πως ό,τι κόψεις θα κρατήσει, ό,τι έχασες

θα βρει τον τρόπο να φανερωθεί ξανά – το τελευταίο πράγμα, ασφαλώς,
που θα ’θελες. Κάποιοι έρχονται εδώ για να βρεθούν
εκτός εαυτού, άλλοι με σφιχτοκλεισμένα μάτια. ίσως καλύτερα

αυτό να μην το σκέφτεσαι, κι ίσως καλύτερα
να αποφύγεις την καλύβα εκεί στην άκρη, αν και τους πιο πολλούς
φαίνεται πως τους έλκει, με τα σκουπίδια, των αρουραίων τα λαγούμια κάτω από το πάτωμα,

τη νυχτερίδα στα δοκάρια της σκεπής. ίσως ξεχνούν ότι η νύχτα
πέφτει πιο εύκολα στους κήπους, και ξεχνούν
το πρόσωπο μέσα στο νεροβάρελο, το κλούβιο αυγό μες στη φωλιά,

και πατούν πάνω σ’ εκείνο το γυμνό κομμάτι γης, δύο επί ένα,
χωρίς να νιώθουν το παραμικρό. Πες το άχαρη, κακότυχη συνάντηση...
Αν ήρθες για να κανονίσεις κάποιο χρέος, όπως δείχνεις,

ίσως να ’ταν καλύτερα να το ξεχάσεις, προτίμησε
να κόψεις δρόμο γρήγορα, λάβε υπ’ όψιν τις σκιές που παίζουν μες στα δέντρα,
την νότα πανικού που στο κελάηδισμα το απόβραδο προσδίδει.

Δεν θ’ αργήσεις να βρεις τον δρόμο για την έξοδο. κάθε λάθος
στροφή θα σε διορθώνει, και παρότι δεν αναγνωρίζεις
τίποτα απολύτως και το φως χαμηλώνει γοργά,

η πόρτα θα μοιάζει αρκετά κατάλληλη και το κλειδί θα μπει
αναμφίβολα, καθώς ανοίγεις, καθώς περνάς απέναντι
προς την ανησυχητική τομή του φεγγαρόφωτου στον δρόμο.


Αίμα στο Μάτι

Ενθύμιο των παιδικών σου χρόνων, δρεπάνι κόκκινο μες στο γυαλί, μάτι αλμπίνου,
μάτι λαγού τυφλωμένου από τα φώτα κυνηγών. μια τέλεια ριξιά θα έκοβε τον κύκλο...

Τώρα κράτα το μπρος στο φως και κάθε ινίδιο
σαν να σχίζεται, όπως το αίμα της καρδιάς απλώνει στο νερό, η ίδια σκοτεινή βαφή

με την απόχρωση του φουστανιού της που φορούσε όταν πρωτογεύτηκες ολόκληρα
τα ζουμερά της χείλη, το σάλιο απ’ την άκρη της γλώσσας της, μα για την πληρωμή

που όφειλες, δεν είχες αρκετά, γι’ αυτό λοιπόν,
ο κύκλος πρέπει πάλι να κοπεί, να ξηλωθεί το όνειρο, να χαθεί το παιδί.


Σημ.: «Μάτι» λέγεται επίσης η λεπτή, κυματιστή λωρίδα χρώματος που έχουν στη μέση τους κάποιες γκαζές.


~

Τα Άσματα της Βασίλισσας των Μελισσών: Η Βασίλισσα και ο Φιλόσοφος


Ήλιος στη θάλασσα που άσπρη τρέχει, ήλιος σε άσπρους τοίχους, ναι, στων ψαράδων
τις γερές ωμοπλάτες καθώς αμολάγαν τα δίχτυα τους, ήλιος

σαν μηχανή, καταπακτή, πυξίδα, στο κελί του ο Δημόκριτος
το παράθυρο, πλαίσιο ουρανού και πελάγου, θαλασσί να καβαλάει το θαλασσί, λούστρο

που το ταράζει η ζέστη, καθώς αυτή γλίστρησε μέσα και στάθηκε βαριά
στον αέρα που πύκνωνε. Ήταν αυτό: ένας άντρας που έγραφε,

με την ίδια ως μάρτυρα, το σμάρι μαντρωμένο πια και καλοταϊσμένο.
Όταν πεθάνω, θάψτε με στο μέλι. Γεμίστε έναν αμφορέα

τρεις φορές το μπόι μου, πέντε φορές το μέγεθός μου, και μετά κατεβάστε με
προσεκτικά μέσα του, απαλό μακρόσυρτο κύλισμα... Τότε τρεμόπαιξε το χέρι του,

νιώθοντας όλος ότι ακινητούσε στη στιγμή, το στόμα του γέμιζε,
μάτια διεσταλμένα ενώ δεν έβλεπε, το πέος του να σαλεύει και να ηρεμεί.

Μεσημέρι στον κήπο των αγαλμάτων. Εκείνες κρέμονταν, ελαφρότατα αγγίζοντάς το,
απ’ το μαρμάρινο προτεταμένο χέρι της θεάς Αθηνάς.

~


Τα Άσματα της Βασίλισσας των Μελισσών: Η Αιγύπτια Βασίλισσα


Τη δέκατη τέταρτη μέρα, καθώς έσπαζαν τη θύρα του θαλάμου, ακούστηκε
κύμβαλο απαλό από κάπου βαθιά. το έδαφος κάτω από τα πόδια τους

πτυχώθηκε, τόσο που σκέπασε τις μπότες τους με σκόνη. Και, ψηλαφητά ψηλαφητά, το φως...
Κανωπικά αγγεία, νεκρικά ειδώλια, μικρές φιάλες που κάποτε είχαν μέλι. Το βάθρο

της σαρκοφάγου ράγισε στα χέρια τους. και, όταν τράβηξαν το κάλυμμά της,
                                                                                                            σύννεφο από μέλισσες
πετάχτηκε, αν και... πρόβαλε... είχε γράψει εκείνη, η μόνη γυναίκα

που το είχε δει: ανύπαντρη, γνωστή υστερική, σύντομα τη στείλαν σπίτι της «να αναπαυθεί
και να αναλάβει», το ημερολόγιό της χάθηκε, ποιος ξέρει πώς. Η στήλη της πύλης
                                                                                                            παρείχε κάποια στοιχεία:

ΤΑΪΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΜΟΣΧΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ...[χάσμα]...ΚΑΘΑΡΙΣΟΝ ΜΕ...
[χάσμα]...ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ ΡΑ... Οι ντόπιοι σκάρωσαν ένα στοιχειώδες βίντσι,

κι ύστερα δούλεψαν ολονυχτίς με την γκαζόλαμπα να βάλουν στα κιβώτια
τα πιο μικρά κομμάτια, πριν ξεκολλήσουνε με το καλέμι τη μορφή του Άνουβι απ’ το διάζωμα.

Στις φιάλες ήταν χαραγμένο ένα ιερογλυφικό που εικόνιζε μια μέλισσα,
και όντως σημαίνει «μέλισσα»... πρόβαλε η βασίλισσα, με μαύρα μάτια, τρέμοντας.

* 

Νεκροφιλία

Ουδεμία ιδιότροπη υπόσχεση, τίποτα δεν θα σείσει την καρδιά,
ούτε ίχνος πόνου ή βλάβης, με τίποτα δεν θα ζεσταθούν τα σωθικά,

καθόλου ζήλια, για ευδαιμονία δεν υπάρχει κίνδυνος,
ορθάνοιχτο, άσπρο μάτι. τέλειος ασπασμός αποχαιρετιστήριος.











από τα Τραγούδια της Φωτιάς (2014)


Η Μπεθ του Μπόουλαντ


Ότι έγραφε σχήματα στον αέρα

Ότι έβλεπε τον κόσμο ως σχέδιο και φως
από τα χερσοτόπια ώς τα γυμνά βουνά οδηγημένη απ’ το ένστικτο

Ότι εμφανιζόταν ξαφνικά στην άκρη του ματιού σου
σαν φάντασμα του εαυτού της που σιωπά στον άνεμο

Ότι η μουσική του αυλακιού που άφηνε ήταν σκοτεινή ροή
βόμβος ψιθύρου περασμένος στα ακρόφτερα

Ότι ο καιρός ήταν ενός είδους έκσταση

Ότι το μόνο όνειρό της ήταν πέταγμα που το ξεχνούσε
στιγμή με τη στιγμή καθώς τ’ ονειρευόταν

Ότι το χαμηλό της γλίστρημα πάνω απ’ τα ρείκια επιθεωρώντας τα λημέρια της
θα ’φερνε δάκρυα στον καθένα

Ότι άνοιγε το θήραμά της με πλήρη αθωότητα
και ούτε ίχνος θυμού ή θλίψης

Ότι η ομορφιά της ήταν προεικονισμένη

Ότι ο ουράνιος χορός της πήγε στράφι
φλόγα σε άδειο αέρα και δεν φούντωσε

Ότι το όνομά της δεν σημαίνει τίποτε
αφήνει άδειο το στόμα σου άδειο τον νου

Ότι ο πυροβολισμός ήτανε άλλος ένας ήχος μες στων πουλιών τα καλέσματα
τράνταγμα αν τον έβλεπες, κόπηκε η γραμμή της πτήσης της

Ότι συνέχισε για μίλια πριν στραγγίξει από αίμα


Σημ.: «Μπεθ του Μπόουλαντ» ήταν το όνομα ενός θηλυκού βαλτόκιρκου (Circus cyaneus, ημερόβιο αρπακτικό το υποείδος cyaneus είναι χειμερινός επισκέπτης της Ελλάδας), από τους τελευταίους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Zούσε στο δάσος του Μπόουλαντ, στο Λάνκασαϊρ, όπου είχε γεννηθεί το 2011. Την πυροβόλησαν –παρανόμως, καθότι ο βαλτόκιρκος είναι προστατευόμενο είδος– τον Ιούνιο του 2013, πριν προλάβει να ζευγαρώσει.

~

Ανακωχή

Στο Βασίλειο της Ειρήνης τα πράγματα πάνε απ’ το κακό στο καλό
μέσω μίας ευχάριστης λέξης όπου τα πλάσματα τρων απ’ το χέρι μας

λυγξ και αμνός και βαδίζουνε ατάραχα σε ηλιόλουστο δάσος
άγριων καρπών και υμνητικών κελαηδισμών όπου και τα παιδιά

κάθε μέρα οδηγούνται στη θάλασσα της αρμονίας και μαζί ορμούν
να ηχήσουν σε απέραντο πράσινο όπου είναι ο καθένας

σταυραδερφός κάποιου άλλου όπου χύνεται αμείλικτο φως
να σκορπίσει το σκότος όπου οι τάξεις των παρολίγον θλιμμένων

ημερεύουν και τους βάζουνε τότε στην άκρη προς ίαση
όπου κορίτσια ξανθά εκτελούν το καθήκον τους όπως οφείλουν

όπου κουρεύουν τη γλώσσα για να την εννοούν καλύτερα
όπου αυτούς που περνούν την οδό της εξόδου για οδό

αναρρώσεως τούς βοηθά να γυρίσουν κυλιόμενο οδόφραγμα
ρόδων λευκών μα και βάτων όπου πυρ και πλημμύρα

έρπουν να σμίξουνε και να ενωθούν στη ραφή όπου φέρνουν
την τροφή σαν τραγούδι την φέρνουν σαν ύπνο την φέρνουν σαν νύφη

στο γαμπρό σα μητέρα στον χαμένο της γιο τη βάζουνε δίπλα
σε μουσική και σε χειροκρότημα όπου η αγάπη εμποδίζεται

από το έλεος όπου κατεβαίνει ο εσταυρωμένος με τον στάζοντα κάλυκα
της καρδιάς του στο προτεταμένο του χέρι ενόσω η νεκρή

σιωπή που απλώνεται στο πεδίο της μάχης και του κεραμέως
είναι ό,τι απομένει από την αλήθεια της και πρέπει να μείνει ανείπωτο

~

Τραγούδια από την Ίδια Γη: v


Τι σημαίνει ν’ ανοίγεις τα μάτια σ’ αυτό το δωμάτιο που περνάς για ένα άλλο,
καθώς ξυπνάς να γελάς με την πρώτη σου σκέψη, να ξέρεις

πως τα λουλούδια του καλαμποκιού θα ’ριχναν ένα μπλε φως αχνό
σ’ ένα τέτοιο δωμάτιο ακριβώς, μια τέτοια στιγμή ακριβώς, ν’ ακούς

φωνές καθαρές από την ακτή
όπως τότε, ασφαλώς, όταν ήλιος σε ασβεστωμένο τοίχο

έστηνε θέατρο λάμψεων που διηγιόταν τη δική του ιστορία
και στιγμή βέβαιης απώλειας υψωνόταν ενάντια στη μέρα;

Η αγάπη στην ντροπή παρέδωσε. Λαμπερές
αντηχήσεις δεν οδηγούν πουθενά. Αυτά, τέλος και αρχή.

Όταν φύγεις, πάρε τα πάντα μαζί σου.
Καίνε τ’ άχυρα. Ο καπνός μες στη θάλασσα χώνεται.

~

Εμβοές: Γενάρης, ψιλόβροχο που παγώνει


Τώρα πατημασιές πάνω σε βότσαλα. Σκέψου ό,τι νομίζεις. Θαλασσοπούλια κουρνιάζουν
στους κυματοθραύστες, εξοικειωμένα, ασφαλώς, με το λυκόφως.
Η λάμπα οινοπνεύματος στο σπίτι πέρα στο ακρωτήρι εύκολα θα ’πεφτε και θα χυνόταν
κι η φωτιά όλη νύχτα θα έκαιγε. Αργότερα, κάποια στιγμή, δόλιο φάντασμα,
εσύ ο ίδιος πιθανώς στη μνήμη, μπορεί όντως να ερχόταν
εκεί ψηλά μες στους καπνούς και τα αποκαΐδια, το μέρος όλο σιωπηλό και ακίνητο
όμως εσύ φέρνεις το τσικ των ξύλων που κρυώνουν, κι ύστερα τα πουλιά πετούν.

*

Τώρα σέρνονται αλυσίδες στα χαλίκια. Σκέψου ό,τι νομίζεις.


Σημ.: Για το ποίημα αυτό, ο Ντ.Χ. σημειώνει, μεταξύ άλλων: «[Οι εμβοές] παίζουν πάνω από τη μουσικήδεν αφήνουν χώρο στη σκέψη. είναι αμείλικτεςαδύνατον να αμυνθείς. Ίσως να είναι οι δυσερμήνευτες φωνές των αγγέλων.»


~

Στους Πάγους


Τόπος με πάγο πάνω στον πάγο, λευκό στο λευκό
κι ομορφιά απουσίας. Κάποτε ο μόνος ήχος ήταν
του ανέμου που καλούσε τα στοιχειά του, κι ο ορίζοντας γραφόταν

καθαρός σαν χαρακιά σε τζάμι, κι η καρδιά σου χτυπούσε πιο αργά
μες στο κρύο, και τα όνειρά σου έφερναν λευκό πουλί
σε λευκό ουρανό και μουσική που ακουγότανε μόνο

πού και πού στην άλλη πλευρά της νύχτας.
Ο ορίζοντας τώρα μουτζούρα. τρομερό βάρος τώρα
στον αέρα κι ένας λεκές λαξεμένος βαθιά κι ανεξίτηλα μέσα στον πάγο.

Ρήξη και ολίσθηση. μουγκρητό σαν πελώρια
μηχανή που χτυπάν τα πιστόνια της, σαν τα πάντα να κατολισθαίνουν.
τα νερά ν’ ανεβαίνουνε γρήγορα, κι η μουσική χαμένη.

~

M.A.D., 1971 (Ποντικότρυπα)


Ο αρουραίος, της είπε, πρώτος ο αρουραίος θ’ αναδυθεί απ’ τη γλίτσα
και τα σκατά μετά την απέραντη έκσταση της βόμβας μεγατόνου, με φάτσα
πασαλειμμένη απ’ ό,τι έσκαψε να βγει, ό,τι έπεσε, ό,τι βρήκε για μάσα.

Εσύ κι εγώ θα σμίξουμε, θα λιώσουμε, καψαλισμένο κόκαλο με κόκαλο,
                                                                                    σάρκα γυρισμένη προς τα μέσα.
Θα χαραχτεί στον τοίχο το περίγραμμά μας, μία υπεκφυγή, δέρμα ένα.
Θα ’χουμε ενωθεί όπως άλλοτε ποτέ, αλλά ενωθεί εν αμαρτία, όπως θα θέλαμε.

*

Στις θάλασσες του φεγγαριού είχε ανθρώπους. Νεκρός κείτονταν ο μέγας λαγός.
Αυτό που φαίνονταν να λεν ήταν σπασμένες φράσεις από κώδικα άσπαστο.
Αυτό που φαίνονταν ν’ ακούν ήταν φωνή Θεού να αλυχτά στο κενό.

Η γη, αφηρημένο έργο που κυλούσε, τ’ άσπρα και μπλε στολίδια της πύκνωναν
στο σκοτάδι. Την είπαν terra nullius. Μούσκευαν
στο φως των άστρων, φως νεκρό. Κλότσαγαν τη σκόνη καθώς χόρευαν.

*

Εννιά, της είπε, βλέπεις; Εννιά: κάθε του πολλαπλάσιο
αθροίζεται ξανά σε εννιά – όρκοι της νύφης των δασών,
χοροί των αγγέλων, πύλες της σαρκός, εννιά εκδοχές για την οδό

προς τη Γεθσημανή... Κακοτυχία, βεβαίως, να ονειρεύεσαι το «εννιά»
μα δεν μπορεί παρά στον ύπνο να τους είδα: κλώνοι αρουραίων
σε ανεμοστρόβιλο τέφρας, πέτρες σπασμένες, η πόλη αφανισμένη απ' τη φωτιά.



Σημ.: Όπως αναφέρει ο Ντ.Χ., κάποιοι πολιτισμοί βλέπουν έναν λαγό στην επιφάνεια της σελήνης. Το 1971 έγινε η προσσελήνωση του “Apollo 15”, αλλά ήταν και το αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου. “M.A.D.” είναι το ακρωνύμιο της φράσης “mutually assured destruction” (αμοιβαίως εγγυημένη καταστροφή) – συνθήκη που εθεωρείτο απαραίτητη για την μη έναρξη του πυρός μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Μπλοκ. Τέλος, τα ψηφία του 1971, αθροιζόμενα, δίδουν 9. “Terra nullius” (λατ.): γη του κανένα.


*** 
















ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Ο Νταίηβιντ Χάρσεντ (David Harsent) γεννήθηκε  το 1942 στο Ντέβονσαϊρ (Devonshire) του Ηνωμένου Βασιλείου. Τελείωσε τεχνικό σχολείο στα 16 του, εργάστηκε για 10 χρόνια σε βιβλιοπωλείο, άλλα 12 ως υπεύθυνος εκδόσεων σε εκδοτικούς οίκους – πριν αποφασίσει να εγκαταλείψει αυτού του είδους τις δουλειές και να ζήσει από τη συγγραφή. Σε αυτό τον βοήθησαν τα αστυνομικά μυθιστορήματα που έγραψε με διάφορα ψευδώνυμα καθώς και τα τηλεοπτικά σενάρια.

Μια Κυριακή, όταν ήταν δεκατριών χρονών, αντί να κατέβει τα σκαλιά, αποφάσισε να κάνει τσουλήθρα στην κουπαστή της σκάλας. Έπεσε και τραυματίστηκε σοβαρά. Κατά τη μακρά ανάρρωσή του πρωτοσυνάντησε την ποίηση. Η γιαγιά του τού είχε φέρει από τη δημοτική βιβλιοθήκη ένα βιβλίο «για αγόρια». Ανάμεσα στις ιστορίες περιπέτειας υπήρχαν και «θαυμάσια συναρπαστικά ποιήματα που ήταν στην πραγματικότητα “μπαλάντες των συνόρων” [border ballads, αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια από την περιοχή των συνόρων μεταξύ Αγγλίας και Σκωτίας. ίσως οι παραλογές να είναι το πλησιέστερο ελληνικό ανάλογο]». «Τις ερωτεύτηκα κι ένιωσα πως με αφορούσε ο κόσμος που μου έδιναν οι ρυθμοί και οι αφηγήσεις τους».

Ποιήματά του πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1967 στο περιοδικό Review, που διηύθυνε ο Ίαν Χάμιλτον (Ian Hamilton) – και την ίδια χρονιά τού απονεμήθηκε Βραβείο Έρικ Γκρέγκορυ (Eric Gregory Award). Έκτοτε δημοσίευσε δέκα πλήρεις ποιητικές συλλογές, έλαβε οκτώ ακόμη βραβεία και περιελήφθη στους καταλόγους υποψηφίων πολλών περισσότερων. Το πρώτο του βιβλίο, Μια Βίαιη Χώρα (A Violent Country), εκδόθηκε το 1969, ενώ η Λεγεών (Legion, 2006), με ποιήματα κυρίως για τον πόλεμο, τιμήθηκε με το Βραβείο Φόργουωρντ (Forward Prize).

Ο Χάρσεντ έχει επίσης δημοσιεύσει αποδόσεις/διασκευές (ο όρος που χρησιμοποιεί είναι “versions”) –χρησιμοποιώντας υπάρχουσες μεταφράσεις άλλων ή επί τούτου καμωμένες κατά λέξη μεταφράσεις– ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου: Στα Κρυφά (In Secret, 2012), καθώς και ποιημάτων γραμμένων κατά την πολιορκία του Σεράγεβου από τον Βόσνιο ποιητή Γκόραν Σίμιτς (Goran Simić): Τρέχοντας απ’ το Νεκροταφείο (Sprinting from the Graveyard, 1997).

Συνεργάζεται από το 1991 με διάφορους συνθέτες λόγιας μουσικής – με πρώτον και κύριο τον Χάρρισον Μπέρτγουισλ (Harrison Birtwistle). Έγραψε το λιμπρέτο για τις όπερές του Γκαουαίην (Gawain, 1991) και Ο Μινώταυρος (The Minotaur, 2008), ενώ συνεργάστηκαν και σε αρκετά ακόμη μικρότερης έκτασης έργα, με πιο πρόσφατο το υπό εξέλιξη Η Γιατρειά (The Cure), που αντλεί το θέμα του από τον μύθο της Μήδειας, διαμέσου ενός μεσαιωνικού αγγλικού ποιήματος.

Το προτελευταίο του βιβλίο, Νύχτα (Night, 2011), που έλαβε το ιδιαίτερου κύρους Διεθνές Ποιητικό Βραβείο Γκρίφφιν (Griffin International Poetry Prize), παίρνει τον τίτλο του από την ομώνυμη σειρά δέκα ποιημάτων. Πάντα τον ενδιέφερε πώς σύντομα ποιήματα «θα μπορούσαν να γίνουν ενός είδους περιδέραιο, [καθώς και η] ιδέα μιας μερικώς περιπεπλεγμένης αφήγησης, της οποίας δίνονται στον αναγνώστη οι πιο έντονες στιγμές και αυτός συνάγει το υπόλοιπο.» Ιδιότητες της νύχτας και συναφή με αυτήν θέματα κυριαρχούν σε όλο το βιβλίο: απειλή, βία, φαντάσματα. Επίσης, η νύχτα ορίζει το κλίμα του εικοσιπεντασέλιδου ποιήματος «Αλλού» (“Elsewhere”) που κλείνει τη συλλογή. Τα περισσότερα ποιήματα αυτού του βιβλίου οργανώνονται σε ενότητες: επτά αφορούν τον κήπο, έξι σχετίζονται με το αίμα, πέντε αφιερώνονται στη βασίλισσα των μελισσών, και άλλα τόσα σε χρώματα, υπάρχουν τρεις διασκευές ποιημάτων του Καβάφη, κ.ά. Συνολικά, δηλαδή, από τα 33 λήμματα του πίνακα περιεχομένων μόνο 13 αντιστοιχούν σε «μονήρη» ποιήματα. Κάποιες ενότητες απαρτίζονται από μεγάλα ποιήματα, που ενίοτε τυπώνονται σαν να ήσαν αυτόνομα, ενώ σε άλλες η έκταση κάθε ποιήματος μπορεί να περιορίζεται σε τρεις μόνο στίχους.

Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, Τραγούδια της φωτιάς (Fire Songs, 2014 – βραβείο T.S. Eliot), κυριαρχεί, ευλόγως, η φωτιά. Τέσσερα ποιήματα ανήκουν στην ενότητα «Φωτιά» –αν και διασπείρονται στο βιβλίο–, αλλά και άλλα ποιήματα, όπως η «Ανακωχή» ή το «M.A.D. 1971 (Ποντικότρυπα)», εμφανώς υπάγονται σε αυτό το στοιχείο. Ωστόσο, και τα άλλα τρία στοιχεία διεκδικούν σημαντικό μερίδιο: ο αέρας, υπό τη μορφή τριών ποιημάτων αφιερωμένων στις εμβοές, διαταραχή της ακοής, αλλά και σ’ ένα ποίημα για ένα αρπακτικό πουλί, την «Μπεθ του Μπόουλαντ», η γη, πρωτίστως με τη σειρά εννιά ποιημάτων, «Τραγούδια από την Ίδια Γη», αλλά και μέσω της συχνής εμφάνισης του αρουραίου, και το νερό, π.χ. στα ποιήματα «Βουτιά» και «Στους πάγους».

Όπως ήδη θα διεφάνη, τόσο με τα μεταφρασμένα εδώ ποιήματα όσο και από το παρόν επίμετρο, ο Χάρσεντ αγαπά να διασκευάζει και να εφευρίσκει μύθους και δη ζοφερούς. Οι τίτλοι των βιβλίων του τα θέτουν συνήθως υπό το έμβλημα του σκότους, της βίας, του πολέμου και του θανάτου: π.χ.,
 Εκεχειρία (1973),  Αφού Νυχτώσει (1973), Όνειρα των Νεκρών (1977), Ο Κυρ-Μπουνιάς (1984), Νέα από το Μέτωπο (1993). Όμως, ο ουγγρικής καταγωγής Βρετανός ποιητής και κριτικός Τζωρτζ Σιέρτες (George Szirtes) έγραψε σχετικά: «Στην πραγματικότητα δεν είναι το σκοτάδι αλλά η φωτεινότητα που κάνουν την ποίησή του όσο πολύτιμη είναι. Με τον όρο “φωτεινότητα” εννοώ την αληθινή ηδονή των ήχων και των συνειρμών. Είναι σχεδόν σαν η αφήγηση να είναι σκοτάδι αλλά η υφή συνεχώς να εκπέμπει φως.» Και συνεχίζει, αναφερόμενος σε αυτό που ονομάζει «“χορό του στόματος”, τον τρόπο που το στόμα προσαρμόζει το σχήμα του σε μια αλληλουχία φωνηέντων, ρίχνοντας ανάμεσά τους τα σύμφωνα σαν τα σημεία εκείνα όπου, στον χορό, τα πόδια αγγίζουν το έδαφος. [] Παντρέψτε τον χορό του στόματος με μια λεπτή, ελαφρότατα έκκεντρη αίσθηση του ρυθμού, [και έχετε] μιαν αντίστιξη που προσδίδει στο σκότος μιαν ορισμένη φωταύγεια. Το σκοτάδι είναι αυτό που εκείνος χρειάζεται για να ξεκινήσει να χορεύει. [] Η αφηγηματική φαντασία λέει: να τι με ερεθίζει (το σεξ, ο θάνατος, οι εφιάλτες, η περιπλάνηση, η ενοχή), κι ύστερα η γλώσσα χορεύοντας τρέπει τον ερεθισμό αυτό σε πολυδιάστατη ζωή που και επιβεβαιώνει το σκότος αλλά και το υφαίνει σε μια σειρά σχεδίων που το μεταμορφώνουν από κοινοτοπία σε εναργή αίσθηση ζωής.»

Η κριτική επιτροπή του Βραβείου Γκρίφφιν έχει επαινέσει τον Χάρσεντ για μια «τεχνική που μόνο βαθμιαίως ανοίγει τα χαρτιά της», για «τις ψυχολογικές καταστάσεις που μας στοιχειώνουν [] και μας δίνουν σε λίγες γραμμές το δραματικό ισοδύναμο ενός μυθιστορήματος», για την «πυκνή εικονοποιία που συνεχώς διανοίγει στις αφηγήσεις νέα επίπεδα υποβολής και υπαινιγμού. τον ελεγχόμενο στασιασμό της γλώσσας. την έντονη, ρέουσα μουσικότητα». «Σε μια εποχή που τόσοι ποιητές αποτραβιούνται στη σφαίρα της καθαρής γλώσσας, [] η ανερυθρίαστη συμπλοκή [του] με την πραγματικότητα είναι εξαιρετικά αναζωογονητική.»

Ενώ ο ίδιος έχει δηλώσει ότι «προχωρ[εί] περισσότερο με το ένστικτο παρά με σχέδιο», έχει επίσης περιγράψει γλαφυρά την ποιητική του. Η ποίηση είναι «ζήτημα διαποτισμού, αργής συσσώρευσης». «Ολόκληρη η προσπάθειά μου στην ποίηση υπήρξε η χρήση ενός λυρικού λεξιλογίου για να κατασκευάσω μια αφηγηματική αλληλουχία.» «Μ’ αρέσει ο ρυθμός [] να φυτρώνει απ’ το νόημα και να το στηρίζει. [] Ο ρυθμός είναι μέρος της μοναδικής δύναμης της ποίησης. μέρος του τρόπου με τον οποίο κάτι μπορεί να γίνει κατανοητό πριν καλά καλά να έχει βγει στην επιφάνεια το νόημα.» «Μ’ αρέσει το πώς η ομοιοκαταληξία [] συμβάλλει στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το ποίημα: στον τρόπο με τον οποίο αυτό προχωρά. Μ’ αρέσουν οι κατευθύνσεις στις οποίες με οδηγεί.» Όντως, εκτός από έναν ιδιοφυή χειρισμό του μέτρου, χρησιμοποιεί πολύ συχνά την ατελή ομοιοκαταληξία. «Όσο για την εικόνα: τα ποιήματά μου σχεδόν ποτέ δεν ξεκινούν με μιαν ιδέα. σχεδόν πάντα ξεκινούν με μιαν εικόνα που, άλλοτε ναι κι άλλοτε όχι, καταφτάνει με συνοδεία μια ή δυο φράσεις και συνεχίζει να σωρεύει γλώσσα καθώς αρχίζω να τη δουλεύω.»

Έχει επίσης ενδιαφέροντα –γόνιμα προκλητικά– πράγματα να πει για την αισθητική, τη σχέση του με την τέχνη του, τη θέση της ποίησης στην κοινωνία. «Ο Μεταμοντερνισμός απεδείχθη μέγα μπέρδεμα και χάος. Ίσως να μην αφομοιώσαμε ποτέ επαρκώς τα διδάγματα του Μοντερνισμού.» «Με ρωτάτε τι θέλω από την ποίηση. Η απάντηση είναι τίποτα. Η ποίηση φαίνεται να θέλει μπόλικα πράγματα από μένα, και καλά κάνει.» «Είναι κατ’ ουσίαν φαρισαϊκό να υπονοεί κανείς ότι η ποίηση πρέπει να βρει έναν τρόπο να προσεγγίσει τον κόσμο. Το αντίστροφο θα μπορούσε ενδεχομένως να αληθεύει, αλλά αυτό είναι ζήτημα εκπαιδευτικό.» «Ενδιαφέρει η ποίηση μια μειονότητα; Ναι. Ήταν πάντα έτσι; Ναι. Έχει σημασία; Όχι. Είναι μέρος της συμφωνίας.»


– μεταφράσεις & επίμετρο: Παναγιώτης Ιωαννίδης 


Σημείωση: Αν δεν σφάλλω, με εξαίρεση δύο ποιήματα από το βιβλίο του 1977, Mr. Punch, που είχε μεταφράσει ο Γιάννης Σαρηγαννίδης και δημοσιεύτηκαν αρχικώς στο "Βακχικόν" (τ. 16, 2011) και κατόπιν στην "Οδό Πανός" (τ. 157. 2012), και ένα ποίημα που μετέφρασε ο Γιώργος Χουλιάρας για να αναγνωσθεί κατά την επίσκεψη του Χάρσεντ στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης το 2013, οι εδώ ("Φάρμακο", τ. 4, Φθιν-Χειμ. 2014) παρουσιαζόμενες μεταφράσεις –από τα δύο πιο πρόσφατα, το 2014, βιβλία του Ντ. Χ.– συστήνουν για πρώτη φορά σχετικώς εκτενώς τον ποιητή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, μετά την συμμετοχή του ως προσκεκλημένου του Βρετανικού Συμβουλίου στο European Literary Walk, στις 27 Σεπτεμβρίου 2014 στην Αθήνα .