Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα roland barthes. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα roland barthes. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11.7.09

[roland barthes, 1915-1980]



Σ’ ένα τεύχος του Magazine litteraire, νομίζω, Νοέμβριο του 1997, είχα διαβάσει με απροσδόκητη απόλαυση ένα πολύ τρυφερό κείμενο της Julia Kristeva γιά τον Roland Barthes. Έσπευσα τότε σ’ ένα βιβλιοπωλείο των Βρυξελλών να βρω τα Αποσπάσματα [θραύσματα;] ενός ερωτικού λόγου – τα οποία και καταβρόχθισα γοητευμένος. (Νομίζω όπου νά ’ναι πλησιάζει ο καιρός γιά την Αυτοκρατορία των σημείων.)

Το Magazine litteraire και πάλι, αφιέρωσε το τεύχος του Ιανουαρίου 2009 στον Μπαρτ – με την ευκαιρία της τότε επικείμενης δημοσίευσης του Ημερολογίου πένθους –330 δελτία αρχείου, γραμμένα μετά τον θάνατο της μητέρας του– και των Σημειωματαρίων ταξιδιού στην Κίνα – ταξιδιού που πραγματοποίησε το 1974 μαζί με τέσσερις Γάλλους διανοούμενους της φιλομαοϊκής τότε ομάδας του Tel Quel, ανάμεσά τους η Κρίστεβα και ο Philippe Sollers.

[Κάποιες από τις φράσεις του Μπ. που υπογράμμισα στο περιοδικό, προχειρότατα μεταφρασμένες:]

‘Πάντα διαισθάνομαι με οδυνηρό τρόπο πως συχνά γράφω γιά ν’ αγαπηθώ, ενίοτε από τον τάδε ή τον δείνα, και συγχρόνως γνωρίζω πως αυτό δεν συμβαίνει ποτέ, πως ποτέ δεν μας αγαπούν γιά την γραφή μας.’ [από συνέντευξη του 1977 – έτος θανάτου της μητέρας του, και τρία χρόνια πριν πεθάνει ο ίδιος, στα 65 του.]

[Κατά το εναρκτήριο μάθημά του στο College de France τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς:] ‘Θα επιθυμούσα η ομιλία και η ακρόαση που θα πλεχθούν εδώ να είναι παρόμοιες με το πέρα δώθε ενός παιδιού που παίζει γύρω απ’ την μητέρα του, που απομακρύνεται απ’ αυτήν, κατόπιν επιστρέφει προς αυτήν γιά να της φέρει ένα βότσαλο, ένα μάλλινο ξέφτι, σχεδιάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο γύρω από ένα ήρεμο κέντρο, ολόκληρο αλώνι παιγνίου, στο εσωτερικό του οποίου το βότσαλο, το μαλλί έχουν εντέλει σημασία μικρότερη από την πλήρη ζήλου δωρεά τους. [...] Πιστεύω ειλικρινά πως στην απαρχή μιάς διδασκαλίας σαν κι αυτής, πρέπει να δεχόμαστε να τοποθετούμε πάντα μιά φαντασίωση, που μπορεί να ποικίλλει από έτος σε έτος.’

‘η φωτογραφία του εκλιπόντος όντος έρχεται και μ’ αγγίζει σαν τις καθυστερημένες ακτίνες ενός άστρου.’ [από τον Φωτεινό θάλαμο]

‘Μόνος, σε στάση διαλογισμού, σκέφτομαι ήσυχα τον άλλον, ως είναι: αναστέλλω κάθε ερμηνεία, εισέρχομαι στην νύχτα του μη-νοήματος: η επιθυμία εξακολουθεί να πάλλεται (το σκοτάδι είναι διαυγές), μα δεν θέλω τίποτα ν’ αδράξω, είναι η Νύχτα του μη-κέρδους, του λεπτοφυούς, αόρατου ξοδέματος, estoy a oscuras: είμαι εκεί, καθισμένος απλά και ήρεμα στο μαύρο εσωτερικό της αγάπης.’ [Αποσπάσματα ενός ερωτικού λόγου]

‘Πρέπει να καταφέρω (διά της αποφασιστικότητας ποιάς αφανούς κόπωσης;) να αφεθώ να πέσω κάπου εκτός της γλώσσας, εντός του αδρανούς, και, κατά κάποιον τρόπο, απλούστατα να καθήσω («Ήσυχα καθισμένος χωρίς να κάνω τίποτα, η άνοιξη φτάνει κι η χλόη μεγαλώνει μόνη της.»)’ [Άπαντα, Seuil 2002, τόμος V, σελ. 286-7: ο Μπ. αναφέρεται σ’ ένα ποίημα Ζεν.]

‘Η πρώτη ύλη της λογοτεχνίας δεν είναι το μη κατονομάσιμο αλλά το άκρως αντίθετό του: το κατονομασμένο. Ο λογοτέχνης συνεπώς ουδόλως δεν οφείλει να ‘ξεριζώσει’ ένα ρήμα απ’ την σιωπή, καθώς λέγεται σε ευσεβείς λογοτεχνικές αγιογραφίες, αλλ’ αντιστρόφως, και με πόσο περισσότερη δυσκολία, περισσότερη σκληρότητα και λιγότερη δόξα, να αποσπάσει μιά δευτερεύουσα λέξη από την κολλώδη παγίδα των πρωτευουσών λέξεων που του προμηθεύει ο κόσμος, η ιστορία, η ύπαρξή του, εν ολίγοις το κατανοητό που υπάρχει πριν απ’ αυτόν, καθότι ο ίδιος έρχεται σ’ έναν κόσμο πλήρη γλώσσας, και δεν υπάρχει κανένα πραγματικό που να μην έχει ήδη ταξινομηθεί από τους ανθρώπους: η γέννηση δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η εύρεση αυτού του ήδη έτοιμου κώδικα και η υποχρέωση συμμόρφωσης προς αυτόν. Ακούμε συχνά να λέγεται πως η τέχνη έχει ως καθήκον να εκφράζει το ανέκφραστο: το αντίθετο πρέπει να λέμε (χωρίς ίχνος πρόθεσης παραδοξολογίας): πάσα φροντίδα της τέχνης να ανεκφράζει το εκφράσιμο.’ [Πρόλογος στα Κριτικά δοκίμια του 1963]

‘Αγνοώ τι σημαίνει –ανθίσταμαι στο– να κοιτώ αυτό που εκ προοιμίου παραδίδεται στο βλέμμα – αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω εξ απίνης. Θεωρία της έκπληξης (πβ. το συμβάν, το χάικου).’ [από τα Σημειωματάρια ταξιδιού στην Κίνα]

‘Μπορούμε να ισχυριστούμε πως αναπτύσσουμε την πολιτική συνείδηση χωρίς ν’ αναπτύσσουμε την ευφυία (τον στοχασμό) από την άλλη; Είναι δυνατή η οξύνοια στην πολιτική και ο παλιμπαιδισμός στα υπόλοιπα;’ [«]

‘Μόλις πεθάνει ένα πλάσμα, μανιασμένο χτίσιμο του μέλλοντος (αλλαγές επίπλων , κ.λπ.): μελλοντομανία’ [Ημερολόγιο πένθους]

‘- «Ποτέ πιά, ποτέ πιά!» - Κι ωστόσο, αντίφαση: αυτό το «ποτέ πιά» δεν είναι αιώνιο μιάς και θα πεθάνετε κι εσείς οι ίδιοι κάποια μέρα. Το «ποτέ πιά» είναι κουβέντα ενός αθάνατου.’ [«]