Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .σημειώσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .σημειώσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15.12.22

9 βιβλία για τις γιορτές 2022


 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΟΙΗΣΗ


~ Γκαζαλί Ντελή Μπιραντέρ, Η Μονιά των Λυγερών (μτφρ. από τα τουρκικά και τα οθωμανικά: Δημήτρης Χουλιαράκης), εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 61

Αχ, φιντανάκι μου τερπνό, χαμάμ εσύ γλυκόθωρο / να ζήσεις, να γεράσεις, δεν ήταν τυχερό σου. Ο άξιος ποιητής και δεινός μεταφραστής Δ.Χ. επιλέγει και μεταφράζει αποσπάσματα από το έργο αυλικού ποιητή του 16ου αιώνα. Ο Γκαζαλί «ο Σαλός Αδερφός» χρημάτισε ιεροκήρυκας και δερβίσης, γραμματικός αλλά και συγγραφέας μιας διαβόητα πικάντικης πρόζας: του Ξορκιστή των Θλίψεων και Διώχτη κάθε Έγνοιας. Όμως η συναρπαστική αυτή ανθολογία και βιογραφική εξιστόρηση του Δ.Χ., ασχολείται πρωτίστως με τις ποιητικές και άλλες περιπέτειες του Γκαζαλί γύρω από το ξακουστό χαμάμ, την «Μονιά των Λυγερών», που έφτιαξε στην Ιστάνμπουλ. Δεν το χάρηκε για πολύ, ούτε κι οι θαμώνες του: αντίπαλοι το κατηγόρησαν (όχι αναίτια) ως άντρο ακολασίας, και το ξεπάστρεψαν. Αυτός ξενιτεύτηκε – σε προάστιο της Μέκκας, όπου συνέχισε τα ποιητικά και άλλα συμπόσια. 


~ Ανθή Λεούση, Η θάλασσα της Μάνικας, εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 51

Η θάλασσα – θωπείες και ραπίσματα – / γιορτάζει το παρόν και απόν το ναι και όχι. Άλλη μία τρανή απόδειξη πως τα πολλά συγγράμματα –και δη στην ποίηση– δεν είναι απαραίτητα για την εδραίωση μιας ιδιαίτερης, ουσιώδους συγγραφικής φωνής. Εντυπωσιακής στιβαρότητας, τούτο το τέταρτο ποιητικό βιβλίο της Α.Λ.. Είναι ακόμα στο αριστερό μου πλάι είναι ακόμα στο αριστερό μου αυτί – / σαν να την έμαθα στα σκότη, ξεκινά αυτή η σειρά ποιημάτων (ή ποίημα σε ενότητες). «Αυτή» είναι η θάλασσα (της, πλησίον της Χαλκίδας, κατοικημένης από τα προϊστορικά χρόνια, Μάνικας), μα σαν να συμφύρεται και με μιαν Αγαπημένη (ή περισσότερες), μια καλογριά, μια γυναικεία έκφανση του θείου – και ίσως και με άλλες θηλυκές οντότητες οι οποίες συντροφεύουν το ποιητικό υποκείμενο που τους απευθύνεται πότε θαυμαστικά και πότε παρακλητικά.

 

~ Βασίλης Μπουκουβάλας, Ομηρικές Εκλογές (φωτ.: Βασίλης Μπουκουβάλας, σχέδια: Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος, ψηφιδωτό πορτραίτο: Δημήτρης Φουντάς), εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 189

Στα χέρια μας το φως, όχι στα θέλγητρα του πολέμου. Δεν είναι σπάνιο –και όχι μόνον στα ελληνικά γράμματα–, άνθρωποι που η δουλειά τους δεν σχετίζεται με την λογοτεχνία ή και που δεν διαθέτουν τα τυπικά προσόντα του «ειδικού» (αν υποθέσουμε πως υφίσταται όντως ασφαλής τυπικός τρόπος να τ’ αποκτήσεις), να κομίζουν πολύτιμα δώρα στην λογοτεχνία. Σ’ αυτους ανήκει και ο γιατρός (και εκδώσας δύο ποιητικές συλλογές) Β.Μ. (Πάτρα, 1951 – Αθήνα, 2019), χάρη σ’ ετούτο το μαστορικό και περίτεχνο πόνημά του. Μεταφράζει –εξηγώντας τις μεταφραστικές επιλογές του γλαφυρά και συναρπαστικά– και σχολιάζει ομηρικά χωρία που τον έθελξαν, ρίχνοντας πάνω –ή πλάι– τους το φως μιας επιτύμβιας στήλης· ενός χωρίου του Κατά Ματθαίον ή του Ρωμανού· του Πινδάρου, του Σοφοκλέους, ή του Σεφέρη. Γιατ’ είν΄η χάρη που τη χάρη αναγεννά.

 

~ Σεϋχί, Ενός γαϊδάρου ντέρτι (μτφρ. από τα τουρκικά: Δημήτρης Χουλιαράκης), εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 37

Ήταν ένας γάιδαρος αχαμνός πολύ / και η μάνα του θρηνούσε κάτι αν σήκωνε βαρύ. Έτσι ξεκινά η, σε δίστιχα γραμμένη, σατιρική αλληγορία του γεννημένου το 1373 ποιητή από την Κιουτάχεια Γιουσούφ Σινάν ή Σεϋχί του Γκερμιγιάν ή Γιατρού Σινάν: Σούφη, λογοτέχνη, και γιατρού αρχόντων. Ανάμεσα στην αρχική επίκληση στον Μωάμεθ και το εγκώμιο στον Θρόνο του Πατισάχ που ακολουθεί, και στο αξιοθρήνητο τέλος της ιστορίας, διαβάζουμε την σπαρταριστή ιστορία ενός «γαϊδαράκου [που] συναντάει ένα κοπάδι γελάδια να βόσκουν αμέριμνα και, συνειδητοποιώντας την αδικία […], αποφασίζει να αμφισβητήσει την τάξη του κόσμου με μια πράξη κοινωνικής ανυπακοής!» – όπως σημειώνει ο ποιητής και απολαυστικός μεταφραστής Δ.Χ. Όσο τον ντουνιά κι αν βλέπεις πάντοτε μ’ αγνή καρδιά / τον σοφό τον κακοπαίρνει και στον άξεστο γελά.

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΙΣΤΟΡΙΑ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΔΟΚΙΜΙΟ – ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

~ Χρήστος Δανιήλ, «Όλα δεν τα ’χω πει…» – Η «Αντίστροφη αφιέρωση» της Μάτσης Χατζηλαζάρου,  εκδ. Άγρα, σελ. 151

Εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω. Το ‘δόλωμα’ που μας ρίχνει αρχή-αρχή, ο ερευνητής φιλόλογος Χ.Δ., συγγραφέας αυτού του ‘φιλολογικού-αστυνομικού’ βιβλίου, είναι πανίσχυρο και ακαταμάχητο: το τρίγωνο Μαργκερίτ Γιουρσενάρ – Ανδρέας Εμπειρίκος – Μάτση Χατζηλαζάρου. Οι δύο ‘αντίζηλες’ διατήρησαν την επικοινωνία τους, κι ίσως μια όψιμη συζήτησή τους να πυροδότησε ένα από τα καλύτερα ποιήματα της Ελληνίδας (που είχε κάποτε πει: «Δεν ψάχνεις τις ωραίες λέξεις ή τα ωραία συναισθήματα – αυτά έρχονται και φεύγουν. Ψάχνεις τις σωστές λέξεις. Κι αυτό είναι ποίηση.»): την «Αντίστροφη αφιέρωση». Ο Χ.Δ. διαβάζει το ποίημα βήμα-βήμα, όπως ιχνηλατεί και συλλέγει τεκμήρια ένας δεινός ντετέκτιβ, φωτίζοντας, εξηγώντας, αναδεικνύοντας τόσο τις ποιητικές αρετές του όσο και την συναρπαστική υπόθεση για την γένεσή του. Φτάνουν τα σπόιλερ: τα υπόλοιπα, στο βιβλίο. 


~ Δημήτης Τζιόβας, H Ελλάδα από τη Χούντα στην Κρίση – Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης (μτφρ.: Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, Γιάννης Στάμος), εκδ. Gutenberg, σελ. 476

Η επιμονή μας να χαρακτηρίζουμε μια ολόκληρη εποχή αναφερόμενοι σε ένα γεγονός που συνέβη στην αρχή της μαρτυρά κάποια αμηχανία. Αυτήν την αμηχανία επιχειρεί να λύσει τούτη η  εκτεταμένη τοιχογραφία της νεοελληνικής κουλτούρας καθώς προσπαθεί να σβήσει τα σημάδια της Χούντας και μέχρι να μαστιγωθεί εκ νέου απ’ την Κρίση – κάποιες όψεις της: αρχαιότητα και παρόν, ΜΜΕ, θρησκεία, σεξουαλικότητα, μετανάστες, λογοτεχνία και κινηματογράφος. Αν είναι πάντα ενδιαφέρον να διαβάζουμε πώς ‘μας’ βλέπουν οι ‘ξένοι’, είναι διπλά (και πιο σύνθετα) ενδιαφέρον να διαβάζουμε πώς μας παρουσιάζει στους ξένους ένας ‘δικός μας’ που ζει εις την ξένην. Και δη ένας επί δεκαετίες Καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Ηνωμένο Βασίλειο, συγγραφέας πλήθους μελετών για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, και αναγνωρισμένος γι’ αυτό, τόσο ‘εκεί’, όσο κι ‘εδώ’. 


~ Βασιλική Χατζηγεωργίου και Ματθίλδη Πυρλή (εισ.-σχόλ.-σύνθ. ύλης), Μια Ελληνίς της Ιστορίας – Πορτραίτα γυναικών που έζησαν στην Επανάσταση του 1821 (πρόλ.: Mark Mazower), εκδ. Άγρα, σελ. 117

Διαμεσολαβημένη μαρτυρία και φωτογραφικό δοκίμιο, αυτή η συναγωγή φωτογραφιών που απεικονίζουν Ελληνίδες (και μη Ελληνίδες που ωστόσο συνδέθηκαν με τον τόπο), επιφανείς (οι σύζυγοι του Μάρκου Μπότσαρη και του Σπυρίδωνος Τρικούπη, π.χ.) και λιγότερο γνωστές σε μας (αίφνης, η κόρη του Παπαρρηγόπουλου), που έζησαν κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, και άρα βίωσαν την, ή και συνεισέφεραν στην Επανάσταση του 1821. Όλες, βεβαίως, από επαρκώς ευκατάστατες οικογένειες ώστε να έχουν απαθανατισθεί από την νέα, γεννημένη το 1839 τέχνη – όμως άλλες με παραδοσιακά, κι άλλες με ‘δυτικά’ φορέματα, λιγότερο ή περισσότερο επίσημα. Τα πορτραίτα συνοδεύονται από βιογραφικές πληροφορίες, και, ενίοτε, μαρτυρίες για τις εικονιζόμενες. Η συναρπαστική εισαγωγή των επιμελητριών φωτίζει αυτή την πρώτη εποχή της Φωτογραφίας, και τις συνθήκες λήψης των πορτραίτων. 




 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

~ Φραντς Κάφκα, Ένας καλλιτέχνης της πείνας – και άλλες δύο αποδιδαχές (μτφρ.: Θοδωρής Τσομίδης, επίμ.: Θανάσης Τριαρίδης), εκδ. Gutenberg, σελ. 166

«Δεν υπάρχει λόγος να μάθει την ποινή του. Θα τη νιώσει στο πετσί του.» Παρά το, και λόγω του ανελέητου, ζοφερού χιούμορ του, τα πλήγματα που μας καταφέρει ο Κάφκα δεν είναι και για χόρταση: ενδείκνυνται οι μικρές δόσεις. Η μελωδία που αρέσει περισσότερο στα αφτιά μας είναι η απόλυτη ησυχία. Η ζωή μας έχει πολλά βάσανα. Τα διηγήματά του, συνεπώς, θα μπορούσαν να συνιστούν μια βέλτιστη δοσολογία. Ειδικά όταν πρόκειται για δύο από τα τελευταία του (έκδοση του 1924: το ομώνυμο του τίτλου –το οποίο ο συγγραφέας του διόρθωνε την παραμονή του θανάτου του– και το «Ζοζεφίνα η Τραγουδίστρια ή ο Λαός των Ποντικών»), συν την «Σωφρονιστική Αποικία» (1919). «Ακόμα να φας εσύ;» ρώτησε ο φύλακας. «Πότε θα τα παρατήσεις επιτέλους;» «Συγχωρήστε με όλοι», ψιθύρισε ο καλλιτέχνης της πείνας. 

 

~ Fernando Pessoa, H παιδεία του στωικού (μτφρ.: Νίκος Πρατσίνης, επιμ.-σημ.: Μαρία Παπαδήμα), εκδ. Gutenberg, σελ. 83

Έχω κατακτήσει, πιστεύω, τη χρήση της λογικής στην πληρότητά της. Και για τον λόγο αυτό θα σκοτωθώ. Διακινδυνεύοντας ένα εύκολο λογοπαίγνιο, δεν είναι δύσκολο να κολλήσεις στον Πεσσόα την ετικέττα «πεσσιμιστής». Ετικέττα που έχει κολλήσει –και δύσκολα, φευ, βγαίνει– και στους Στωικούς, που δεν ήσαν ακριβώς αυτό, ούτε βέβαια τίποτις παραιτημένοι και πεισιθάνατοι – τουλάχιστον οι επιφανέστεροι εξ αυτών, άνθρωποι των κοινών και της δράσης. Τι πιο ταιριαστό, λοιπόν, ένας από τους άφθονους ετερώνυμους του Πεσσόα, ο Βαρόνος ντε Τέιβε, να δηλώνει στωικός, και να καταλείπει, πριν την αυτοκτονία του, ένα σύντομο σχετικό εγχειρίδιο – ακριβέστερα: λογοτεχνικό έργο με την μορφή σημειώσεων της πιο ερεβώδους απαισιοδοξίας. Δεν μετανιώνω που έκαψα τα προσχέδια όλων μου των έργων. Δεν έχω να κληροδοτήσω στον κόσμο τίποτε άλλο πέραν αυτού εδώ.

1.7.22

23 βιβλία για το καλοκαίρι του 2022


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΟΙΗΣΗ

 

~ William Allan & Felix Baudelmann, Αρχαία Ελληνική Λυρική Ποίηση – Ανθολογία σχολιασμένων αποσπασμάτων, μτφρ.: Κατερίνα Δημοπούλου, επιμ.: Χρήστος Τσαγγάλης, εκδ. University Studio Press, σελ. 649

Αν ήδη διαθέτετε μεταφράσεις στα νέα ελληνικά των αρχαίων λυρικών –ή, βεβαίως, αν έχετε το προνόμιο της επαρκούς αρχαιομάθειας– αυτή η ανθολογία (των πρωτοτύπων μόνον, χωρίς μεταφράσεις) θα εμπλουτίσει την κατανόηση και την απόλαυσή σας με πλήθος τρόπους: με θαυμάσια αλλ’ ευσύνοπτα εισαγωγικά κείμενα για τον ίαμβο, την ελεγεία, την χορική και την μελική ποίηση, τις ποιήτριες και τους ποιητές, την κοινωνική και πολιτισμική τους θέση, την περιπέτεια των έργων τους· σχολιασμό και αναλύσεις των ποιημάτων και των συμφραζομένων τους, που φωτίζουν αυτήν την αρχικώς προφορική τέχνη που ‘τραγουδιόταν’ αλλ’ ωστόσο επιβίωσε χάρη στην γραφή. Όσο, βέβαια, επιβίωσε: πολύ λίγοι από τους εκτιμώμενους 100.000-150.000 στίχους που διέθεταν οι Αλεξανδρινοί έφτασαν ώς εμάς – κι ακόμα λιγότερα είναι τα ακέραια ποιήματα. 

 

~ Βασίλης Αμανατίδης, ∞ : αποκατάσταση, εκδ. Νεφέλη

Αν το προ οκταετίας μ_otherpoem : μόνο λόγος του Β.Α. ήταν ένα θεαματικό ‘ορατόριο’ περήφανης δραματουργικής δεινότητος, στην ∞ : αποκατάσταση, έχουμε ένα πιο χαμηλόφωνο έργο δωματίου, όπου ο ποιητής-συνθέτης (παριστάνει πως) έχει αφήσει μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας στην πάντα πρωταγωνίστρια μα πλέον ασθενή Μητέρα (και μην απορείς / που δεν μιλούσα έτσι παλιά / τώρα έχω πολύ / ελεύθερο χρόνο), και στην δευτεραγωνίστρια αλλοδαπή βοηθό της (να μη βγάλουμε έξω πάλι σημαία / και πούμε θνικό γύμνο;). Τα λόγια τους κυριαρχούν, πλάι σ’ αυτά του γιου-αφηγητή (οι ποιητές είναι και πεθαμένοι γκρεμοί). Οκτώ ενότητες σε αναγκαστική ύπτια θέση, με την μουσική ρύθμιση και την πλέξη των φωνών (και των –ακόμη και σολωμικών– αποήχων) που, μαζί με άλλα, κάνουν την ποίηση του Β.Α. τόσο ξεχωριστή. 

 

~ Ιωσήφ Βεντούρας, Άσμα Ασμάτων – το εβραϊκό κείμενο και οι ερμηνείες του, εκδ. Νίκας, σελ. 229

Κήπος κλειστός είσαι νύφη μου / πηγή κλειστή στέρνα σφραγισμένη. Αυτό το υπέροχο ερωτικό ποίημα –είτε το διαβάζουμε αλληγορικά ως απευθυνόμενο στον θεό, είτε κυριολεκτικά, σαν να αφορά τον ανθρώπινο έρωτα– μας προσφέρεται από τον Ι.Β. μεταφρασμένο απευθείας από το εβραϊκό πρωτότυπο, και όχι μέσω της απόδοσης των Εβδομήκοντα στην ελληνιστική κοινή. Μεταφρασμένο, αλλά και φωνητικά μεταγραμμένο στο ελληνικό αλφάβητο, κάτω από το εβραϊκό πρωτότυπο, και σχολιασμένο τόσο με αναφορές σε άλλα κείμενα της ιουδαϊκής παράδοσης, όσο και βάσει δευτερογενούς, πλούσιας, ενημερωμένης βιβλιογραφίας. Αυτή, μαζί με εσωτερικές ενδείξεις, πείθει και τον Ι.Β. –όπως καταλήγει στην εισαγωγή και στο επίμετρό του– πως πιθανότερο είναι το ποίημα να γράφτηκε από γυναίκα. Στη σκιά του επιθύμησα κι έκατσα / κι ο καρπός του γλυκός στον ουρανίσκο μου. 

 

~ John Berryman, Ονειρικά τραγούδια, πρόλ.-επιλογή-μτφρ.: Αντώνης Ζέρβας, συν Αφιέρωμα στον Τζων Μπέρρυμαν, επιμ.-μτφρ.: Ε.Κ. Ζέρβα, εκδ. Περισπωμένη

Ταξινόμηση οστών: θα μ’ άρεσε τούτη η δουλειά. Ένα από τα μείζονα –και πιο μοναχικά– ποιητικά κείμενα από την Αμερική του 20ου αιώνα υπήρξε η στερνή προσφορά του δεινού μεταφραστή (θα αρκούσε να θυμηθούμε την εργασία του στα Άσματα του Πάουντ), ποιητή Αντώνη Ζέρβα (1953-2022). Δεινές και οι δυσκολίες μετάφρασης στην γλώσσα μας (ή όποια άλλη γλώσσα) αυτού του εντελώς ιδιαίτερου ποιητικού σύμπαντος. Συνεπώς, ο Α.Ζ. δημοσίευσε μόνο ένα –γενναίο– δείγμα από τα συνολικά 385 ποιήματα του έργου. Την ανθολόγηση αυτή (με τα πρωτότυπα αντικρυστά στις ελληνικές μεταφράσεις), συνοδεύει όχι μόνο η πολυσέλιδη εισαγωγή του, αλλά και ένα πολύτιμο ανθολόγιο επτά σημανικών και διαφωτιστικών κειμένων για το γοητευτικό μα δύστροπο αυτό ‘έπος’. Απίστευτος πανικός βασιλεύει / [] Παγωμένα / ποτά κοχλάζουν.

 

~ Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Πυρετός του Μπουένος Άιρες – και άλλα νεανικά ποιήματα (1923-1929), εισ.-μτφρ.-σημ.: Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. Πατάκη, σελ. 150

Αίθριο, κοίτη τ’ ουρανού. / [] για να ξεγλιστρούν τα ουράνια μέσα στο σπίτι. Όταν πρόκειται για λογοτέχνη του μεγέθους του Μπόρχες, κάθε προσθήκη στο σώμα των έργων του (που ήδη μας έχουν προσφέρει οι εκδόσεις Πατάκη) είναι καί ενδιαφέρουσα, καί πολύτιμη. Οδηγός μας καί εδώ (όπως και στον τόμο των –λοιπών, ωριμότερων– Ποιημάτων), ο Δημήτρης Καλοκύρης, ένας από τους βασικούς Έλληνες πρέσβεις του Μπόρχες. «Νεανικά», μπορεί να είναι τα ποιήματα αυτά, αλλά η φυσιογνωμία και η πρωτοτυπία του συγγραφέα τους είναι ήδη ευδιάκριτες: Σκοτεινά σταυροδρόμια / που εξακοντίζονται επ’ άπειρον. Περιλαμβάνονται τρεις συλλογές: πέραν της ομότιτλης, το Αντικρινό φεγγάρι και το Τετράδιο Σαν Μαρτίν. Μα ο κήπος είχε τα καλάμια του για λόγχες / και στις κορφές τους προσεύχονταν σπουργίτια.

 

~ Γιάννα Μπούκοβα, Σ, εκδ. ΦΡΜΚ, σελ. 51

«Σως» είναι μια κραυγή που εκπέμπει το άγευστο. Το τρίτο ελληνικό βιβλίο της Γ.Μ. απαρτίζεται από 365 «λήμματα»: στίχους που όλοι ξεκινούν με μια λέξη που αρχίζει, ακριβώς, με το γράμμα «Σ». Θα μπορούσε να είναι απλώς ευφυές και χιουμοριστικό παίγνιο – αλλά καταλήγει διαδρομή στην «πάνω» και στην «κάτω οδό»· στο ‘μέσα’ και στο ‘έξω’· στα σοβαρά και τα γελοία της ζωής· στον αφρό, στα βάθη, και τα ύψη της. Και–διόλου αμελητέο– μας επανεξοικειώνει όχι μόνο με λέξεις, καθιστώντας τες όσο ανοίκειες χρειάζεται για να τις δούμε σαν πρωτόπλαστες, αλλά και με πλήθος έννοιες που εξακτινώνονται γύρω τους· και, κυρίως, με την μεταφορά: τρόπο σκέψης (δηλαδή θέασης της ζωής) ταυτοχρόνως απελευθερωτικό και παρήγορο. «Σφουγγάρι» είναι ο μη έχων. 

 

~ Σαρλ Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού: Παρισινοί πίνακες – Τα απαγορευμένα ποιήματα, μτφρ.: Ερρίκος Σοφράς, εκδ. Μεταίχμιο

Η λατρεμένη μου γυμνή τόσο με ξέρει / Κι εφόρει μόνο τα ηχηρά κοσμήματά της. Δώδεκα χρόνια μετά την πολυτελή, εικονογραφημένη από τον Ολλανδό καλλιτέχνη Pat Andrea, έκδοση (πάλι από το «Μεταίχμιο») των μεταφράσεών του των έξι «Απαγορευμένων ποιημάτων», o E.Σ. επιστρέφει στον Γάλλο πρωτο-μοντερνιστή, συμπληρώνοντάς τες με 18 (μη απαγορευμένους) «Παρισινούς πίνακες», επίσης από τα Άνθη του Κακού. Στων γηραιών πρωτευουσών τους λαβυρίνθους, / Όπου και η φρίκη ακόμα γίνεται μαγεία, / Παραμονεύω. Όπως και προηγουμένως, περιλαμβάνεται επίσης το ποίημα «Επιγραφή σ’ ένα βιβλίο καταδικασμένο» και η απόφαση του γαλλικού δικαστηρίου το 1857 που απαγόρευε την δημοσίευση των έξι ποιημάτων. Όμως η παρούσα εμπλουτισμένη έκδοση εμπλουτίζεται με χρησιμότατες σημειώσεις και επίμετρο του μεταφραστή, επάξια συνοδεία της αποδεδειγμένης μεταφραστικής τέχνης του.

 

~ Άκης Παραφέλας, Παρασημαντική, εκδ. Ενύπνιο, 60 σελ.

Μες στου κινδύνου τους τριγμούς / στων αινιγμάτων τη συνείδηση να είμαστε η μόνη ίσως δυνατότητα ελάτε. Παρότι πληθαίνουν, σχετικώς σπανίζουν ακόμα τα βιβλία ποίησης που είναι αληθινά, αρχιτεκτονημένα, βιβλία, και όχι ‘συλλογές’. Το να είναι τέτοιο ένα πρώτο βιβλίο (Bραβείο «Αναγνώστη» για Πρωτοεμφανιζόμενο στην Ποίηση, για την α’ έκδοσή του από τις εκδ. Θράκα, 2018), το καθιστά ακόμα πιο αξιοπρόσκετο. Ειδικά όταν είναι κατορθωμένο καί το ύφος: τολμηρό και απαιτητικό – επίθετα για να ερεθίσουν, όχι να αποθαρρύνουν. Σε τρεις ενότητες με ‘συμβολικά’ ‘πρόσωπα’ («Ειρήνη Ξένου»), το βιβλίο ταλαντεύεται ανάμεσα στις εξωτερικές και κάποτε πολυπρόσωπες εικόνες και την εσωτερική, μοναχική, κοπιώδη διερεύνηση της αυτοσυνειδησίας. Εγώ ήθελα με τη φόρα που έχει ένα κλουβί όταν σπάει ν’ ακούσω τ’ όνομά της το οποίο συνέχεια μού διέφευγε.

 

~ Κώστας Ταχτσής, Καφενείο Το «Βυζάντιο» (Συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων), επιμ.-επίμ.: Δημήτρης Παπανικολάου, εκδ. Ψυχογιός, σελ.156

Φεγγάρι μου / [] έφτασα στο σημείο να σε πω /  σ ε λ ή ν η . Αν Το τρίτο στεφάνι είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο ο Ταχτσής υπήρξε σημαντικός για την νεοελληνική λογοτεχνία, τα ποιήματα με τα οποία πρωτοεμφανίστηκε παραμένουν ενδιαφέροντα τεκμήρια της ιδιοπροσωπίας του. Το 1972, επέλεξε κάποια από όσα είχε δημοσιεύσει κατά το διάστημα 1951-6 – κι αυτή η αυτό-ανθολόγηση, Καφενείο το «Βυζάντιο» κι άλλα ποιήματα, αποτελεί το πρώτο μέρος της παρούσας συγκεντρωτικής έκδοσης. Που συμπληρώνεται, στο δεύτερο μέρος της, από όλα τα υπόλοιπα ποιήματά του, ανά συλλογή – καθώς και σημειώσεις του ίδιου αλλά και του επιμελητή (ο οποίος υπογράφει και το επίμετρο), και λοιπές χρήσιμες πληροφορίες. Έμοιαζε η αγάπη μας ωραίο βιβλίο. / Τώρα που εσύ θα φύγεις / στα γόνατα θα κάνω πως τ’ αφήνω.

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΙΣΤΟΡΙΑ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΔΟΚΙΜΙΟ – ΜΑΡΤΥΡΙΑ 

 

~ Γιώργος Ι. Αλλαμανής, Στον καιρό της Λιλιπούπολης – η βιογραφία μιας ραδιοφωνικής εκπομπής, πρόλ.: Νίκος Κυπουργός, Γιώργος Μητρόπουλος, Σιδερής Πρίντεζης, εκδ. Τόπος, σελ. 350

Ακόμα και αν γνωρίζετε την Λιλιπούπολη μόνο απ’ τα τραγούδια του δίσκου και διόλου απ’ τις εκπομπές της, πιστεύω πως θα βρείτε συναρπαστικό αυτό το εξαιρετικό λεύκωμα, αφήγημα και ντοκουμέντο, έργο μεγάλης αγάπης, εξαντλητικής έρευνας και πολύπλευρης μελέτης του Γ.Ι.Α.. Ταύτα τεκμαίρονται όχι μόνον από τις 51 συνεντεύξεις που ο ίδιος διεξήγαγε με συντελεστ/ρι/ες της θρυλικής ‘παιδικής’ εκπομπής του χατζιδακικού Τρίτου και άλλες/ους περί αυτήν γνώστ/ρι/ες· τους κατατοπιστικούς πίνακες που αποτυπώνουν καταλεπτώς τα σωζόμενα επεισόδια, τα 66 τραγούδια, κ.ά.· αλλά, πρωτίστως, από το ύφος και το χιούμορ του συγγραφέα· και, βεβαίως, την δομή και το περιεχόμενο του βιβλίου, με την πρισματική εξέταση του φαινομένου «Λιλιπούπολη»: ως προς το Τρίτο και τον Χατζιδάκι, τους ποικίλους εχθρούς και τις περιπέτειές της κατά τις τέσσερις ‘εποχές’ της (1977-1980), και τον έως σήμερα αντίκτυπό της.

 

~ Etel Adnan, Ο Ορφέας απέναντι στο κενό και Χάινερ Μύλλερ και Τιντορέττο: Το πιθανό τέλος του τρόμου, μτφρ.: Βασιλική Γκέτσιου και Σπύρος Γιανναράς, εκδ. Άγρα, σελ. 57

Οι θεοί δεν ήθελαν να μάθει ο Ορφέας το μυστικό του θανάτου: ότι [] είναι δραστικός, αμετάκλητος. [] Η επίγνωση [αυτή, είναι]ο έσχατος θρίαμβος του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Δυο δοκίμια για το Σκότος: το κενό, τον θάνατο, τον τρόμο – με τον προσωπικό τρόπο της Ε.Α. (1925-2021), που συνδυάζει την ευρυμάθεια με την ποιητικότητα των απροσδόκητων συνειρμών και των πρωτότυπων συλλήψεων. Στο πρώτο, εξετάζεται η σχέση του Ορφέα με δυο θεότητες: την Μνημοσύνη (μητέρα των Μουσών, άρα και της Μουσικής) και τον Άδη. Η μουσική, όταν παίζεται, αποτελεί μια διαρκή ανάσταση και επιτελεί τη δημιουργία [] του χρόνου μέσω της μνήμης. Στο δεύτερο, η Ε.Α. διερευνά την σχέση δυο πολλαπλώς απομακρυσμένων καλλιτεχνών, στηριγμένη στην ιδέα πως η ζωγραφική της Αναγέννησης [] έχει στενή συγγένεια με το θέατρο. 

 

~ Αλέξης Βάκης, Μάνος Χατζιδάκις – Ο Μεγάλος Ερωτικός, πρόλ.: Νίκος Ξυδάκης, επίμ.: Γιώργος Ανδρέου, εκδ. Οξύ, σελ. 161

Καλοσχεδιασμένο και καλογραμμένο τομίδιο για τον δίσκο-σταθμό στο έργο του Χατζιδάκι και στην ελληνική τραγουδοποιία συνολικά (αν όχι και γενικώς στην ελληνική μουσική). Ο συγγραφέας του, μες σε περίπου 150 σελίδες μικρού σχήματος, παραθέτει πληροφορίες, συνεντεύξεις διαφόρων, κι άλλα τεκμήρια· εξετάζει την γένεση αυτού του κύκλου τραγουδιών κατά την παραμονή του συνθέτη στην Αμερική την περίοδο 1966-1972· την συνάντησή του με, και την καθοριστική συμβολή των δυο ερμηνευτών: της Φλέρυς Νταντωνάκη και του Δημήτρη Ψαριανού· πολύτιμες λεπτομέρειες για την διαδικασία της ηχογράφησης και την κριτική πρόσληψη του δίσκου· την θέση του στην πορεία του συνθέτη του· και, με την συνδρομή του διευθυντή ορχήστρας Μίλτου Λογιάδη, κάποιες μουσικές ιδιαιτερότητές του. Χρήσιμη κι απολαυστική επισκόπηση, που σου ανοίγει την όρεξη να ξανακούσεις –προσέχοντάς το αλλιώς– το έργο. 

 

~ Marilyn Yalom, Αθώοι μάρτυρες – Παιδικές αναμνήσεις από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μτφρ.: Παλμύρα Ισμυρίδου, πρόλ.: Meg Waite Clayton, επιμ.: Ben Yalom, εκδ. Άγρα, σελ. 277

Λίγο προτού κλείσω τα έξι μου χρόνια, [] ήμουν σίγουρη: Όσο έβλεπα τη Νούννι να γράφει γράμματα στο γραφείο της, ο Πάπι μου ήταν ζωντανός. Είχε πάει να διώξει τους Ρώσους σ’ ένα μέρος που λεγόταν Μέτωπο. Η προσωπική μαρτυρία, ιδιαιτέρως όταν αφορά μια ταραγμένη ιστορική περίοδο, συχνά υπερβαίνει την αξία του τεκμηρίου, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως φιλική εξομολόγηση και –οσοδήποτε ‘άτεχνο’– έργο τέχνης: παρηγορητικά. Η πολύπλευρη λογία Μ.Γ. (1932-2019) συλλέγει, παραθέτει και, τέλος, σχολιάζει, τις μαρτυρίες έξι άλλων ανθρώπων και της ίδιας, από τα παιδικά τους χρόνια κατά την διάρκεια του Β’ Π.Π. σε διάφορες χώρες: Αμερική, Γαλλία, Γερμανία, Φινλανδία, Σουηδία, Τσεχοσλοβακία, Αγγλία, Ουγγαρία, Ολλανδία. [Τ]ο χειρότερο απ’ όλα ήταν οι εικόνες των εκσκαφέων που μετακινούσαν ολόκληρα βουνά από πτώματα. Επίκαιρο βιβλίο, φευ.

 

~ Εύα Μπέη, Με τον Νίκο Καρούζο (Ημερολόγιο), εκδ. Loggia

Ίσως πάντα να ήμουν αργή. Μου έπαιρνε πολύ χρόνο για να μετατραπεί το γεγονός σε κάτι βαθύτερο, κι αυτό με καθυστερούσε. Αν καρδιά του βιβλίου αυτού είναι η συντροφική σχέση της ζωγράφου Εύας Μπέη με τον ποιητή Νίκο Καρούζο, σώμα του είναι το σταδιακό ξεδίπλωμα της δικής της καλλιτεχνικής ανάπτυξης, με τα μέλη του να εκτείνονται ώς πίσω, στην παιδική της ηλικία, καθώς και προς τα εμπρός, την ζωή της ώς σήμερα, κατά τις τρεις δεκαετίες μετά τον θάνατο του Κ.. «Ημερολόγιο»· σεμνός υπότιτλος – όμως η περίτεχνη σύνθεση και δομή του, η ποίκιλση στον ρυθμό και την έκταση της αφήγησης, η εναλλαγή χωρίων «εις εαυτόν» με καθαρή διήγηση, η ελεύθερη κίνησή του μες στον χρόνο, το καθιστούν, πέρα από ανάγνωσμα που λαχταράς να μην τελειώσει, άρτιο και πρωτότυπο έργο τέχνης.

 

~ Παντελής Μπουκάλας, Ο Έρως και το Έθνος – Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης, εκδ. Άγρα, σελ. 765

Μολονότι το δημοτικό τραγούδι μετέχει στον πνευματικό και ηθικό κόσμο που συνδημιουργούν οι παροιμίες, τα ανέκδοτα και οι παραδόσεις, κατορθώνει σε πολλές περιπτώσεις να υπερβεί τα στενά όρια του κόσμου αυτού ή να τα υπονομεύσει. Πρόκειται για το Α’ μέρος του Δ’ τόμου των δοκιμίων για το δημοτικό τραγούδι του Π.Μ. με τον γενικό τίτλο «Πιάνω γραφή να γράψω…». Κάθε τόμος, κι ένας κόσμος: τμήμα του πολυδιάστατου σύμπαντος στο οποίο μας ξεναγεί κατά τρόπο συναρπαστικό ο συγγραφέας του, ποιητής, κριτικός, μεταφραστής και δεινός μελετητής του δημοτικού τραγουδιού. Το πώς παρουσιάζονται σε αυτό οι ερωτικές σχέσεις Ελληνίδων κι Ελλήνων με αλλοφύλους (Βλάχους, Αρβανίτες, Τούρκους, και μαύρους) είναι το κεντρικό ‘θέμα’ του βιβλίου. Ο κορμός αυτός εξετάζεται εξονυχιστικά – αλλά πόσο σαγηνευτικά, πάλι, τα παρακλάδια του…

 

~ Νίκανδρος Νούκιος ο Κερκυραίος, Ταξίδι στην Εσπερία, προλεγ.-εισ. Α’-επιμ.: Paolo Odorico, εισ. Β’-σημ.: Joel Schnapp, επιλεγόμενα: Yves Hersant, μτφρ.: Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, εκδ. Άγρα, σελ. 523

Ο Σεφέρης τον είχε εγκωμιάσει, έχοντας δει μόνο λίγες σελίδες του – και τώρα, επιτέλους (άξιο νέο τέκνο της παράδοσης της «Άγρας» στις εμπεριστατωμένες και συγχρόνως απολαυστικές εκδόσεις σπάνιων έργων), το έχουμε ολόκληρο στα χέρια μας, σε αρχαΐζοντα ελληνικά του 16ου αιώνα, και σε νεοελληνική απόδοση (συν χρησιμότατες εισαγωγές, σημειώσεις, κ.λπ.). Κερκυραίος, ο συγγραφέας του, ταξιδεύει στην Ιταλία, στην Γερμανία, στις Κάτω Χώρες, στην Αγγλία και την Γαλλία – μα τον τρώει κι ο καημός της πατρίδας του. Περιγραφές τόπων και συνηθειών, εξιστορήσεις γεγονότων και αναφορές σε άλλους συγγραφείς, πλέκονται με τρόπο γοητευτικό: σύνοδοι, πόλεις, ηγεμόνες και λόγιοι (ο Λούθηρος, ο Έρασμος), αλλά και ο τρόπος παρασκευής της βήρρας ή κερβεσίας ή η χρήση των καμβίων: των συναλλαγματικών (στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, βεβαίως).

 

~ Ginger Dellenbaugh, Μαρία Κάλλας – Lyric and Coloratura Arias, μτφρ.: Ζήσιμος Τρυφίδης, πρόλ.: Λιάνα Σκουρλή, εκδ. Οξύ, σελ. 194

Κάποιοι/ες φρονούν ότι ο δίσκος «Lyric and Coloratura Arias» είναι η καλύτερη εισαγωγή, σύνοψη, και απόδειξη της μοναδικής τέχνης της Κάλλας (ή κι ότι αρκεί και ένα μόνο, συντομότατο track του: «Είμαι η ταπεινή θεραπαινίς του πνεύματος του δημιουργού») – κι ας απουσιάζουν δείγματα της δραματικής σοπράνο. Ήταν ένας από τους αριστουργηματικούς δίσκους της που –απίστευτο!– ηχογραφήθηκαν μες σε σύντομο χρονικό διάστημα το 1954 –χρυσή εποχή, φωνητικά και ερμηνευτικά, για την ασύλληπτη μουσικό– στο Λονδίνο. Η συγγραφέας διεξέρχεται, με προσεγγίσεις ευφάνταστες και πρωτότυπες (αναφερόμενη πότε στον Τομ Γουαίητς και πότε στον Ρολάν Μπαρτ!) μία-μία τις οκτώ άριες από επτά όπερες που απαρτίζουν τον δίσκο. Άλλο ένα διαμαντάκι της υπέροχης σειράς «33 και 1/3» των εκδόσεων «Οξύ», με μικρά αλλά πλουσιότατα βιβλιαράκια για σημαντικούς δίσκους.

 

~ Κωστής Παπαγιώργης, Τα βιβλία των άλλων ~ 1: Έλληνες συγγραφείς, εισ.: Δημήτρης Καράμπελας, επιλογή κειμένων: Γιάννης Αστερής και Δημήτρης Καράμπελας, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 445

Ο Καβάφης [] ήταν ατόφιος ιθαγενής που γλύτωσε μάλλον την βαριά μπόρα της εντοπιότητας. Ακόμα και όσες/οι πιθανώς δεν είναι φανατικές/οί αναγνώστ/ρι/ες του δοκιμιακού έργου του Κωστή Παπαγιώργη, δύσκολα θα αντισταθούν στην θέλξη των σημειωμάτων του για βιβλία και συγγραφείς· κριτικών ή παρουσιάσεων, με επιχειρήματα ή απλώς αριστοτεχνικά διατυπωμένες εντυπώσεις, και με ύφος μικτό, μεταξύ ευρυμαθούς λογιοσύνης και κομψής ελαφρότητας βραδινής συνεστίασης. Ακριβείς και πολύτιμες, συχνά, οι συλλήψεις και οι διατυπώσεις του: ο [Καρυωτάκης] αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο στην εσωτερική ιστορία του τόπου, την ωρίμανση της νεοελληνικής συνείδησης και σ’ εκείνο που θ’ αποκαλούσαμε μύχια σύλληψη του πραγματικού. Τιτάνιο το έργο των δύο επιμελητών, να ξεδιαλέξουν μεσ’ από ένα θηριώδες πλήθος κειμένων· απαραίτητη και διαφωτιστική η εισαγωγή του Δ.Κ..

 

~ Γιώργος Συμπάρδης, Σκόρπια. Κείμενα για συγγραφείς και βιβλία, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 276

Είναι πολύ χρήσιμη –και μια καλή οδός γνωριμίας μας με άγνωστές μας περιοχές της τέχνης, ή ‘εκ των ένδον’ φωτισμού γνωστών– η ανάγνωση καλλιτεχνών που γράφουν για έργα που εκτιμούν και αγαπούν. Έτσι, η συναγωγή κειμένων του άξιου πεζογράφου Γ.Σ. για ομοτέχνους του και βιβλία τους (συν τρεις ποιητές: εις εξ αυτών και δις εμφανιζόμενος, ο Καβάφης), μαζί με άλλα δυο (ένα για τα «Αισχύλεια» της πόλης καταγωγής του: της Ελευσίνας, κι ένα για την γραφή γενικά), δεν μας παρουσιάζει μόνον πρόσωπα που (λόγω ‘συγγένειας’) θα αναμέναμε (π.χ. τον Μένη Κουμανταρέα, τετράκις, ή τον Θανάση Χειμωνά, δις) αλλά και μας συστήνει λιγότερο γνωστές φωνές: π.χ. την διηγηματογράφο Γαλάτεια Ριζιώτη. Πάντα δε με το απατηλά ήρεμο κι ‘απλό’, μα ‘ύπουλα’ βαθύ ύφος του συγγραφέα τους. 




 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

~ Στρατής Βογιατζής, Κάμπος, επίμ.: Σταύρος Σταυρίδης, εκδ. Άγρα, σελ. 167

[Οι] μαργαρίτες και [οι] δικτυωτο[ι] κύκλο[ι] [των βοτσαλωτών αυλών,] ενώ σκοπός τους είναι να ανακατευθύνουν τον επισκέπτη στο κτήμα, την ίδια στιγμή έμοιαζαν να τον παγιδεύουν σε έναν χώρο από τον οποίο δεν μπορεί να αποδράσει. Πανέμορφο φωτογραφικό λεύκωμα, με υπαινικτικές φωτογραφίες από τον Κάμπο της Χίου με τα στοιχειωμένα αρχοντικά και τους μυθικούς κήπους, αλλά και ενδιαφέρον πεζογράφημα. Ο φωτογράφος και συγγραφέας Σ.Β. εναλλάσσει μαρτυρίες σημερινών κατοίκων αυτής της ιδιαίτερης και ιστορικής περιοχής (’εν θέλω το εγγόνι μου να φορεί ένα πουλόβερ πλεγμένο με βάσανα), προσωπικές αναμνήσεις και διηγήσεις ονείρων, αναφορές σε επιφανείς οικογένειες του Κάμπου (αίφνης, τους Ροδοκανάκηδες) ή επισκέπτες του (π.χ. τον Δημήτρη Πικιώνη), περιγραφές και αφηγήσεις που μεταφέρουν την μαγεία του τόπου και ενίοτε πλησιάζουν το διήγημα.

 

~ Κατερίνα Ηλιοπούλου, Λίλυ Κραγκ, εκδ. ΦΡΜΚ, σελ. 41

Είχα την πεποίθηση πως η επιθυμία συνδέεται με την κίνηση αλλά αυτό είναι ακίνητο. Η «Λίλυ Κραγκ» είναι ομογάλακτη των οκτώ διηγημάτων του πρώτου πεζογραφικού βιβλίου της ποιήτριας Κ.Η., Δεν είναι ακόμα (2019). Μια (αναπόδραστη και απελπισμένη) ερωτική ιστορία ανάμεσα στην γυναίκα-αφηγήτρια κι έναν άντρα, στο Λονδίνο, διαπλέκεται με την Μοναδολογία, αρχικώς γραμμένο στα γαλλικά φιλοσοφικό-μεταφυσικό έργο του πολυμαθούς Γερμανού λογίου Γκόντφριντ Βίλλχελμ Λάιμπνιτς (1646-1726). Ο άνεμος μας ταΐζει με ανησυχία. Αδυναμία σχέσης ή ολοκληρωτική παράδοση; Μοιραία έλξη ή παρεξηγήσεις και παραισθήσεις; Όπως οι μονάδες του Λάιμπνιτς περιδινούνται σε ένα σύμπαν λεκτικώς κρυστάλλινο και συγχρόνως μεθυστικά σχεδόν ακατάληπτο, έτσι και οι χαρακτήρες του έργου διασταυρώνονται μεταξύ τους και με άλλους χωρίς τέλος. «Θέλω να με καταπιούν τα πράγματα», μου λέει.

 

~ Γιάννης Ισιδώρου, Homo camcordus, εκδ. ΦΡΜΚ, σελ. 39

Η αμφιβολία είναι η αρχή της απελπισίας. Το προηγούμενο βιβλίο του, κατά κύριο λόγο, εικαστικού καλλιτέχνη Γ.Ι. ήταν ένας ευφάνταστος, σαρδόνιος, πολιτικός, ‘ανάποδος’ Ονειροκρίτης (2015). Καθετί που δεν καταγράφεται, διατηρεί τη δυνατότητα να καταγραφεί. Σε τούτο, οι τίτλοι των τριών κεφαλαίων και των δέκα παραγράφων του αρμόζουν σε επιστημονική πραγματεία, το δε περιεχόμενό του παλινδρομεί μεταξύ (ψευδο)δοκιμιακού λόγου και εσωτερικού μονολόγου, αφορισμών και διηγήματος (περί ‘ήρωα’ με επίθετο που παραπέμπει στο «ASA», μονάδα φωτοευαισθησίας του φιλμ). Αυτό που μπορεί να γίνει, θα γίνει επειδή μπορεί. Εν μέρει ‘πραγματεία’ περί των δυσκολιών και των κινδύνων τής (δια των εικόνων μα όχι μόνο) καταγραφής, κι εν μέρει αφήγηση για τις «Ευαισθησίες του Γιώργου Άζα». Τον φόβο και πάλι τον σβήνει η απάθεια.

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 

~ Maurice Sendak, Η χώρα των τεράτων, μτφρ.: Γιάννης Παλαβός, εκδ. Παπαδόπουλος, σελ. 48

Ο μικρός Μαξ αρνείται να δειπνήσει· για τιμωρία, τον κλείνουν στο δωμάτιό του· αλλά με την θέλησή του –στο όνειρό του;– το ταβάνι γέμισε κλαδιά και οι τοίχοι έγιναν ολόκληρος ο κόσμος· κι ο Μαξ βρίσκεται στην Χώρα των Τεράτων. «Τώρα», φώναξε ο Μαξ, «ας αρχίσει ο κακός χαμός!» Και τα τέρατα, αναγνωρίζοντας την υπεροχή του, τον έκαναν βασιλιά τους! Λίγο πριν να κλείσει τα 50 (!) του χρόνια, το θρυλικό, αειθαλές ‘παιδικό’ βιβλίο (πρωτοδημοσιευμένο στα αγγλικά το 1963, θα πλησιάζει πια τα 30 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως) του σπουδαίου εικονογράφου και συγγραφέα Μωρίς Σέντακ, επιτέλους εμφανίζεται και στη γλώσσα μας, χάρη στην μετάφραση του εξαιρετικού πεζογράφου Γ.Π.. Ζηλευτές (και επιδραστικότατες στο πεδίο τους και όχι μόνο) οι εικόνες του, ελάχιστο μα έξοχο το κείμενο.


*

Αυτέ οι αναγνωστικές προτάσεις μου δημοσιεύθηκαν στο τ. Ιουλ. 2022 του "The Books' Journal".

15.4.22

Για τον Άγγελο Σικελιανό


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έξι προσωπικές σημειώσεις για τον Σικελιανό

~ Καμμιά φορά, σε δεκτική ομήγυρη, χάριν (σοβαρού) αστεϊσμού, αποτολμώ να ξεστομίσω –ως party line, που λένε– την φράση: «Τα καλύτερα ποιήματα του Παλαμά, τα έγραψε ο Σικελιανός». Επικινδύνως, το γνωρίζω, συνοψίζει, παιγνιωδώς και ασεβώς έστω, την αίσθησή μου πως ο Σικελιανός, ως φυσικός ‘διάδοχος’ του Παλαμά (και όχι μόνον, βέβαια, στην άτυπη θέση του «εθνικού ποιητή»), πλάτυνε τον δρόμο που εκείνος διάνοιξε (με την χρήση της δημοτικής και το ύφος του) και τον έστρωσε με επιτεύγματα σημαντικότερα, χάρη και στο ανώτερο ποιητικό του τάλαντο. Αφορισμών τέλος – συνέχεια με σύντομες, προσωπικές πάντα, καταγραφές.

~ Ευτύχησα να πρωτοδιαβάσω Σικελιανό, φθινόπωρο του 1981, όταν ανατυπώθηκε, μαζί με τις ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου που την συνόδευαν, η χειρόγραφη έκδοση των Ακριτικών: τα εκατό αντίτυπά της είχαν κυκλοφορήσει από χέρι σε χέρι την άνοιξη του 1942. Το βιβλίο αυτό, καρπός της ύψιστης ωριμότητας του Σικελιανού, περιέχει πέντε ποιήματα γραμμένα το 1941-42: «Στυγός Όρκος», «Άγραφον», «Ελληνικός Νεκρόδειπνος», «Διόνυσος επί λίκνω», και «Σόλωνος Απόλογος». Αποτελεί ένα από τα τέσσερα σημαντικότατα ποιητικά βιβλία της Κατοχής, μαζί με την Αμοργό του Γκάτσου, τον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, και την Ursa minor του Παπατσώνη – τι σοδειά. (Δεν είναι διόλου αυτονόητο ότι οι «δύσκολοι καιροί» γεννούν καλή τέχνη, και μάλιστα τόσο σύντομα.) Το 1943, όταν ο ποιητής παρουσιάζει την αυτό-ανθολόγησή του, Αντίδωρο, περιλαμβάνει μόνο τα δύο πρώτα και το τελευταίο· οπωσδήποτε μεγάλα επιτεύγματά του. Στην δε συγκεντρωτική έκδοση του Λυρικού Βίου (1946), εντάσσει τα πέντε με ελαφρώς αλλαγμένη σειρά στους «Επινίκους Β’ (1940-1946)».  

Έγραψα πιο πάνω «ευτύχησα» γιατί, χάρη σ’ αυτή την σύμπτωση, γνώρισα τον Σικελιανό στην πιο μεστή, πυκνή, καίρια και ποιητικώς δραστική εκδοχή του. Έτσι, ένας έφηβος που ταλαντευόταν ανάμεσα στην τότε τρέχουσα ή ακόμα πρόσφατη ακμή του Ελύτη και στο συντελεσμένο σύμπαν του Σεφέρη, με σταθερό, ωστόσο, έδαφός του τον Καβάφη και τον Γκάτσο, κι έχοντας πρόσφατα μαγευθεί από τον Εγγονόπουλο και γοητευθεί από τον Σινόπουλο, μπόρεσε να ‘δεχθεί’ αυτόν τον Σικελιανό σ’ αυτήν την συντροφιά – πράγμα που θα ήταν μάλλον αδύνατον αν είχε πιάσει να τον διαβάζει ξεκινώντας απ’ την αρχή του έργου του.

Παραμένει αναγνωστική αίσθησή μου (αλλ’ αν δεν σφάλλω, υποστηρίζεται και από φιλολόγους) ότι, μετά την επίπονη τριβή και την σύγκρουση με την πραγματικότητα που οδήγησαν στο τέλος (1930) του οπωσδήποτε γόνιμου και πολλαπλώς πρωτοπόρου εγχειρήματος των «Δελφικών Εορτών», η ‘επιστροφή’ του Σικελιανού στην ποίηση έδωσε ποιήματα εν γένει πολύ μεστωμένα, πιο ‘γειωμένα’, αυστηρότερα υφολογικώς, σε σχέση με τα προηγούμενα – κι έτσι ‘πλησιέστερα’ σε μιαν ευαισθησία που ‘τσινάει’ μπρος στην υπερχειλίζουσα γλώσσα, την υπερχειλίζουσα μεταφυσική, κ.τ.τ.. Αν δεχθούμε ως έναρξη αυτής της μεστής ωριμότητας το έτος 1935, χρονολογία δημοσίευσης της «Ιεράς Οδού» στα «Νέα Γράμματα», έχουμε λόγο να πικραθούμε: ο Σικελιανός μπαίνει στην ακμή του 51 ετών, αλλά έχει μόνον 16 ακόμη χρόνια ζωής μπροστά του. Και θα ‘σπαταλήσει’ πολλά απ’ αυτά γράφοντας θέατρο, ενώ από την Απελευθέρωση κι έπειτα, θα τον καταβάλλει η επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του.

~ Πέρα από τα ακριβά δώρα της ποίησης του ίδιου του Σικελιανού, με ενδιαφέρουν πολύ –ως αναγνώστη και ποιητή, όχι ως φιλόλογο που δεν είμαι– και οι ‘επιβιώσεις’ του: όχι τόσο οι προφανέστερες, π.χ. στον Ελύτη, όσο αυτές στον Εμπειρίκο, δεδηλωμένες και –κυρίως– μη, στον Παπαδίτσα και στον Καρούζο, αλλ’ ακόμα και στα ποιήματα του Ζήσιμου Λορεντζάτου. Ξέρουμε την ύψιστη θέση που απέδιδε ο Λορεντζάτος στον Σικελιανό ανάμεσα στους ποιητές του ελληνικού 20ου αιώνα – αλλά νομίζω κι ότι το καλύτερο ποίημα της Συλλογής του, «Ο Ξένος», απηχεί κάπως την καλπάζουσα αφηγηματικότητα, τις άφθαστες παρομοιώσεις, κι εντέλει την γνωμική τάση του ποιητή που τόσο θαύμαζε:



Βράδιαζε αργά στο Τούνεζι.

                                           Μονάχος μέσα

Στο Μεγάλο Τζαμί στο σκοτεινό προσευχητήρι

Με κατάνυξη τραβηγμένος σε μια κόχη

Μαστορεύει ένα ποίημα που δεν ξεστομίζει σε κανέναν

Και μήτε καν το γράφει πουθενά

Παρά σα δυο καματερά που ζευγαρίζουν

Το χωράφι της μνήμης, βαθιά στ’ αυλάκια του μυαλού του

Χαράζονται για πάντα ώρα και μέρα.

 

Και να σε λίγους μήνες στη Σεβίλλη

Τον ζυγώνει στο δρόμο παλικάρι που δεν ξέρει

Και του λέει κομποσκοίνι, θαρρείς, σε ασκητευτή τα χέρια

Ολάκερο το ποίημα με στροφές και στίχους.

Ο Ιμπν Άραμπης κερώνει.

                                       Σαστισμένος

Ρωτάει ποιος έγραψε το ποίημα; Πάλι τον σαστίζουν

Για δεύτερη φορά τα λόγια τούτα:

«Ο Ιμπν Άραμπης» – που βέβαια ο άλλος δεν τον ξέρει

Μήτε και πως τον βλέπει εκεί μπροστά του.

Καλά, πώς έμαθε στροφές και στίχους;

                                                            Λίγους μήνες

Πρωτύτερα –την ίδια ώρα και μέρα

Που μαστόρευε στο Τούνεζι το ποίημα

Του Προφήτη ο πιστός– ανακατώθη

Σε μια παρέα παλικαριών εκεί στην ίδια

Τη Σεβίλλη ένας ξένος, άγνωστος προσκυνητής

Και ξεθηκάρωσε μπροστά τους καβαλάρης σάμπως

Κατεβατή σπαθιά στον άνεμο, ένα ποίημα.

Τόσο το ζήλεψαν τα παλικάρια εκείνα

Που ζήτησαν να τους το πει πάλι και πάλι

Ωσότου πλέρια τέλος το απομάθαν.

Ύστερα ο ξένος έφυγε όπως ήρθε

Χάθηκε – ανθρώπου μάτι δεν τον είδε πια.

 

*

 

Βασιλιάς ή στρατιώτης πλούσιος ή φτωχός

Όποιος γυρεύει και καλά να μάθει

Με τον κανόνα και με το διαβήτη

Ποιος είναι ο ξένος, δε θα καταλάβει

Ποτές του τίποτα από ποίηση (κι άλλα πιο κρυμμένα

Στο φρόνημα του ανθρώπου) –το δηλώνει ο μύθος–

Όσο αν κάνει τον άνεμο κουβάρι

Σε πανύψηλες μέσα βιβλιοθήκες

Μερώνοντας ανήμερα βιβλία,

Όσο αν ξέρει τον κόσμο να διαβάζει

Όσο αν είναι σοφός

                                ή ακόμα και τις γλώσσες

(Με τους στερνούς αυτούς που θημωνιάζω στίχους)

Των ανθρώπων λαλεί και των αγγέλων...      


Δεν μπορώ να εξηγήσω επακριβώς γιατί –πέραν από τον μεγάλο θαυμασμό που τρέφω για το ποίημα του Σικελιανού, και πέρα από όσα λίγα συστατικά της ποίησής του ήδη επιγραμματικά ανέφερα και θα αναφέρω– μου φέρνει στον νου την «Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο (μαθητή του Βούδα)»:



Aνεπίληπτα επήρε το μαχαίρι

ο Aτζεσιβάνο. K’ ήτανε η ψυχή του

την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.

Kι όπως κυλά, από τ’ άδυτα του αδύτου

των ουρανών, μες στη νυχτιά έν’ αστέρι,

ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,

έτσι απ’ τα στήθη πέταξε η πνοή του.

 

Xαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.

Γιατί μονάχα εκείνοι π’ αγαπάνε

τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία,

μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι

της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ,

που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!

 

Μα αίφνης, κι άλλη ‘επιβίωση’ –διαβάζοντας ανάστροφα τώρα– στον Γκάτσο: Των άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει [«Ύμνος του Μεγάλου Νόστου»].

Τέλος, εξίσου με συγκινεί η ‘συνομιλία’ του σπουδαίου αρχαιολόγου και δεινού, υποδειγματικού στον δικό του στίβο, συγγραφέα Χρήστου Καρούζου (γεννημένου το 1900 στην Άμφισσα) με τον Σικελιανό:

Όταν επικαλείται το ποίημα (που μοιάζει με την σειρά του να ‘συνομιλεί’, ως θέμα και ‘στάση’, με τον Καβάφη) «Παντάρκης», μιλώντας για την αρχαία γλυπτική και τις αρχαίες επιγραφές για το νεανικό ανδρικό κάλλος – όμως δεν μπορώ να βρω πια πού: στον Αριστόδικο, στο Άγαλμα περικαλλές…, σε κάποιο δοκίμιο της Αρχαίας Τέχνης; (Ή μήπως η αναφορά ανήκει στην Σέμνη Καρούζου; Ή την φαντάστηκα ολωσδιόλου;)

Κι όταν τους βλέπω να συνομιλούν ως φίλοι στους Δελφούς (όπως σημειώνει η Σέμνη Καρούζου στο τέλος της έκδοσης του βιβλίου Δελφοί του άντρα της), την εποχή που ο Καρούζος ήταν Έφορος Αρχαιοτήτων Στερεάς Ελλάδος, με έδρα την Θήβα. Τόσο με γοητεύει αυτή η –πλούσια, είμαι βέβαιος, και ακριβή – συνομιλία που μάλλον έπλασα ως φαντασίωση και την ύπαρξη αλληλογραφίας Καρούζου-Σικελιανού, αποκείμενης σε κάποιο ίδρυμα: μιας και ούτε κι αυτό στάθηκε δυνατό να το επιβεβαιώσω τώρα, καθώς γράφω.

~ Οι παρομοιώσεις είναι, στον ποιητικό δρόμο, οι γλιστερότερες πέτρες. Το πόδι του Σικελιανού όμως έχει εξαρχής μοναδική σταθερότητα. Θαυμάσια το διατυπώνει ο Πέτρος Κολακλίδης (στις Μελέτες του, τ. Α’, επιμ. Σταύρου Ζουμπουλάκη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2006, όπως το μεταφέρει ο Κώστας Μπουρναζάκης στην εισαγωγή του τομιδίου Άγγελος Σικελιανός στην σειρά «Έλληνες Ποιητές» της «Καθημερινής», 2014): «Οι παρομοιώσεις του είναι στιλπνές. Είναι παρομοιώσεις κάποιου που έχει εμπιστοσύνη στα πράγματα.» Τυχαίος δειγματισμός:

μες στον ανάλαφρο σαν καταχνιά χιτώνα [«Τύμβος»]

λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα [«Γιατί βαθιά μου δόξασα»]

Πώς το ρουμπίνι πύρινο ζώνει ψηλά το στέμμα,
όμοια στο νου μου ολόγυρα μαζώχτη ξάφνου το αίμα
[«Μήτηρ θεού»] – εικόνα που θα ξαναγυρίσει αποσταγμένη σε μεταφορά, δεκαετίες αργότερα, στον προφορικό του λόγο –ένα ρουμπίνι στη μέση του μυαλού– για να περιγράψει το πρόσφατο εγκεφαλικό του επεισόδιο (στον Σεφέρη, κατά την μαρτυρία του στις Μέρες (1946)).

~ Τα όλα κι όλα πέντε παραδείγματα πιο πάνω, κι ας είναι λιγοστά, καταδεικνύουν περίτρανα, φρονώ, το εκπληκτικό ‘αυτί’ του Σικελιανού:

Αυτί για τον ρυθμό, φυσικά, βασικό στοιχείο του οποίου είναι, νομίζω, οι διασκελισμοί του: που οργανώνουν τον ήχο, αλλά και –με την νοηματικά πάντα σοφή τους θέση– γίνονται η ραχοκοκκαλιά γύρω από την οποία θα σαρκωθεί η αφήγηση.

Αλλά αυτί και για τους φθόγγους καθεαυτούς, που προσκαλούν το στόμα το ίδιο να τους γευτεί, να τους στριφογυρίσει ανάμεσα σε ουρανίσκο, χείλη και δόντια, με επιμονή, ένταση και απόλαυση τέτοιες, που είχαμε να νιώσουμε από τον Σολωμό.

~ Κλείνω αντιγράφοντας –και προσυπογράφοντας– άλλη μιαν έξοχη απόφανση του Πέτρου Κολακλίδη (ό.π.): «Η προσοχή στη γλώσσα, στο τί σημαίνει και στο πώς το σημαίνει, στο πώς ακούγεται κι από ποιούς ρυθμούς συνοδεύεται, έχει ως αντίστοιχό της την προσοχή στα πράγματα [...]. Οι φυσικές εικόνες είναι αλληλένδετες με τις λεκτικές. Ο ποιητής ακούει και βλέπει. Ενώ τον ενδιαφέρουν τα «νοητά», σώζει, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, τα φαινόμενα. Και τα σώζει [...], διατηρώντας τα ακέραια, στη φυσική τους αμεσότητα, διάφανα, καθαρά. Γι’ αυτό η ποίησή του δεν είναι σκοτεινή, όσο κι αν είναι βαθύς, όσο κι αν είναι «μυστικός».» Αυτό (πρέπει να) κάνει η ποίηση· αυτό κάνει ο ώριμος, όψιμος Σικελιανός.

 

*

 

Αυτό είναι το κείμενο που με το οποίο συμμετείχα στο αφιέρωμα στον Σικελιανό που επιμελήθηκε η Αθηνά Βογιατζόγλου για το περιοδικό "χάρτης", τ. 40, Απρίλιος 2022.