Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .περιοδικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .περιοδικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1.7.20

7 βιβλία για το καλοκαίρι 2020












ΠΟΙΗΣΗ

 

~ Χάρης Γαρουνιάτης, Ροσινιόλ, εκδ. Αντίποδες, 2019, σελ. 55

“Συχνά σε ονειρεύτηκα [] να ανεβαίνεις πιο ψηλά απ' τη θέλησή μου [] για να μου ανοίξεις την πόρτα προς τον κήπο όπου τρέμω να βρεθώ”. Το εύρος της θεματολογίας του πρώτου, λίαν ευπρόσδεκτου βιβλίου του Χ.Γ. είναι μόνο μία από τις αρετές του: γιατί δεν γίνεται με όρους επίδειξης γνώσεων, και γιατί αποτελεί το έδαφος ανάπτυξης των άλλων δύο. Ευπρόσδεκτη και σπάνια, και η δεύτερη: η απουσία γλιστερού λυρισμού. “Ανάμεσά μας η ασθένεια σαν μια εκκεντρική // μορφή υγείας, όπως ανάμεσα σε δυο τραγούδια / μια διαφήμιση”. Μα τρίτη και σημαντικότερη: η παρουσία μιας ήδη ευδιάκριτης ποιητικής σκέψης, όπου πουλιά και συναφείς έννοιες (η φωνή στις διάφορες εκφάνσεις της, ο αέρας κι ο ουρανός, ...) κυριαρχούν: “Ζούμε σαν τραγούδια στον αέρα των διαμερισμάτων”. – Π.Ι.

 

~ Φοίβη Γιαννίση, Χίμαιρα, εκδ. Καστανιώτη, 2019, σελ. 185

“Ας έρθει να με βρει το απρόσμενο. Ένας άνεμος. / Κανείς δεν θα μπορέσει να πει με λέξεις / από πού πέρασε. / Μονάχα το μυρίζει.” Ποιήματα πότε λάμποντα και πότε στοχαστικά· τεκμήρια ανθρωπολογικής έρευνας της ίδιας της Φ.Γ. πλάι σε Βλάχους βοσκούς της Θεσσαλίας· λήμματα από την ευρεία αναδίφηση αρχείων και γραμματείας (αρχαίας και νέας, ελληνικής και ξένης): για την λέξη “χίμαιρα” (που σημαίνει και αίγα, κατσίκα), αλλά και για την νομαδικότητα, την ζωή των βοσκών, την διαπάλη μεταξύ θηλυκού και αρσενικού, ανθρώπου και ζώου· καταστρώνουν μια ποιητική μελέτη τανυσμένη ανάμεσα στους “Νόμους” (τους φυσικούς όρους) και την “Νομή” (τα πράγματα και το νόημα της ζωής με τα ζώα). “Τα λόγια είναι κλαδιά. / Ο τόπος αστράφτει μέσα στο χρόνο.” – Π.Ι.

 

~ Λένια Ζαφειροπούλου, Αίθουσα των χαμένων βημάτων – 26 ασκεπείς λυγμοί, εκδ. Πόλις, 2019, σελ. 50

“Πάνω από το κεφάλι μου περνά / η αστάθεια του καιρού”. Στο σημαντικό αυτό, τρίτο βιβλίο της, η Λ.Ζ., έχοντας διαβεί μέσα από την πολυτροπία (τον σκεδασμό, σχεδόν) του δεύτερου, εδραιώνει, διευρύνοντας και πλουτίζοντάς τες κατά τρόπο ζηλευτό, τις δυο αρετές που καθιστούσαν την πρώτη –βραβευμένη– εμφάνισή της ήδη αξιοπρόσεκτη: εικόνες, αφήγηση και ρητορική, έχοντας προ πολλού κατακτήσει την πύκνωση, ξεδιπλώνονται πλέον εντυπωσιακά, σχεδόν ξεδιάντροπα – τιθασευμένες όμως από έναν σπάνιας μαεστρίας έλεγχο όλων των ηχητικών ποιοτήτων του λόγου (ρυθμός και φθόγγοι). “΄Υστερα το παράθυρο θα ξεχαστεί ανοιχτό και θα φυσήξει ο τυχαίος αέρας”. Η μαρτυρική μορφή του Μαντελστάμ δίνει σκυτάλη θανάτου (και ανάστασης) σε τρεις άλλους Ποιητές διαδοχικά: στον Ορφέα, στον Λάζαρο, εντέλει στον Ιησού. “Πώς θα βουτήξεις κάθετα στην ανοιχτή πληγή του χρόνου;” – Π.Ι.

 

~ Στρατής Πασχάλης (επιλογή-επιμέλεια), Του έρωτα και της αγάπης, εκδ. Μεταίχμιο, 2019, σελ. 158

“Σαν όχλος σε πολιορκεί / σε πλησιάζει / Ο Έρωτας”. “Ποιήματα από τη Σαπφώ μέχρι τον Ρεμπώ”, ριμάρει τρυφερά παιγνιωδώς ο υπότιτλος αυτής της ανθολογίας του ποιητή και μεταφραστή Στρατή Πασχάλη (μόνο δύο μεταφράσεις είναι άλλων, επίσης εξαιρετικών ποιητών-μεταφραστών: του Παλαμά και του Καρυωτάκη). “Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι”, “Η καινούρια μέρα άναβε μέσα μου προτού ξημερώσει”. Πραγματικά διαλεγμένα ένα-ένα, εξήντα δύο ποιήματα και αποσπάσματα από το έργο 39 ποιητών, Ελλήνων και ξένων, συν κάποια Δημοτικά, συνθέτουν αυτήν την δέσμη της οποίας ο καλλιτεχνικός σχεδιασμός (Βάσω Αβραμοπούλου / A4 Art Design) πρέπει επίσης να επαινεθεί. “Και το παράξενο / φως του έρωτός μου”, “Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλια κατεβαίνει, / κι από τα χείλια στην καρδιά ριζώνει και δεν βγαίνει”. – Π.Ι.













ΔΟΚΙΜΙΟ


~ M. Klein, D.W. Winnicott, F. Fromm-Reichmann, C.R. Long, G.J. Gargiulo, J.R. Averill, Η μοναξιά – ως πάθηση και ως ικανότητα, μετάφραση: Ροζαλί Σινοπούλου, Αλεξάνδρεια, 167 σελ.

Η μοναξιά, η μοναχικότητα – και ποιαν/ον δεν ενδιαφέρει το θέμα;! Ο τόμος αυτός –πρώτος στην σειρά “Σφίγγα” των εκδόσεων “Αλεξάνδρεια”– την διερευνά, με την βοήθεια δοκιμίων από λαμπρές πέννες, ως ψυχικό, πνευματικό, και κοινωνικό φαινόμενο. Ο Βρετανός ψυχαναλυτής Ντ.Γ. Γουίννικοττ (του οποίου η σημασία ολοένα αναγνωρίζεται περισσότερο, και δικαίως) την θεωρεί “ένα από τα πιο σημαντικά σημάδια ωριμότητας στην συναισθηματική ανάπτυξη”. Οι Λονγκ και Άβεριλ εκτιμούν πως “από μια ευρεία, κοινωνική προοπτική [], τα οφέλη της μοναχικότητας συχνά υπερκεράζουν τις ζημίες της”. Και αυτή η θαυμάσια συναγωγή κειμένων κλείνει με την φράση του Τζ.Τζ. Γκαρτζιούλο: “Η απόλυτη μοναχικότητα των απεριόριστων δυνατοτήτων [] είναι ένα δώρο της φύσης που αργήσαμε να αναγνωρίσουμε”. – Π.Ι.

 

~ Σούνμιο Μάζουνο, Ζεν – ή η τέχνη της απλής ζωής, μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου, σκίτσα: Harriet Lee-Merrion, Πατάκη, 223 σελ.

Θυμίζει εγχειρίδιο αυτοβελτίωσης (και είναι και αυτό) – μα οι (μία ανά δισέλιδο) “100 πρακτικές συμβουλές για μια ήρεμη και χαρούμενη ζωή” προέρχονται από τον αρχιερέα του ναού Κένκο-Τζι στην Ιαπωνία, που είναι συγχρόνως και ξακουστός αρχιτέκτων κήπων: μία από τις τέχνες που έχουν επηρεαστεί δραστικά από τον Βουδισμό Ζεν. Χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, το βιβλίο κάνει μια ευρεία και περιεκτική ξενάγηση στις αρχές και τις πρακτικές του Ζεν, παρουσιάζοντάς τες εντέλει με την μορφή απλών συστάσεων για μικρές μεταβολές στην καθημερινότητά μας: στάση απολύτως σύμφωνη προς το πνεύμα και την άσκηση του Ζεν. Εξίσου χαρακτηριστικό (και μάλλον όχι τυχαίο) είναι το γεγονός πως η εναρκτήρια παραίνεση είναι “Βρείτε χρόνο για το τίποτα”, και η τελευταία, “Αξιοποιήστε τη ζωή στο έπακρο” – ένα και το αυτό. – Π.Ι.

 

~ recto / verso, τ. 2, Φθινόπωρο 2019, 199 σελ.

Το “εξαμηνιαίο περιοδικό δοκιμιακού λόγου”, στο δεύτερο τεύχος του, διευρύνει το πεδίο του προσεκτικά και σοφά, για να συμπεριλάβει, πέρα από 'καθαρόαιμα' (αν μπορεί να ισχύσει ο χαρακτηρισμός, για ένα τόσο πρωτεϊκό είδος) δοκίμια (όπως, μεταξύ άλλων, τις “Σχέσεις μεταξύ ποίησης και ζωγραφικής” του Γουάλλας Στήβενς, σε μετάφραση του Ορφέα Απέργη), μια σύντομη ιδιοσυγκρασιακή νεκρολογία από τον Βικτόρ Ουγκό· δύο μονόπρακτα του Μπέκεττ μεταφρασμένα από τον Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο (το ένα, μαζί με την Ανθή Λεούση) και πλαισιωμένα από ένα “Μεταφραστικό σημείωμα” του ίδιου και ένα κείμενο του Πιερ Μισόν για τον Μπέκεττ· και επιστολές του Σεζάνν (σε μετάφραση του διευθυντή του περιοδικού, Δημήτρυ-Χρυσού Τομαρά) με εισαγωγικά κείμενα των Ρόμπερτ Γκόλντγουωτερ και Μάρκο Τρέβες. Ακριβή ύλη, σε ένα έντυπο αρμόζοντος σχεδιασμού. – Π.Ι.


[Aπό το τ. Ιουλ.-Αυγ. 2020 τού "The Books' Journal"]

1.12.18

7 βιβλία για τις γιορτές 2018





















ΠΟΙΗΣΗ

~ Νίκος Γκάτσος,
Όλα τα τραγούδια, νέα, αναθεωρημένη έκδοση, επιμ.: Αγαθή Δημητρούκα, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 711.
 
Το πρόσωπό του σύννεφο / το πέρασμά του μπόρα / κι η ομορφιά του σύνορο / για της καρδιάς τη χώρα. Ευγνωμοσύνη οφείλουμε στην Α.Δ. που ετοίμασε και μας χαρίζει –19 χρόνια μετά την πρώτη– την οριστική έκδοση όλων των τραγουδιών του Γκάτσου. Εμπλουτισμένη, με –μεταξύ των άλλων– τις μεταφράσεις του από τον Ματωμένο Γάμο του Λόρκα, περιέχει τραγούδια δισκογραφημένα και αδισκογράφητα, όσα χρησιμοποιήθηκαν σε ταινίες ή θεατρικά έργα, αλλά και παραλλαγές γνωστών τραγουδιών, κατατοπιστικές πληροφορίες και άλλα τεκμήρια. Κοντολογίς, ένας θησαυρός. Άγρυπνο κράτησες το βόλι / μα εγώ στης γης το περιβόλι / θα κρύβω τη λαβωματιά / ώσπου στο χώμα να γυρίσει / το πεύκο και το κυπαρίσσι / το δυοσμαρίνι κι η μυρτιά.

~ Dino Campana, Ορφικά Άσματα, δίγλωσση έκδοση, μτφρ. και σημ.: Μαρία Φραγκούλη, εισ.: Γκαμπριέλ Κάτσο Μιγιέ, επίμ.: Σίλβιο Ραμάτ, εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2017, σελ. 334.
 
Άκουσα τραγούδι άκουσα φωνή ποιητών / Στις κρήνες και οι σφίγγες στ’ αετώματα / Ευμενείς φάνηκαν να χαρίζουν ακόμη απλόχερα / Μια πρώτη λήθη στους σκυφτούς ανθρώπους. Το αινιγματικό αυτό βιβλίο, υβριδικό avant la lettre –καθώς συμπεριλαμβάνει, εκτός από ποιήματα, ποιητικά πεζά, σελίδες ‘ημερολογίου’ και ‘ταξιδιωτικές εντυπώσεις’– εκδόθηκε το 1914 στα ιταλικά. Ο συγγραφέας του (1885-1932), που μετανάστευσε για δύο έτη στην Αργεντινή, πέρασε επίσης ουκ ολίγα χρόνια της ζωής του σε ψυχιατρικά ιδρύματα, και πέθανε έγκλειστος σε ένα απ’ αυτά, έγραψε ένα φαντασμαγορικό βιβλίο, αμείωτης γοητείας. Κοιτά μες στο αμερικάνικο / Καφέ-σαντάν: / Στο πιάνο που σφυροκοπά τρεις / Κόκκινες φλογίτσες άναψαν από μόνες τους.

~ Όλγα Παπακώστα, Μεταμορφώ[θ]εις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 137.
 
Με γέννησε – την ξέρω / Ακόμη και στον άλλο κόσμο // Μόλις της πω πως έρχομαι / Θα ανοίξει φύλλο σαν δαντέλα. Δεύτερη ποιητική συλλογή τής Ό.Π., εξίσου πλούσια με την προηγούμενη (Όχι ακόμη Κάρμεν, 2013): πλούσια σε αριθμό ποιημάτων, σε (σκοτεινή) χάρη, (μαύρο αλλά και ροζ) χιούμορ, ευρυμάθεια, στοχασμό. Ήμουν ερωτευμένη / άρα πρόσφυγας. Περιέχοντας από ολιγόστιχα επιγράμματα έως και πολυσέλιδα ποιήματα, είναι μεταμοντέρνα με την καλύτερη έννοια: πολυ-συλλεκτική σε ύφος και τόνο – και όταν είναι ακομπλεξάριστα τερπνή, δεν είναι ρηχή. Αλλάζοντας προσωπεία, δεν παύει να μιλά για τα παίγνια και τα πάθη σώματος και ψυχής. Ένα λουλούδι που πετάς / σε τάφο ανοιχτό / πάντα βρίσκει τον στόχο.

~ Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Τρία / Ανθρώπων Ιστορία, εκδ. Κουκουνάρι, Αθήνα 2018, σελ. 80.
 
Κουράστηκε. Βρήκε μια γωνιά. Τον έκρυβαν οι φοίνικες. Τα μικρά τροπικά πουλιά. Είδε. «Τρία», πιθανώς όπως (και) τρίτο βιβλίο τού Κ.Π.. «Ανθρώπων Ιστορία», παιγνιωδώς πομπώδης τίτλος για να στεγάσει οπτική ποίηση και πάλι, που παίζει ανάμεσα στο «εγώ» και το «εσύ», στον εαυτό και τις αντανακλάσεις του, στην χώρα του παραμυθιού και της κατοίκησης. Πάνω σ’ αυτό το γρασίδι σε φίλησα και δε θέλω να κοιμηθώ καθόλου απόψε – κι ας έχω τόσες ώρες μπροστά μου να βλέπω αυτό το καθόλου φως που δε θα προλάβει τίποτε να μη στεγνώσει. Σε επτά ενότητες (με τίτλους στα αγγλικά): «Ποιος;», «Τι;», «Πότε;», «Πού;», «Γιατί;», «Να δείξεις τι; / Και λοιπόν;», «Τέλος / Τότε». Σε μέλλον δάπεδο κρυστάλλινο / μέλλον μακρινό στάζει το νερό.

~ Γιώργος Πρεβεδουράκης, Οδός Ρόδων, εκδ. Πανοπτικόν, Αθήνα 2018, σελ. 118.
 
Κι όμως κάτι λείπει / ένας κόκκος αλάτι, μια στάλα νερό, / η υποσχετική χίμαιρά μας, / κάτι πρέπει να λείπει από τους χάρτες μας / τα όργανα πλοήγησης όλο μας στέλνουν στο διάολο. Ο Γ.Π. εναλλάσσει βιβλία μάλλον περιορισμένης ποιητικής στόχευσης –με αποκλειστικώς ολιγόστιχα ποιήματα (το πρώτο και το τρίτο του)– με βιβλία ποιητικής φιλοδοξίας οπωσδήποτε αξιέπαινης και συχνά αξιοθαύμαστης (Κλέφτικο (2013), και το παρόν). Εδώ, ποιήματα που συχνότατα περιλαμβάνουν στους τίτλους τους ονόματα δρόμων, συνιστούν μια τοπιογραφία του συλλογικού παρόντος μας όπως το συλλαμβάνει ο ποιητής, και του προσωπικού ιστορικού ενός αφηγητή όπως το μυθοποιεί ο ποιητής. Η δαιδαλώδης αυτή ‘γειτονιά’ εκβάλλει σ’ έναν «Λαβύρινθο», επίκληση στον Βύρωνα Λεοντάρη, ποιητή που, όπως και άλλοι συνομήλικοί του, θαυμάζει ο Π., ευτυχώς χωρίς να μένει υπό την βαριά σκιά του.

~ Χρήστος Σιορίκης, Η πρώτη φορά, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2018, σελ. 33.
 
Τα δέντρα πολύ ψηλά / Εσύ απλώς μεγαλύτερος / απ’ τον μικρό πύργο / Από τη στέγη / χρυσό νόμισμα / στέλνει όλο το φως / στα γένια σου. Δεν είναι μόνον η πρώτη εκδοτική φορά – αλλά και το ποιητικό βλέμμα τού Χ.Σ. που μοιάζει να συλλαμβάνει τον κόσμο σαν για ‘πρώτη φορά’. Φαινόταν το στόμα του μίμου / τόσο γελαστό // Είπες / «Τα δόντια / είναι ακούραστα στη χαρά». Χωρίς διόλου αυτό να σημαίνει ότι τα 21 ποιήματα του βιβλίου έχουν κάτι το ‘αφελές’ ή το ‘αθώο’, όσο κι αν κρύβουν την τέχνη τους – δηλαδή, την ποιητική μαστοριά τους. «Κλάψε» / του λέει η μάνα του / όπως λέει / «Καλά κάνεις» / στον ουρανό / που βροντά.

ΘΕΑΤΡΟ

~ Bernard-Marie Koltes, Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι, μτφρ.: Δημήτρης Δημητριάδης, εκδ. Άγρα, Αθήνα (επανέκδ.) 2018, σελ. 112 συν 16 σελ. φωτογρ. ένθετο.
 
Μπροστά στο μυστήριο είναι πρέπον ν’ ανοίγεται κανείς και ν’ αποκαλύπτεται ολόκληρος προκειμένου να εξαναγκάσει το μυστήριο ν’ αποκαλυφθεί με τη σειρά του. Πρωτοτυπωμένη το 1990, και εξαντλημένη εδώ και υπερβολικά πολλά χρόνια, επανακυκλοφορεί –με πλουσιότατο επίμετρο απαρτιζόμενο από δέκα κείμενα– αυτή η ‘καντάτα για δύο φωνές’: του Ντήλερ και του Πελάτη που αλληλοπερικυκλώνονται μέσα στην νύχτα. Το αριστουργηματικό θεατρικό έργο τού Κολτές είναι σαν να γράφτηκε απ’ τον Ρακίνα στα τέλη του 20ου αιώνα: η πυκνότητα και η περιπλοκότητα των επιχειρημάτων συναγωνίζονται την μουσικότητα και την χορευτική κίνηση της γλώσσας. Οι αναμνήσεις είναι τα μυστικά όπλα που κρατά ένας άνθρωπος πάνω του όταν είναι αποστερημένος.

1.7.18

15 βιβλία για το καλοκαίρι 2018















ΠΟΙΗΣΗ

~ Τέλλος Άγρας, Τα ποιήματα – τ. Β’ (εισ., επιμ.: Κώστας Στεργιόπουλος), εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 2017, σελ. 441.

Ποτάμι, αντίκρυ, χύνεται το παραθύρι∙ / αερολογούν τα φύλλα κι ησυχία δεν έχει / (που ακολουθά το φύσημα και δεν αντέχει) / το σχήμα το πολύτεχνο κι οι άπιαστοι γύροι. Με αυτόν τον τόμο (ο πρώτος, πάλι από το ΜΙΕΤ, βγήκε το 2014), ολοκληρώνεται η σύγχρονη εκδοτική παρουσία τού –μάλλον πιο ενδιαφέροντος απ’ όσο τείνουμε να θεωρούμε σήμερα– ποιητή και, βεβαίως, εξέχοντος κριτικού (τα πολύτιμα κριτικά δοκίμιά του, σε τέσσερις τόμους, ευτυχώς επίσης κυκλοφορούν, χάρη στον ίδιον επιμελητή, από τις εκδ. Ερμής). Πρόκειται για υποδειγματικά όμορφη και φροντισμένη επανέκδοση (με επίμετρο, σημειώσεις, και ευρετήρια) αυτής του 1966, όπου συνελέγησαν από τον Κ.Σ. όλα τα ποιήματα που ο Τ.Α. (1899-1944: πέθανε από επιπλοκές του τραυματισμού του από αδέσποτη σφαίρα την τελευταία μέρα της γερμανικής Κατοχής) έγραψε μετά το 1930 και δεν πρόλαβε να εκδώσει ο ίδιος, καθώς και σχεδιάσματα, αποσπάσματα, και σκόρπιοι στίχοι. Ακόμα ένα τριαντάφυλλο / στο πάρκο μέσα της νυχτός, / το ανεύθυνο το ριγηλό... / Ακόμα κι ένας θάνατος. 


~ Ειρήνη Γκόλτσιου, Υπέρηχοι, εκδ. Εντευκτηρίου, 2017, σελ. 48.

Λυμένα κορδόνια / αντίστροφη ανάγνωση των παραμυθιών [] / ελπιδοφόρα άσματα σε σφαλιστά ακόμα χείλη. Το να συναντά κανείς καλά ποιητικά βιβλία είναι σπάνια χαρά. Όταν δε πρόκειται συγχρόνως για την πρώτη εμφάνιση μιας νέας αλλά ήδη διακριτής ποιητικής φωνής, η χαρά αυξάνεται. Όταν άρχισαν οι εξορκισμοί / είχα γυρίσει το κεφάλι μου / στο απώτερο μέλλον. Ασυνήθιστο εύρος θεμάτων∙ ‘υπερρεαλιστικές’ λεπτομέρειες ενταγμένες σε ‘ρεαλιστική’ σκηνοθεσία∙ αναπάντεχα, πρωτότυπα αλλά νηφάλια λεκτικά παίγνια∙ αργό ξεδίπλωμα και προσεκτική επεξεργασία μίας καίριας σύλληψης ανά ποίημα. Εν τέλει χάνεσαι προς τα εκεί / όπου τα δέντρα παράδοξα πυκνώνουν / και τα πουλιά για λόγους αδιευκρίνιστους / ακανόνιστα πληθαίνουν. Και μια –τόσο μα τόσο– ευπρόσδεκτη αποφυγή των εύκολων συμβόλων, των ποιητικών στεναγμών και κραυγών, των αιματοβαμμένων εικόνων. Όλα τούτα αποδίδουν τα μέγιστα. Πέπλα που φεύγουν∙ / μάλλον αέρας που φανερώνει./ [] και κάτω από την κλαίουσα ιτιά / να συναντήσεις το κενό / που ράθυμα καπνίζοντας / σε περιμένει.


~ Στέργιος Μήτας, Θοδωρής Ρακόπουλος, Αντώνης Ψάλτης, Ξέρετε το τέλος, εκδ. Αντίποδες, 2017, σελ. 41.

Συρρέουν τα πλήθη, χιλιάδες φλογισμένες οθόνες, ένας νυκτερινός λαός με δάδες. Όλοι σπεύδουνε να κάνουν upload – κι όλοι μονάχα τέλος καταρρέουν. [] Ίσως η Ελπίδα να μείνει στον φάκελο: συμπιεσμένη και άδεια [Σ.Μ.]. Προϋπήρξε η τριφωνία Μπρετόν, Σαρ και Ελυάρ σε κοινό ποιητικό βιβλίο (Επιβραδύνατε έργα, 1930), αλλά και, στα καθ’ ημάς, η αντίστοιχη Καψάλη, Κοροπούλη, Λάγιου (Τριώδιο, εκδ. Άγρα, 1991), που οδήγησε σε τετραφωνία με την προσθήκη του Γκανά (Ανθοδέσμη, « , 1993). Οι νεότεροι –μα εγνωσμένου κύρους– ποιητές ετούτου του βιβλίου, αποφάσισαν να ‘παίξουν’ και με τις παραδοσιακές μορφές, όπως οι προηγηθέντες Έλληνες, αλλά και με πεζόμορφα ποιήματα, και με τον ελεύθερο στίχο των Γάλλων. ‘Περνώντας’ φράσεις-κλειδιά ο ένας στον άλλον και από ποίημα σε ποίημα, συγκροτούν τρεις ενότητες: ποίηση και έρωτας∙ νύχτα και θάνατος∙ η Ιστορία ως Όπερα (και άλλες ‘φαντασίες’). Συγκινεί η γραμμή του ορίζοντα μες / στα μαλλιά. [] / Γι’ αυτό επιζεί μαζί σου η νύχτα το πρωί. (Θ.Ρ.) 


~ Άλις Όσβαλντ, Μνημείο πεσόντων (μτφρ.: Μυρσίνη Γκανά), εκδ. Μελάνι, 2018, σελ. 104

Μια μέρα την κοίταξε ήρεμα / Και είπε ξέρω τι θα συμβεί / Και μια εικόνα τον κοίταξε κατάματα εκείνος νεκρός / Κι εκείνη στο Άργος να υφαίνει για κάποια ξένη / Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα κι επέστρεψε στη δουλειά του / Ο Έκτορας αγαπούσε την Ανδρομάχη. Ιδιοφυές ποίημα, αριστοτεχνικά μεταφρασμένο, όπου η σημαντική Βρετανίδα ποιήτρια (γ. 1966) συνάγει το ονόματα των πεσόντων –Ελλήνων και Τρώων– στην Ιλιάδα και πλέκει τα επεισόδια των θανάτων τους, σπέρνοντας ανάμεσά τους ομηρικές παρομοιώσεις τις οποίες αποδίδει ελεύθερα. Ο τόνος της λιτανείας –ή μιας ιδιότυπης επιμνημόσυνης δέησης, θα μπορούσαμε σήμερα να πούμε– εγκαθίσταται εξαρχής: το ποίημα ανοίγει με τον κεφαλαιογράμματο κατάλογο των πεσόντων, έναν ανά στίχο. Και κλείνει με δώδεκα παρομοιώσεις πάλι, που τώρα όμως στέκουν μονάχες, μία ανά σελίδα. Όπως χιόνι που πέφτει όπως χιόνι / Όταν οι ζωηροί άνεμοι τινάζουν τα σύννεφα κομμάτια / Σαν φτερουγίσματα σιωπής που κατεβαίνουν βιαστικά / Να σταματήσουνε τη γη που ετοιμάζει τα φυλλώματα


~ Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου, Του λιναριού τα πάθη – Ο μέγας μυρμηκοφάγος, εκδ. Άγρα, 2017 (επανακυκλ.), σελ. 120.

Έρχεται η άνοιξη σαν αυτοκίνητο που πάει τη νύφη []. Μυρίζει η άνοιξη σα μαγικό που μαγειρεύουν οι δίπλα, θα το φάνε μόνοι τους χωρίς εμένα. Χαράς ευαγγέλια για τους ολοένα αυξανόμενους θαυμαστές τής Ν.-Ρ.Π. (1948-2000), που άστραψε και βρόντηξε τόσο μουσικά, τρυφερά και σκοτεινά, η επανακυκλοφορία των πεζών ποιημάτων της: τα αντίτυπα της πρώτης έκδοσης, από στόμα σε στόμα και δώρο με το δώρο, είχαν αρχίσει να γίνονται ανησυχητικά δυσεύρετα. Μ’ αγγίζει ο χρόνος κι ανατριχιάζω, μες στα γεμάτα λεωφορεία με σκουντάνε τα χρόνια. Αναμνήσεις, παιδικά παιχνίδια, ενήλικη θλίψη, αδυσώπητο χιούμορ. Σ’ αυτό που ρωτούν δακρυσμένες οι φράουλες, θ’ απαντήσουν μια μέρα τα ρόδια με γέλια. Ένα από τα πιο καλά κρυμμένα ποιητικά μυστικά της δεκαετίας του 1980, έχει πλέον, ευτυχώς (για μας), την αιώνια υπομονή να μας περιμένει να την ανακαλύπτουμε και να την απολαμβάνουμε πάλι και πάλι. Σε θυμάμαι σαν πόλη, σα να υπήρξε μια χώρα με πρωτεύουσα εσένα.

~ Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Δανεικά αγύριστα, εκδ. Κίχλη, 2017, σελ. 52
 
Οι αναπάντεχοι έρχονται ώς εμάς / χιονίζοντας. Έτσι ανοίγει το τρίτο βιβλίο της Γ.Τ. (γ. 1968), που απαρτίζεται από τριανταεννέα ποιήματα. Ξυπνάει ένα πρωί / χωρίς να ξέρει ποια μεγάλη κουβέντα / θα πέσει πάνω στο κεφάλι της. Το απρόβλεπτο, το διστακτικό, το πλάγιο, είναι χαρακτηριστικά θέματα των ποιημάτων. Οι άνθρωποί μας φεύγουν το πρωί. / Με στόχο μια σοφία ή κάτι προτιμότερο. Αλλά είναι συγχρόνως και ο χαρακτηριστικός τρόπος της ποιήτριας, που ‘επιτίθεται’ στην ύλη της με νυγμούς και θωπείες. Τα πρόσωπα τυλίγει μια πράσινη ομίχλη. / Εκεί μέσα πλέουν ανθισμένα. Καθημερινές σκηνές, διαπροσωπικές σχέσεις –πολύτιμες όσο και αμφίβολες–, τα σπίτια και οι δρόμοι: όλα εγκυμονούν την κρίση, που συχνά εκδηλώνεται. Ο χωρισμός φαίνεται πάνω στο έδαφος / [] Σε καταλαβαίνω ώς την κατάρρεσυη. / [] Διατάζεις την εκκένωση των ωρών / Προκύπτει ένας άρρωστος χώρος

~ Δημήτρης Χιλλ, Κιθαιρώνας, εκδ. Άγρα, 2017, σελ. 75
 
Η νύχτα ήταν τρομαγμένη / τα πεζοδρόμια χαρακωμένα / σε κάθε γωνία παραμόνευε το άγνωστο / σε κάθε βήμα μία λέξη / αυτή η άγνωστη λέξη. Αυτό είναι το ποίημα-‘πρόλογος’ με το οποίο ξεκινά μια σειρά 61 αριθμημένων ποιημάτων – ή μήπως πρόκειται για ένα σπονδυλωτό ποίημα σε 61 μέρη; Η νύχτα τεντώνει τα φύλλα / και η ζωή ξεδιπλώνει τη μέριμνα. Ποίηση θα ’λεγες σχεδόν ‘άμουση’, εμφανούς ‘απλότητας’ (που κάποτε σε βάζει στον πειρασμό να την πεις «απλοϊκότητα») – όμως  το αποτέλεσμα ασκεί στέρεα γοητεία και πειθώ. Φεύγουν οι άνθρωποι και έρχονται / όλο και πιο λίγα τα δάκρυα. Πού έγκειται η δύναμή της; Μάλλον ακριβώς σε αυτή την αστόλιστη μορφή και την κατά μέτωπο πραγμάτευση. Λουλούδια ανοίγουν μπροστά σου / κόψε ένα / για σένα είναι τα χιόνια. Η φύση κυριαρχεί, με τοπία, τις εποχές, και τον θάνατο∙ το ερωτικό πρόσωπο, όταν σπανίως εμφανίζεται, είναι κυρίως επειδή έχει φύγει. Ξεσπάς σε θρίαμβο μεταξένιο / γελάς σα να έχει πέσει χαλάζι / σκορπάς τις σκέψεις παντού. 















ΔΟΚΙΜΙΑ

~ Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Ο μοντερνιστής κριτικός Νικόλας Κάλας – Μια ποιητική εικόνων, ρημάτων, πραγμάτων, εκδ. Αρμός, 2018, σελ. 240.
 
Έχοντάς μας χαρίσει, το 1998 (εκδ. Άγρα∙ Κρατικό βραβείο δοκιμίου), το απαραίτητο και συναρπαστικό Ά-νοστον ήμαρ – Οδοιπορικό της σκέψης του Νικόλα Κάλας, η Α.Δ. επανέρχεται στον σπουδαίο κριτικό, αισθητικό, δοκιμιογράφο και ποιητή Ν.Κ. (1907-1988), επικεντρωνόμενη στο κριτικό του έργο (το οποίο αυτός εκπόνησε κυρίως εκτός Ελλάδος). Υπερρεαλισμός, μοντερνισμός, σύγχρονη φιλοσοφία και αισθητική, η ‘πειραματική’ τέχνη, ο ρόλος της τέχνης: κάποια θέματα με τα οποία ασχολήθηκε με εμβρίθεια και πρωτότυπη σκέψη ο Κ.. Στους καρπούς αυτής της δια βίου ενασχόλησής του, που αποδεικνύεται γονιμοποιός μέχρι σήμερα, μάς ξεναγεί η Δ.. Όπως αναφέρει στην κατακλείδα του βιβλίου: Προσεγγίζοντας την τέχνη και την Ιστορία της διαλεκτικά και διαφορικά, [ο Κ.] εναντιώθηκε στον θετικισμό, τον ιδεαλισμό, τον αφηρημένο συμβολισμό, με αποτέλεσμα να εξοστρακισθεί από τους κύκλους της κατεστημένης λογιοσύνης.  Και ωστόσο διευκρίνισε ότι ο όρος πρωτοπορία, με όλες τις πολιτικές, κοινωνικές και επιστημονικές συνδηλώσεις του, παραμένει γοητευτικά παραπλανητικός, όταν υπονοεί μιαν εμπροσθοφυλακή ιδεών και τάσεων – αντιθέτως ανέλαβε την ευθύνη να οδηγήσει την ποίηση/ζωγραφική σε υπαρκτικά πεδία ιστορικού βάθους: όπου γεννιούνται, συγκρούονται και γεφυρώνονται αντίθετα μεταξύ τους στοιχεία. .

~ Μάρη Θεοδοσοπούλου, Σχόλια στον Καβάφη (εισ., επιμ.: Δημήτρης Δασκαλόπουλος), εκδ. Πόλις, 2018, σελ. 308.
 
Αν και (ή χάρη στο γεγονός ότι) σπούδασε Χημικός Μηχανικός και εργάστηκε, μετά το διδακτορικό της στις ΗΠΑ, ερευνητικά στην επιστήμη της, η Μ.Θ. (1950-2016) υπηρέτησε με τρόπο σπάνιο και υποδειγματικό, από την δεκαετία του 1980, την λογοτεχνική κριτική στην «Εποχή» και αλλού. Ανήκε στην σπάνια ομοταξία κριτικών που γράφουν μεστά και βαθυστόχαστα αλλά κατανοητά, εκθέτουν δε τα επιχειρήματά τους ώστε να επιτρέπουν, και να προσκαλούν ακόμη, την διαφωνία. Η ανεξαίρετα εξονυχιστική εξέταση του αντικειμένου της, η απροκατάληπτη προσωπική ματιά, και το γοητευτικό ύφος λάμπουν και σε αυτό, το μόλις τρίτο βιβλίο όπου συλλέγονται 18 κριτικά δοκίμιά της, και το οποίο αφορά τον Καβάφη (τα προηγούμενα δύο: νεότερους πεζογράφους (εκδ. Νεφέλη, 1999) και τον Παπαδιαμάντη ( « , 2001)). Μεταξύ των άλλων, αναψηλαφεί την στάση προς τον Καβάφη τόσο του Ξενόπουλου, όσο και του Παλαμά: Τελικά, η αντιπαράθεση Παλαμά – Καβάφη μοιάζει περισσότερο με παρτίδα σκακιού παρά με πετροπόλεμο. Βρίσκονται αντιμέτωποι δύο γκραν μετρ, ο παρορμητικός Μεσολογγίτης εναντίον του συγκρατημένου, αγγλιστί cool, Αλεξανδρινού. Μακάρι να ακολουθήσουν σύντομα και άλλες συλλογές κριτικών της. 

~ Παντελής Μπουκάλας, Το αίμα της αγάπης – ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση, εκδ. Άγρα, 2017, σελ. 821.
 
Δεύτερος τόμος του έργου ζωής του κριτικού, μεταφραστή και ποιητή Π.Μ., μετά τον πρώτο (εκδ. Άγρα, 2016), Όταν το ρήμα γίνεται όνομα – Η "Αγαπώ" και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών. Το κείμενο, απολαυστικό και συναρπαστικό, εκτείνεται σε 495 σελίδες. Συμπληρώνεται από σημειώσεις (διόλου δευτερεύουσας σημασίας) 207 σελίδων, και ακολουθούν ευρετήρια 60 σελίδων. Δεν είναι μόνον το εύρος και το βάθος της σκέψης και η πρωτοφανής πρόταση περιήγησης του Μ. που καθιστούν το βιβλίο πολύτιμο αλλά και σκέτη αναγνωστική χαρά∙ σημαντική είναι επίσης η αξία της ανθολόγησης και παράθεσης τραγουδιών και παραλλαγών από πολυάριθμες (θα συγχωρούνταν ίσως η υπερβολή «αναρίθμητες») και δυσεύρετες πηγές. Δεινός γνώστης άπασας της ελληνικής γραμματείας, απ’ τον Όμηρο έως σήμερα, ο Μ. κορφολογάει απ’ αυτήν ό,τι τού είναι χρήσιμο, για να φωτίσει το αιματοβαμμένο τοπίο του έρωτα στα δημοτικά τραγούδια. Στο δημοτικό τραγούδι, που παραμένει αρκετά κοντά στον πολιτισμό του ωμού ή του σωματικού, [το αίμα] είναι το άλλο όνομα του έρωτα, το αυθεντικό του, εφόσον αυτός προτείνεται και δοξάζεται σαν μια θυσιαστική υπερβολή που επιστρέφει στη φύση τη φυσικότητά της. 














ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΑΦΗΓΗΜΑ

~ Παναγιώτης Πανταζής και Γιάννης Ράγκος, Στα μυστικά του βάλτου – της Πηνελόπης Δέλτα, εκδ. Polaris, 2018, σελ. 120. 
 
«Εικονογραφημένο αφήγημα» ονομάζει το βιβλίο ο κολοφών του: οι έμπειροι στο πεδίο των κόμιξ, της πεζογραφίας, και του graphic novel, Π.Π. (γ. 1982) και Γ.Ρ. (γ. 1966), διασκευάζουν ευφυώς το κλασσικό μυθιστόρημα της Δέλτα, εγκιβωτίζοντάς το σε μιαν αφήγηση αυτόπτη μάρτυρα προς την ίδια. Το ‘σκληρό’ αλλά ‘κινηματογραφικής’ ευελιξίας σχέδιο και τα ‘σκοτεινά’ χρώματα –που επιτρέπουν καλύτερα στο κόκκινο του αίματος και της φωτιάς να αναδειχθεί– αφενός, και η ‘απόσταξη’ του κειμένου σε καίριες φράσεις διαλόγων και λιγοστά αφηγηματικά ‘περάσματα’ αφετέρου, ταιριάζουν γάντι στην ‘αυστηρότητα’ της γνωστής ιστορίας, και μοιάζουν να τονίζουν τις αρχές στις οποίες αυτή δίνει σάρκα: φιλία, πίστη, αλληλεγγύη. Όπως και το πρωτότυπο, έτσι και η εκδοχή αυτή διαβάζεται απνευστί – και από τους ενήλικες, εννοείται. Πολύ χρήσιμα, τόσο ο χάρτης των τοποθεσιών και η πινακοθήκη των προσώπων που προτάσσονται, όσο και το επίμετρο του Αθανάσιου Τζ. Φερμιν. 















ΑΝΕΚΔΟΤΑ

~ Η πίπα του Στάλιν και άλλα (αντι)σοβιετικά ανέκδοτα (εισαγ., ανθολ., απόδ.: Γιώργος Τσακνιάς), εκδ. Κίχλη, 2017, σελ. 216.
 
Τρεις κρατούμενοι συζητούν στη φυλακή: – Εσένα γιατί σε πιάσανε; – Έγραψα εναντίον του Καρλ Ράντεκ. Εσένα; – Εγώ έγραψα υπέρ του Κ.Ρ. Ο τρίτος [] – Εγώ είμαι ο Κ.Ρ.. Κάποια απ’ αυτά, κυκλοφορούσαν και στην Ελλάδα, τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, σε πολυγραφημένα αντίτυπα. Αλλά ο Γ.Τ. τα έχει συλλέξει από πολλές πηγές και χώρες του ‘Ανατολικού Μπλοκ’, τα έχει αποδώσει ευφρόσυνα, κι έχει συντάξει μια εμπεριστατωμένη, κατατοπιστική και απολαυστική επίσης εισαγωγή. Αυτά τα ανέκδοτα ήταν ένας τρόπος να αντιμετωπίσει ο κόσμος τα καθημερινά του βάσανα (και τα σοβαρότερα προβλήματα, και την βαθύτερη δυσφορία του), τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και στις άλλες χώρες του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’. Και ας έχει παρέλθει η ιστορική περίοδος που τα γέννησε, όπως όλα τα καλά ανέκδοτα, διατηρούν κι αυτά την δραστικότητά τους.  Βαρσοβία. Ένα αγοράκι βλέπει στην τηλεόραση Μπόλεκ και Λόλεκ. [] – Μπαμπά, οι Ρώσοι πήγανε στο διάστημα! – Όλοι; – Όχι. – Ε, τότε τι με ενοχλείς; 














ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

~ Μαρία Τοπάλη, Ανοιχτή επιστολή προς τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Edition Romiosini, 2018, σελ. 44 (δίγλωσση έκδοση).
 
Ήσουν ένας άντρας γεμάτος από γυναίκες. [] Αυτήν που, από τα αρχαία χρόνια μέχρι και τον ρομαντισμό, την έθεταν στο κέντρο της σκηνής τρικυμισμένη, ματωμένη, καταδικασμένη, την ερωτευμένη γυναίκα που δίνεται στο πάθος της, την έβαλες με θαυμασμό, απορία και φιλέρευνο θάρρος ως υπόδειγμα καθολικής ολοκλήρωσης, απέναντί σου: τη μελέτησες και την αναβίβασες σε ποιητικό πρότυπο στις Ελεγείες, όχι πια ως ρομαντικό σφάγιο αλλά ως δυναμικό πρότυπο. Η Μ.Τ., δεινή μεταφράστρια του Ρίλκε, απευθύνει –στην οικεία σειρά των βερολινέζικων εκδόσεων ελληνικής λογοτεχνίας– μιαν ανοιχτή επιστολή σ’ αυτόν του οποίου η ποίηση ενώνει ταχύτατα το μάτι με το αυτί, πριν προλάβει να παρεμβληθεί η σκέψη. Γράφει με θαυμασμό, καταθέτοντας την οφειλή της (και την οφειλή όλων μας) σε αυτόν που ήταν ενδεχομένως, ένας πρώιμος ποπ σταρ, που αντιλαμβάνεται την ιδιότητά του και ως λειτούργημα, και που, τόσο με την ποίησή του όσο και με τις επιστολές του προς πλήθος παραλήπτες –από κηπουρούς μέχρι πριγκήπισσες – έδειξε ότι εδώ είναι ο παράδεισος και όχι αλλού














ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

~ Ζιλλ Ορτλίμπ, Τι μένει από την ομορφιά (μτφρ.: Ελεάννα Βλάχου), εκδ. Το Ροδακιό, 2018, σελ. 46 (δίγλωσση έκδοση).
 
Μοναδική συνάντηση εκείνο το απόγευμα, ένα αδέσποτο και μάλλον μεγαλόψυχο σκυλί που δέχτηκε να του χαϊδέψω το μουσούδι και το κούτελο πριν ξαναφύγει για να καταγίνει με τις δικές του ασχολίες. Δύο αφηγήματα, αληθινά κομψοτεχνήματα, με ‘ζεμπαλντική’ χρήση φωτογραφιών του ίδιου του –γνώστη και λάτρη της Ελλάδας, και μεταφραστή ελληνικής λογοτεχνίας– Γάλλου συγγραφέα τους (γ. 1953). Το πρώτο αφορά την Αρτέμιδα (πρώην Λούτσα) της Αττικής και την Βραυρώνα: ξεκινά ως εξερεύνηση για το τι απέγινε η επιχείρηση “La Beauté” (Η Ομορφιά) που αναγράφεται σε μια φθαρμένη πινακίδα, και κλείνει ως εξής: Εντόπισα επιτέλους τη θέση του πάνω στην κεντρική οδό. Είχε αντικατασταθεί από ένα μαγαζί εξειδικευμένο στην πώληση κατεψυγμένων προϊόντων: Ψάρια, Γαρίδες, Λαχανικά, Παγάκια. Το δεύτερο πλέκεται γύρω από την Επισκοπή, μισοερειπωμένο κτίριο ρωμαϊκής, αρχικά, προέλευσης και ποικίλων, έκτοτε, προσθηκών, στην Σίκινο. Από τότε που χάθηκαν σχεδόν όλα τα γαϊδούρια, θα ’λεγε κανείς πως βουβάθηκαν οι Κυκλάδες. Τα λιγοστά λαθάκια, παραλείψεις και (αχρείαστες) ελευθερίες, ουδόλως αμαυρώνουν την μετάφραση που αναπλάθει θαυμαστά την χάρη του πρωτοτύπου (το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στην έκδοση). 















ΠΑΙΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

~ Κατερίνα Σχινά, Ιστορίες για ατρόμητα κόριτσια – 40 μοναδικές Ελληνίδες (εικον. από 16 εικονογράφους), εκδ. Παπαδόπουλος, 2017, σελ.92.
 
Η Υπατία είναι σκυμμένη πάνω από μια περίπλοκη συσκευή, στρογγυλή, φτιαγμένη από χαλκό, με πολλούς δίσκους τον ένα πάνω στον άλλο. Είναι μια συσκευή μυστηριώδης και όμορφη, ένας αστρολάβος []. Καθώς σκέφτεται, το βλέμμα της περιπλανιέται έξω από το παράθυρο, στις στέγες της αγαπημένης της πόλης, της Αλεξάνδρειας. Από την βασίλισσα Πηνελόπη του μύθου μέχρι τις γεννημένες τον 20ο αιώνα Κατίνα Παξινού, Μαρία Πολυδούρη, Δόρα Στράτου, Μέλπω Αξιώτη, Ελένη Βλάχου, Τζίνα Μπαχάουερ, Μαρία Κάλλας, Ζωρζ Σαρή, Νίκη Γουλανδρή, και άλλες, η συγγραφέας, μεταφράστρια και κριτικός Κ.Σ. διαλέγει 40 υποδειγματικές Ελληνίδες από κάθε πεδίο της ζωής, και τις παρουσιάζει –βίο και έργο– κατά τρόπο ευσύνοπτο και με το αγαπητό, χαρακτηριστικό γλαφυρό της ύφος. Κάθε δισέλιδο αποτελείται από το κείμενο, αριστερά, και μια υπέροχη εικονογράφηση, δεξιά. Δεκαέξι από τις/τους καλύτερες/ους εικονογράφους της Ελλάδας σήμερα έχουν παραγάγει πρωτότυπες, ευφάνταστες και εντυπωσιακές προσωπογραφίες των εν λόγω γυναικών. Χρήσιμο και απολαυστικό και για αγόρια – κάθε ηλικίας δε! 

1.12.17

Louise Bourgeois / Roni Horn













ΛΟΥΙΖ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑ / ΡΟΝΙ ΧΟΡΝ

 

Εισαγωγικά σημειώματα και μετάφραση.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

 

Louise Bourgeois (Παρίσι 1911 – Νέα Υόρκη 2010)

Οι γονείς τής Λουίζ Μπουρζουά επιδιόρθωναν φθαρμένες ακριβές ταπισσερί, δουλειά στην οποία από νωρίς βοήθησε η κόρη, σύντομα διαπρέποντας, όχι μόνο με την προσεκτική εργασία της, αλλά και με την δημιουργική καλλιτεχνική φαντασία της, όταν έπρεπε να συμπληρωθούν εκτενέστερα τμήματα των οποίων το αρχικό περιεχόμενο ήταν πια αφανές. Από εκείνη την εποχή, ίσως, και το ενδιαφέρον της για τα κάθε είδους υφάσματα, και για την επανεπίσκεψη κάποιων θεμάτωνς κατά την διάρκεια της πορείας της.

 

Σπούδασε εικαστικά με αρκετές δυσκολίες, και μετακόμισε νέα στις ΗΠΑ. Εκεί, το εξαρχής ιδιότυπο έργο της (αρχικά, 'πριμιτίφ' κατασκευές από ευτελή υλικά, όπως φτηνά ξύλα) άρχισε να εκτιμάται σταδιακά – αλλά μόνον σε πολύ προχωρημένη ηλικία η Λ.Μ. αναγνωρίστηκε ως η μείζων καλλιτέχνις που σήμερα θεωρούμε ότι υπήρξε.

 

Η γραφή τής ήταν σημαντική: στα τετράδια εργασίας της, σε κείμενα που συνόδευαν εικόνες της, αλλά και καθεαυτή, ως ύλη για τα εικαστικά της έργα.


Η Ρόνι Χορν έγραψε γι' αυτήν με τα δυο 'βασιλικά' ονόματα (Λουίζ Ζοζεφίν) και το επίθετο που σημαίνει “αστή” στα γαλλικά: “
Aν το όνομα είναι πεπρωμένον, η Λουίζ είναι οξύμωρον.”


*

 













Roni Horn

“Βαριέμαι την ομορφιά, η πρόθεση μού πέφτει βαριά.”


Η εικαστικός Ρόνι Χορν (γεν. Νέα Υόρκη, 1955) παρουσίασε ως πτυχιακή της εργασία μιαν Εκτροφή Μυρμηγκιών (
Ant Farm, 1975). Ανάμεσα σε δυο κατακόρυφους υαλοπίνακες, ήταν εγκλωβισμένο καστανόχωμα και μυρμήγκια: καθένας μπορούσε να τα δει να κινούνται και να σκάβουν λαγούμια.

 

Η Ρ.Χ. σχεδιάζει, ζωγραφίζει, φωτογραφίζει, φτιάχνει κατασκευές και εγκαταστάσεις. Εδώ και αρκετά χρόνια, μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ ΗΠΑ και Ισλανδίας. Την απασχολούν έντονα η έννοια του ζεύγους ή του διπλού· η ταυτότητα (“Η μεταλλασσόμενη εκδοχή της ταυτότητας δεν είναι παρέκκλιση... η αμετάβλητη εκδοχή είναι η παρέκκλιση”)· το νερό (“Ποτέ δεν χάνει την ταυτότητά του, είναι πάντα διακριτά ο εαυτός του”)· η σχέση ανθρώπου και τόπου (“Αν δεν ξέρεις πού είσαι, μπορείς να ξέρεις ποια είσαι;”· “Κάθε μέρος είναι μοναδικός τόπος αλλαγής”)· η επιθυμία και η μνήμη (“Δεν έχει μορφή ζεύγους η μνήμη; Και η επιθυμία επίσης; Δεν είναι κεντρικές για την ταυτότητα;”)· η σχέση θεατή και θεόμενου. “Ο θεατής είναι πάντα το ήμισυ της θέας.” “Φιλοδοξώ να κάνω την εμπειρία που έχει ο κόσμος από το έργο, το ίδιο το νόημα του έργου. Κάθε αυτόπτης μάρτυς είναι αυθεντία.” 

 

Συχνά φτιάχνει δυο πανομοιότυπα σχέδια ή αντικείμενα, και τα εκθέτει απομακρυσμένα το ένα από το άλλο (στην ίδια ή σε διαφορετικές αίθουσες): οι θεατές δεν παύουν να αναρωτιούνται αν είναι εντελώς όμοια· προσπαθούν να ανακαλύψουν αν και σε τι διαφέρουν. “Αναζητάς τις διαφορές, ασχέτως τού αν το ζεύγος είναι ταυτόσημο – και, αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τις βρίσκεις. Είναι σαν να στέκεσαι στην άκρη του απείρου όπου τα πράγματα αρχινούν μα δεν τελειώνουν.” “Ανακάλυψα αρκετά νωρίς ότι... ένα μονό αντικείμενο δεν μου έδινε το είδος σχέσεως που ενδιαφερόμουν να έχω με τον θεατή. Επειδή η μοναδικότητά του οδηγεί περισσότερο προς έναν διαχωρισμό από τον θεατή. Έτσι κατέληξα στην ιδέα του ζευγαρωμένου αντικειμένου, που διέχεε αυτή την δυνατότητα. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί ένας χώρος όπου ο θεατής θα κατοικούσε το έργο, ή τουλάχιστον θα γινόταν μέρος του.” “Μιλώ για πράγματα που είναι μορφικώς επαναλαμβανόμενα αλλά εμπειρικώς αθροιστικά.” Και, όπως έγραψε επ' αυτού ο Carter E. Foster: “Αν δούμε το ίδιο πράγμα ξανά, δεν είναι ποτέ το ίδιο, είτε αλλάζει είτε όχι”.

Μια φωτογραφική εγκατάστασή της αποτελούνταν από δεκάδες μετωπικές, πολύ κοντινές προσωπογραφίες της ίδιας γυναίκας, φωτογραφημένης σε διάφορες μέρες κατά την διάρκεια πολλών μηνών, με μιαν έκφραση προσώπου που μεταβάλλεται ελάχιστα, αλλά πάντως πάντα λόγω των διαφορετικών καιρικών συνθηκών. “Όταν είσαι μαζί της στο δωμάτιο είναι σαν να προξένησες εσύ αυτές τις αντιδράσεις, γίνεσαι ο καιρός.” Τίτλος της εγκατάστασης:
The weather is you (Ο καιρός είσαι εσύ / είστε εσείς). “Ο θεατής γίνεται αντικείμενο ηδονοβλεψίας από την θέα. Περιβάλλεσαι από μια γυναίκα που σε παρατηρεί.” (Σε κάποιο σημειωματάριό της, η Ρ.Χ. έχει επίσης συλλέξει επίθετα που χρησιμοποιούνται εξίσου για τους ανθρώπους και για τον καιρό – π.χ. κακός, ωραίος, λαμπρός, ευμετάβλητος, ψυχρός, καθαρός, τρελλός, βαρετός, ακραίος, άγριος, συννεφιασμένος, υπέροχος, βαρύς, καταθλιπτικός, απειλητικός, βίαιος.)

 

Όπως θα έχει ήδη καταστεί προφανές, η γραφή είναι σημαντικό τμήμα της δουλειάς της: στα σημειωματάριά της, φυσικά· στα βιβλία που συνθέτει· αλλά και σε κάποια από τα έργα της – όπως, π.χ., στο Key and Cue (Κλειδί και Ατάκα) που ενσωματώνει στίχους τής Έμιλυ Ντίκινσον. Ή το Still Water (Ακίνητο [ή Νεκρό] Νερό): αποτελείται από δεκάδες κοντινές φωτογραφίες τής επιφάνειας του Τάμεση, πάνω στις οποίες έχουν τυπωθεί, σκορπισμένοι, πλήθος μικροί αριθμοί που παραπέμπουν σε σημειώσεις “με ό,τι σκεφτόμουν εκείνο τον καιρό”. Η γραφή την απασχολεί επίσης ευρύτερα: “Το να εμποδίζεις την αφήγηση είναι ένας τρόπος να εξασφαλίζεις το ενδιαφέρον του κόσμου”· “Η αναζήτηση της μεταφοράς είναι περιοριστική, συνήθως γίνεται εις βάρος του έργου. Ο κόσμος συχνά απορρίπτει ένα έργο αν δεν μπορεί να βρει την μεταφορά. Αλλά όταν απουσιάζει η μεταφορά, πρέπει να είσαι περισσότερο παρών”.

 

Ο κατάλογος της μεγάλης αναδρομικής έκθεσής της που φιλοξενήθηκε, μεταξύ των άλλων, και στην Ταίητ Μόντερν του Λονδίνου το 2009, είναι δίτομος. Στον ένα τόμο υπάρχουν φωτογραφίες των έργων. Ο άλλος είναι ένα είδος λεξικού: τα λήμματα (γραμμένα από την ίδια την Ρ.Χ., από κριτικούς και θεωρητικούς, αλλά και από άλλους καλλιτέχνες και συγγραφείς όπως η Ελέν Σιξού –της οποίας η Ρ.Χ. έχει κάνει μια σειρά φωτογραφικών πορτραίτων, τιτλοφορώντας την Index Cixous (Cix Pax)– ή η Ανν Κάρσον) αποτελούνται όχι μόνο από τίτλους έργων τής Ρ.Χ., αλλά και από λέξεις που παραπέμπουν στα θέματά της, σε έννοιες που την απασχολούν, κ.ά.. Ενδιαμέσως, τα λήμματα του τύπου “α βλ. β”, συνιστούν ενός είδους 'λιτανεία', εγκαθιστούν μια κυκλικότητα, και εικονογραφούν έτσι τον προβληματισμό της Ρ.Χ. για το ζήτημα της ταυτότητας (όπως εξάλλου και ο τίτλος του καταλόγου-λεξικού, και της ίδιας της έκθεσης: Ρόνι Χορν, επίσης γνωστή ως Ρόνι Χορν).

 

Μια άλλη της συνεργασία (με την Ανν Κάρσον και την Ελέν Σιξού και πάλι, καθώς και την Λουίζ Μπουρζουά και τον σκηνοθέτη κινηματογράφου Τζων Γουώτερς) πήρε την μορφή τετράτομου βιβλίου. Στο Underwater / Alice Offshore, η Ρ.Χ. έδωσε μια σειρά τίτλων έργων της για να σχολιασθούν (όλοι ή κάποιοι, κατά βούληση) από τους τέσσερις συγγραφείς.

 


 








Η LOUISE BOURGEOIS για την ΛΟΥΙΖ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑ

 

[από το: Louise Bourgeois, Destruction du pere / Reconstruction du pere – Ecrits et entretiens 1923-2000, Daniel Lelong Editeur, 2000]

 

ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΙΩΠΗ [αποσπ.]

 

(Εννέα λιθογραφίες με λεζάντες, τυπωμένες το 1947 από την Germor Press, Νέα Υόρκη)


Πίν. 3

 

            Μια μέρα, ένας άνθρωπος διηγιόταν μια ιστορία, εξαίρετη ιστορία εξάλλου, και που τον πλημμύριζε ευτυχία, αλλά την διηγήθηκε τόσο γρήγορα που κανένας δεν την κατάλαβε.

 

 

Πίν. 4

 

            Στα βουνά του κέντρου της Γαλλίας, προ σαράντα ετών, η ζάχαρη ήταν σπάνιο τρόφιμο.

            Τα παιδιά λάμβαναν ένα κομματάκι τα Χριστούγεννα.

            Ένα κοριτσάκι που το γνώρισα όταν ήταν μητέρα μου την θεωρούσε σπουδαία λιχουδιά και την φύλαγε σαν και τι.

            Έσκαβε μια τρύπα στο χώμα κι έκρυβε το κομματάκι της ζάχαρης, μα ξέχναγε πάντα πως το χώμα είναι υγρό.

 



ΑΥΤΗ ΤΟΝ ΕΧΑΣΕ


(Παραβολή που γράφτηκε το 1947 στο σημειωματάριο της καλλιτέχνιδας, και χρησιμοποιήθηκε σε περφόρμανς στο
Fabric Workshop, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ, το 1992, τυπωμένη σ' ένα πανώ μήκους 52 μέτρων. Αρχικά, το πανώ ήταν τυλιγμένο γύρω από έναν άντρα. Σταδιακά, ένας άντρας και μια γυναίκα το ξετύλιγαν, και το ξανατύλιγαν γύρω από έναν άλλον άντρα και μιαν άλλη γυναίκα που ήσαν αγκαλιασμένοι. Κατά το ξετύλιγμα, οι θεατές μπορούσαν ν' αναγνώσουν το κείμενο.)

 

 

ΕΝΑΣ

 

ΑΝΤΡΑΣ

ΚΑΙ ΜΙΑ

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

ΖΟΥΣΑΝ

 

ΜΑΖΙ.

ΚΑΠΟΙΟ ΒΡΑΔΥ

 

ΕΚΕΙΝΟΣ ΔΕΝ ΓΥΡΙΣΕ

ΑΠ' ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ

 

ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ ΕΚΑΤΣΕ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ.

ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ

 

ΚΙ ΕΓΙΝΕ

ΠΙΟ ΜΙΚΡΗ

 

ΟΛΟΕΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ.

ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΚΑΠΟΙΟΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΗΡΘΕ

 

ΕΠΕΙΔΗ ΗΤΑΝ ΦΙΛΟΣ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΡΗΚΕ

 

ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ:

ΕΙΧΕ ΜΕΓΕΘΟΣ

 

ΜΠΙΖΕΛΙΟΥ.

 

 

Ο ΠΟΥΡΙΤΑΝΟΣ

 

(Κείμενο του 1947, αναφερόμενο στον Alfred H. Barr, τότε διευθυντή του MoMA της Νέας Υόρκης. Τυπώθηκε το 1990, συνοδευόμενο απο οκτώ λιθογραφίες, από τις εκδόσεις Osiris, Νέα Υόρκη.)  

Ι.


            Γνωρίζετε τον νεοϋορκέζικο ουρανό; Θα ‘πρεπε, λένε πως είναι ξακουστός. Είναι αξιοπρόσεκτος. Είναι κάτι σοβαρό. Θυμάστε τον παρισινό ουρανό; Πόσο είναι ευμετάβλητος, γκρίζος τον περισσότερο καιρό, συχνά χλιαρός και υγρός, ποτέ εντελώς καθαρός, αρέσκεται στα σύννεφα και στις σκιές· η βροχή, το αεράκι κι ο ήλιος καμμιά φορά συνεννοούνται για να εμφανιστούν μαζί. Μα ο ουρανός της Νέας Υόρκης είναι γαλανός, εντελώς γαλανός. Το φως είναι άσπρο, ένα άσπρο θριαμβικό κι ο αέρας σε αναζωογονεί κι επιπλέον είναι υγιεινός. Αυτός ο ουρανός δεν αστειεύεται. Είναι ωραίο πράγμα. Είναι καθαρός.

 

ΙΙ.


            Ήτανε ένας δρόμος στην Νέα Υόρκη, γεμάτος νεοϋορκέζικο ουρανό. Που απλωνόταν πάνω του σαν φύλλο γαλάζιου αλουμινίου. Ξέρω γιατί σε αυτό το συγκεκριμένο μέρος ο ουρανός ήταν τόσο γαλανός, τόσο εντελώς αυτός. Γιατί ορθωνόταν εκεί κατακόρυφα το πιο εντυπωσιακό κτίριο του κόσμου. Σ' αυτόν τον δρόμο, κοντά στον ουρανό και κοντά σ' αυτό το κτίριο, υπήρχε ένα σπίτι. Ο ουρανός, το κτίριο και το σπίτι γνωρίζονταν και αλληλοεκτιμούνταν.

 

ΙΙΙ.

 

            Δεν ήταν κτίσμα όπου ζούσαν. Αλλά όπου δούλευαν. Εκεί το θέμα ήταν η αποτελεσματικότητα, καθένας έμοιαζε καλοβαλμένος, υπήρχαν ένας σωρός γραφομηχανές και δακτυλογράφοι, αλλά όχι του συνήθους είδους. Ετούτες κέρδιζαν το ψωμί τους συντροφιά με ραφινάτους ανθρώπους και το γνώριζαν. Φαινόταν στις στάσεις τους και στους θορύβους που έκαναν.

 

IV.


            Σ' αυτό το κτίσμα υπήρχε ένας άντρας, πάντα υπάρχει, υπήρχε λοιπόν κάποιος άντρας και ήταν πολύ εντάξει. Ήταν αναπόσπαστο τμήμα του μέρους αυτού, όπως και το μέρος αποτελούσε τμήμα του. Όλος ο κόσμος τον αγαπούσε πολύ και τον σεβόταν. Τον δεχόταν γιατί δεν είχε μόνο καλή μόρφωση, αλλά και μεριμνούσε για όλα. Βασίλευε σ' αυτό το μέρος μια ατμόσφαιρα ακριβείας, οργάνωσης, επιτυχίας και εκπληρωμένης φιλοδοξίας.

 

V.


           
H αταξία ανέκυψε όταν έμεινε ανοιχτή μια πόρτα και, απ' ό,τι φαίνεται, κάποιος μπήκε. Ίσως να επρόκειτο για παράλειψη ή για σφάλμα, μα αμφιβάλλω γιατί δεν ταίριαζε ούτε με το ύφος του μέρους, ούτε με την ιδιοσυγκρασία του άντρα. Μπορούμε να υποθέσουμε πως η πόρτα έμεινε ανοιχτή σχεδόν εν επίτηδες, σαν άρρητη πρόσκληση που απευθυνόταν σε κάποιον που περνούσε, να μπει, έτσι, σαν για παιχνίδι.

            Κι αυτή έκανε ακριβώς αυτό, μπήκε, κι ας μην είχε παιγνιώδη διάθεση. Τον είδε, είδε πως ήταν καλός, και βεβαίως τον αγάπησε.

 

 

VI.

 

            Αυτό που συνέβη μετά, είναι πως πριν να το αντιληφθούν, κάτι συνέβη μεταξύ τους. Η σοφία των λαών ισχυρίζεται πως τίποτε δεν μπορεί να χωρίσει αυτούς που αγαπιούνται. Και ένα εκατομμύριο οπλισμένοι άνδρες να πολιορκούσαν το σπίτι αυτό, δεν θα μπορούσαν να τους κρατήσουν ενωμένους. Υπήρχαν ακόμη, σε μιαν απόπειρα να τους προσφέρουν βοήθεια, κάποια πράγματα όπως ένας κοινός φίλος, ένα φύλλο χαρτί, και το τηλέφωνο, φανταστείτε. Επίσης βλέπονταν πότε πότε· και τα μάτια κάποιου που καταλαβαίνετε σάς λένε περισσότερα γι' αυτόν απ' ό,τι τέσσερα τηλεγραφήματα της Γουέστερν Γιούνιον.

            Αλλά να. Μετά το σύντομο βρόντηγμα της πόρτας, ήρθε η σιωπή. Αρχικά μια σιωπή αναμονής, ύστερα η σιωπή αυτού που είναι τελείως νεκρό.

 

VII.

 

            Διηγήθηκα αυτή την ιστορία στον γείτονά μου που είναι άνθρωπος του κόσμου και με βεβαίωσε πως κάποιοι άντρες φοβούνται τους στρατιώτες που πολιορκούν το σπίτι τους. Και πως, εξάλλου, μπορείς να ηχογραφήσεις τα τηλεφωνήματα και πως οι γραφομηχανές έχουν αυτιά. Ακόμη κι ένα φύλλο χαρτί, όσο εύθραυστο κι αν είναι, μπορεί να σπείρει τρομο. Αποκρίθηκα στον γείτονά μου πως έσφαλλε, πως ο άντρας αυτός τρομοκρατήθηκε χωρίς λόγο, γιατί ήταν δίκαιος, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να μη φοβάται τίποτε.

 

VIII.

 

            Αργότερα πέθανε μες στη μέση του διυλιστηρίου του. Όλος ο καλός ο κόσμος έκλαψε δίχως τελειωμό. Βεβαίως, κανείς δεν μπόρεσε να δει την ψυχή του, ούτε καν η γυναίκα του. Αλλά είπαν πως το σώμα του ήταν στεγνό και λέγεται ότι ήτανε πουριτανός.

 

 

*



 

 







Η ΛΟΥΙΖ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑ για την RONI HORN

[από το: Roni Horn, Wonderwater / Alice Offshore – Annotated by Louise Bourgeois, Steidl Verlag, 2004]

 

 

ΝΕΡΟ τού 19ου αι.

 

Είχα πάντα συναίσθηση μιας πιθανής σιωπής που θα 'πεφτε σαν ένα κάλυμμα τάφου και θα με κατάπινε για πάντα.

 

Η σιωπή ξεχειλίζει απ' το δωμάτιο και φοβάμαι ν' ακούσω την καρδιά μου να χτυπά: αυτόν τον κίνδυνο που έρχεται από μέσα – μόνο μια συνεχής ροή λέξεων μπορεί να τον παραμερίσει, αν όχι να τον ελέγξει.

 

Άκου το χάος, τον καταρράκτη, τα θυροφράγματα του Μάρνη – τον Μπετόβεν, ένα ποτάμι που κουβαλά βράχια και δέντρα, τον κεραυνό που πέφτει κάπου κοντά.

 

 

 

ΚΑΘΩΣ ΓΙΝΕΣΑΙ ΤΟΠΙΟ

 

Μες στο μαρτύριο υπάρχουν νήσοι σιωπής.

 

 

 

ΑΥΤΗ, ΤΟ ΝΕΡΟ, ΚΙ ΕΓΩ

 

Το βαλς των γεμάτων κύστεων

Το βαλς των άδειων κύστεων

Η διάτρητη κύστη
Το παρκέ πλημμυρισμένο
Το μυρμήγκι πέθανε από πνιγμό

 

 

 

ΑΤΙΤΛΟ (“ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΣΟΥ, ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ...”)

 

Είναι ωραίος, γι' αυτό συγχωρείται.

 

 


Ο ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ

η αιωνιότητα είσαι εσύ

 

  

*

 


 

 








H RONI HORN για την ΡΟΝΙ ΧΟΡΝ

 

[από τον κατάλογο-λεξικό: Roni Horn a.k.a. Roni Horn – Subject Index, Tate Publishing, 2009]

 

αμφιβολία βλ. άπειρο

αμφιβολία βλ. εγώ

αμφιβολία βλ. σκόνη

αναγνώριση βλ. ξέφωτο

ανδρογυνία βλ. νερό

αστερίσκος βλ. τίποτε

αϋπνία βλ. φάρος

αυτόπτης μάρτυς βλ. αυτοπροσωπογραφία

αυτόπτης μάρτυς βλ. Έμιλυ Ντίκινσον

αυτοσχεδιασμός βλ. σχέδιο

 

έρημος βλ. νερό

εσύ βλ. γαλάζιο

εσύ βλ. καιρός

 

ζεστό νερό

Επιπλέοντας στην Έρημο – Ήταν αργά τη νύχτα όταν πρωτόδα τον ατμό στο φεγγαρόφωτο, να αναλύεται πέρα. Ο δρόμος από μαύρη στάχτη αναβόσβηνε καθώς οδηγούσα στα μαλακά αργά μίλια αυτής της μικρής ερήμου. Αλλά σαν χώρισαν οι μαύρες πλαγιές την είδα, σαν οφθαλμαπάτη αλλά αληθινή· καθώς ο δρόμος κατηφόριζε μες στην κοιλάδα, μια πισίνα χρώματος λουλακί κατέλαβε το κέντρο του τοπίου. Στη μέση ενός κουρεμένου πράσινου ανεμοφράκτη η πισίνα περιτριγυριζόταν από λευκό ξύλινο φράκτη. Ατμός φούντωσε βίαια από αόρατη πηγή που ήτανε κρυμμένη καλά πίσω από τα αποδυτήρια, προσφέροντας την αλλόκοτα γαλήνια αίσθηση αιώνιας συννεφιάς. Σκαρφάλωσα τον φράκτη και ξεντύθηκα στο σκοτάδι. Το χορτάρι, καλυμμένο με πάχνη, μου έκαιγε τις πατούσες. Βούτηξα μες στο ζεστό νερό και την οσμή από θειάφι. Υποβρυχίως στιγμιαία, ζεστή και αβαρής, αναδύθηκα επιπλέοντας, με την αναπνοή μου να θολώνει στον κρύο αέρα της νύχτας. Είδα τον σκοτεινό, γεμάτο σύννεφα ουρανό πλαισιωμένο από το πράσινο του βολικού ανεμοφράκτη· μονάχα το μικρό ωοειδές του προσώπου μου ένιωσε το αδιόρατο ψιλόβροχο να πέφτει· επέπλεα στην έρημο.

 

καθρέφτης βλ. γαλάζιο

καθρέφτης βλ. έρημος

καθρέφτης βλ. μεταφορά

καθρέφτης βλ. νερό

καιρός βλ. εσύ

κέντρο βλ. τίποτε

κέντρο της γης βλ. “Χείλος του Απείρου”

Κύκλωψ βλ. φάρος

 

λαβύρινθος βλ. ηδονοβλεψίας

 

μαύρο βλ. γάλα

μηδενικά βλ. Έμιλυ Ντίκινσον

μητέρα βλ. σκόνη

 

μητέρα

Η Ίδια Εγώ Ιθαγενής – Θυμάμαι. Περιπλανιόμουν, αλλά ήμουν εντός. Ήταν τεράστιος χώρος. Ήταν μαζί μου η μητέρα μου. Κρατούσε το χέρι μου ενώ επισκεπτόμασταν τα πολλά μέρη αυτού του δωματίου κι ενώ γλιστρούσα μέσα από μια σύντομη ιστορία αναμνήσεων – τόσο μεγάλος ήταν ο χώρος: ήμουν εκεί και συγχρόνως τον θυμόμουν.

            Το δωμάτιο ήταν σπηλαιώδες, με οροφή τόσο ψηλή που δεν φαινόταν στο σκοτάδι, και το σκοτάδι ήταν στην κλίμακα του ουρανού. Οι τοίχοι ήταν ζωγραφιστά βιτρώ, που συμπύκνωναν την ατμόσφαιρα και συμπτύσσει τον χώρο. Πρόκειται περί κόμβου – ένα μεσόγειο λιμάνι που περικλείει ανείπωτους προορισμούς μόλις πέρα από το σκοτάδι.

            Οι τοίχοι-βιτρώ παρέχουν το φως. Κάθε παράθυρο πλαισιώνει μια μοναδική και στατική θέα ενός τόπου μακρινού, μια παγωμένη στιγμή πραγματικότητας που απεικονίζει ένα άλλο μέρος του κόσμου. Από κάθε παράθυρο βλέπω μια σχολαστικώς συντεθειμένη τρισδιάστατη εικόνα ζωής, προσομοίωσης ζωής, ανάμνησης ζωής: το μέρος αυτό. Με βλέπω να καθρεφτίζομαι σε κάθε παράθυρο. Η αμετάβλητη ακινησία τής μακρινής θέας προσδίδει ζωντάνια στην αντανάκλασή μου.

            Καθώς περπατώ ανάμεσα στις θέες, η αντανάκλασή μου αλλάζει. Είμαι συνυφασμένη με την ουσία κάθε μέρους καθώς με φαντάζομαι ιθαγενή. Αισθάνομαι την θερμοκρασία του αέρα, την υγρασία της γης, τη μυρωδιά της βλάστησης, την διαύγεια της ατμόσφαιρας σ' αυτά τα μέρη. Εδώ βρίσκομαι ανάμεσα σε γύπες στην σαβάννα, εκεί ανάμεσα σε τρωκτικά και ξερόχορτα στην έρημο. Οι ζούγκλες και τα έλη φέρνουν άλλες αντανακλάσεις. Οι ζούγκλες και τα έλη φέρνουν άλλες ιδέες κατοίκησης.

            Κάθε θέα προξενεί νοσταλγία και για ένα άλλο μέρος του εαυτού μου. Τα καλοκαιρινά απογεύματα όταν έπαιζα σε δρόμους δίχως σκιά, με τον ήλιο να μου καίει το κρανίο και να απλώνει στη θέα ένα στρώμα βίαιης λαμπρότητας. Μόνη στο δάσος να ψάχνω φωλιές πουλιών, και μέσα τους να βλέπω τα κλαράκια και τα τρίμματα του δάσους να γίνονται λίγο πυκνότερα. Να εξερευνώ το βρεγμένο πεζοδρόμιο μια βροχερή μέρα. Προσεχτικά βήματα μες στις λακκούβες με το νερό σήκωναν ρυτίδες που ανάδευαν τα σκουλήκια καθώς κείτονταν πρησμένα και βαριά.

            Η μητέρα μου πέθανε χτες. Έτσι βρέθηκα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Η Αίθουσα Θηλαστικών της Αφρικής ήταν ολόιδια όπως τη μέρα που με πρωτόφερε εδώ η μητέρα μου. Θυμάμαι τα πράγματα που θυμόμουν τότε. Τα διοράματα κρατούν τον χρόνο και την ανάμνηση σταθερά.

            Όταν ήμουν παιδί μπήκα σ' αυτό το δωμάτιο, έχοντας μόλις αφήσει έναν λαμπρό γαλάζιο ουρανό που παρέμενε στο βλέμμα μου. Πήρα μαζί μου στο σκοτάδι, αυτό το γαλάζιο και το φως του ήλιου. Η ανάμνησή τους φώτιζε και αναρριχόταν στο σκοτάδι. Κρατούσα το χέρι της μητέρας μου καθώς στεκόμουν μπρος σ' αυτά τα άλλα μέρη, περνώντας σε κλωστή τις θέες, μία μία – μέρη σαν μαργαριτάρια, μαζί.

            Στην Αίθουσα Θηλαστικών της Αφρικής τη μέρα εκείνη η μητέρα μου φορούσε ένα μαντήλι  σφιχτά στα μαλλιά της και δεμένο στο σβέρκο της. Όταν την κοίταζα, έβλεπα ένα χαμηλωμένο φως να ανακλάται στο δέρμα της, τονίζοντας την γραμμή του υφάσματος και το σχήμα του κεφαλιού της. Φορούσε ένα σιελ πουλόβερ με κυματιστή καφέ μπορντούρα στο λαιμό και στα μανίκια. Το σιελ μοχαίρ συγκρατούσε το φως κι έκανε το πουλόβερ να λάμπει στο σκοτάδι. Η χνουδωτή αύρα του πλεχτού μαλλιού με ερέθιζε καθώς την κοίταζα από χαμηλά. Γύρω στο λαιμό της φορούσε μια σειρά αυλακωτές, χρυσές σφαίρες. 

            Πολλά πράγματα την κυκλώνουν, εξακτινώνονται από αυτήν – χρυσές σφαίρες, κρίκοι βιτρώ, σειρές κατοικημένων ανακλάσεων, ένα περιδέραιο μακρινών τόπων – και οι αναμνήσεις που φέρω εντός μου. Τις περιβάλλομαι – σπείρα που ανοίγει, εξαπλώνεται: πάντα σε χρόνο ενεστώτα.

 

Μόνικα Βίττι βλ. εγώ

 

νερό βλ. Έμιλυ Ντίκινσον

νερό βλ. έρημος
νερό βλ. εσύ

 

νησί
Ζωφόρος Νήσου
– Από τη θάλασσα η γη είναι ζωφόρος και ειλητάριο. Το βραχώδες νησί, του οποίου η επιφάνεια κρύβεται ενίοτε από πρασινάδα, έχει υφή κιμωλίας και χρώμα ανοιχτό. Στρογγυλοί και καλοθρεμμένοι και αραιά φυτρωμένοι θάμνοι ξεπηδούν ιδεώδεις απ' τη γη· είναι ένα πράσινο πυκνό, τόσο πυκνό σχεδόν, που δεν γίνεται αντιληπτό ως πράσινο. Κάθε θάμνος συμπληρώνεται από την μαύρη σκιά του σε τέλεια κυκλική συμμετρία. Αυτοί οι θάμνοι και οι σκιές των θάμνων οδηγούν το βλέμμα μου καθώς κοιτώ επίμονα και συνεχώς την μεταβαλλόμενη θέα...

            Το νησί ακινητεί. Αυτό το απλό γεγονός είναι η κυρίαρχη παρουσία και αντίστιξη στην ταραχή του ωκεανού τριγύρω. Ο όγκος της στεριάς μοιάζει να τελειώνει ή ν' αρχίζει στο νερό. Είναι τέλος ή αρχή με μορφή γραμμής. Στη μια της πλευρά συνωθείται ένας στατικός όγκος και στην άλλη η θάλασσα γλείφει και σμίγει.

            Στο πρώτο επίπεδο της θέας μου εκτυλίσσεται o ταραχώδης τρόπος τού ωκεανού. Η επιφάνεια φοσυκώνει χαοτικά, κυμαινόμενη παντού δίχως επανάληψη. Αφρισμένα κύματα γλείφουν τον βαθυγάλαζο εαυτό της. Τάφροι κυλιόμενου χώρου βυθίζονται και αναμειγνύονται με λευκές κορυφές. Στο μεσαίο επίπεδο της θέας το νερό ισιώνει απίθανα σε επίπεδο και γραμμή και στην ιδέα του βυθού του νησιού. Η γραμμή είναι οριζόντια και ίσια και τέλεια καταπώς υπαινίσσονται τα επίθετα αυτά – τέλεια επίσης όπως μπορούν να είναι τα τέλεια πράγματα.

            Καθώς το ταξί προχωρά στο νερό το νησί μού μεταδίδει την γραμμική μεταβαλλόμενη κι επαναλαμβανόμενη και διαρκή μορφή του. Καθώς παρατηρώ το νησί να ξετυλίγεται αργά, συνεχώς αλλάζει με τρόπο ριζικό και απόλυτο παρότι οι αλλαγές καθώς συμβαίνουν είναι ανεπαίσθητες. Αισθάνομαι την αγωνία μου που είμαι ανίκανη να τις δω. Πρόκειται για εμπειρία απώλειας ελέγχου – ξαφνικής περικύκλωσης. Πρόκειται για την εμπειρία κάποιου πράγματος που διαφεύγει την στιγμή που θα το αναγνώριζα. Αισθάνομαι την αγωνία ενός πράγματος που εξαφανίζεται αργά: της αλλαγής του που μετριάζεται σε μιαν ορατότητα ένα κλάσμα πέρα από την ικανότητά μου να την δω.

            Καθώς το ταξί προχωρά στο νερό το νησί μού μεταδίδει την γραμμική μεταβαλλόμενη κι επαναλαμβανόμενη και διαρκή μορφή του. Η ζωφόρος του είναι διαρκής – ένα επίμηκες σχήμα που επεκτείνουν περαιτέρω αυτές οι αργόσυρτες ώρες τού απογεύματος με το ταξί να τρέχει δίπλα στο έπαρμα του νησιού. Την ζωφόρο του ορίζει ένα επαναλαμβανόμενο σχέδιο από γεωλογικά στρώματα στο χρώμα της ώχρας. Το ειλητάριό του είναι το νησί που ξεδιπλώνεται καθώς πλέω· το ειλητάριό του είναι η επανάληψη που συμβαίνει σε διαφορετικά σημεία, κάνοντας κάθε επανάληψη άλλη. Το νησί καθώς ξετυλίγεται γίνεται σύντομο αφήγημα με διάφορα και μοναδικά επεισόδια που τα διακόπτει αμετάβλητη επαναφορά. Κάθε επανεμφάνιση προστίθεται στον όγκο, κάνοντας το νησί περιπλεύσιμο σε μια ώρα μ' έναν λελογισμένο, όχι γοργό, και όχι αργοκίνητο ρυθμό.

            Ξαναγυρνώντας στο ξεκίνημα, το νησί-ζωφόρος τελειώνει, σχηματίζοντας μιαν επανάληψη που αποτελεί την τελική διαφορά – μιαν υποτροπή στη θέα από άλλο σημείο θέασης, αθροίζοντας το νησί σε διάστημα.

 

οδός βλ. αφοσίωση

ομοιότητα βλ. πεπρωμένο

 

πάγος βλ. έρημος

παλίνδρομον βλ. νερό

 

πουθενά

Μήπως χάθηκε το πουθενά; Προσεγγίζοντας το θέμα αυτό, καταλήγω στην ερώτηση “τι είναι το πουθενά;” Το λεξικό το ορίζει ως “ένα απομακρυσμένο ή άγνωστο μέρος”. Τυχερή που το βρήκα. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό η Ισλανδία είναι το μέρος με τα περισσότερα κατά κεφαλήν πουθενά από κάθε άλλη χώρα. Ακόμη κι αν το Τιμπουκτού γίνει σκόνη, η Ισλανδία, χάρη στην ανθεκτικότερη γεωλογία της, μπορεί να καταστεί ο υπ' αριθμόν ένα προμηθευτής πουθενά όλου του κόσμου. Αλλ' ασχέτως της φαινομενικής αφθονίας των πουθενά στην Ισλανδία, το πουθενά είναι πόρος μη ανανεώσιμος, ιδιαιτέρως ευάλωτος στην υπερκατανάλωση και στην ανάρμοστη κατοχή... Στο μυαλό μου κι ακόμη και εξ ορισμού, το πουθενά είναι μια από τις σπανιότερες, ευθραυστότερες, και θελκτικότερες εμπειρίες. Να είστε πουθενά. Μπορείτε να πείτε ότι έχετε επιτύχει αυτή την εμπειρία;

 

σύζευξη

Κοιτώντας το νερό, πλήττομαι από ίλιγγο νοήματος. Το νερό είναι η τελειωτική σύζευξη: ένα άπειρον μορφής, σχέσεων, και περιεχομένου.

 

ταυτότητα βλ. έρημος

ταυτότητα βλ. παραλλαγή

 

υπνάκος

Νεκρή Ενίοτε – Λαμπρό γαλανό ηλιόλουστο πρωινό Κυριακής κι αναζητώ έναν υπνάκο στον ήλιο. Ο χάρτης μου δείχνει μια παραλία όχι πολύ μακρυά. Αφήνω τον δρόμο κι οδηγώ μέσα από πράσινο λειβάδι και σύντομα βρίσκομαι σε παραλία με λευκή άμμο. Έχει άμπωτη, και ο ωκεανός είναι μακρυά. Κατεβαίνω απ' το ποδήλατο και κατευθύνομαι προς την ακτή. Έχει αέρα και κάνει κρύο, αλλά ο ήλιος είναι ζεστός σε ανέφελο ουρανό. Τριγυρνούν χιονογλάρονα, αιωρούνται ψηλά και βουτούν καταπάνω μου.

            Ξαπλώνω στον δρόμο· κοντα στη γη ο άνεμος παύει. Μεσ' απ' τα βλέφαρά μου το δυνατό φως του ήλιου πλημμυρίζει το σώμα μου. Σαν να κοιτώ απ' έξω, με βλέπω διάφανη και λες κι έχω φτερά κόκκινα και πορτοκαλί στα όρια του σχήματός μου, μια επιστημονική φαντασία. Ονειρεύομαι ότι το σώμα μου είναι άψυχο, πρηνές, παραδίδει την αδιαφάνειά του.

            Kαθώς ξυπνώ νιώθω ένα βάρος στο στήθος. Και να, καθώς ανοίγουν τα μάτια μου, ένα μεγάλο καφετί πουλί κουρνιασμένο στο στομάχι μου ρίχνει σκιά στο πρόσωπό μου. Ανασηκώνω το κεφάλι μου καθώς το πουλί τσιμπά το στήθος μου κι αναρωτιέμαι αν ζω ή πέθανα. Πανικοβάλλομαι και το πουλί απλώνει τα φτερά του, πατώντας λίγο πιο βαθειά στο στήθος μου για να πετάξει.

 

φάρος

Ύπνος: Μέθοδος Περιστροφής – Ανυψώνομαι από μια καταπακτή του δαπέδου προς τον πύργο όπου βρίσκεται το φως. Το φως εδώ δεν είναι απλώς εξοπλισμός, αλλά παρουσία και ρυθμίζουσα δύναμη. Το φως δεν βρίσκεται απλώς μες στο κτίριο, το κατοικεί και το εμψυχώνει.

            Το ίδιο το φως είναι τόνοι γυάλινων πρισμάτων στερεωμένων σε μια τετράπλευρη μπρούντζινη κεφαλή. Είναι διαρρυθμισμένα σε ομόκεντρους κύκλους και κάθε όψη διαγράφει έναν μεγάλο οφθαλμό. Κάθε πρίσμα είναι μια σύνθετη καμπύλη γυαλισμένου, πρασινόχρωμου γυαλιού. Κάθε ένα είναι αφοσιωμένο σε μία τοποθεσία και υπάρχουν εκατοντάδες από δαύτα.

            Όταν πέφτει ο ήλιος, το φως ανάβει αυτόματα, περιστρεφόμενο μες στο σκοτάδι. Όταν βρίσκομαι στο δωμάτιο κοιτώντας το ν' αρχινά, παρακολουθώ ένα ζωντανό πράγμα που το κινητοποιεί αόρατη πηγή. Όταν είμαι στο ισόγειο η παρουσία του λαμβάνει μυθικές διαστάσεις: μια ογκώδης μορφή κεφαλής με τέσσερις όψεις κι ένα μάτι σε κάθε όψη, τέσσερις Κύκλωπες σε διάταξη εξωστρεφούς κύκλου.

            Το πρώτο σκοτάδι στο κτίριο αυτομάτως εκκινεί την περιστροφή του φωτός. Το θηριώδες βάρος αλέθει από πάνω μου διαποτίζοντας το κτίριο από μπετόν μισό μέτρο πάχος με μια δόνηση σαν γαργαλητό. Έξω, ριπές φωτός σαρώνουν τους βράχους σε σύντομα τακτικά διαστήματα. Κοιτώντας απ' το παράθυρο υπάρχει διαρκής φωτεινή άφιξη στο σκοτάδι, παρά αναβόσβημα. Όταν η ατμόσφαιρα είναι ομιχλώδης ή θολή όλο το έξω γίνεται λευκό καθώς το φως ανακλάται και ονοματίζει κάθε σωματίδιο του αέρα. Όταν πλαγιάζω στο σκοτάδι, με τα μάτια κλειστά, η σύντομη λάμψη τσιμπολογά τα βλέφαρά μου.

            Ακολουθεί καθαρός και βέβαιος ύπνος. Νωρίς το πρωί το φως κλείνει κι εγώ ξυπνώ. Μετά από μερικές μέρες διαβίωσης σ' αυτό το φωτοκατοικημένο κτίριο είμαι περιέργως εξαρτημένη από την ρύθμισή του. Έχει μετατραπεί σε λυρικό εργαλείο μέσω του οποίου ο οργανικός χρόνος χάνεται.

            Κοιμάμαι και ξυπνώ βάσει του φωτός. Περί τα μέσα Ιουνίου οι μέρες μακραίνουν κι οι νύχτες μικραίνουν. Ώς να τελειώσει ο Ιούνιος η νύχτα έχει πάψει εντελώς, το ίδιο και το περιστρεφόμενο φως. Αρχίζω να έχω αϋπνίες, απορρυθμισμένη από την ατελείωτη, βαριά ακινησία του φωτός.