Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .μεταφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .μεταφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15.1.23

charles simic _ 3 ποιήματα


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τσαρλς Σίμικ 

(Βελιγράδι, 9 Μαΐου 1938 – Ντόβερ, Νιου Χάμπσαïρ, ΗΠΑ, 9 Ιανουαρίου 2023)


ΚΟΙΤΑΖΑ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

Να ξεφυλλίζει μανιασμένα
Μία χοντρή εγκυκλοπαίδεια
Πεταμένη στα σκουπίδια,
Όλος βιασύνη νά βρει απάντηση.

 

Η ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ

Σαν σκίτσο άντρα στην έρημο,
Που πεθαίνει απ’ την δίψα, στα γόνατα,
Μα βλέπει ξάφνου μπρος του
Λιμνούλα δροσερή και λίγους φοίνικες,

Κάποτε πλησιάζοντας Σικάγο με το τραίνο,
Είδα χιονισμένη μια βουνοκορφή
Που ήξερα πολύ καλά πως δεν υπήρχε,
Συνέχιζα όμως να κοιτώ, βλέποντας κιόλας

Χλωρό λειβάδι με πρόβατα να βόσκουν,
Όταν σύννεφα μαύρου καπνού
Στροβιλιστήκαν πάνω απ’ τα θεόρατα χαλυβουργεία
Και μού ’κρυψαν από τα μάτια τ’ όμορφο όραμα.

 

ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ Ή ΣΤΟΝ ΞΥΠΝΙΟ;

Άντρας τρέχει ξοπίσω μου στον δρόμο:
Θέλει να μου πουλήσει ένα ρολόι χειρός.
Μοιάζει ιεροκήρυκας του παλιού καιρού,
Ωχρός σαν φάντασμα, μαυροντυμένος.

Το ρολόι του σιδηροδρομικού σταθμού
Ήταν σταματημένο: έντεκα παρά πέντε.
Το άλλο πάνω απ’ την είσοδο της τράπεζας
Ορκιζόταν πως κόντευε τρεις

Όταν αυτός με πλεύρισε με το ρολόι του
Για να περιεργαστώ και να θαυμάσω
Την απουσία δεικτών και αριθμών
Πριν μου κοπεί η ανάσα απ’ την τιμή.

 

μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

~

 

Εν είδει σύντομου αποχαιρετισμού, τρία ποιήματα από το τελευταίο βιβλίο του, Καμμιά Ξηρά εν Όψει (2022), όπως δημοσιεύθηκαν στο τ. Ιαν. 2023 του "The Books' Journal".

[φωτ.: Π.Ι., Κρακοβία, Μάιος 2008]

 

 

 

15.12.21

Δύο κινεζικά ποιήματα αποχωρισμού


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Μπάι Τζουγί

 



Δύο ποιήματα αποχωρισμού
από τον φίλο του, Γιούαν Τζεν

 

 

 

              Πλάι στη λίμνη, με την σκέψη σ’ εκείνον

 

Άνοιξη δίχως σύντροφο – λιγοστοί περίπατοι

 

Κάθε χαρά χωρίς εσένα, πιο λίγη από μισή

Κι ακόμα λιγότερη σήμερα –

σχεδόν ανυπόφορος ο Κήπος

με τις Βερικοκιές

 

Είχαν βγει για περίπατο όλοι

Εσύ όχι

 

 

*

 

              Μελαγχολία μετά την αναχώρησή του

 

Βρέχει φύλλα νεκρά

Φυσάει ξερά λουλούδια

 

Λυπητερό φθινόπωρο ξανά

φυτρώνει εδώ –

απόμερη ερημιά

Χειρότερα –

χώρισα μόλις απ’ τον φίλο

Μέσα μου πια καμμιά χαρά

 

Και ας τον ξεπροβόδισα κι ας βρίσκεται

η καρδιά μου πιο πέρα

κι από την Πέρα Πύλη

 

Καμμιά ανάγκη γι’ αμέτρητους φίλους

καλύτερα δυο σκέψεις ταιριαστές

 

Μόνο ένας φίλος έφυγε και βρέθηκα

σ’ ερημωμένη πόλη                                     

 

 

      ~ ελεύθερη εκδοχή: Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

 

*

 

Όπως οι περισσότεροι ποιητές της Αυτοκρατορικής Κίνας, έτσι και ο Μπάι Τζουγί (Bai Juyi, 772-846) και ο Γιούαν Τζεν (Yuan Zhen, 779-831, γνωστότερος ως πεζογράφος) υπήρξαν και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της αυτοκρατορικής διοίκησης, τον καιρό της Δυναστείας Τανγκ (618-907): της χρυσής εποχής, δηλαδή, της κλασσικής κινεζικής ποίησης. Γνωρίστηκαν όταν έδιναν εξετάσεις (ΑΣΕΠ avant la lettre, απολύτως αδιάβλητες) για να προσληφθούν· φυσικά, έπρεπε να αριστεύσουν και στην ποιητική σύνθεση. Τούτο δεν σήμαινε μόνον να γνωρίζουν τους (πολλούς και αυστηρούς) κανόνες για την συγγραφή των διαφορετικών ειδών ποιημάτων, αλλά και όλη την ποιητική γραμματεία, από την πρώτη αρχή της ώς τις μέρες τους. Και μάλιστα απ’ έξω κι ανακατωτά, ώστε να είναι σε θέση να υφαίνουν πάντα μες στα δικά τους ποιήματα –απαραίτητο στοιχείο της τέχνης τους– λεπτές, πρωτότυπες, αλλά αναγνωρίσιμες αναφορές σε παλαιότερα ποιήματα άλλων.

 

Έγιναν φίλοι αμέσως (κάποιοι λεν: κι εραστές). Μα, καθώς συχνά υπηρετούσαν ο ένας στη μια, κι ο άλλος στην άλλη άκρη της αχανούς Αυτοκρατορίας, έσμιγαν αραιά και πού: κάθε που ο Αυτοκράτορας αποφάσιζε για τις νέες προαγωγές και μεταθέσεις, και τους καλούσε στην πρωτεύουσα να τις ανακοινώσει. Μετά το πέρας μιας από αυτές τις συναντήσεις τους, μπήκαν μες στα πλεούμενά τους, να φτάσουν ο καθένας στην επαρχία όπου όφειλε, σε κατευθύνσεις αντίθετες.

 

Είπε τότε ο Μπάι Τζουγί (ή μήπως ήταν ο Γιούαν Τζεν;):

– Άσε με να σε συνοδεύσω μερικά μίλια προς τα εκεί που πας, και μετά γυρνάω πάλι. Έπλευσαν έτσι λίγα μίλια, συζητώντας, ανταλλάσοντας στίχους, και σιωπώντας.

Όταν ήρθε η στιγμή να χωρίσουν, είπε ο Γιούαν Τζεν (ή μήπως ο Μπάι Τζουγί):

– Άσε να πλεύσω πλάι σου λίγα μίλια ακόμη, κι ύστερα επιστρέφω.

Αυτό επαναλήφθηκε κάμποσες φορές, μέχρι που νύχτωσε.

Βγήκε το φεγγάρι, τους είδε να συνεχίζουνε το πέρα-δώθε ώς την αυγή.

Τότε χωρίσαν, και πήρε ο καθένας τον δρόμο του.

 

Μετά από κάποιον απ’ αυτούς τους αποχαιρετισμούς και αποχωρισμούς, θα έγραψε ο Μπάι Τζουγί τα δυο ποιήματα που με συγκίνησαν όσο κι η μικρή ιστορία του πηγαινέλα στο ποτάμι, και θέλησα να αποδώσω στη γλώσσα μας το 2009. Έτσι, μού είναι δύσκολο σήμερα να εξακριβώσω ποιες αγγλικές και γαλλικές μεταφράσεις χρησιμοποίησα – αλλά θαρρώ δεν έχει και μεγάλη σημασία, τόσο ελεύθερες που είναι οι ελληνικές εκδοχές. Εξάλλου, και τα λίγα στοιχεία που προηγήθηκαν, από μνήμης παραθέτω· μπορεί και να μην έγιναν έτσι ακριβώς.

 

~

 

Αυτή ήταν η συμβολή μου στο αφιέρωμα στην Κίνα που επιμελήθηκε ο Γιώργος Χουλιάρας στο περιοδικό "χάρτης", τ. 36, Δεκ. 2021.

Η φωτογραφία μου είναι από την Πάτμο, Αύγ. 2017.

17.4.20

jane hirshfield _ τίποτε απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί



























[δημοσιευμένο στο "Βιβλιοδρόμιο" των "Νέων", Μ. Παρασκευή 17 Απριλίου 2020 - https://www.tanea.gr/2020/04/18/lifearts/by-the-book/tipote-ap-ayta-den-xreiazotan-na-symvei/]

επιμέλεια: Δημήτρης Δουλγερίδης

Tο ερέθισμα πρέπει να πιστωθεί εξαρχής στον Παναγιώτη Ιωαννίδη, που τη σύστησε στο «Βιβλιοδρόμιο». Οχι μόνο ως μεταφραστής της, αλλά και ως ευαίσθητος δέκτης της ποίησης που γράφεται σήμερα. Δεν του το είπα όταν μου έστειλε τους πρώτους στίχους της Τζέιν Χέρσφιλντ - «έχω μια στοίβα χαρτί/ μια θήκη μελάνι» -, αλλά η εσωτερική μηχανή αναζήτησης είχε ξεκινήσει ήδη τις εκτροπές από την κανονική τροχιά. Θυμήθηκα αυτομάτως τον στίχο του Σεφέρη «το χαρτί σκληρός καθρέφτης», για να ενώσει - τάχα - δύο στιγμές από την ίδια οικουμενική αγωνία της ποιητικής γραφής. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Κι ύστερα πιάστηκα από ορισμένες λέξεις μέσα στα πέντε ποιήματα που μετέφρασε για να σχηματίσω στα τυφλά μια διαδρομή ως τη Χέρσφιλντ: «αλυσοδένει» (σίγουρα αυτό το ρήμα), «ελαφίνα», «να μην πουν», «διαβάσαμε, ψάλλαμε και κάηκε», «ερωδιός», «Μπαχ», «Σβάλμπαρντ». Προφανώς δεν είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για να φτάσεις στην πηγή. Πώς μπορείς να «μάθεις» την ποιήτρια αν δεν βιώσεις τα ποιήματά της ως εμπειρίες; Φαίνεται, άλλωστε, πως μια αντίστοιχη ιδέα είναι κεντρική στην τέχνη, αλλά και τη δοκιμιογραφία της. Στο Hiddenness, uncertainty, surprise (Newcastle / Bloodaxe Poetry Lectures, 2008) ανατρέχει από τον Ομηρο ώς τον Καβάφη, τον Ρόμπερτ Φροστ, τον Οντεν κ.ά., για να καθαρίσει με το πινελάκι το χώμα από τρεις ποιητικές «ενέργειες»: την κρυπτικότητα («δεν υπάρχει παράδεισος που δεν κρύβει μέσα του το άγνωστο»), την αβεβαιότητα («εάν σκοπός της ποίησης είναι να μεγεθύνει την ανθρωπιά μέσα μας, τότε πρέπει να είναι και η ίδια αβέβαιη»), την έκπληξη («τα ποιήματα που διαρκούν είναι εκείνα που δεν χάνουν τη δύναμη να εκπλήσσουν»). 

Μέχρι να φτάσει στη συλλογή Ledger (Knopf Doubleday και Bloodaxe Books, 2020), απ' όπου ο Π. Ιωαννίδης μετέφρασε πέντε ποιήματα ειδικά για το «Βιβλιοδρόμιο», η 68χρονη Νεοϋορκέζα Τζέιν Χέρσφιλντ έχει κερδίσει μια θέση με αξιώσεις στη σύγχρονη αμερικανική ποίηση. Εχει εκδώσει άλλες οκτώ συλλογές, εκ των οποίων το Given sugar, given salt (2001) είχε φτάσει στην τελική πεντάδα για το Εθνικό Βραβείο Κριτικής (ΗΠΑ), το After (2006) ήταν υποψήφιο για το Βραβείο T.S. Eliot (Μ. Βρετανία) και το «Come, thief» (2011) για το Βραβείο PEN USA. Η ποιητική έμπνευση, εξάλλου, η αγωνία μπροστά στον αυτοσχεδιασμό, η γεωμετρία της γλώσσας, οι μεταφυσικές εικόνες την απασχολούν και στα δοκίμια που εξέδωσε, στο Nine gates: entering the mind of poetry και το Ten windows: how great poems transform the world

Όσο περιορισμένη και αν είναι η πρόσληψη από τα πέντε ποιήματα που δημοσιεύονται σήμερα, ο αναγνώστης μπορεί να περάσει στη μεγάλη εικόνα: τον ανθρώπινο κόσμο που μέσα στα ποιήματα της Χέρσφιλντ είναι αναπόσπαστο κομμάτι του φυσικού (δύσκολα λογοκρίνει κανείς εδώ μια σκέψη για την καταγωγική έμπνευση από τον Γουόλτ Γουίτμαν)· το ενδιαφέρον της για τη βιολογία και την «ενσυναίσθηση» για το φυσικό περιβάλλον που πληγώνουμε (στο «Ω, σαλίγκαρε» ειδικά ο έλληνας αναγνώστης θα αναγνωρίσει την αναφορά στο Μάτι και την προπέρσινη πυρκαγιά)· το αίσθημα αβεβαιότητας απέναντι στις φάρσες της ύπαρξης· τον μινιμαλισμό ως δόκιμο ύφος για να αποδοθεί η αναμέτρηση με το άγνωστο. 

Ακολουθεί ένα κείμενο της Τζέιν Χέρσφιλντ, βασισμένο στην ηλεκτρονική αλληλογραφία της με τον Παναγιώτη Ιωαννίδη, γραμμένο για να συνοδεύσει τις εδώ δημοσιευόμενες μεταφράσεις:

Οι άνθρωποι, στις κρίσεις και τις μεταβάσεις, διψούν για ποιήματα. Ποτέ δεν ανέμενα να γίνω ποιήτρια της δημόσιας στιγμής – αλλά τα τελευταία χρόνια, συμβαίνει όλο και περισσότερο. Η εφημερίδα του Σαν Φρανσίσκο μού ζήτησε κάτι περί αυτοπροστασίας κατ' οίκον, όπως το λέμε εδώ – ευτυχώς, είχα ήδη γράψει ένα ποίημα, μιας και δεν μπορώ καθόλου να γράφω κατά παραγγελίαν. Το δημοσίευσαν κατευθείαν, κι αμέσως ταξίδεψε πολύ και μακρυά, με τον τρόπο που σήμερα γίνεται. Μου συνέβη και διάφορα άλλα ποιήματά μου να γίνουν viral (νομίζω χρειαζόμαστε έναν άλλο όρο γι' αυτό, τώρα δα), απ' όταν άρχισε η παρούσα πανδημία. Ποιήματα γραμμένα για έναν λόγο, ξαφνικά μιλούν μες σε μιαν ολωσδιόλου άλλη περίσταση. Το ποίημα που ανοίγει το καινούργιο βιβλίο, το Κατάστιχο, “Να μην πουν”, δημοσιεύθηκε αρχικά ως ποίημα πολιτικού σχολιασμού την ημέρα της ορκωμοσίας του Προέδρου το 2017, και διαβάστηκε από σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα – μα το έγραψα πολύ νωρίτερα, το 2014, μόνο με την περιβαλλοντική καταστροφή κατά νου. Τώρα αυτό το ποίημα, αλλαγμένο πάλι, μιλά προς την πεισματική αδιαφορία για τον ερχομό της πανδημίας από τις 'κυβερνήσεις', την δική μου και άλλων.

Ζούμε, έτσι νιώθω, σε τρεις κόσμους τώρα – τον παλιό, τάχα-μου-κόσμο, που συνεχίζει όσο μπορεί και είναι ανάγκη. Σ' αυτόν τον κόσμο, ένα βιβλίο μου μόλις εκδόθηκε, ακριβώς μέσα στο μάτι του κυκλώνα των ειδήσεων και του κόσμου, και συνεχίζω να κάνω πράγματα γύρω απ' αυτό, αν και όχι τις δεκάδες δημόσιες συγκεντρώσεις που υπήρχαν στο ημερολόγιό μου. Ύστερα είναι ο τρέχων, τούτη τη στιγμή, ως-έχει-κόσμος, όπου μένω σε απόσταση από τους άλλους, στο μικρό σπιτάκι μου στην εξοχή, με τα πολλά παράθυρα, καταμεσής του ανθισμένου κήπου του, παίρνω τα ψώνια κάθε δυο βδομάδες, και παρακολουθώ τις ειδήσεις για αναρίθμητες τραγωδιίες ανθρώπων για τους οποίους αυτό δεν είναι ειδήσεις που “ακούς” ή “παρακολουθείς”... Κι ύστερα είναι ο κι-αν-κόσμος, αυτός που έρχεται, μα που δεν μπορούμε ακόνα να διακρίνουμε, στον οποίον τα πάντα θα έχουν αλλάξει από αυτό – αλλά πώς;

Για μένα, αυτές οι εβδομάδες, μέχρι στιγμής, έχουν υπάρξει καιρός της μετάβασης.

Για πολλούς ανθρώπους, το πιο δύσκολο πράγμα, λένε, είναι ότι νιώθουν ανήμποροι. Αν τα ποιήματά μου μπορούν να βοηθήσουν κάποιον άλλον άνθρωπο, να δράσουν ως σύντροφος ή παρηγοριά, αυτό βοηθά εμένα. Σε τούτον τον καιρό της απόστασης, οι λέξεις ταξιδεύουν ανάμεσά μας, ανάμεσα σε τόπους και χρόνους, όπως έκαναν πάντα, οικείες και άμεσες σαν το άγγιγμα από το χέρι του εραστή στο δέρμα. Τα ποιήματα υπερβαίνουν την απόσταση. Την διαψεύδουν. Φέρουν εντός τους την υπόσχεση και την πραγματικότητα της εμμένουσας σύνδεσης – του ενός με τον άλλον, και με όλους τους πέραν-του-ανθρώπου γείτονές μας σ' αυτόν τον εύθραυστο πλανήτη.”


*

Πέντε ποιήματα από το βιβλίο της Κατάστιχο (Knopf Doubleday και Bloodaxe Books, 2020)


MΙΑ ΣΤΟΙΒΑ ΧΑΡΤΙ

Έχω μια στοίβα χαρτί
μια θήκη μελάνι,

αμύγδαλα,
καφέ,
ένα φουλάρι μάλλινο να με ζεσταίνει.

Ό,τι αλυσοδένει την ψυχή,
έχω φέρει εδώ.

Ό,τι απομακρύνει την καρδιά,
έχω φέρει εδώ.

Μια ελαφίνα κάθεται στα πισινά της
κι ανασηκώνεται να φτάσει ένα μήλο,

κι ας είναι τόσα μήλα πεσμένα στο χώμα.

*

ΝΑ ΜΗΝ ΠΟΥΝ

Να μην πουν: δεν το είδαμε.
Είδαμε.

Να μην πουν: δεν το ακούσαμε.
Ακούσαμε.

Να μην πουν: δεν το γεύτηκαν.
Φάγαμε, τρέμοντας.

Να μην πουν: δεν ειπώθηκε, ούτε και γράφτηκε.
Μιλήσαμε,
ήμασταν μάρτυρες με φωνές και με χέρια.

Να μην πουν: δεν έκαναν τίποτε.
Κάναμε όχι αρκετά.

Ας πουν, μιας και κάτι πρέπει να πούνε:

Κηροζίνη – μια ομορφιά.
Κάηκε.

Ας πουν πως καθήσαμε να μας ζεστάνει,
στο φως της διαβάσαμε, ψάλλαμε,
και κάηκε.

*

ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΑΟΡΑΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ

Ούτε ένα απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί.
Ούτε η Φλόριντα. Ούτε το ράμφος του ερωδιού. Ούτε το νερό.
Ούτε το αδειανό σώμα του λίμουλου, ούτε κι ο αστερίας που ζει.
Η εξέλιξη μπορεί να είχε στρίψει στη γωνία αριστερά και να 'χε πάρει άλλον δρόμο εντελώς.
Ο αστεροειδής μπορεί να είχε αστοχήσει.
Οι φλέβες του ασβεστόλιθου δεν ήταν ανάγκη να είναι ευαίσθητες στην άμμο και στις αβικέννιες.
Το ραδιόφωνο μπορεί να είχε βρει άλλη μουσική.
Οι γοφοί ενός άντρα και οι γοφοί ενός άλλου μπορεί να είχαν σταθεί πλάι πλάι
σε ένα λεωφορείο στο Αλέππο και να είχαν αλληλοαναγνωρισθεί ως αδελφοί από καιρό χαμένοι.
Το κλειδί μπορεί να είχε σπάσει μες στην κλειδαριά και το κουτί με τα καρφιά να αρνιόταν το καπάκι του.
Εγώ μπορεί να ήμουν το ψάρι που κατάπιε ο πελεκάνος.
Εσύ μπορεί να έκανες σαν το φεγγάρι που δεν έλεγε να δύσει, ώρες αφού νομίζαμε πως θα έδυε,
ώρες αφού ο ήλιος σκάλωνε μέσα στους χαμηλούς βοστρύχους των κυμάτων που έσκαγαν
υπό γωνία ορισμένη. Το φως μπορεί να μη φαγώνονταν ξανά από την μετατόπισή του.
Αν το αβάσταχτο δεν ήταν αβαρές μπορεί και να λυγίζαμε κάτω από τον πόνο
όσων δεν άλλαξαν ακόμη. Στην άλλη άκρη του κόσμου ένας άντρας τραβάει μια γυναίκα έξω απ' το νερό
– κι απ' το νερό, η υπερπλήρης βάρκα απ' όπου πήδησαν, χάθηκε εντελώς.
Απ' το νερό τραβάει έξω ένα παιδί, ύστερα άλλο. Και τα δυο ζουν και θα εξακολουθήσουνε να ζουν.
Αυτό δεν χρειαζόταν να συμβεί. Τίποτε απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί.

*

ΤΩΡΑ ΦΤΑΝΕΙ ΣΚΟΤΑΔΙ

Κρατώ τη ζωή μου με δυο χέρια.
Περπατώ με δυο πόδια.
Δύο αυτιά αρκούν για να ακούς τον Μπαχ.

Αν τυφλωθεί απ' το ένα, ο άνθρωπος βλέπει με το άλλο μάτι.

Τώρα φτάνει μέγα σκοτάδι.
Και των δυο ματιών σκοτάδι.

Έχω ένα στόμα.
Κρατά δυο λέξεις.
Ναι, Όχι,
μέσα σ' όλες τις άλλες.

Ναι. Όχι. Όχι. Ναι.

Λέω ναι σ' αυτές τις λέξεις, ως οφείλω,
και επίσης τις αρνούμαι.

Τα δυο μου πόδια,
πλασμένα για να προχωρούν,
υπάκουα στο αδύνατον-να-ξέρεις και στο έτσι-πρέπει,
πατούν μες στον καιρό που φτάνει.

*

Ω ΣΑΛΙΓΚΑΡΕ

Κάτω απ' τους πάγους του Σβάλμπαρντ, φλέβες κάρβουνου από την Λιθανθρακοφόρο Εποχή.
Η καλή αγρότισσα εναλλάσσει τα σπαρτά της.
Δεν παραπονιούνται τα σπαρτά. Είναι η μοίρα μίσχων και δασών να εξαφανίζονται.
Πυρκαγιές πέρσι: Αυστραλία, Πορτογαλία, Ελλάδα. Φέτος: Καλιφόρνια.
Ω σαλίγκαρε, έγραψε ο Ίσσα, ανέβαινε το Φούτζι αργά, αργά.


μτφρ. ποιημάτων και κειμένου τής Τ.Χ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

[φωτ.: Erik Castro]




6.1.20

υπέρ μελαγχολίας

























ΥΠΕΡ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ

του Alain de Botton [από το facebook, 5.i.2020 - πρόχειρη μτφρ.: Π.Ι]

Η μελαγχολία δεν είναι οργή ή πικρία, είναι ένα ευγενές είδος λύπης που αναδύεται όταν δεχόμαστε ως γεγονός την εγγενή δυσκολία της ζωής όλων, την οδύνη και την απογοήτευση ως πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι πάθηση που χρήζει θεραπείας - με καρδιά μαλακωμένη, ήρεμα και απαθώς, αναγνωρίζουμε πόσο πολύ πόνο πρέπει αναποφεύκτως να διασχίσουμε όλοι.

Η σύγχρονη κοινωνία τείνει να τονίζει το ανάλαφρο και το χαρούμενο. Δεν ανέχεται τις μελαγχολικές καταστάσεις, κι επιθυμεί είτε να τις ιατρικοποιήσει -και συνεπώς να τις 'λύσει'- είτε ολωσδιόλου να τους αρνηθεί την νομιμότητά τους. Η μελαγχολία συνδέει τον πόνο με την σοφία και την ομορφιά. Απορρέει από μια δίκαιη συνειδητοποίηση της τραγικής δομής κάθε ζωής. Μπορούμε, στις μελαγχολικές καταστάσεις, να καταλάβουμε δίχως μανία ή συναισθηματισμό, πως κανένας δεν καταλαβαίνει κανέναν, πως η μοναξιά είναι οικουμενική και πως κάθε ζωή έχει πλήρες μερίδιο στην ντροπή και την θλίψη. Η σοφία της μελαγχολικής στάσης (εν αντιθέσει προς την πικραμένη ή την θυμωμένη) έγκειται στην κατανόηση ότι δεν αποτελούμε εξαιρέσεις, η οδύνη μας ανήκει στην ανθρωπότητα εν γένει. H μελαγχολία έχει ένα άρωμα απρόσωπης αντιμετώπισης της οδύνης. Είναι γεμάτη από έλεος για την ανθρώπινη συνθήκη. Υπάρχουν μελαγχολικά τοπία και μελαγχολικά μουσικά κομμάτια, μελαγχολικά ποιήματα και μελαγχολικές ώρες της μέρας. Σε αυτά, βρίσκουμε την ηχώ του δικού μας άλγους, που μας επιστρέφεται χωρίς κάποιες από τις προσωπικές συνδέσεις που, όταν μας πρωτοχτύπησε, το έκαναν ιδιαιτέρως μαρτυρικό. Αποστολή της κουλτούρας είναι να τρέπει την λυσσαλέα οργή και την τρελλή χαρά σε μελαγχολία. Όσο περισσότερο ικανή για μελαγχολία είναι μια κουλτούρα, τόσο λιγότερο τα μέλη της χρειάζεται να νοιώθουν κατατρεγμένα από τις αποτυχίες τους, τις χαμένες ψευδαισθήσεις τους και τις τύψεις τους. Η μελαγχολία -όταν μπορούμε να την μοιραστούμε- είναι η αρχή της φιλίας.

1.12.17

Louise Bourgeois / Roni Horn













ΛΟΥΙΖ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑ / ΡΟΝΙ ΧΟΡΝ

 

Εισαγωγικά σημειώματα και μετάφραση.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

 

Louise Bourgeois (Παρίσι 1911 – Νέα Υόρκη 2010)

Οι γονείς τής Λουίζ Μπουρζουά επιδιόρθωναν φθαρμένες ακριβές ταπισσερί, δουλειά στην οποία από νωρίς βοήθησε η κόρη, σύντομα διαπρέποντας, όχι μόνο με την προσεκτική εργασία της, αλλά και με την δημιουργική καλλιτεχνική φαντασία της, όταν έπρεπε να συμπληρωθούν εκτενέστερα τμήματα των οποίων το αρχικό περιεχόμενο ήταν πια αφανές. Από εκείνη την εποχή, ίσως, και το ενδιαφέρον της για τα κάθε είδους υφάσματα, και για την επανεπίσκεψη κάποιων θεμάτωνς κατά την διάρκεια της πορείας της.

 

Σπούδασε εικαστικά με αρκετές δυσκολίες, και μετακόμισε νέα στις ΗΠΑ. Εκεί, το εξαρχής ιδιότυπο έργο της (αρχικά, 'πριμιτίφ' κατασκευές από ευτελή υλικά, όπως φτηνά ξύλα) άρχισε να εκτιμάται σταδιακά – αλλά μόνον σε πολύ προχωρημένη ηλικία η Λ.Μ. αναγνωρίστηκε ως η μείζων καλλιτέχνις που σήμερα θεωρούμε ότι υπήρξε.

 

Η γραφή τής ήταν σημαντική: στα τετράδια εργασίας της, σε κείμενα που συνόδευαν εικόνες της, αλλά και καθεαυτή, ως ύλη για τα εικαστικά της έργα.


Η Ρόνι Χορν έγραψε γι' αυτήν με τα δυο 'βασιλικά' ονόματα (Λουίζ Ζοζεφίν) και το επίθετο που σημαίνει “αστή” στα γαλλικά: “
Aν το όνομα είναι πεπρωμένον, η Λουίζ είναι οξύμωρον.”


*

 













Roni Horn

“Βαριέμαι την ομορφιά, η πρόθεση μού πέφτει βαριά.”


Η εικαστικός Ρόνι Χορν (γεν. Νέα Υόρκη, 1955) παρουσίασε ως πτυχιακή της εργασία μιαν Εκτροφή Μυρμηγκιών (
Ant Farm, 1975). Ανάμεσα σε δυο κατακόρυφους υαλοπίνακες, ήταν εγκλωβισμένο καστανόχωμα και μυρμήγκια: καθένας μπορούσε να τα δει να κινούνται και να σκάβουν λαγούμια.

 

Η Ρ.Χ. σχεδιάζει, ζωγραφίζει, φωτογραφίζει, φτιάχνει κατασκευές και εγκαταστάσεις. Εδώ και αρκετά χρόνια, μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ ΗΠΑ και Ισλανδίας. Την απασχολούν έντονα η έννοια του ζεύγους ή του διπλού· η ταυτότητα (“Η μεταλλασσόμενη εκδοχή της ταυτότητας δεν είναι παρέκκλιση... η αμετάβλητη εκδοχή είναι η παρέκκλιση”)· το νερό (“Ποτέ δεν χάνει την ταυτότητά του, είναι πάντα διακριτά ο εαυτός του”)· η σχέση ανθρώπου και τόπου (“Αν δεν ξέρεις πού είσαι, μπορείς να ξέρεις ποια είσαι;”· “Κάθε μέρος είναι μοναδικός τόπος αλλαγής”)· η επιθυμία και η μνήμη (“Δεν έχει μορφή ζεύγους η μνήμη; Και η επιθυμία επίσης; Δεν είναι κεντρικές για την ταυτότητα;”)· η σχέση θεατή και θεόμενου. “Ο θεατής είναι πάντα το ήμισυ της θέας.” “Φιλοδοξώ να κάνω την εμπειρία που έχει ο κόσμος από το έργο, το ίδιο το νόημα του έργου. Κάθε αυτόπτης μάρτυς είναι αυθεντία.” 

 

Συχνά φτιάχνει δυο πανομοιότυπα σχέδια ή αντικείμενα, και τα εκθέτει απομακρυσμένα το ένα από το άλλο (στην ίδια ή σε διαφορετικές αίθουσες): οι θεατές δεν παύουν να αναρωτιούνται αν είναι εντελώς όμοια· προσπαθούν να ανακαλύψουν αν και σε τι διαφέρουν. “Αναζητάς τις διαφορές, ασχέτως τού αν το ζεύγος είναι ταυτόσημο – και, αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τις βρίσκεις. Είναι σαν να στέκεσαι στην άκρη του απείρου όπου τα πράγματα αρχινούν μα δεν τελειώνουν.” “Ανακάλυψα αρκετά νωρίς ότι... ένα μονό αντικείμενο δεν μου έδινε το είδος σχέσεως που ενδιαφερόμουν να έχω με τον θεατή. Επειδή η μοναδικότητά του οδηγεί περισσότερο προς έναν διαχωρισμό από τον θεατή. Έτσι κατέληξα στην ιδέα του ζευγαρωμένου αντικειμένου, που διέχεε αυτή την δυνατότητα. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί ένας χώρος όπου ο θεατής θα κατοικούσε το έργο, ή τουλάχιστον θα γινόταν μέρος του.” “Μιλώ για πράγματα που είναι μορφικώς επαναλαμβανόμενα αλλά εμπειρικώς αθροιστικά.” Και, όπως έγραψε επ' αυτού ο Carter E. Foster: “Αν δούμε το ίδιο πράγμα ξανά, δεν είναι ποτέ το ίδιο, είτε αλλάζει είτε όχι”.

Μια φωτογραφική εγκατάστασή της αποτελούνταν από δεκάδες μετωπικές, πολύ κοντινές προσωπογραφίες της ίδιας γυναίκας, φωτογραφημένης σε διάφορες μέρες κατά την διάρκεια πολλών μηνών, με μιαν έκφραση προσώπου που μεταβάλλεται ελάχιστα, αλλά πάντως πάντα λόγω των διαφορετικών καιρικών συνθηκών. “Όταν είσαι μαζί της στο δωμάτιο είναι σαν να προξένησες εσύ αυτές τις αντιδράσεις, γίνεσαι ο καιρός.” Τίτλος της εγκατάστασης:
The weather is you (Ο καιρός είσαι εσύ / είστε εσείς). “Ο θεατής γίνεται αντικείμενο ηδονοβλεψίας από την θέα. Περιβάλλεσαι από μια γυναίκα που σε παρατηρεί.” (Σε κάποιο σημειωματάριό της, η Ρ.Χ. έχει επίσης συλλέξει επίθετα που χρησιμοποιούνται εξίσου για τους ανθρώπους και για τον καιρό – π.χ. κακός, ωραίος, λαμπρός, ευμετάβλητος, ψυχρός, καθαρός, τρελλός, βαρετός, ακραίος, άγριος, συννεφιασμένος, υπέροχος, βαρύς, καταθλιπτικός, απειλητικός, βίαιος.)

 

Όπως θα έχει ήδη καταστεί προφανές, η γραφή είναι σημαντικό τμήμα της δουλειάς της: στα σημειωματάριά της, φυσικά· στα βιβλία που συνθέτει· αλλά και σε κάποια από τα έργα της – όπως, π.χ., στο Key and Cue (Κλειδί και Ατάκα) που ενσωματώνει στίχους τής Έμιλυ Ντίκινσον. Ή το Still Water (Ακίνητο [ή Νεκρό] Νερό): αποτελείται από δεκάδες κοντινές φωτογραφίες τής επιφάνειας του Τάμεση, πάνω στις οποίες έχουν τυπωθεί, σκορπισμένοι, πλήθος μικροί αριθμοί που παραπέμπουν σε σημειώσεις “με ό,τι σκεφτόμουν εκείνο τον καιρό”. Η γραφή την απασχολεί επίσης ευρύτερα: “Το να εμποδίζεις την αφήγηση είναι ένας τρόπος να εξασφαλίζεις το ενδιαφέρον του κόσμου”· “Η αναζήτηση της μεταφοράς είναι περιοριστική, συνήθως γίνεται εις βάρος του έργου. Ο κόσμος συχνά απορρίπτει ένα έργο αν δεν μπορεί να βρει την μεταφορά. Αλλά όταν απουσιάζει η μεταφορά, πρέπει να είσαι περισσότερο παρών”.

 

Ο κατάλογος της μεγάλης αναδρομικής έκθεσής της που φιλοξενήθηκε, μεταξύ των άλλων, και στην Ταίητ Μόντερν του Λονδίνου το 2009, είναι δίτομος. Στον ένα τόμο υπάρχουν φωτογραφίες των έργων. Ο άλλος είναι ένα είδος λεξικού: τα λήμματα (γραμμένα από την ίδια την Ρ.Χ., από κριτικούς και θεωρητικούς, αλλά και από άλλους καλλιτέχνες και συγγραφείς όπως η Ελέν Σιξού –της οποίας η Ρ.Χ. έχει κάνει μια σειρά φωτογραφικών πορτραίτων, τιτλοφορώντας την Index Cixous (Cix Pax)– ή η Ανν Κάρσον) αποτελούνται όχι μόνο από τίτλους έργων τής Ρ.Χ., αλλά και από λέξεις που παραπέμπουν στα θέματά της, σε έννοιες που την απασχολούν, κ.ά.. Ενδιαμέσως, τα λήμματα του τύπου “α βλ. β”, συνιστούν ενός είδους 'λιτανεία', εγκαθιστούν μια κυκλικότητα, και εικονογραφούν έτσι τον προβληματισμό της Ρ.Χ. για το ζήτημα της ταυτότητας (όπως εξάλλου και ο τίτλος του καταλόγου-λεξικού, και της ίδιας της έκθεσης: Ρόνι Χορν, επίσης γνωστή ως Ρόνι Χορν).

 

Μια άλλη της συνεργασία (με την Ανν Κάρσον και την Ελέν Σιξού και πάλι, καθώς και την Λουίζ Μπουρζουά και τον σκηνοθέτη κινηματογράφου Τζων Γουώτερς) πήρε την μορφή τετράτομου βιβλίου. Στο Underwater / Alice Offshore, η Ρ.Χ. έδωσε μια σειρά τίτλων έργων της για να σχολιασθούν (όλοι ή κάποιοι, κατά βούληση) από τους τέσσερις συγγραφείς.

 


 








Η LOUISE BOURGEOIS για την ΛΟΥΙΖ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑ

 

[από το: Louise Bourgeois, Destruction du pere / Reconstruction du pere – Ecrits et entretiens 1923-2000, Daniel Lelong Editeur, 2000]

 

ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΙΩΠΗ [αποσπ.]

 

(Εννέα λιθογραφίες με λεζάντες, τυπωμένες το 1947 από την Germor Press, Νέα Υόρκη)


Πίν. 3

 

            Μια μέρα, ένας άνθρωπος διηγιόταν μια ιστορία, εξαίρετη ιστορία εξάλλου, και που τον πλημμύριζε ευτυχία, αλλά την διηγήθηκε τόσο γρήγορα που κανένας δεν την κατάλαβε.

 

 

Πίν. 4

 

            Στα βουνά του κέντρου της Γαλλίας, προ σαράντα ετών, η ζάχαρη ήταν σπάνιο τρόφιμο.

            Τα παιδιά λάμβαναν ένα κομματάκι τα Χριστούγεννα.

            Ένα κοριτσάκι που το γνώρισα όταν ήταν μητέρα μου την θεωρούσε σπουδαία λιχουδιά και την φύλαγε σαν και τι.

            Έσκαβε μια τρύπα στο χώμα κι έκρυβε το κομματάκι της ζάχαρης, μα ξέχναγε πάντα πως το χώμα είναι υγρό.

 



ΑΥΤΗ ΤΟΝ ΕΧΑΣΕ


(Παραβολή που γράφτηκε το 1947 στο σημειωματάριο της καλλιτέχνιδας, και χρησιμοποιήθηκε σε περφόρμανς στο
Fabric Workshop, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ, το 1992, τυπωμένη σ' ένα πανώ μήκους 52 μέτρων. Αρχικά, το πανώ ήταν τυλιγμένο γύρω από έναν άντρα. Σταδιακά, ένας άντρας και μια γυναίκα το ξετύλιγαν, και το ξανατύλιγαν γύρω από έναν άλλον άντρα και μιαν άλλη γυναίκα που ήσαν αγκαλιασμένοι. Κατά το ξετύλιγμα, οι θεατές μπορούσαν ν' αναγνώσουν το κείμενο.)

 

 

ΕΝΑΣ

 

ΑΝΤΡΑΣ

ΚΑΙ ΜΙΑ

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

ΖΟΥΣΑΝ

 

ΜΑΖΙ.

ΚΑΠΟΙΟ ΒΡΑΔΥ

 

ΕΚΕΙΝΟΣ ΔΕΝ ΓΥΡΙΣΕ

ΑΠ' ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ

 

ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ ΕΚΑΤΣΕ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ.

ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ

 

ΚΙ ΕΓΙΝΕ

ΠΙΟ ΜΙΚΡΗ

 

ΟΛΟΕΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ.

ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΚΑΠΟΙΟΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΗΡΘΕ

 

ΕΠΕΙΔΗ ΗΤΑΝ ΦΙΛΟΣ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΡΗΚΕ

 

ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ:

ΕΙΧΕ ΜΕΓΕΘΟΣ

 

ΜΠΙΖΕΛΙΟΥ.

 

 

Ο ΠΟΥΡΙΤΑΝΟΣ

 

(Κείμενο του 1947, αναφερόμενο στον Alfred H. Barr, τότε διευθυντή του MoMA της Νέας Υόρκης. Τυπώθηκε το 1990, συνοδευόμενο απο οκτώ λιθογραφίες, από τις εκδόσεις Osiris, Νέα Υόρκη.)  

Ι.


            Γνωρίζετε τον νεοϋορκέζικο ουρανό; Θα ‘πρεπε, λένε πως είναι ξακουστός. Είναι αξιοπρόσεκτος. Είναι κάτι σοβαρό. Θυμάστε τον παρισινό ουρανό; Πόσο είναι ευμετάβλητος, γκρίζος τον περισσότερο καιρό, συχνά χλιαρός και υγρός, ποτέ εντελώς καθαρός, αρέσκεται στα σύννεφα και στις σκιές· η βροχή, το αεράκι κι ο ήλιος καμμιά φορά συνεννοούνται για να εμφανιστούν μαζί. Μα ο ουρανός της Νέας Υόρκης είναι γαλανός, εντελώς γαλανός. Το φως είναι άσπρο, ένα άσπρο θριαμβικό κι ο αέρας σε αναζωογονεί κι επιπλέον είναι υγιεινός. Αυτός ο ουρανός δεν αστειεύεται. Είναι ωραίο πράγμα. Είναι καθαρός.

 

ΙΙ.


            Ήτανε ένας δρόμος στην Νέα Υόρκη, γεμάτος νεοϋορκέζικο ουρανό. Που απλωνόταν πάνω του σαν φύλλο γαλάζιου αλουμινίου. Ξέρω γιατί σε αυτό το συγκεκριμένο μέρος ο ουρανός ήταν τόσο γαλανός, τόσο εντελώς αυτός. Γιατί ορθωνόταν εκεί κατακόρυφα το πιο εντυπωσιακό κτίριο του κόσμου. Σ' αυτόν τον δρόμο, κοντά στον ουρανό και κοντά σ' αυτό το κτίριο, υπήρχε ένα σπίτι. Ο ουρανός, το κτίριο και το σπίτι γνωρίζονταν και αλληλοεκτιμούνταν.

 

ΙΙΙ.

 

            Δεν ήταν κτίσμα όπου ζούσαν. Αλλά όπου δούλευαν. Εκεί το θέμα ήταν η αποτελεσματικότητα, καθένας έμοιαζε καλοβαλμένος, υπήρχαν ένας σωρός γραφομηχανές και δακτυλογράφοι, αλλά όχι του συνήθους είδους. Ετούτες κέρδιζαν το ψωμί τους συντροφιά με ραφινάτους ανθρώπους και το γνώριζαν. Φαινόταν στις στάσεις τους και στους θορύβους που έκαναν.

 

IV.


            Σ' αυτό το κτίσμα υπήρχε ένας άντρας, πάντα υπάρχει, υπήρχε λοιπόν κάποιος άντρας και ήταν πολύ εντάξει. Ήταν αναπόσπαστο τμήμα του μέρους αυτού, όπως και το μέρος αποτελούσε τμήμα του. Όλος ο κόσμος τον αγαπούσε πολύ και τον σεβόταν. Τον δεχόταν γιατί δεν είχε μόνο καλή μόρφωση, αλλά και μεριμνούσε για όλα. Βασίλευε σ' αυτό το μέρος μια ατμόσφαιρα ακριβείας, οργάνωσης, επιτυχίας και εκπληρωμένης φιλοδοξίας.

 

V.


           
H αταξία ανέκυψε όταν έμεινε ανοιχτή μια πόρτα και, απ' ό,τι φαίνεται, κάποιος μπήκε. Ίσως να επρόκειτο για παράλειψη ή για σφάλμα, μα αμφιβάλλω γιατί δεν ταίριαζε ούτε με το ύφος του μέρους, ούτε με την ιδιοσυγκρασία του άντρα. Μπορούμε να υποθέσουμε πως η πόρτα έμεινε ανοιχτή σχεδόν εν επίτηδες, σαν άρρητη πρόσκληση που απευθυνόταν σε κάποιον που περνούσε, να μπει, έτσι, σαν για παιχνίδι.

            Κι αυτή έκανε ακριβώς αυτό, μπήκε, κι ας μην είχε παιγνιώδη διάθεση. Τον είδε, είδε πως ήταν καλός, και βεβαίως τον αγάπησε.

 

 

VI.

 

            Αυτό που συνέβη μετά, είναι πως πριν να το αντιληφθούν, κάτι συνέβη μεταξύ τους. Η σοφία των λαών ισχυρίζεται πως τίποτε δεν μπορεί να χωρίσει αυτούς που αγαπιούνται. Και ένα εκατομμύριο οπλισμένοι άνδρες να πολιορκούσαν το σπίτι αυτό, δεν θα μπορούσαν να τους κρατήσουν ενωμένους. Υπήρχαν ακόμη, σε μιαν απόπειρα να τους προσφέρουν βοήθεια, κάποια πράγματα όπως ένας κοινός φίλος, ένα φύλλο χαρτί, και το τηλέφωνο, φανταστείτε. Επίσης βλέπονταν πότε πότε· και τα μάτια κάποιου που καταλαβαίνετε σάς λένε περισσότερα γι' αυτόν απ' ό,τι τέσσερα τηλεγραφήματα της Γουέστερν Γιούνιον.

            Αλλά να. Μετά το σύντομο βρόντηγμα της πόρτας, ήρθε η σιωπή. Αρχικά μια σιωπή αναμονής, ύστερα η σιωπή αυτού που είναι τελείως νεκρό.

 

VII.

 

            Διηγήθηκα αυτή την ιστορία στον γείτονά μου που είναι άνθρωπος του κόσμου και με βεβαίωσε πως κάποιοι άντρες φοβούνται τους στρατιώτες που πολιορκούν το σπίτι τους. Και πως, εξάλλου, μπορείς να ηχογραφήσεις τα τηλεφωνήματα και πως οι γραφομηχανές έχουν αυτιά. Ακόμη κι ένα φύλλο χαρτί, όσο εύθραυστο κι αν είναι, μπορεί να σπείρει τρομο. Αποκρίθηκα στον γείτονά μου πως έσφαλλε, πως ο άντρας αυτός τρομοκρατήθηκε χωρίς λόγο, γιατί ήταν δίκαιος, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να μη φοβάται τίποτε.

 

VIII.

 

            Αργότερα πέθανε μες στη μέση του διυλιστηρίου του. Όλος ο καλός ο κόσμος έκλαψε δίχως τελειωμό. Βεβαίως, κανείς δεν μπόρεσε να δει την ψυχή του, ούτε καν η γυναίκα του. Αλλά είπαν πως το σώμα του ήταν στεγνό και λέγεται ότι ήτανε πουριτανός.

 

 

*



 

 







Η ΛΟΥΙΖ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑ για την RONI HORN

[από το: Roni Horn, Wonderwater / Alice Offshore – Annotated by Louise Bourgeois, Steidl Verlag, 2004]

 

 

ΝΕΡΟ τού 19ου αι.

 

Είχα πάντα συναίσθηση μιας πιθανής σιωπής που θα 'πεφτε σαν ένα κάλυμμα τάφου και θα με κατάπινε για πάντα.

 

Η σιωπή ξεχειλίζει απ' το δωμάτιο και φοβάμαι ν' ακούσω την καρδιά μου να χτυπά: αυτόν τον κίνδυνο που έρχεται από μέσα – μόνο μια συνεχής ροή λέξεων μπορεί να τον παραμερίσει, αν όχι να τον ελέγξει.

 

Άκου το χάος, τον καταρράκτη, τα θυροφράγματα του Μάρνη – τον Μπετόβεν, ένα ποτάμι που κουβαλά βράχια και δέντρα, τον κεραυνό που πέφτει κάπου κοντά.

 

 

 

ΚΑΘΩΣ ΓΙΝΕΣΑΙ ΤΟΠΙΟ

 

Μες στο μαρτύριο υπάρχουν νήσοι σιωπής.

 

 

 

ΑΥΤΗ, ΤΟ ΝΕΡΟ, ΚΙ ΕΓΩ

 

Το βαλς των γεμάτων κύστεων

Το βαλς των άδειων κύστεων

Η διάτρητη κύστη
Το παρκέ πλημμυρισμένο
Το μυρμήγκι πέθανε από πνιγμό

 

 

 

ΑΤΙΤΛΟ (“ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΣΟΥ, ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ...”)

 

Είναι ωραίος, γι' αυτό συγχωρείται.

 

 


Ο ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ

η αιωνιότητα είσαι εσύ

 

  

*

 


 

 








H RONI HORN για την ΡΟΝΙ ΧΟΡΝ

 

[από τον κατάλογο-λεξικό: Roni Horn a.k.a. Roni Horn – Subject Index, Tate Publishing, 2009]

 

αμφιβολία βλ. άπειρο

αμφιβολία βλ. εγώ

αμφιβολία βλ. σκόνη

αναγνώριση βλ. ξέφωτο

ανδρογυνία βλ. νερό

αστερίσκος βλ. τίποτε

αϋπνία βλ. φάρος

αυτόπτης μάρτυς βλ. αυτοπροσωπογραφία

αυτόπτης μάρτυς βλ. Έμιλυ Ντίκινσον

αυτοσχεδιασμός βλ. σχέδιο

 

έρημος βλ. νερό

εσύ βλ. γαλάζιο

εσύ βλ. καιρός

 

ζεστό νερό

Επιπλέοντας στην Έρημο – Ήταν αργά τη νύχτα όταν πρωτόδα τον ατμό στο φεγγαρόφωτο, να αναλύεται πέρα. Ο δρόμος από μαύρη στάχτη αναβόσβηνε καθώς οδηγούσα στα μαλακά αργά μίλια αυτής της μικρής ερήμου. Αλλά σαν χώρισαν οι μαύρες πλαγιές την είδα, σαν οφθαλμαπάτη αλλά αληθινή· καθώς ο δρόμος κατηφόριζε μες στην κοιλάδα, μια πισίνα χρώματος λουλακί κατέλαβε το κέντρο του τοπίου. Στη μέση ενός κουρεμένου πράσινου ανεμοφράκτη η πισίνα περιτριγυριζόταν από λευκό ξύλινο φράκτη. Ατμός φούντωσε βίαια από αόρατη πηγή που ήτανε κρυμμένη καλά πίσω από τα αποδυτήρια, προσφέροντας την αλλόκοτα γαλήνια αίσθηση αιώνιας συννεφιάς. Σκαρφάλωσα τον φράκτη και ξεντύθηκα στο σκοτάδι. Το χορτάρι, καλυμμένο με πάχνη, μου έκαιγε τις πατούσες. Βούτηξα μες στο ζεστό νερό και την οσμή από θειάφι. Υποβρυχίως στιγμιαία, ζεστή και αβαρής, αναδύθηκα επιπλέοντας, με την αναπνοή μου να θολώνει στον κρύο αέρα της νύχτας. Είδα τον σκοτεινό, γεμάτο σύννεφα ουρανό πλαισιωμένο από το πράσινο του βολικού ανεμοφράκτη· μονάχα το μικρό ωοειδές του προσώπου μου ένιωσε το αδιόρατο ψιλόβροχο να πέφτει· επέπλεα στην έρημο.

 

καθρέφτης βλ. γαλάζιο

καθρέφτης βλ. έρημος

καθρέφτης βλ. μεταφορά

καθρέφτης βλ. νερό

καιρός βλ. εσύ

κέντρο βλ. τίποτε

κέντρο της γης βλ. “Χείλος του Απείρου”

Κύκλωψ βλ. φάρος

 

λαβύρινθος βλ. ηδονοβλεψίας

 

μαύρο βλ. γάλα

μηδενικά βλ. Έμιλυ Ντίκινσον

μητέρα βλ. σκόνη

 

μητέρα

Η Ίδια Εγώ Ιθαγενής – Θυμάμαι. Περιπλανιόμουν, αλλά ήμουν εντός. Ήταν τεράστιος χώρος. Ήταν μαζί μου η μητέρα μου. Κρατούσε το χέρι μου ενώ επισκεπτόμασταν τα πολλά μέρη αυτού του δωματίου κι ενώ γλιστρούσα μέσα από μια σύντομη ιστορία αναμνήσεων – τόσο μεγάλος ήταν ο χώρος: ήμουν εκεί και συγχρόνως τον θυμόμουν.

            Το δωμάτιο ήταν σπηλαιώδες, με οροφή τόσο ψηλή που δεν φαινόταν στο σκοτάδι, και το σκοτάδι ήταν στην κλίμακα του ουρανού. Οι τοίχοι ήταν ζωγραφιστά βιτρώ, που συμπύκνωναν την ατμόσφαιρα και συμπτύσσει τον χώρο. Πρόκειται περί κόμβου – ένα μεσόγειο λιμάνι που περικλείει ανείπωτους προορισμούς μόλις πέρα από το σκοτάδι.

            Οι τοίχοι-βιτρώ παρέχουν το φως. Κάθε παράθυρο πλαισιώνει μια μοναδική και στατική θέα ενός τόπου μακρινού, μια παγωμένη στιγμή πραγματικότητας που απεικονίζει ένα άλλο μέρος του κόσμου. Από κάθε παράθυρο βλέπω μια σχολαστικώς συντεθειμένη τρισδιάστατη εικόνα ζωής, προσομοίωσης ζωής, ανάμνησης ζωής: το μέρος αυτό. Με βλέπω να καθρεφτίζομαι σε κάθε παράθυρο. Η αμετάβλητη ακινησία τής μακρινής θέας προσδίδει ζωντάνια στην αντανάκλασή μου.

            Καθώς περπατώ ανάμεσα στις θέες, η αντανάκλασή μου αλλάζει. Είμαι συνυφασμένη με την ουσία κάθε μέρους καθώς με φαντάζομαι ιθαγενή. Αισθάνομαι την θερμοκρασία του αέρα, την υγρασία της γης, τη μυρωδιά της βλάστησης, την διαύγεια της ατμόσφαιρας σ' αυτά τα μέρη. Εδώ βρίσκομαι ανάμεσα σε γύπες στην σαβάννα, εκεί ανάμεσα σε τρωκτικά και ξερόχορτα στην έρημο. Οι ζούγκλες και τα έλη φέρνουν άλλες αντανακλάσεις. Οι ζούγκλες και τα έλη φέρνουν άλλες ιδέες κατοίκησης.

            Κάθε θέα προξενεί νοσταλγία και για ένα άλλο μέρος του εαυτού μου. Τα καλοκαιρινά απογεύματα όταν έπαιζα σε δρόμους δίχως σκιά, με τον ήλιο να μου καίει το κρανίο και να απλώνει στη θέα ένα στρώμα βίαιης λαμπρότητας. Μόνη στο δάσος να ψάχνω φωλιές πουλιών, και μέσα τους να βλέπω τα κλαράκια και τα τρίμματα του δάσους να γίνονται λίγο πυκνότερα. Να εξερευνώ το βρεγμένο πεζοδρόμιο μια βροχερή μέρα. Προσεχτικά βήματα μες στις λακκούβες με το νερό σήκωναν ρυτίδες που ανάδευαν τα σκουλήκια καθώς κείτονταν πρησμένα και βαριά.

            Η μητέρα μου πέθανε χτες. Έτσι βρέθηκα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Η Αίθουσα Θηλαστικών της Αφρικής ήταν ολόιδια όπως τη μέρα που με πρωτόφερε εδώ η μητέρα μου. Θυμάμαι τα πράγματα που θυμόμουν τότε. Τα διοράματα κρατούν τον χρόνο και την ανάμνηση σταθερά.

            Όταν ήμουν παιδί μπήκα σ' αυτό το δωμάτιο, έχοντας μόλις αφήσει έναν λαμπρό γαλάζιο ουρανό που παρέμενε στο βλέμμα μου. Πήρα μαζί μου στο σκοτάδι, αυτό το γαλάζιο και το φως του ήλιου. Η ανάμνησή τους φώτιζε και αναρριχόταν στο σκοτάδι. Κρατούσα το χέρι της μητέρας μου καθώς στεκόμουν μπρος σ' αυτά τα άλλα μέρη, περνώντας σε κλωστή τις θέες, μία μία – μέρη σαν μαργαριτάρια, μαζί.

            Στην Αίθουσα Θηλαστικών της Αφρικής τη μέρα εκείνη η μητέρα μου φορούσε ένα μαντήλι  σφιχτά στα μαλλιά της και δεμένο στο σβέρκο της. Όταν την κοίταζα, έβλεπα ένα χαμηλωμένο φως να ανακλάται στο δέρμα της, τονίζοντας την γραμμή του υφάσματος και το σχήμα του κεφαλιού της. Φορούσε ένα σιελ πουλόβερ με κυματιστή καφέ μπορντούρα στο λαιμό και στα μανίκια. Το σιελ μοχαίρ συγκρατούσε το φως κι έκανε το πουλόβερ να λάμπει στο σκοτάδι. Η χνουδωτή αύρα του πλεχτού μαλλιού με ερέθιζε καθώς την κοίταζα από χαμηλά. Γύρω στο λαιμό της φορούσε μια σειρά αυλακωτές, χρυσές σφαίρες. 

            Πολλά πράγματα την κυκλώνουν, εξακτινώνονται από αυτήν – χρυσές σφαίρες, κρίκοι βιτρώ, σειρές κατοικημένων ανακλάσεων, ένα περιδέραιο μακρινών τόπων – και οι αναμνήσεις που φέρω εντός μου. Τις περιβάλλομαι – σπείρα που ανοίγει, εξαπλώνεται: πάντα σε χρόνο ενεστώτα.

 

Μόνικα Βίττι βλ. εγώ

 

νερό βλ. Έμιλυ Ντίκινσον

νερό βλ. έρημος
νερό βλ. εσύ

 

νησί
Ζωφόρος Νήσου
– Από τη θάλασσα η γη είναι ζωφόρος και ειλητάριο. Το βραχώδες νησί, του οποίου η επιφάνεια κρύβεται ενίοτε από πρασινάδα, έχει υφή κιμωλίας και χρώμα ανοιχτό. Στρογγυλοί και καλοθρεμμένοι και αραιά φυτρωμένοι θάμνοι ξεπηδούν ιδεώδεις απ' τη γη· είναι ένα πράσινο πυκνό, τόσο πυκνό σχεδόν, που δεν γίνεται αντιληπτό ως πράσινο. Κάθε θάμνος συμπληρώνεται από την μαύρη σκιά του σε τέλεια κυκλική συμμετρία. Αυτοί οι θάμνοι και οι σκιές των θάμνων οδηγούν το βλέμμα μου καθώς κοιτώ επίμονα και συνεχώς την μεταβαλλόμενη θέα...

            Το νησί ακινητεί. Αυτό το απλό γεγονός είναι η κυρίαρχη παρουσία και αντίστιξη στην ταραχή του ωκεανού τριγύρω. Ο όγκος της στεριάς μοιάζει να τελειώνει ή ν' αρχίζει στο νερό. Είναι τέλος ή αρχή με μορφή γραμμής. Στη μια της πλευρά συνωθείται ένας στατικός όγκος και στην άλλη η θάλασσα γλείφει και σμίγει.

            Στο πρώτο επίπεδο της θέας μου εκτυλίσσεται o ταραχώδης τρόπος τού ωκεανού. Η επιφάνεια φοσυκώνει χαοτικά, κυμαινόμενη παντού δίχως επανάληψη. Αφρισμένα κύματα γλείφουν τον βαθυγάλαζο εαυτό της. Τάφροι κυλιόμενου χώρου βυθίζονται και αναμειγνύονται με λευκές κορυφές. Στο μεσαίο επίπεδο της θέας το νερό ισιώνει απίθανα σε επίπεδο και γραμμή και στην ιδέα του βυθού του νησιού. Η γραμμή είναι οριζόντια και ίσια και τέλεια καταπώς υπαινίσσονται τα επίθετα αυτά – τέλεια επίσης όπως μπορούν να είναι τα τέλεια πράγματα.

            Καθώς το ταξί προχωρά στο νερό το νησί μού μεταδίδει την γραμμική μεταβαλλόμενη κι επαναλαμβανόμενη και διαρκή μορφή του. Καθώς παρατηρώ το νησί να ξετυλίγεται αργά, συνεχώς αλλάζει με τρόπο ριζικό και απόλυτο παρότι οι αλλαγές καθώς συμβαίνουν είναι ανεπαίσθητες. Αισθάνομαι την αγωνία μου που είμαι ανίκανη να τις δω. Πρόκειται για εμπειρία απώλειας ελέγχου – ξαφνικής περικύκλωσης. Πρόκειται για την εμπειρία κάποιου πράγματος που διαφεύγει την στιγμή που θα το αναγνώριζα. Αισθάνομαι την αγωνία ενός πράγματος που εξαφανίζεται αργά: της αλλαγής του που μετριάζεται σε μιαν ορατότητα ένα κλάσμα πέρα από την ικανότητά μου να την δω.

            Καθώς το ταξί προχωρά στο νερό το νησί μού μεταδίδει την γραμμική μεταβαλλόμενη κι επαναλαμβανόμενη και διαρκή μορφή του. Η ζωφόρος του είναι διαρκής – ένα επίμηκες σχήμα που επεκτείνουν περαιτέρω αυτές οι αργόσυρτες ώρες τού απογεύματος με το ταξί να τρέχει δίπλα στο έπαρμα του νησιού. Την ζωφόρο του ορίζει ένα επαναλαμβανόμενο σχέδιο από γεωλογικά στρώματα στο χρώμα της ώχρας. Το ειλητάριό του είναι το νησί που ξεδιπλώνεται καθώς πλέω· το ειλητάριό του είναι η επανάληψη που συμβαίνει σε διαφορετικά σημεία, κάνοντας κάθε επανάληψη άλλη. Το νησί καθώς ξετυλίγεται γίνεται σύντομο αφήγημα με διάφορα και μοναδικά επεισόδια που τα διακόπτει αμετάβλητη επαναφορά. Κάθε επανεμφάνιση προστίθεται στον όγκο, κάνοντας το νησί περιπλεύσιμο σε μια ώρα μ' έναν λελογισμένο, όχι γοργό, και όχι αργοκίνητο ρυθμό.

            Ξαναγυρνώντας στο ξεκίνημα, το νησί-ζωφόρος τελειώνει, σχηματίζοντας μιαν επανάληψη που αποτελεί την τελική διαφορά – μιαν υποτροπή στη θέα από άλλο σημείο θέασης, αθροίζοντας το νησί σε διάστημα.

 

οδός βλ. αφοσίωση

ομοιότητα βλ. πεπρωμένο

 

πάγος βλ. έρημος

παλίνδρομον βλ. νερό

 

πουθενά

Μήπως χάθηκε το πουθενά; Προσεγγίζοντας το θέμα αυτό, καταλήγω στην ερώτηση “τι είναι το πουθενά;” Το λεξικό το ορίζει ως “ένα απομακρυσμένο ή άγνωστο μέρος”. Τυχερή που το βρήκα. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό η Ισλανδία είναι το μέρος με τα περισσότερα κατά κεφαλήν πουθενά από κάθε άλλη χώρα. Ακόμη κι αν το Τιμπουκτού γίνει σκόνη, η Ισλανδία, χάρη στην ανθεκτικότερη γεωλογία της, μπορεί να καταστεί ο υπ' αριθμόν ένα προμηθευτής πουθενά όλου του κόσμου. Αλλ' ασχέτως της φαινομενικής αφθονίας των πουθενά στην Ισλανδία, το πουθενά είναι πόρος μη ανανεώσιμος, ιδιαιτέρως ευάλωτος στην υπερκατανάλωση και στην ανάρμοστη κατοχή... Στο μυαλό μου κι ακόμη και εξ ορισμού, το πουθενά είναι μια από τις σπανιότερες, ευθραυστότερες, και θελκτικότερες εμπειρίες. Να είστε πουθενά. Μπορείτε να πείτε ότι έχετε επιτύχει αυτή την εμπειρία;

 

σύζευξη

Κοιτώντας το νερό, πλήττομαι από ίλιγγο νοήματος. Το νερό είναι η τελειωτική σύζευξη: ένα άπειρον μορφής, σχέσεων, και περιεχομένου.

 

ταυτότητα βλ. έρημος

ταυτότητα βλ. παραλλαγή

 

υπνάκος

Νεκρή Ενίοτε – Λαμπρό γαλανό ηλιόλουστο πρωινό Κυριακής κι αναζητώ έναν υπνάκο στον ήλιο. Ο χάρτης μου δείχνει μια παραλία όχι πολύ μακρυά. Αφήνω τον δρόμο κι οδηγώ μέσα από πράσινο λειβάδι και σύντομα βρίσκομαι σε παραλία με λευκή άμμο. Έχει άμπωτη, και ο ωκεανός είναι μακρυά. Κατεβαίνω απ' το ποδήλατο και κατευθύνομαι προς την ακτή. Έχει αέρα και κάνει κρύο, αλλά ο ήλιος είναι ζεστός σε ανέφελο ουρανό. Τριγυρνούν χιονογλάρονα, αιωρούνται ψηλά και βουτούν καταπάνω μου.

            Ξαπλώνω στον δρόμο· κοντα στη γη ο άνεμος παύει. Μεσ' απ' τα βλέφαρά μου το δυνατό φως του ήλιου πλημμυρίζει το σώμα μου. Σαν να κοιτώ απ' έξω, με βλέπω διάφανη και λες κι έχω φτερά κόκκινα και πορτοκαλί στα όρια του σχήματός μου, μια επιστημονική φαντασία. Ονειρεύομαι ότι το σώμα μου είναι άψυχο, πρηνές, παραδίδει την αδιαφάνειά του.

            Kαθώς ξυπνώ νιώθω ένα βάρος στο στήθος. Και να, καθώς ανοίγουν τα μάτια μου, ένα μεγάλο καφετί πουλί κουρνιασμένο στο στομάχι μου ρίχνει σκιά στο πρόσωπό μου. Ανασηκώνω το κεφάλι μου καθώς το πουλί τσιμπά το στήθος μου κι αναρωτιέμαι αν ζω ή πέθανα. Πανικοβάλλομαι και το πουλί απλώνει τα φτερά του, πατώντας λίγο πιο βαθειά στο στήθος μου για να πετάξει.

 

φάρος

Ύπνος: Μέθοδος Περιστροφής – Ανυψώνομαι από μια καταπακτή του δαπέδου προς τον πύργο όπου βρίσκεται το φως. Το φως εδώ δεν είναι απλώς εξοπλισμός, αλλά παρουσία και ρυθμίζουσα δύναμη. Το φως δεν βρίσκεται απλώς μες στο κτίριο, το κατοικεί και το εμψυχώνει.

            Το ίδιο το φως είναι τόνοι γυάλινων πρισμάτων στερεωμένων σε μια τετράπλευρη μπρούντζινη κεφαλή. Είναι διαρρυθμισμένα σε ομόκεντρους κύκλους και κάθε όψη διαγράφει έναν μεγάλο οφθαλμό. Κάθε πρίσμα είναι μια σύνθετη καμπύλη γυαλισμένου, πρασινόχρωμου γυαλιού. Κάθε ένα είναι αφοσιωμένο σε μία τοποθεσία και υπάρχουν εκατοντάδες από δαύτα.

            Όταν πέφτει ο ήλιος, το φως ανάβει αυτόματα, περιστρεφόμενο μες στο σκοτάδι. Όταν βρίσκομαι στο δωμάτιο κοιτώντας το ν' αρχινά, παρακολουθώ ένα ζωντανό πράγμα που το κινητοποιεί αόρατη πηγή. Όταν είμαι στο ισόγειο η παρουσία του λαμβάνει μυθικές διαστάσεις: μια ογκώδης μορφή κεφαλής με τέσσερις όψεις κι ένα μάτι σε κάθε όψη, τέσσερις Κύκλωπες σε διάταξη εξωστρεφούς κύκλου.

            Το πρώτο σκοτάδι στο κτίριο αυτομάτως εκκινεί την περιστροφή του φωτός. Το θηριώδες βάρος αλέθει από πάνω μου διαποτίζοντας το κτίριο από μπετόν μισό μέτρο πάχος με μια δόνηση σαν γαργαλητό. Έξω, ριπές φωτός σαρώνουν τους βράχους σε σύντομα τακτικά διαστήματα. Κοιτώντας απ' το παράθυρο υπάρχει διαρκής φωτεινή άφιξη στο σκοτάδι, παρά αναβόσβημα. Όταν η ατμόσφαιρα είναι ομιχλώδης ή θολή όλο το έξω γίνεται λευκό καθώς το φως ανακλάται και ονοματίζει κάθε σωματίδιο του αέρα. Όταν πλαγιάζω στο σκοτάδι, με τα μάτια κλειστά, η σύντομη λάμψη τσιμπολογά τα βλέφαρά μου.

            Ακολουθεί καθαρός και βέβαιος ύπνος. Νωρίς το πρωί το φως κλείνει κι εγώ ξυπνώ. Μετά από μερικές μέρες διαβίωσης σ' αυτό το φωτοκατοικημένο κτίριο είμαι περιέργως εξαρτημένη από την ρύθμισή του. Έχει μετατραπεί σε λυρικό εργαλείο μέσω του οποίου ο οργανικός χρόνος χάνεται.

            Κοιμάμαι και ξυπνώ βάσει του φωτός. Περί τα μέσα Ιουνίου οι μέρες μακραίνουν κι οι νύχτες μικραίνουν. Ώς να τελειώσει ο Ιούνιος η νύχτα έχει πάψει εντελώς, το ίδιο και το περιστρεφόμενο φως. Αρχίζω να έχω αϋπνίες, απορρυθμισμένη από την ατελείωτη, βαριά ακινησία του φωτός.