Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .λέξεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .λέξεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

4.11.16

spotkanie w polsce / συνάντηση στην πολωνία



















Η χθεσινή “Συνάντηση στην Πολωνία” (στο Βιβλιοπωλείο "Επί λέξει"), εκτός από συνάντηση για το βιβλίο “Πολωνία” (Καστανιώτης, 2016), εξελίχθηκε σε συνάντηση με την ίδια την Πολωνία στην Αθήνα: χάρη στην τιμητική και συγκινητική παρουσία μαθητριών και μαθητών του Γυμνασίου από το Σχολείο “Zygmunt Mineyko”, της –περαστικής από την πόλη μας– Καθηγήτριας Κλασσικής Φιλολογίας, κυρίας Wanda Popiak, της Dorota Jędraś, και άλλων μα, βεβαίως, πρωτίστως της Beata Żółkiewicz, που μίλησε για την πατρίδα της όπως την είδε μες στο βιβλίο, και διάβασε, σε δική της μετάφραση δύο ποιήματα απ' αυτό: το “Łazienki” και το “Βαρσοβία 1863 / 1944, Παρίσι 1883”. Η συμβολή της καθώς και αυτές –λόγια και απαγγελίες– της Μαρίας Τοπάλη, της Αλεξάνδρας Πλαστήρα και της Τζούλιας Τσιακίρη, έκαναν την χθεσινή βραδιά αυτό που ήταν – μαζί με τους φίλους, παλιούς και νέους: φίλους των προσώπων μα και των λέξεων. 


















Η Μπεάτα Ζουλκιέβιτς είπε, μεταξύ των άλλων: “Γι' ακόμη μια φορά, έμαθα –σιγουρεύτηκα– γι' αυτήν την απλή αλήθεια: πως η ποίηση δεν έχει σύνορα, πως είναι εξ ολοκλήρου μια μεταφορά. Κι έτσι η “Πολωνία” μάς ταξιδεύει, εδώ, παντού. Η προσωπική μου εμπειρία μού το διαβεβαιώνει: αν γνωρίσεις καλά έναν πολιτισμό και αν προσπαθήσεις πραγματικά να τον καταλάβεις, ανοίγεις πιο ελεύθερα πια τα μάτια σου, το μυαλό σου και την καρδιά σου, πέρα από συγκεκριμένα σύνορα. Και, όταν γίνεται αυτό, μετά, τα ονόματα δεν έχουν πια τόση σημασία: η γνώση έχει σημασία.”

Η Tζούλια Tσιακίρη: “Θέλω να εφαρμόσω πάνω σε τρία ποιήματα του Π.Ι. τρεις 'υπερβάσεις' όπως τις διατύπωσε ο Γιώργος Αράγης στο δοκίμιό του για την λογοτεχνική θεωρία: τρεις υπερβάσεις που πρέπει να περάσει ένας απλός άνθρωπος για να γίνει ποιητής. Η πρώτη είναι η διαφοροποίηση: να γίνει άλλος, να πάει προς το άλλο (“4 Δεκεμβρίου”). Η δεύτερη είναι η ένταση: ο Ρίλκε έλεγε ότι όλες σχεδόν οι θλίψεις μας είναι στιγμές ψυχικής έντασης (“Δεύτερη επίσκεψη του φίλου”). Και η τρίτη είναι η εξαλλαγή του χρόνου: το παιχνίδι με τον χρόνο – που σημαίνει ότι η αίσθηση του αντικειμενικού χρόνου, για έναν ποιητή, δεν είναι η των χρονομέτρων, αλλά ότι υπάρχει ένα βιολογικό χρονόμετρο που καταγράφει τον αντικειμενικό χρόνο σύμφωνα με την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Έτσι γίνεται εξαλλαγή του πραγματικού χρόνου σε χρόνο ποιητικό ή προσωπικό. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στον ποιητή: μπορεί να συμβεί και στον απλό αναγνώστη, στον απλό άνθρωπο, όταν τον κυριέψει η συγκίνηση (“Ιούνιος 1986”).”

Η Μαρία Τοπάλη: “Τίθεται το ερώτημα τι είναι η 'Πολωνία' – στην οποία συναντιόμαστε. Μπορώ να πω ότι, χάρη στο βιβλίο, η 'Πολωνία' είναι μπόλικη γεωγραφία, όχι αποκλειστικά πολωνική· είναι μπόλικη ιστορία επίσης, όχι αποκλειστικά πολωνική· και είναι επίσης ένας τίτλος. Αυτή η “Πολωνία” έχει πολλά δικά μου περιεχόμενα και πολλά περιεχόμενα που βάζει ο ποιητής, και είναι ένας φακός, ένα φίλτρο, μέσα από το οποίο διαβάζουμε τα πράγματα. Και για μένα, η 'Πολωνία' είναι τρία πράγματα. Είναι πένθος· είναι δύναμη – μια απίστευτη δύναμη: πάντοτε είχα στο μυαλό μου την Πολωνία ως κάτι το ασύλληπτα δυνατό, διότι δεν μπορεί παρά να είναι πάρα πολύ δυνατό κάτι το οποίο υπάρχει χωρίς να του επιτρέψουν να υπάρχει· και το τρίτο είναι: διαμελισμός”.

Και η Αλεξάνδρα Πλαστήρα: “Αυτή η “Πολωνία” είναι, στο αίσθημά μου, σαν γέφυρα. Και τι κάνει μία γέφυρα; Τροποποιεί τον χωρισμό, την απόσταση. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, αυτές τις καταστάσεις –τον χωρισμό, την απόσταση, τη διαφορά: του αέρα, της ύλης, όποια είναι αυτή– σαν συνάντηση. Είναι μία συνάντηση, η γέφυρα. Αυτό είναι κάτι που θέλει διακαώς η ποίηση. Και πιστεύω ότι αυτό που θέλει η ποίηση, μας συμφέρει όλους.”


















[φωτ.:Καλλιρρόη Παπαγεωργίου.]

1.7.13

εκδρομή




















ΕΚΔΡΟΜΗ

Ύπνος της εξοχής
ξύπνημα ήλιου –
όνειρα φορτωμένες λεμονιές

Στον κρύο μυχό
γεμίζουμε τις τσέπες μας με βότσαλα
Αλλ’ η ομορφιά επιστρέφει

εκεί όπου ήταν


- ένα από τα ποιήματα του Ακάλυπτου, που δημοσιεύθηκαν στο τεύχος 11 (Άν.-Καλ. 2013) της "Ποιητικής" 
[φωτ.: π.ι., viii.2009: http://www.ipernity.com/doc/panayotisioannidis]

14.6.13

νάρκη
















ΝΑΡΚΗ

Ήταν
ασήμαντες
ανάσες

ο πόνος θα φύγει σε λίγο

Πλάγιαζαν
κουβέντες
παρηγορητικές
μιά από δω
μιά από κει

όλα τα ξέρει η ομορφιά της

Αναστατώνομαι
να γράφω
κολλημένος πάνω
στον χώρο εκείνο μέσα
που άρπαξε
φωτιά το σπίτι
και κάηκαν
όλοι με εγκαύματα


- ένα από τα ποιήματα του Ακάλυπτου, στο 1ο τεύχος του νέου περιοδικού για την ποίηση, την θεωρία και τα εικαστικά, "ΦΡΜΚ" (Άν.-Καλ. 2013) [φωτ.: http://www.ipernity.com/doc/panayotisioannidis]

30.9.12

φιλιά στα χρόνια





















Στα ολόσγουρα που ορχιούνται σχοίνα
πάει κι έρχεται μιαν άσπρη αχτίνα.
Σε αλγεινά ξάστερη ατμοσφαίρα
ξεθύμαινε, ένα γύρο, η μέρα...

Τα δάχτυλα είναι ειρμός και τρίλλια,
μα η σάρκα -πόλεμος κι ωχρότης-
αυτή γυρίζει στον εαυτό της
να καταπιή το ευχαριστώ της.

Ώρες που πέρασαν και πάνε,
μια μια ξυπνάνε και μιλάνε.
Σημάδι το σημάδι βρίσκει:
χιόνια, νερά, των νερών ίσκιοι...

Μέσα απ' τους δρόμους κι απ' τα χρόνια,
αχ, πάμε για φιλιά στα χιόνια;

[cut-up με βάση το ποίημα του τέλλου άγρα, "για φιλιά στα χιόνια", από το βιβλίο του, "τριαντάφυλλα μιανής μέρας", που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του από τον κώστα στεργιόπουλο. 
φωτ.: π.ι., 2009]

29.9.12

ο α. απορεί

Συγγνώμη, αλλά κάτι δεν πρέπει να γραφτεί στον κενό χώρο;
Πού θα οδηγήσουν όλα αυτά; Καλά, ας υποθέσουμε πως δεν οδηγούν πουθενά... αλλά πού στην ευχή θα οδηγήσουν;


- ο Τσέχοφ σε υστερόγραφο προς τον αδελφό του Αλέξανδρο, 8. xi.1882

[φωτ.: π.ι., vi.2012]

2.9.12

the master


1.7.12

στην σκιά του













Το να επιχειρείς να μεταφράσεις ποίηση στον τόπο όπου οι ιερείς του Απόλλωνα μετέφραζαν τους ψιθύρους της Πυθίας σε πολύσημους στίχους, είναι άραγε καλή ιδέα – ή πρόκληση προς τον Μουσηγέτη Θεό;
Όπως και να ’χει, στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, την περασμένη εβδομάδα, δοκιμάσαμε, και το ευχαριστηθήκαμε: μια ομάδα Ελλήνων ποιητών (ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος και ο Βασίλης Μανουσάκης -συνδιοργανωτές του Εργαστηρίου-, η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, η Δήμητρα Κωτούλα, ο Άρης Κουτούγκος, ο Άγγελος Παρθένης, η Κάλλια Παπαδάκη, ο Θανάσης Πολυζωίδης, και ο γράφων) και η μεταφράστρια Έλενα Σταγκουράκη, μετέφρασαν ποιήματα των αγγλόφωνων ποιητριών Μόιρα Ήγκαν, Αντριάννας Καλφοπούλου, Φιόνα Σάμσον, και Ελαίην Φάινσταϊν – και μεταφράστηκαν απ’ αυτές, καθώς και από τον μεταφραστή Ρίτσαρντ Πηρς. Τρεις μέρες σκληρής δουλειάς – χωρίς πλάκα: με καθημερινό ρυθμό ένα ποίημα ανά δύο ώρες, όταν έφτανε δύο το μεσημέρι, και παρά ένα καλό πρωινό στις εννιά, πεινούσα σαν λύκος. (Ας είναι καλά τα θεϊκά, σπιτικά φαγάκια τού «Βάκχου»!) Το απόγευμα ξανακοιτάγαμε τις μεταφράσεις (τσάμπα κουβάλησα τα μπανιερά, που μείναν στο αυτοκίνητο), ώστε ν’ αναγνωστούν το βράδυ, υπό τους φθίνοντες ήχους των τζιτζικιών, καθώς έσβηνε το φως.
Και την τετάρτη μέρα, οι κόποι μας παρουσιάστηκαν –μαζί με μεταφράσεις ποιημάτων του Μάικλ Σύμμονς Ρόμπερτς, που δεν κατάφερε να ’ρθει στους Δελφούς, καθώς και ποιημάτων Ελλήνων ποιητών που είχαν μεταφραστεί παλιότερα– στον κατάμεστο κήπο του πάντα φιλόξενου Athens Center, υπό την αιγίδα του British Council.
Ήταν παράξενη αίσθηση, και βαθύτατη ικανοποίηση, να νιώθεις σχέσεις να ανθίζουν μέσα από την ανταλλαγή των μοιρασμένων λέξεων, και την δουλειά πλάι πλάι – προσβλέπουμε και στο μέλλον.

[φωτ.: π.ι., 2006]

27.5.12

park łazienki



















Ο σκίουρος έχωνε τη μουσούδα του στο βρεγμένο γρασίδι
Η φουντωτή ουρά του ερέθιζε τα παγώνια
που τριγύριζαν κρώζοντας 
στα παρτέρια και στις βεράντες
Tα νύχια τους χτυπούσαν την πέτρα

Ο Πονιατόβσκι, ο τελευταίος βασιλιάς, έκανε ύπνο ανήσυχο
Στο διπλανό δωμάτιο αγρυπνούσε ο Ρυξ, ο έμπιστός του
Yπασπιστής, διαχειριστής, αργότερα ευγενής
-με θυρεό το Δαχτυλίδι-
ένας φτωχός κουρέας απ' τη Φλάνδρα σαν έφτανε στη Βαρσοβία

Το μικρό Παλάτι των Νερών έστεκε ανύποπτο σα γέφυρα στη λίμνη
- σε λίγα χρόνια η χώρα θα σχιζότανε στα τρία
σε καμμιά σαρανταπενταριά ακόμη, μιά νύχτα Νοεμβρίου
γρήγορα κι αθόρυβα θα πέρναγαν απ' τα πλακόστρωτα να φτάσουνε στο Mπελβεντέρε
ξεσηκωμένοι απ’ τον στρατώνα τους στην άλλη άκρη του Πάρκου
οι νεαροί επίλεκτοι του Ρώσου Αρχιδούκα Κωνσταντίνου
Εκείνος ντύθηκε γυναίκα ξέφυγε
μα άλλη μιά επανάσταση πνίγηκε στο ματωμένο Βασίλειο της Πολωνίας

Που θα έπαυε τέλος να υπάρχει μετά την επόμενη

Τριάντα τρία χρόνια αργότερα
οι γυναίκες ντύθηκαν στα μαύρα
πούλησαν κρύψαν τα κοσμήματα και φόρεσαν 
σιδερένιες αλυσίδες


["Το Πάρκο των Λουτρών", στην Βαρσοβία - ένα 'πολωνικό' ποίημα, στο αφιέρωμα "Ποιήματα με πολιτική ανάγνωση" του περιοδικού ".poema.."
Φωτ.: Π.Ι.., Łódź, iii.2010]

6.4.12

ménage à trois



























καθρέφτης συρματόπλεγμα 
πανωφόρι ανεμίζει 
πάνω απ' το άδειο κομοδίνο


[impromptu 'haiku' πάνω σε τούτη τη βερολινέζικη εικόνα, που υπέδειξε η παυλίνα μάρβιν και απαθανάτισε η δανάη σιώζιου]

2.6.11

ραβασάκι


1 Ιουνίου 2011, 23:54

"Όποιο χέρι σηκώνεται πάνω σε [ονομάτισε όποιον κατατρεγμένο νομίζεις], πρέπει να κόβεται." Μπορούμε να συνεχίσουμε την λογική ακολουθία: "Όποιο χέρι γράφει προτρέποντας να κόβεται οιοδήποτε χέρι γιά οιονδήποτε λόγο, πρέπει επίσης να κόβεται." Και ούτωκαθεξής. Έως ότου, έχοντας ξεμείνει προ πολλού από μυαλό, να μείνουμε εντέλει όλοι και χωρίς χέρια.

[από εδώ]

22.5.11

ευρυχωρία




























Στη στάση, βγάζει από το discman του τον κοντρατενόρο David Daniels που τραγουδάει Μπαχ, και βάζει Καζαντζίδη: Στην Ανατολή.


[φωτ.: π.ι., 14.v.2011 - άλλες εδώ]

30.4.11

μπιλλιεττάκι στην αδελφή μου _ 27 απριλίου 2011, 21:04

"Είπαμε να βγούμε μιά 
ανοιξιάτικη φωτογραφία, 
κι ήμαστε όλοι με μαύρα."


[από εδώ]

4.12.10

billets-doux a ma soeur


25 Νοεμβρίου 2010, 18:09

4 το απόγευμα φτάνω στη Στοκχόλμη: είναι νύχτα και χιονίζει. Στο ξενοδοχείο, αγώνες κολύμβησης στην τηλεόραση: άντρες, ελεύθερο.



[άλλα παρόμοια, εδώ: μπιλλιεττάκια στην αδελφή μου]

29.12.09

η επόμενη μέρα



Μαυροντυμένη βγαίνει στο μπαλκόνι
πάνω από τα σκουπίδια
της χθεσινής γιορτής
Ο άνεμος φυσομανάει στα ξέστρωτα τραπέζια
μα εκείνης δεν της παίρνει τα μαλλιά
– τα κρατάει πίσω τραβηγμένα
σφιχτά το δέσιμο του χρόνου

Βηματίζει αργά
κάγκελο τοίχος τοίχος κάγκελο
ενώ τουρίστες ελαφροί από κάτω
γλιστρούν στ’ αξιοθέατα
– νερά χρώματα φως

Η ζωή περνάει
Φτάνει στο μαύρο κι εξακολουθεί



[Γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 2004, και δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2009, στο 2ο τεύχος της Athens Review of Books. Φωτ.: Π.Ι., vii.2004]

6.10.09

σπείρες



Παρακινημένος από την φήμη του –στην Πολωνία και όχι μόνο– έχω ξεφυλλίσει το Χειρόγραφο που βρέθηκε στη Σαραγόσσα, αλλά δεν έχω αποτολμήσει μέχρι σήμερα να μπω στον λαβύρινθό του. Η προβολή της ομώνυμης ταινίας, στις «Νύχτες Πρεμιέρας», ήταν συνεπώς πολλαπλώς ελκυστική. Η ίδια η ταινία, πέρα από κάποιους εξαιρετικούς ηθοποιούς, μου φάνηκε απλώς καλή. Αλλά οι μαίανδροι της αφήγησης – ένιωσα πως ο Γιάν Ποτότσκι σαν να πάτησε πάνω στην Οδύσσεια και τις 1001 Νύχτες, πριν γίνει ο ίδιος μήτρα γιά τον Μπόρχες, τον Καλβίνο, τον Κορτάσαρ, ή ακόμα και τον Φώουλς του Μάγου. Ξανά και ξανά, κάποιος έλκεται από τα φαντάσματα του έρωτα – ξυπνά υπό τον τρόμο του θανάτου. Κάθε φορά όμως και με μιά, μικρότερη ή μεγαλύτερη, παραλλαγή – μιά μετατόπιση πιό βαθιά στην φαντασία, ή πιό μέσα στην πραγματικότητα. Μέχρι τα όρια να σβηστούν.


Ο κύκλος κάθε ιστορίας γίνεται σπείρα – και οι σπείρες του βιβλίου συναντώνται και μπλέκονται, σαν ξεχωριστά ελατήρια του ίδιου μηχανισμού που, καθώς μπαίνουν τό ’να μέσα στ’ άλλο, αντί της ομοιόμορφης ταλάντωσης γιά την οποία είχαν σχεδιαστεί, δίνουν τώρα παλμούς ακατάστατους, απρόβλεπτους, ανεξήγητους.

Στη στάση στην Κηφισίας, το παιδί με την όψη ισχνού Ασσύριου. Τον έχω δει να επαιτεί μονότονα στην Πανεπιστημίου, στην Αλεξάνδρας, ξανά και ξανά – μπαίνει στο πρώτο τρόλλεϋ που έρχεται. Περιμένω το δικό μου, αλλά μετά από λίγες στάσεις τον ακούω: «Μήπως είχατε λίγα λεπτά να πάρω μιά τυρόπιτα; Πεινάω απ’ το πρωί» – τα σταθερά του λόγια, μα απόψε προσθέτει: «Και είμαι μόνος και δεν έχω πού να πάω και βρέχει όλη μέρα» με την ψιλή παιδιάστικη ακύμαντη φωνή του. Όμως ακούω πίσω μου και μιάν άλλη, την αληθινή φωνή ενός εικοσάχρονου: αυτός γυρεύει συνεχώς συγγνώμη, και ενδιαμέσως κάνει κομπλιμέντα σε δυό μεσόκοπες κυρίες που τον ξορκίζουν να τα κόψει τα ναρκωτικά επιτέλους, ν’ αλλάξει ζωή, είναι νέος ακόμα. Ο ισχνός μελαχροινός προχωρεί ευθεία, συνεχίζοντας να ζητά βοήθεια, προς το πίσω μέρος του τρόλλεϋ, όπου κάθομαι με την πλάτη στον οδηγό. Ο άλλος –που κι αυτός βοήθεια ζητά– αυτοσχεδιάζει τον δικό του τρόπο, ισορροπώντας γονατιστός μπροστά στις δυό γυναίκες.

Κατεβαίνω – ποιά σπείρα έχει μπει μέσα στην άλλη;


[φωτ.: π.ι., αθήνα, i.2006]

5.9.09

καλοκαιρινά στιγμιότυπα



Οι φίλοι δεν μοιράζονται κάτι [...] -
είναι πάντοτε ήδη μοιρασμένοι από την εμπειρία της φιλίας
[Τζ. Αγκάμπεν,
Η φιλία]
Γ. & G., Αλ., S.

0. Στη στροφή του Φαλήρου γιά Πειραιά, αμέσως αν και ελάχιστη, η μυρωδιά της θάλασσας. Κάτι πολύ παλιό, δυνατό σαν προορισμός.

1. Πώς γίνεται, ενώ δεν ζεις χωρίς μουσική, να μην την έχεις ανάγκη στο μικρό σπίτι των φίλων; Λες και το γεμίζουν –έστω και εν τη απουσία τους– με συντροφιά.

2. Ένα μαυρισμένο παλικάρι με μούσι γράφει στο τετράδιό του, καθιστός στα βράχια μπρος στη θάλασσα. Αφού βγει απ’ το νερό η καλή του, κάθονται οκλαδόν αντικρυστά: εκείνος της χαϊδεύει το πρόσωπο, το σώμα, απαλά με το μολύβι του – ώσπου εκείνη δεν αντέχει άλλο: τον φιλά μ’ ανοιχτό στόμα.

3. Μικρό αρπακτικό ζυγιάζεται στο διάσελο: το παίρνει ο αέρας: ας αποφασίσει αυτός πού θα βρεθεί το επόμενό του θήραμα. Το χάνω από τα μάτια –μες στ’ αυτοκίνητο– αλλά σε λίγο ξαναβλέπω μπροστά μου τη σκιά του: στα βράχια, στην άσφαλτο – και ξαναχάνεται.

4. Ο ήλιος κρύβεται: έκπληξη από την έλευση της σκιάς (ακόμη και με κλειστά μάτια).

5. Τίποτε δεν εξυπακούεται: τα πάντα είναι ένα συνεχές δώρο. (Γι’ αυτό και –φερειπείν– η ανταλλαγή ευχαριστιών και γιά την μικρότερη χειρονομία –ένα ποτήρι νερό, μιά πόρτα που σ’ την κρατούν να περάσεις– δεν είναι ευγενής τυπικότητα, αλλ’ αναγνώριση προσφοράς.)

6. «Οι άνθρωποι μόνο σε άλλους ανθρώπους βρίσκουν την πιό υψηλή σημασία τους: ίσως να έφτασα στον εαυτό μου χάρη σ’ εκείνη τη φιλία» – ο Χούγκο φον Χόφμαννσταλ, γιά τον ήδη νεκρό φίλο
του, Έμπερχαρτ φον Μπόντενχάουζεν.

7. [βλ. 1] Σύντομα όμως, ξανά η ανάγκη γιά μουσική, ακόμη και μες στην ησυχία. (Με την οικείωση αναδύεται πάλι μοναχική η σιωπή.)

8. Συντροφιές όπου δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους: ασύλληπτη η έλλειψη ενδιαφέροντος προς τα νέα –ή τα σιωπηρά– μέλη. Εναλλασσόμενοι μονόλογοι αντί γιά ανταλλαγή ερωταποκρίσεων. Διακριτικότητα ή αντικοινωνικότητα, βαρεμάρα, ναρκισσισμός;

9. στην φίλη

Μετά το απαίσιο κλαμπ
βρίσκεις μιά ανηφόρα στα δεξιά
Λύνεις την συρμάτινη πόρτα και την ξαναδένεις
παίρνεις τον χωματόδρομο μέχρι την κορφή:
ένα ερείπιο και μιά τσίγκινη στέρνα
(τα κατσίκια φεύγουν φοβισμένα)
– συνεχίζεις στην κορυφογραμμή
μέχρι να φανούν μιά παραλία δεξιά
και μιά αριστερά
Μετά από ένα τεράστιο λιθάρι
(τα κατσίκια τρέχουν όλο πιό μπροστά)
αρχινάς να κατεβαίνεις δεξιά
(δεν έχει μονοπάτι: όπως κυλά το νερό)
μέχρι να μπεις στην μικρή ξερή ρεματιά
που θα σε βγάλει στην ακτή

*

Κατηφορίζουμε την στεγνή κοίτη του μικρού χείμαρρου
–πλάσματα του νερού–
μέχρι να βγούμε στο γιαλό
(στο καλό νερό
το νερό γιά το σώμα)
Κάνω λίγη θάλασσα
και γιά σένα
διπλά κολυμπάω
– Τι κούραση, τι κούραση, να είσαι φίλος!

10. Μες στη νύχτα το θυμήθηκα: Το ψωμί! Δεν το τυλίξαμε με την πετσέτα και θα ξεραθεί.

11. Το κομμάτι της πλάτης –λίγο κάτω απ’ τα φτερά, αρκετά επάνω από την μέση: ίσως το σχήμα του να είναι ένα καρβέλι– που δεν μπορείς να πλύνεις, ούτε να του απλώσεις αντιηλιακό. (Μόνος σου.)

12. Τετράγωνος φεγγίτης ανοιχτός, το φύλλο στερεωμένο με στρογγυλό λιθάρι του γιαλού. Μιά κατακόρυφη λωρίδα ουρανού κι άσπρος τοίχος με πέτρες. Μία η ώρα. Zelenka: Agnus Dei.


[φωτ.: π.ι., viii.2009]