Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .κριτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .κριτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1.9.22

Ποίηση, κατά της λύπης : για το "Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος" της Δήμητρας Κωτούλα


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τι κάνουν οι λέξεις _ 1

 

Ποίηση, κατά της λύπης 

 

Δήμητρα Κωτούλα, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος –Ποιήματα της λευκής σελίδας, εκδ. Πατάκη, 2021, 92 σελ.

 

Προοίμιο

Επιτρέψτε μου, στην αρχή, κάποιες διευκρινίσεις που μου φαίνονται απαραίτητες. Κι αν, σε κάποιο βαθμό, μοιάσουν να εμπίπτουν στην περιαυτολογία, παρακαλώ για την υπομονή σας – και, κυρίως, για την κατανόησή σας: θεωρώ υποχρέωση ενός κριτικού να εκθέτει την στάση του, τον τρόπο εργασίας και τα κριτήριά του.

Γιατί, λοιπόν, η παρούσα κριτική, αντί να είναι άλλο ένα κείμενο φιλοξενούμενο στο περιοδικό, φέρεται να εγκαινιάζει («1») μια σειρά (που, παρότι όχι κατ’ ανάγκην τακτική, ελπίζει να προσφέρει πολλά επεισόδια), και μάλιστα με τον φαινομενικά απλοϊκό τίτλο «Τι κάνουν οι λέξεις»;

Μια πρώτη απάντηση θα μπορούσε να είναι: μα είναι υποχρέωση του μέλους της «Επιστημονικής [sic] Επιτροπής» του περιοδικού που έχει ως ‘υπευθυνότητά’ του την «Ποίηση» να γράφει κριτική για την ποίηση· ιδανικά, τακτικά· αλλ’ έστω και μια στο τόσο! Υποχρέωση δε, που ουδόλως έχει πληρώσει μέχρι τούδε. Ορθή, πιθανώς, η απάντηση, αλλά σημαντική και η συμπλήρωσή της: η κριτική αποτίμηση της τέχνης μπορεί να ασκηθεί με ποικίλους τρόπους. Όπως, για την ποίηση σε τούτο το περιοδικό, με την επιλογή και την επιμέλεια των ποιημάτων που δημοσιεύονται σε κάθε τεύχος (άρα και –εξυπακούεται– με την απόρριψη άλλων)· με την ολιγόλογη επισήμανση, δις του έτους, αξιανάγνωστων ποιητικών βιβλίων· και με την πρόσκληση προς (συγκεκριμένες/ους, κρινόμενες/ους ως κατάλληλες/ους) συγγραφείς να συντάξουν κείμενα περί (συγκεκριμένων, κρινόμενων ως άξιων λόγου) ποιητικών βιβλίων. Στις τρεις αυτές κριτικές λειτουργίες, έχω τοωόντι ανταποκριθεί, από τον Αύγουστο του 2013, όταν απεδέχθην την σχετική τιμητική πρόσκληση του Διευθυντή του περιοδικού. (Ο οποίος, βεβαίως, εξακολουθεί να ασκεί το δικαίωμά του να εγκρίνει την δημοσίευση αφενός επιπλέον ποιημάτων –σπάνια, είναι η αλήθεια– και αφετέρου –πολύ συχνά, αυτό– άλλων κειμένων για ποιητικά βιβλία.) Ωστόσο, μέχρι σήμερα, δεν ένιωθα ότι ο χρόνος (και η τελειοθηρία) μου επέτρεπαν να ανταποκριθώ στην συγγραφή εκτενών κριτικών κειμένων με όση σοβαρότητα έχω αντιμετωπίσει κάθε ανάλογο κείμενό μου, αρχής γενομένης το 1995 στο περιοδικό «αντί» και φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας στο περιοδικό «ΦΡΜΚ».

Άρα, πού βρέθηκε τώρα χρόνος; Άμα πιεστείς, βρίσκεται. Tότε, πόθεν η πίεση; 


Κατανόηση και απόλαυση

Μήπως από κάτι τάχαμου προκλητικά κελεύσματα κάποιων καθ’ ύλην αρμοδίων προς τις ποιήτριες και τους ποιητές ‘της γενιάς μου’, «να γράφουμε μόνοι μας για τα βιβλία μας» (γιατί εκείνες/οι «δεν ευκαιρούν»· αναληθές, εξάλλου) ή να «γράψουμε επιτέλους κι εμείς καμμιά κριτική», προτροπή που παριστάνει ότι αγνοεί την ύπαρξη, εδώ και πολλά χρόνια, τωόντι κριτικών κειμένων –και όχι «βιβλιοπαρουσιάσεων»– από ποιήτριες και ποιητές ‘της γενιάς μου’;

Από κάτι βασικότερο και ουσιωδέστερο απορρέει η ‘εκκίνηση’ αυτή: από την σταδιακή ωρίμανση της επιθυμίας μου –της ανάγκης– να μοιράζομαι καί δι’ αυτής της οδού, συστηματικότερα, την χαρά μου κατά την συνάντηση αξιόλογων ποιημάτων, και την απόλαυση κατά την ανάγνωσή τους. Να μοιράζομαι χαρά και απόλαυση, όχι ‘ιμπρεσσιονιστικά’, αποφατικά ή αισθηματολογικά, αλλ’ αποπειρώμενος να περιγράψω και να εξηγήσω τις αιτίες τους, όπως εγώ τις κατανοώ. Ώστε να συστήνω και να αναδεικνύω ποιητικά βιβλία που θεωρώ σημαντικά, όχι βέβαια για την Ιστορία της Λογοτεχνίας μας (αυτή είναι δουλειά άλλων προσώπων και μελλοντικών εποχών), αλλά ως έργα τέχνης. Δηλαδή ως πηγές, ακριβώς, απόλαυσης και γνώσης, για μας, σήμερα. Απόλαυσης για τις αισθήσεις, τον νου, και την ψυχή – συγχρόνως και αξεδιάλυτα.

«Να τα αναδεικνύω», μιλώντας γι’ αυτά με τους όρους της τέχνης τους, και όχι με όρους που ανήκουν σε άλλα πεδία: στην πολιτική, π.χ., στην κοινωνιολογία, ή στην θεολογία. Εξηγώντας, άρα, γιατί τα θεωρώ άξια λόγου, ανεξαρτήτως των θεμάτων που πραγματεύονται. «Να συστήνω»: δηλαδή να προσφέρω, σε κάποιο βαθμό και κατά περίπτωση, ένα σχέδιο ή ορισμένους δείκτες ανάλυσης, παρακολούθησης, κατανόησης. Ανάλυσης των τρόπων με τους οποίους είναι φτιαγμένα τα βιβλία αυτά, και κατανόησης – που να οδηγούν αμφότερες στην αναγνωστική απόλαυση, και, ει δυνατόν, να την μεγεθύνουν.

Πιστεύω όντως πως η κατανόηση είναι μία από τις οδούς προς την μεγεθυμένη απόλαυση. Και ‘αντιστρόφως’: ότι η απόλαυση είναι μια βαθύτερη, μη έλλογη, εννόηση. Εξού και ο εκ πρώτης όψεως ‘απλοϊκός’ τίτλος της στήλης: «Τι κάνουν οι λέξεις». Που σημαίνει: τι πετυχαίνουν τα ποιήματα δια των λέξεων· πώς δρουν οι λέξεις τους· πώς επιδρούν πάνω μας τα ποιήματα, χάρη στις λέξεις τους. Στις λέξεις τους, όχι στις ιδέες· οι καλύτερες ιδέες, ενσαρκωμένες λεκτικά με ποιητικώς ακατάλληλο τρόπο, δεν έχουν καμμιάν (επί)δραση.

Κλείνοντας την αναγκαία αυτή, καθώς μου φάνηκε, μακρηγορία:

Η στήλη δεν δύναται ούτε φιλοδοξεί να καλύπτει σύμπασα την εκδοτική εμφάνιση ποιητικών βιβλίων· ούτε καν του μεγαλύτερου όγκου της, λόγω προφανών και εύλογων περιορισμών ενημέρωσης (από τους εκδοτικούς οίκους – γιατί η προσωπική εμμονική αναζήτηση στα βιβλιοπωλεία δεν αρκεί), χρόνου και χώρου. Πέραν τούτων, ισχύει πάντα και το μόττο της σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας Μαριάνν Μουρ (1887-1972) στην συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της, απ’ όπου είχε αποκλείσει κάποια και όπου είχε ξαναδουλέψει άλλα, ενίοτε μέχρις δραστικότατου ακρωτηριασμού: «omissions are not accidents». «Καμμιά παράλειψη δεν είναι τυχαία». Η σιωπή –ειδικά εν μέσω οργιώδους και πολλαπλώς ανεξέλεγκτης εκδοτικής πληθώρας– μπορεί να είναι, καί αυτή, μια κριτική στάση. Λίγα βιβλία, λοιπόν, κι αυτά όχι πάντα και κατ’ ανάγκην «εγκαίρως». Εξάλλου, τι θα πει «εγκαίρως», αν είχε δίκιο ο Έζρα Πάουντ λέγοντας πως η ποίηση είναι «ειδήσεις που παραμένουν επίκαιρες», «news that stay news»;

Μια τελευταία δευκρίνιση: η έκταση του κειμένου μου δεν θα σχετίζεται απαραιτήτως με την αξία που αποδίδω στο εκάστοτε κρινόμενο βιβλίο· ελπίζω αυτή να προκύπτει απ’ όσα γράφω, όχι απ’ το πόσα γράφω. Κάθε ποιητικό βιβλίο έχει διαφορετικές απαιτήσεις κατανόησης· και πάντως είναι αναμενόμενο, διαφορετικά έργα, να με ωθούν να πω διαφορετικά πράγματα – άρα και διαφορετικής έκτασης.

Εν κατακλείδι και πάνω απ’ όλα, εύχομαι να είναι αξιανάγνωστα τούτα τα κείμενα: για να περιποιούν την αρμόζουσα τιμή στα βιβλία που τα γέννησαν. Και για να σας δελεάσουν να (ξανα)στραφείτε στα ίδια τα βιβλία. 


Για την Δήμητρα Κωτούλα

Η Δήμητρα Κωτούλα (Κομοτηνή, γεν. 1974), αν και έχει «μόλις» τρία βιβλία στο ενεργητικό της, είναι –ας το πω εξ αρχής– από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές της γενιάς της – και όχι μόνο. Είναι επίσης δεινή και αναγνωρισμένη μεταφράστρια της αγγλόφωνης ποίησης (π.χ. εισήγαγε την ποίηση της νομπελίστριας (2020) Αμερικανίδας ποιήτριας Λουίζ Γκλυκ στην χώρα μας, 17 χρόνια πριν να συνυπογράψει την μετάφραση του βιβλίου της Πιστή και ενάρετηνύχτα με τον Χάρη Βλαβιανό (εκδ. Στερέωμα, 2021)), και στιβαρή δοκιμιογράφος.

Ήδη με το πρώτο της βιβλίο, Τρεις νότες για μια μουσική (εκδ. Νεφέλη, 2004), εμφανίστηκε κατέχουσα αξιοζήλευτη ωριμότητα: καλλιτεχνικής στόχευσης και πραγμάτωσης, διακριτής γλώσσας, ποιητικής σκέψης, συνθετικής ικανότητας. Σφιχτό πλέξιμο στοχασμού και λυρισμού, δουλεμένη και διόλου χαϊδευτική ή διακοσμητική μουσικότητα, υψηλό ύφος – και όλα κατορθωμένα σε βαθμό αξιοπρόσεκτο. Την ξεχώριζε επίσης η αναμέτρησή της με θέματα απαιτητικά (η θέση μας εντός της φύσης, η σχέση μας με το θείο, ο έρωτας ως απόκρημνη κορυφή, η απεύθυνση σε σπουδαίους δημιουργούς άλλων τεχνών) που δικαιωνόταν χάρη στην τέχνη της. Δι’ αυτής της «στενής πύλης» διέρχεται και πορεύεται έκτοτε, σταθερά και με αφοσίωση.

Τρία σπονδυλωτά ποιήματα απαρτίζουν το πρώτο εκείνο βιβλίο: «Τοπιογραφίες», «Διαθέσεις», «Τρεις νότες για μια μουσική»· μία ενότητα ποιημάτων («Causa artis»: κατά κύριο λόγο, ένας διάλογος με τις εικαστικές, κυρίως, τέχνες), συν ένα σπονδυλωτό ποίημα («Επεισόδια Ι-ΙΧ»), συν ένα ακόμα ποίημα («Φυγή ή Οι λέξεις»), το δεύτερο, δεκατρία χρόνια αργότερα (Η επίμονηαφήγηση, εκδ. Πατάκη, 2017).

 

Ποιήματα της λευκής σελίδας

Το τρίτο βιβλίο της, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος – Ποιήματα της λευκής σελίδας (εκδ. Πατάκη, 2021· βραβευμένο με το Βραβείο Ποίησης του «Χάρτη», και υποψήφιο για το Βραβείο Ποίησης του «Αναγνώστη»), χωρίζεται σε δύο μέρη: στα «Ποιήματα της λευκής σελίδας», σπονδυλωτό ποίημα σε δύο ενότητες που συνομιλούν μεταξύ τους, και στην σειρά ποιημάτων με τον γενικό τίτλο «Animal Triste».

Την αφιέρωση ακολουθεί χωρίο από τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης: ο ίδιος άγγελος που δίδαξε στους ανθρώπους πως «το πικρό είναι γλυκό και το γλυκό πικρό», τους δίδαξε και την «γραφή με το μελάνι στο χαρτί» – κι έτσι, «από τη γνώση τους αυτή χάνονται και με τη δύναμη αυτή, τη γραφή, ο θάνατος παίρνει εξουσία και τους σαρώνει». Θα δούμε, ωστόσο, κατά πόσο η Δ.Κ. προσυπογράφει, δια του βιβλίου της, την για μας ευφάνταστη (αλλά όχι ασυνήθιστη σε  πολιτισμικές περιόδους όπου η γραφή δεν μετρά πολλούς αιώνες) δοξασία πως ο θάνατος σαρώνει τους ανθρώπους δια της γραφής, ή αν –σχεδόν αντιθέτως– αποσπά από τον Προφήτη Ενώχ μόνον την ιδέα πως η γραφή είναι δύναμη: δύναμη ζωής, ακόμα και μετά θάνατον.

Πάντως, το σπονδυλωτό ποίημα «Ποιήματα της λευκής σελίδας» διαρθρώνεται σε δύο ενότητες αριθμημένων χωρίων: πρώτα τριάντα «Θέσεις», κατόπιν δεκαπέντε «Αντιθέσεις». Στην αρχή, τουλάχιστον, θα εδικαιούτο κανείς, λογικοφανώς και ακολουθώντας τον τίτλο και την επιγραφή του βιβλίου, να ερμηνεύσει: «Θέσεις πιθανώς υπέρ της λευκής σελίδας» και «Αντιθέσεις πιθανώς κατά της λευκής σελίδας». Ας προκαταβάλω εδώ την πρόταση πως «υπέρ της λευκής σελίδας» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην «κατά της γραφής (της ποίησης)», μιας και η λευκή σελίδα είναι προϋπόθεση και πρόσκληση της γραφής· θα επανέλθω σε αυτό.

Κοινός τόπος, πως η λευκή σελίδα είναι ο τρόμος κάθε συγγραφέα – μέχρι παραλύσεως. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, καίτοι λευκή, να (κατ)έχει ‘δικά της’ (κατά μία ερμηνεία του τίτλου του βιβλίου) ποιήματα; Μήπως πρόκειται να διαβάσουμε ποιήματα περί της λευκής σελίδας; Πιστεύω πως θα φανεί ότι, στο βιβλίο της Δ.Κ., αμφότερα ισχύουν ταυτοχρόνως: διαβάζουμε ποιήματα που αφορούν το (ποιητικό αλλά και υπαρξιακό) ‘πρόβλημα’ του λευκού (του κενού: ως έλλειψης και απουσίας, αλλά και ως δυνατότητας υποδοχής και πλήρωσης, ως προϋπόθεσης για την επίτευξη), τα οποία όμως ‘κατέχει’, κατά κάποιον (μεταφυσικό) τρόπο, ήδη πριν τα υποδεχθεί, η ίδια η «λευκή σελίδα»· της ‘ανήκουν’ πριν ακόμα υπάρξουν.

Ιδού το εναρκτήριο χωρίο, η “[Θέση] Ι.”:

 

«Ένα πεδίο διαρκούς έντασης

–χωρίς μεγάλα δράματα–

σαρώνει τη νύχτα.

 

Άστρα

σαν ανάσες πανάρχαιου Θεού

καρφωμένες στο άπειρο.

 

Υπάρχουν συνάφειες ανάμεσα σε αλλόκοτα πράγματα.

 

Υπάρχει στο τραπέζι μια λευκή σελίδα.» 

 

Οι τέσσερεις στροφές του καταστρώνουν το πεδίο ολόκληρου του σπονδυλωτού ποιήματος που αρχίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο – κατά σειράν: η φύση· ο Θεός· η ζωή (και η ποίηση)· η (πρόσκληση) στην γραφή (στην ποίηση). Δια της γραφής, η ποίηση, που θα εμφανιστεί στην λευκή σελίδα, θα επιβεβαιώσει ότι υπάρχουν συνάφειες ανάμεσα σε αλλόκοτα πράγματα. Η ύπαρξη συναφειών ανάμεσα σε αλλόκοτα πράγματα είναι ένας απο τους πολλούς δυνατούς ορισμούς της ζωής· η διαπίστωση των συναφειών αυτών και η δεξίωσή τους στην «λευκή σελίδα», ένας από τους πολλούς δυνατούς ορισμούς της ποίησης.

Συνεπώς, κρίνω σκόπιμο να τονίσω από τώρα ότι, όπως ήδη υπαινίχθηκα, τα ποιήματα αυτά δεν αφορούν αποκλειστικά την γραφή ή την ποίηση· συγχρόνως αφορούν την ψυχική περιπέτεια και την υπαρξιακή πάλη κάθε ανθρώπου μπροστά στο κενό – όποια σημασία κι αν του δώσουμε. Εξού και η υιοθέτηση του αρσενικού γένους όταν η Δ.Κ. χρησιμοποιεί το β’ ενικό πρόσωπο: πρόκειται, θεωρώ, για ένα τέχνασμα αποστασιοποίησης της δημιουργού από το έργο της, και απεύθυνσής του είτε γενικώς προς κάθε άνθρωπο (ουσιαστικό αρσενικού γένους· τι να γίνει), είτε, ενδεχομένως, πιο συγκεκριμένα, προς υποθετικό άρρενα αναγνώστη, ακριβώς ώστε ρητότερα να ‘αποδεσμεύεται’ το ποίημα από την ποιήτρια. (Διότι, βέβαια, η Δ.Κ., πέρα από την προφανή–στην ποίηση και τον δοκιμιακό της λόγο– θεωρητική της επάρκεια, δεν αγνοεί ούτε στην ποιητική πράξη της τον έμφυλο λόγο: π.χ. στον μητρικό τόνο που ενίοτε υιοθετεί, ή στην θηλυκή οπτική γωνία των ερωτικών της χωρίων.)

Ο τελευταίος στίχος της «[Θέσης] Ι.», «Υπάρχει στο τραπέζι μια λευκή σελίδα», πρόκειται να επανεμφανιστεί, έστω ελαφρώς παραλλαγμένος, άλλες τρεις φορές μέσα στο ποίημα: στις Θέσεις «V.» και «VΙΙΙ.» και στην Αντίθεση «XV.». Είναι σαν η ύπαρξη της λευκής σελίδας να κινεί και να στηρίζει το ποίημα: είναι πρόκληση, πρόσκληση, πρόβλημα – και ευτύχημα. Το ποίημα έπεται της λευκής σελίδας και την γεμίζει, όντας η απόκριση στην εμπειρία του ανθρώπου μέσα στην φύση, απέναντι στο θείο, ανάμεσα στα πράγματα.

Στην πρώτη αυτή «Θέση», μαζί με το πεδίο του ποιήματος, δηλώνεται αμέσως και το ύφος του: ακόμη πιο λιτό και πυκνό απ' όσο μας είχε συνηθίσει η Δ.Κ., αλλά και ακόμη πιο υπόγεια θερμό, ώστε να δίνει, όπως θα δούμε, λυρικές κορυφώσεις εκθαμβωτικής ομορφιάς και συγκλονιστικής δύναμης.

 

Θέσεις και Αντιθέσεις

Βρήκα γόνιμη την ανάγνωση κάθε αριθμημένης “Αντίθεσης” αμέσως μετά την αντίστοιχή της “Θέση”. (Η επιλογή αυτών των όρων με κάνει να φανταστώ μια πιο γενναιόδωρη επανέκδοση, όπου οι δύο κατηγορίες θα τυπώνονται αντικρυστά: μέχρι να ολοκληρωθούν –να εξαντληθούν– οι Αντιθέσεις, αφήνοντας στην θέση τους –αντικρυστά σε κάθε Θέση– μια λευκή σελίδα.)

Συχνά, εντός των Θέσεων και των Αντιθέσεων, μια λέξη ή φράση προς το τέλος τους γίνεται ο εντός παρενθέσεων τίτλος της επόμενης, ή επανεμφανίζεται εκεί σε άλλο σημείο. Όμως, ανάλογες πλέξεις υφίστανται και μεταξύ των δύο ενοτήτων: π.χ. τα “γέλια” της “[Αντίθεσης] Ι.” γίνονται “γέλιο” στην “[Θέση] ΙΙ.” που (θα μπορούσε να) την ακολουθεί· η “υγρή” σελίδα της “[Θέσης] V.” 'προοικονομεί' το “πλύσιμό” (εικάζουμε: τής σελίδας) στην “[Αντίθεση] V.”· την μάλλον απαισιόδοξη “ροή του κενού” τής “[Θέσης] VΙΙΙ.”, αντικαθιστά ο (συχνά θεωρούμενος κενός) “ουρανός” στον οποίο όμως, πιο αισιόδοξα, “μπορούμε πάντα να προσφύγουμε [] / σε περίπτωση αγωνίας / ή πείνας” (“[Αντίθεση] VΙΙΙ.”).

Ετούτη η σταθερή και πυκνή πλέξη, πέρα από αυτές τις μορφικές και δομικές συνέπειες, αποκτά ενίοτε και νοηματικές συνέπειες ακόμα πιο σημαντικές. Στην “[Αντίθεση] XI.”, “το εγώ” (πιθανώς ο “νους” της αμέσως 'προηγηθείσας' “[Θέσης] XI.”), “όρθιο μαστίγιο”, “υψώνει το ανάστημά του / πάνω από τη λευκή σελίδα / που υψώνει το ανάστημά της / πάνω απ' τη μαύρη άβυσσο / λες και θα μπορούσε έτσι να το υπερασπιστεί”. Με μια κυκλοτερή κίνηση, η λευκή σελίδα εμφανίζεται ισχυρότερη του (ποιητικού) εγώ: ενώ αυτό (μάλλον ανοήτως, μοιάζει να) θέλει να την καθυποτάξει, εκείνη ίσως μπορεί να το προστατέψει απ' την «μαύρη άβυσσο». Όμως, με απαλειμμένη την παρομοίωση του μαστιγίου, η 'επόμενη' “[Θέση] XII.” προτρέπει (δια της χρήσης του β’ ενικού προσώπου) όχι πλέον ένα νοοκρατούμενο κι εγωτικό “Εγώ”, αλλά το “εγώ” ως ολοκλήρωμα τού “Εσύ”: “Επιτέλους! [] / Όρθωσε το ανάστημά σου / σ' αυτή τη σελίδα”.

Είναι, θαρρώ, σημαδιακό πως βρισκόμαστε, εδώ, μόλις τρεις Θέσεις πριν την σιώπηση των Αντιθέσεων: μετά τις 15 Θέσεις και Αντιθέσεις, ακολουθούν, μόνες, άνευ αντιλόγου, 15 Θέσεις. Ιδού η Σύνθεση της ποιητικής διαλεκτικής: η «θέση» έχει προσεταιριστεί και αφομοιώσει την «αντίθεση», χωρίς να συμβιβάζεται με την κατηγορία της «Σύνθεσης». Έχει δηλαδή –σύμφωνα με την δική μου ανάγνωση– κατισχύσει η αξία της γραφής, του ανθρώπινου επιτεύγματος, και, κρατώντας το πρωτείον της, παραμένει Θέση – υπέρ της ποίησης την οποία, όμως, όπως είδαμε, προσκαλεί ακριβώς η λευκή σελίδα.

Στις πρώτες 15 Θέσεις, η ανθρώπινη και ποιητική αγωνία σταδιακώς κορυφώνονται. Είναι “αξιοθρήνητος” και “γεματός κουρέλια λέξεων” και “αδρανή υλικά” ο “κήπος” του “ανθρώπινου μυαλού” (“[Θέση]ΙΙΙ.”)· “Τίποτα δε φαίνεται να παραπέμπει πια σε νόημα” (“[Θέση]ΙV.”)· η λευκή σελίδα “ανεμίζει στον θρόνο της / και σπάνια με ακούει” (“[Θέση]VI.”)· “η ζωή μοιάζει ξαφνικά ανέφικτη” (“[Θέση]VIII.”). Ωστόσο, ακόμα και μες στο βάσανο αυτό, υπάρχουν αφορμές αλλά και ισχυρές αιτίες παρηγοριάς. Η σχέση του ποιητικού υποκειμένου με την λευκή σελίδα είναι παράλληλη προς αυτήν του ανθρώπου με το όνομα του Θεού: «Τι θα ήμουν άραγε / χωρίς αυτήν τη σελίδα. // Τι θα ήταν ο άνθρωπος / χωρίς τ' όνομά Σου» (“[Θέση]VI.”). Η ίδια η «λύπη», αν και “μη διαπραγματεύσιμη”, χαρίζει “ιδέες” στο ποιητικό υποκείμενο και φτιάχνει ένα “φωτοστέφανο που ενίοτε / μουρμουρίζει κύκλους πάνω απ' το κεφάλι” (“[Θέση]IΧ.”). Στο βασίλειο αυτής της λύπης, “κάτω βαθιά στον ιδιωτικό μου Άδη”, “λέξεις βυθίζονται προς εμένα”· “ο νους ετοιμάζεται” – και ας μοιάζει να μην ετοιμάζεται παρά “να αστοχήσει” (“[Θέση]ΧI.”). Εντέλει, το ποιητικό υποκείμενο καταλήγει να “νιώθ[ει] ευγνωμοσύνη / για το λευκό [] της σελίδας” (“[Θέση]ΧΙΙI.”), κι ας το εκπλήσσει πόσο “σκληρή” είναι αυτή (“[Θέση]ΧΙV.”).

Έστω και μ’ αυτόν τον αποσπασματικό τρόπο, περιγράφηκαν, πιστεύω, με ενάργεια η λαβυρινθώδης φύση, τα αδιέξοδα και οι παλινδρομήσεις, οι ενθαρρύνσεις και οι απογοητεύσεις, τα δώρα και οι απώλειες της ποιητικής και κάθε δημιουργικής διαδικασίας· ακόμα περισσότερο: της υπαρξιακής συνθήκης κάθε ανθρώπου. Μπορείτε, συνεπώς, να φανταστείτε πόσο καλύτερα το κατορθώνουν τα ίδια τα ακέραια ποιήματα.

 

Επομένως, γράφε

Η ‘κορυφαία’ Θέση “XV.” (πέρα απ’ την οποία δεν υπάρχουν Αντιθέσεις) καταλαμβάνεται εξ ημισείας από στίχους με πλάγια στοιχεία που, σποραδικά, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται από την Θέση “IV.” Αυτά τα πλάγια δεικνύουν όσα όντως γράφονται επί της σελίδας (τούτο ρητώς επικυρώνει η “[Θέση] XXIV.”), ακόμα και όσο σοβεί η μάχη με την «λευκή σελίδα», ακόμα και όσο το ποιητικό υποκείμενο νιώθει αδύναμο και κλονιζόμενο. Και οι στίχοι με πλάγια είναι –όχι τυχαία– πυρήνες σπάνιου, υψηλού λυρισμού – π.χ.: «Ανθεκτική στις συσπάσεις της σιωπής / μια φλαμουριά ανοίγει κατάματα στον ουρανό», «Μια ρωμαλέα αγριομέλισσα / διερευνά τέμνοντας το παρόν», «Μέρες περνούν με τα ταφταδένια τους ενδύματα». Ό,τι λοιπόν όντως γράφεται στην λευκή σελίδα, ό,τι κατισχύει της λευκότητάς της, την πληρεί με μια ομορφιά και μια δύναμη που δεν μπορούμε παρά να αποκαλέσουμε νικηφόρες. Ακόμα και (ότ)αν κλυδωνίζεται, η τέχνη νικά: την λευκή σελίδα, την αδυναμία, τον θάνατο.

Βεβαίως, το ποιητικό υποκείμενο δεν θα πάψει ποτέ να κλονίζεται – ειδάλλως, γιατί να γράφει; Και η όποια δύναμή του, η όποια νίκη του επί της λευκής σελίδας, παραμένει πρόσκαιρη, αβέβαιη, ανά πάσα στιγμή απειλούμενη. Όμως η αποστολή του δεν σηκώνει αμφιβολία ούτε αντίρρηση: «Εκείνος που θα εγκαλέσει / το φοβερό σου εγώ / με τ' όνομά του / έβαλε μπροστά σου / αυτό το λευκό – // Επομένως;» τελειώνει η Θέση “XVI.” – η πρώτη χωρίς Αντίθεση. Kαι η επόμενη Θέση ξεκινά με πλάγια, δηλαδή με πραγματωμένη γραφή: το ποιητικό υποκείμενο έχει υπακούσει τον Θεό (εικάζω, κατά την Κωτούλα – σεις βάζετε ό,τι σας ταιριάζει ως Εντολέα) που προστάζει μπρος στην λευκή σελίδα: «Επομένως», γράφε.

Ομοίως οδηγεί στην ποίηση ο “φόβος και [ο] τρόμος”, τίτλος της “[Θέσης] XIX.” αντλημένος από στίχο της ακριβώς προηγούμενης. Η πρώτη στροφή της Θέσης αυτής περιγράφει την γένεση του ποιήματος: «Η λέξη είναι δεδομένη. / Η φωνή φωνάζει. / Η νύχτα στάζει». Η γραφή δίδεται – ενόσω δρα συγχρόνως μια φωνή – και το γύρω σκοτάδι κάτι προσφέρει· μήπως τα γράμματα –μαύρα σαν την νύχτα– πάνω στην λευκή σελίδα (αλλού στο ποίημα, η εικόνα του έναστρου ουρανού θα φέρει στον νου το ‘φωτογραφικό’ αρνητικό μιας γραμμένης σελίδας); Ιδού μια απαστράπτουσα, ολιγόλογη δήλωση ποιητικής. Το κυριότερο: ποιητικής όχι αυθαίρετης αλλά κατακτημένης: δια της γραφής που έχει προηγηθεί – σε αυτό και στα άλλα δύο βιβλία της Δ.Κ..

 

Κτίση δίχως κτήση

Καθώς προχωρά το ποίημα, παλινωδίες συνεχίζουν να υπάρχουν, παρά την κατίσχυση της γραφής επί της λευκής σελίδας: το παράθυρο δεν είναι παρά “αντανάκλαση  από το τετράγωνο λευκό της σελίδας” – κατά συνέπειαν, “πεισμώνω και δε γράφω” (“[Θέση] ΧΙΧ.”). “Θυμώνεις. / Δε θέλεις. / Αρνείσαι να γράψεις πια” (“[Θέση] ΧΧV.”). «Δεν είναι ευτυχία / αυτό που λαμπυρίζει. // Είναι η λευκή σελίδα» (“[Θέση] ΧΧVIII.”). Οπωσδήποτε, το ότι 'νίκησες' την λευκή σελίδα δεν επαρκεί: “η ιπποτική της σέλα / δεν μπορεί να σε κάνει πρίγκιπα”, “παραμένεις πολύ νέος / για την αιωνιότητα / που ευαγγελίζεται” («[Θέση] ΧΧΙ»). Και όμως, και όμως: πλέον υπάρχει μια “ανοιγμένη λέξη στο μυαλό” και μάλιστα “μεθά” το ποιητικό υποκείμενο· η λευκή σελίδα “ίσως και να έχει ήδη φύγει” (“[Θέση] ΧΧΙΙ.”). Για να γεμίσει το χαρτί από “φράσεις με μελάνι” – αλλά για τούτο ευθύνονται “ένα σμήνος άγγελοι” (“[Θέση] ΧΧΙΙΙ.”)· το ποιητικό υποκείμενο μπορεί να έδωσε μάχη για να κατακτήσει το δικαίωμα της γραφής, αλλ' εντέλει το ποίημα “υπάρχ[ει] και χωρίς εμένα”.

Αυτή ακριβώς η ανάληψη ευθύνης της κτίσης (δηλαδή της μεταφοράς της ζωής στο χαρτί – ακριβέστερα: της δημιουργίας ζωής στο χαρτί) χωρίς, όμως, εγγύηση κτήσης, αποτελεί μια νέα πάλη: «να μη σκληρύνεις. / Να υφίστασαι το ανθρώπινο / όπως η πεδιάδα τη λύπη». Και όμως, αυτή η όντως απάνθρωπη συνθήκη επιφέρει την δήλωση “Υπάρχει [Ανάσταση]”: «Μετά θάνατον δεν ευδοκιμούν / μόνο τα νύχια ή τα μαλλιά σου» (“[Θέση] ΧΧIV.”). Και ιδού, φτάσαμε στο ‘άγγελμα’ του τίτλου: “αν δεν ήταν εκείνη [δηλ. η λευκή σελίδα] εδώ”, σε διάλογο μ' εσένα που γράφεις, «θα ήσουν παντελώς // ανυπεράσπιστος» (“[Θέση] ΧΧVI.”). Ώστε λοιπόν η λευκή σελίδα, που «χωρίς αμφιβολία / [] ζει / και σε δωμάτια άλλων» (άρα δεν συνιστά προνόμιο του ποιητικού υποκειμένου: είναι συνθήκη που την μοιράζονται και άλλοι άνθρωποι) σε υπερασπίζεται. Σε υπερασπίζεται όσο υποφέρεις· και ώστε να γράψεις – πάνω της.

«Η ζωή προχωρά» (“[Θέση] ΧΧΙΧ.”), οι νεκροί πληθαίνουν, και το ποίημα βαίνει προς το τέλος του. Μα «οι στίχοι σου / δεν μπορούν να πείσουν κανέναν / ότι θ' άξιζε ν' ασχοληθείς με κάτι τέτοιο [] // Κι όμως, μαζί τους προχωράς». Προχωράς με τους στίχους σου και με τους άλλους, που δεν έχουν πεισθεί για την αξία τους, για την αξία σου· γιατί αυτό που κάνεις (γράφοντας) απορρέει από μια σχέση «με Κάποιον, Κάτι»: τα πλάγια κεφαλαία δηλούν την υπερβατική φύση της κινητήριας δύναμης και του σημείου εκκίνησης της γραφής. Από εκεί απορρέει η, κατά κυριολεξίαν, ποιητική άδεια (τίτλος της καταληκτήριας Θέσης “ΧΧΧ.”), που σ' αυτήν την δεύτερη εμφάνισή της (μετά την πιο δειλή πρώτη στην Θέση “ΧΙ.”, τότε που «οι λέξεις [] / ετοιμάζοντα[ν] να σμίξουν σε εκπληκτικές συστοιχίες»), ευθέως περιγράφει μιαν Επιφάνια. Ωστόσο αυτή καταλήγει σε ένα εμποδισμένο παρόν: «Θα μπορούσα να συνεχίσω αυτό το ποίημα / [] αλλά με εμποδίζει το μαύρο σ' αυτήν την πληγή». Και “Πληγή” είναι ο τίτλος του χωρίου που τυπώνεται αμέσως μετά: της Αντίθεσης “Ι.” ‘Αναγκάζοντάς’ μας, έτσι, να επαναλάβουμε την ανάγνωση όλων των Αντιθέσεων.

Ξαναδιαβάζουμε λοιπόν τις Αντιθέσεις που τελειώνουν με ένα ερωτηματικό “Εμείς;” Το δικαίωμα και το κατόρθωμα της γραφής, της δημιουργίας, δεν κερδίζονται άπαξ και δια παντός· η νίκη δεν είναι δυνατόν με ασφάλεια να κατοχυρωθεί και να αποθηκευτεί. Παραταύτα, πριν το φίδι ξαναδαγκώσει την ουρά της αμφιβολίας του, θα έχουν μεσολαβήσει άκρως ενθαρρυντικές διαβεβαιώσεις και παροτρύνσεις – π.χ.: «Κράτα σφιχτά το ευλογημένο κενό / ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο» («[Αντίθεση] IV.»)· «Δεν παραιτήθηκα ποτέ απ’ την προσπάθεια / να κάνω τους ίσκιους ανθρώπινους» («[Αντίθεση] VΙΙΙ.»)· με κορυφαία, ίσως, την εξής: «Αρνείται [υποκείμενο εδώ είναι μάλλον η λευκή σελίδα – άρα η ποίηση ως δυνατότητα] τη συνωμοσία / της πραγματικότητας / και η ανθεκτικότητά της / στο δριμύ της αλήθειας / προμηνύει μακροζωία» («[Αντίθεση] ΧΙΙΙ.»). Αυτές δεν είναι ακριβώς οι θαυματουργές, οι ζωογόνες ιδιότητες της ποίησης, της τέχνης;

Σύσσωμες οι Θέσεις και Αντιθέσεις είναι, λοιπόν, γεμάτες από παλινδρομήσεις και αμφισβητήσεις: τι μπορείς να κάνεις μπρος στην «λευκή σελίδα»; Τι σου επιτρέπεται; Από πού θα προέλθει η γραφή του ποιήματος; Εναργής απεικόνιση, αυτό το λαχάνιασμα, της ποιητικής διαδικασίας: που δεν παρέχει ποτέ εγγυήσεις επιτυχίας, ούτε καν περάτωσης. Έτσι, τα «Ποιήματα της λευκής σελίδας» προκύπτουν από έναν λυρικό στοχασμό βουτηγμένο στο όξος της αμφιβολίας και του θανάτου, στο αφυγραντικό αλάτι της δημιουργικής αγωνίας και του υπαρξιακού σκότους. Μέχρι η ποίηση να αναδυθεί από αυτά, όχι αποξηραμένη, αλλ’ αντιθέτως στιλπνή, ελαφρά, απέριττη, αναπεπταμένη.

 

Ολίγες ελάσσονες απορίες

Είναι φανερός, υποθέτω, ο θαυμασμός μου γι’ αυτό το ποιητικό επίτευγμα της Δ.Κ. Για να προστατεύσω, όμως, τον έπαινό μου, κρίνω σκόπιμο να σημειώσω και κάποιες απορίες ή ενστάσεις: όχι, συνεπώς, ως ‘γκρίνια’, αλλ’ ως εντοπισμό ορισμένων, κατά την γνώμη μου, αχρείαστων στοιχείων που ναι μεν δεν μειώνουν την ισχύ της επίτευξης, αλλ’ ούτε και την στηρίζουν – ίσως δε και ν’ απειλούν να την διαβρώσουν, έστω τόσο δα.

Και ξεκινώ από το ουσιωδέστερο. Η τελευταία Αντίθεση, «ΧV.» –συνεπώς, σύμφωνα με την τυπωμένη διάταξή του, και ολόκληρο το ποίημα– κλείνει με τους στίχους: «Υπάρχει μια λευκή σελίδα πάνω στο τραπέζι. // Ο Διονύσιος Σολωμός ένιωσε κιόλας την υγρασία της. // Εμείς;» Μοιάζει, δηλαδή, σαν η ποιήτρια να (νιώθει πως) αναμετριέται με τον Σολωμό, και να μας καλεί κι εμάς σ’ αυτήν την αναμέτρηση. (Κάτι παρόμοιο έχει συμβεί και στην μόλις δίστιχη «[Θέση] V.»: «Υπάρχει μια λευκή σελίδα στο τραπέζι πάνω – // Τη νιώθει ο Σολωμός υγρή, ψηλώνει ο νους, ω θάμβος πλάνο – ». Αλλά σ’ εκείνη την θέση, πιο εύκολα και γρήγορα προσπερνιέται.). Ακόμη κι αν δεν αναμετριέται μ’ αυτόν, παρά τον αναφέρει μόνο (μιας και το ακροτελεύτιο «Εμείς;», με απλά και όχι πλάγια στοιχεία, θα μπορούσε να συνεχίζει τον τέταρτο απ’ το τέλος στίχο, τυπωμένο επίσης με απλά: «Δε βρήκανε την ψυχή μας»), δεν βλέπω τι προσφέρει αυτή η αναφορά (η μόνη σε γνωστό πρόσωπο, και δη τον εθνικό μας ποιητή), βαραίνοντας μάλιστα κατά τέτοιον τρόπο στο πέρας του ποιήματος. Τι προσφέρει στο ποίημα, και τι προσφέρει σ’ εμάς που το διαβάζουμε. Σίγουρα, το υψηλό ύφος του ποιήματος δεν έχει ανάγκη την ρητή αναφορά στον Σολωμό, η δε ‘αγκίστρωση’ της υπαρξιακής σχέσης όλων μας –όπως έχει υπαινιχθεί ώς εδώ το ποίημα– με κάποιου είδους ‘λευκή σελίδα’, στις γνωστές δυσκολίες του Σολωμού ως προς την περάτωση των έργων του, μάλλον κινδυνεύει να μειώσει την σημασία του ποιήματος της Δ.Κ. και να στενέψει το εύρος των ‘συνεπειών’ του.

Ελάσσονος βαρύτητας ένστασή μου αφορά την (γνωστή και από τα προηγούμενα βιβλία της Δ.Κ.) χρήση πλαγίων ‘καθέτων’ ακολουθούμενων από κενό διάστημα (« /     ») για να χωριστεί ένας στίχος, ως περιττή τυπογραφική ‘φλυαρία’· ή την υιοθέτηση ‘άχρηστων’ παρενθέσεων («Αλλά (εγώ) το φοβάμαι»).

Λίγες, τέλος, λεξιλογικές απορίες: «αλέθει / σαν ζεστό φρέσκο γάλα», «ενεργειακό πεδίο των νεκρών», «μειωμένη λογική», «οδικών πτηνών» (αν δεν πρόκειται για εξόφθαλμο τυπογραφικό λάθος).

 

Θλιμμένο ζώο

Το βιβλίο είχε αρχικώς, προ ετών, ανακοινωθεί μόνο με τον τίτλο Ποιήματα της λευκής σελίδας και, όπως επιβεβαιώνει η έκτη σελίδα του, σε μια αρχική μορφή του ήταν έτοιμο από το 2019. Όμως, το έτος έκδοσής του δυο χρόνια αργότερα, έφτασε να περιέχει και μια δεύτερη ενότητα, την σειρά ποιημάτων με τίτλο “Animal Τriste” [γαλλ.: Θλιμμένο Zώο], γραμμένη, όπως δηλώνεται στο τέλος της, την “Άνοιξη-Καλοκαίρι 2020”, δηλαδή εν μέσω πανδημικού εγκλεισμού. Εκ πρώτης όψεως, μπορεί να μοιάζει ριψοκίνδυνο, αυτό το στοίχημα της Δ.Κ. –η οποία ‘επέτρεψε’ το ασυνήθιστα μεγάλο διάστημα των δεκατριών ετών μεταξύ του πρώτου και δεύτερου βιβλίου της–, να εμφανίσει τόσο πρόσφατη εργασία της, αλλ' απέδωσε. Μάλιστα, θα προκαταβάλω την γνώμη μου πως πρόκειται για την πιο ώριμη, μέχρι τώρα, ελληνική καλλιτεχνική απόκριση (απ' όσες τυχαίνει να γνωρίζω) στην συνθήκη που ακόμα διανύουμε. Αν τούτο ισχύει, το “Animal Triste” δικαιούται να θεωρηθεί ακριβώς απόδειξη της δυνατότητας η κατίσχυση και το ρίζωμα της ποίησης στην λευκή σελίδα –το  έπαθλο της αγωνιώδους, δημιουργικής και υπαρξιακής πάλης του πρώτου μέρος του βιβλίου– να είναι και η δημιουργική έκβαση κάθε δυσμενούς συνθήκης, όπως, π.χ. της πανδημίας.

«Το ζώο μου είναι στο είδος του μοναδικό», ξεκινά το εναρκτήριο, φερώνυμο ποίημα. Πέντε στίχους πιο κάτω, η φράση γίνεται: «Το ζώο μου είναι στη θλίψη του μοναδικό». Η «ζέστη» που «ανεβαίνει», οι νεκροί, η αναμονή πως «μερικά καλοκαίρια μετά / θα έχει τελειώσει ο θερισμός» και «οι γέροντες θα επιστρέψουν / στα παγκάκια της συντροφευμένης μοναξιάς τους», η επίκληση στην «κοινόχρηστη θλίψη του μαγιάτικου ακάλυπτου» σημαίνουν υπαινικτικά αλλά καίρια τον εγκλεισμό λόγω πανδημίας. (Και ας (μου) δημιουργεί κάποια σύγχυση η χρήση του β’ ενικού προσώπου: είναι πάντα το ίδιο; Π.χ. στους στίχους «Τους νεκρούς σου τους έκαψες;» και «ενώπιόν σου θα κριθώ»;)

Η αγωνία, λοιπόν, του εγκλεισμού και οι βιωμένες αντιφάσεις της συνθήκης αυτής εντοπίζονται παντού, στα κατά κύριο λόγο ολιγόστιχα ποιήματα. Και είναι, αυτές οι «αντιφάσεις της συνθήκης», κατοπτρισμός των συνεχών παλινδρομήσεων των «Ποιημάτων της λευκής σελίδας». Η ελπίδα να «χορέψουμε αγκαλιασμένοι» ακολουθεί την αίσθηση της «συντριβής». Όμως η φύση –μέρος της, βεβαίως, είναι καί ο ιός που «απλά εισχώρησε», «αυτό το περιφραγμένο καλοκαίρι»– παραμένει σωτήρια, ή έστω παρηγορητική, καί μέσα στο πένθος: «Τη μέρα που δύει τυλίγοντας / τόσες ψυχές στον μανδύα της / [...] με πιάνει απόγνωση / [...] και με κρατάει / καρφωμένη στο πλατύσκαλο εκεί / να πλημμυρίζω άστρα.» Τα μυρμήγκια, μιας κι «ανεμπόδιστα γλιστρούν» γίνονται ζηλευτά όντα, και «διδάσκουν την αφοσίωση». «Αθώα κοτσύφια έρχονται / στην ταράτσα μου». «Το φύλλο δυνατό και σαρκώδες / ανασαίνει φτερουγίζοντας». Ωστόσο, ακόμα και το «φως», αυτό το κατ’ εξοχήν πανίσχυρο κι ελεύθερο στοιχείο του σύμπαντος, υπ’ αυτές τις συνθήκες, αστράφτει «εγκλωβισμένο στον ορίζοντα».

Και αν ακόμα, κατά τόπους (π.χ. στα ποιήματα «Λυπημένο ποίημα», «Ξαφνικά», ή «Ήταν»), η Δ.Κ. αποτολμά να ακροβατήσει ώς το μελό (υπό το σήμα, πιθανώς, του Τάσου Λειβαδίτη, στίχους του οποίου προτάσσει ως επιγραφή αυτής της ενότητας), και αν η μεστωμένη αρτιότητα και ο σίγουρος βηματισμός δεν χαρακτηρίζουν αυτήν την ενότητα στον βαθμό που διατρανώνονται στα «Ποιήματα της λευκής σελίδας», δεν έχει μεγάλη σημασία: αυτές οι ποιητικές σημειώσεις υπαρξιακής συνθήκης είναι η στίξη της πεζής ζωής· μπορούμε να τις φανταστούμε ως ισχνά αλλ’ ισχυρά ποιήματα, μέσα σε ένα συνεχές, σιωπηρό, ένδον πεζό. Από τη μια, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι η γειτνίαση με τον αγώνα και τον θρίαμβο της πρώτης ενότητας του βιβλίου, αδικεί αυτά τα λιγότερο ‘φιλόδοξα’ ποιήματα. Από την άλλη, όμως, είναι θεμιτό να υποθέσουμε πως ακριβώς επειδή η ποιήτρια πλέον δεν φοβάται την λευκή σελίδα, κι έχει συνάψει μαζί της γόνιμη ειρήνη, μπορεί –και δικαιούται· έχει κερδίσει αυτό το δικαίωμα– να αποκριθεί στο εκτυφλωτικό λευκό (ή στο ισοδύναμό του: το χαίνον μαύρο) και με αυτόν τον ‘ήσσονα’, ‘ήσυχο’ τρόπο. Μετά την μάχη και τον κόπο της αναμέτρησης με την λευκή σελίδα, η ‘χαλάρωση’, η ειρήνευση –θα λέγαμε–, που ίσως αποτελούν κι ένα είδος ‘αυτο-συγχώρησης’, επιτρέπουν στην ποιήτρια να γράψει πιο ‘απλά’ (θεαματικά ‘απλούστερα’, τωόντι, από οποτεδήποτε άλλοτε). Και σχεδόν να αποδεχθεί πια την σιωπή ως ποιητική δυνατότητα, αντί ως αγωνία, όπως βιωνόταν πιο πριν: «Η ζωή τυλίγεται γύρω μας ξανά / σαν αγράμπελη. / Το φλύαρο μοτέρ της ποίησης / σε λίγο θα πάψει.» Και, κλείνοντας την ενότητα αυτή –και, μαζί της, όλο το βιβλίο– να διατυπώσει μια (αινιγματική) «Βεβαιότητα»: «Δεν είναι αργά να γεννηθούμε / αλλιώς // κι αυτό απομένει ίσως η μόνη / βεβαιότητα.»

Ίσως εντέλει το «Θλιμμένο ζώο» –και, μαζί του, όλο το βιβλίο που το περιέχει– να είναι η απόκριση –μία απόκριση· άλλη μία απόκριση– της Δ.Κ. στο ζητούμενο που η ίδια έχει διατυπώσει σε κείμενό της για τον Σεφέρη («Τα Νέα», «Βιβλιοδρόμιο», 4-5 Δεκ. 2021): με ποιον τρόπο θα «αναλάβουμε τον πιο μεγαλειώδη ρόλο μας: τη σχέση με την προσωρινότητα».

 

Η «δύσκολη απόλαυση»

Οπωσδήποτε, στην τέχνη όπως και στην ζωή, είναι δυσχερέστερη η πειστική διατύπωση μιας βεβαιότητας ή μιας πίστης (αν δεν θέλουμε να ακούγονται φτηνές και κίβδηλες), κι ευκολότερη (και συναρπαστικότερη, για το αναγνωστικό κοινό) η παρακολούθηση και η καταγραφή μιας διαμάχης, μιας αντίθεσης, μιας αντιπαράθεσης. Από την άλλη, η ‘απλή’ διατύπωση μιας βεβαιότητας ή μιας πίστης, όταν θεμελιώνεται σε ποιητικά στέρεο υπόβαθρο –όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Δ.Κ.– , όταν πατά γερά σ’ αυτό, μπορεί να επιτύχει μια δραστικότερη επιτάχυνση και να φτάσει γοργότερα τον στόχο της, συγχρόνως κρατώντας περισσότερη απ’ την θερμότητα του ζέοντος κέντρου απ’ όπου εκπορεύεται. Και τότε, εύκολα ξεχωρίζει απ’ την απλοϊκή ρήση, που ίπταται δίχως ερείσματα, γλιστρά σε αβέβαιη επιφάνεια, πλέει χλιαρά σε επίπεδο ρηχό.

Βεβαίως, η βαθειά θεμελίωση (δια της τέχνης) απαιτεί και βαθύτερη εξέταση (δια της ανάγνωσης): η ποίηση της Δ.Κ. δεν μας χαρίζεται (πάντα) εύκολα. Όμως, τι άξιο λόγου στην σύγχρονή μας τέχνη δεν απαιτεί εξοικείωση, άσκηση, προσπάθεια, για να το κατανοήσουμε και να το απολαύσουμε; Έχουμε καταβάλει προσπάθεια –και συνεχίζουμε– για να εξοικειωθούμε με –για να μάθουμε να διαβάζουμε’– την φιλμική γραφή του Νταίηβιντ Λυντς ή του Γκοντάρ, την μουσική γραφή της Μπγιορκ ή του Λίγκετι, για να μη μιλήσουμε για την αφηρημένη ζωγραφική ή τα μεταμοντέρνα εικαστικά. Ακόμα και την ‘δύσκολη’ πεζογραφία –του Κούντερα ή του Φάις, φερειπείν–, την επιβραβεύει η μερίδα του αναγνωστικού κοινού που καμαρώνει ως καλλιεργημένη και ενήμερη: την αγοράζει, την διαβάζει, την συζητά. Γιατί, λοιπόν, μόνο στην ποίηση αρνούμαστε την δεκτικότητά μας, την ετοιμότητά μας, την διάθεση για εξοικείωση, για τριβή, για άσκηση; Πώς γίνεται, απ’ όλες τις τέχνες, η ποίηση να υποφέρει πιο πολύ από την αδιαφορία των καλλιεργημένων αναγνωστών, υπό το πρόσχημα πως είναι «δυσνόητη» ή με την χυδαία δικαιολογία πως «έχει χάσει επαφή με το κοινό», και άλλες φαιδρότητες που δεν τολμά να ξεστομίσει κανένας σοβαρός φιλόμουσος, φιλότεχνος ή σινεφίλ; Πολύ επιγραμματικά κι ακόμα περισσότερο σχηματικά: πιστεύω πως η σύντομη απάντηση βρίσκεται αφενός στην ευρέως διαδεδομένη παρεξήγηση πως η ποίηση –αυτή! μία από τις αρχαιότερες των τεχνών– δεν είναι τέχνη αλλά «έκφραση» συναισθημάτων και εντυπώσεων – άρα οφείλει να είναι ‘άμεσα’ ‘προσπελάσιμη’. Και αφετέρου, στην απατηλή ταύτιση του σύντομου με το εύκολο και εύληπτο: όλοι μπορούμε να γράψουμε δέκα κατανοητές φράσεις σε μια σελίδα, αλλ’ όχι ένα ογκώδες μυθιστόρημα – συνεπώς το μυθιστόρημα, ως ‘κάτι άλλο’ από καθημερινή, στοιχειώδης ομιλία, ‘δικαιούται’ να είναι ‘απαιτητικό’ και ‘δύσκολο’, ενώ η ποίηση, όχι. Όμως αυτά είναι αντικείμενο μιας μεγάλης (και εξαιρετικά σημαντικής για τα πνευματικά πράγματα) συζήτησης, που δεν είναι της παρούσης.

Παραταύτα, εύχομαι τούτο το κείμενο και όσα ακολουθήσουν να σας πείσουν –αν χρειάζεται να πεισθείτε– ότι αξίζει να διαβάζετε και κάποια βιβλία ‘απαιτητικής’ ποίησης: η ολοένα αυξανόμενη απόλαυση που θα αποκομίζετε, θα ανταμείβει τους κόπους σας.


Τελικές δηλώσεις

Πρόθεσή μου είναι, τα κριτικά κείμενα που θα στεγάσει αυτή η άτακτη στήλη, «Τι κάνουν οι λέξεις» (παραλλαγή τού «Με τα λόγια (γίνεται)», άλλου κριτικού εγχειρήματός μου, με την μορφή επιμέλειας –άρα επιλογής, άρα (διά)κρισης– ποιητικών εκδηλώσεων), να αποτελούνται από τρία άνισα μέρη. Πρώτα, μια σύντομη υποδοχή περί τέχνης και κριτικής, με αναφορές σε σκοπό, κριτήρια, προτιμήσεις, προτεραιότητες, και προβλήματα που μου φαίνονται κρίσιμα και επίκαιρα. Μετά, το κύριο σώμα: η κριτική ενός ή περισσότερων βιβλίων. Τέλος, μια λακωνική δήλωση (εμπνευσμένη από την σύγχρονη εκδοτική πρακτική στα διεθνή επιστημονικά περιοδικά) για την σχέση μου με τις/τους κρινόμενες/ους συγγραφείς. Αν η πρώτη ενότητα ξενίσει λίγο (παρότι την θεωρώ αναγκαία και την ελπίζω χρήσιμη, ιδιαιτέρως δε στο παρόν τοπίο έκδοσης, παρουσίασης, και κριτικής της ποίησης), ίσως η τρίτη φανεί ολωσδιόλου αλλόκοτη. Ωστόσο, θεωρείται σήμερα απαραίτητο, όσες/οι ερευνούν ένα επιστημονικό ζήτημα, να δηλώνουν, στην δημοσίευση των αποτελεσμάτων τους, κάποια σημαντικά (οικονομικά και άλλα) στοιχεία σχετικά με την έρευνά τους. Όχι για να θέσουν τα συμπεράσματά τους υπό αμφισβήτηση· η αξιοπιστία οιασδήποτε μελέτης εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από την καταλληλότητα και την σωστή εφαρμογή των μεθόδων της, την ορθή εξαγωγή και παράθεση των δεδομένων, και την εγκυρότητα της ανάλυσής τους. Αλλά για λόγους διαφάνειας. Κατ’ αναλογίαν, νομίζω πως δεν θα ήταν εντελώς άχρηστο και ανώφελο για τις/τους αναγνώστ/ρι/ες, κάθε κριτικός να δηλώνει την σχέση του με τα πρόσωπα των οποίων τα έργα κρίνει.

Λοιπόν:

Γνώρισα προσωπικώς την Δήμητρα Κωτούλα το 2012. Έχουμε συνεργαστεί στο «Με τα λόγια (γίνεται)» και αλλού.

~

Η κριτική αυτή δημοσιεύθηκε στο τ. 134, Σεπτ. 2022 του "The Books' Journal". Η φωτογραφική προσωπογραφία της ποιήτριας είναι του Κωνσταντίνου Πίττα.

15.4.22

Για τον Άγγελο Σικελιανό


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έξι προσωπικές σημειώσεις για τον Σικελιανό

~ Καμμιά φορά, σε δεκτική ομήγυρη, χάριν (σοβαρού) αστεϊσμού, αποτολμώ να ξεστομίσω –ως party line, που λένε– την φράση: «Τα καλύτερα ποιήματα του Παλαμά, τα έγραψε ο Σικελιανός». Επικινδύνως, το γνωρίζω, συνοψίζει, παιγνιωδώς και ασεβώς έστω, την αίσθησή μου πως ο Σικελιανός, ως φυσικός ‘διάδοχος’ του Παλαμά (και όχι μόνον, βέβαια, στην άτυπη θέση του «εθνικού ποιητή»), πλάτυνε τον δρόμο που εκείνος διάνοιξε (με την χρήση της δημοτικής και το ύφος του) και τον έστρωσε με επιτεύγματα σημαντικότερα, χάρη και στο ανώτερο ποιητικό του τάλαντο. Αφορισμών τέλος – συνέχεια με σύντομες, προσωπικές πάντα, καταγραφές.

~ Ευτύχησα να πρωτοδιαβάσω Σικελιανό, φθινόπωρο του 1981, όταν ανατυπώθηκε, μαζί με τις ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου που την συνόδευαν, η χειρόγραφη έκδοση των Ακριτικών: τα εκατό αντίτυπά της είχαν κυκλοφορήσει από χέρι σε χέρι την άνοιξη του 1942. Το βιβλίο αυτό, καρπός της ύψιστης ωριμότητας του Σικελιανού, περιέχει πέντε ποιήματα γραμμένα το 1941-42: «Στυγός Όρκος», «Άγραφον», «Ελληνικός Νεκρόδειπνος», «Διόνυσος επί λίκνω», και «Σόλωνος Απόλογος». Αποτελεί ένα από τα τέσσερα σημαντικότατα ποιητικά βιβλία της Κατοχής, μαζί με την Αμοργό του Γκάτσου, τον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, και την Ursa minor του Παπατσώνη – τι σοδειά. (Δεν είναι διόλου αυτονόητο ότι οι «δύσκολοι καιροί» γεννούν καλή τέχνη, και μάλιστα τόσο σύντομα.) Το 1943, όταν ο ποιητής παρουσιάζει την αυτό-ανθολόγησή του, Αντίδωρο, περιλαμβάνει μόνο τα δύο πρώτα και το τελευταίο· οπωσδήποτε μεγάλα επιτεύγματά του. Στην δε συγκεντρωτική έκδοση του Λυρικού Βίου (1946), εντάσσει τα πέντε με ελαφρώς αλλαγμένη σειρά στους «Επινίκους Β’ (1940-1946)».  

Έγραψα πιο πάνω «ευτύχησα» γιατί, χάρη σ’ αυτή την σύμπτωση, γνώρισα τον Σικελιανό στην πιο μεστή, πυκνή, καίρια και ποιητικώς δραστική εκδοχή του. Έτσι, ένας έφηβος που ταλαντευόταν ανάμεσα στην τότε τρέχουσα ή ακόμα πρόσφατη ακμή του Ελύτη και στο συντελεσμένο σύμπαν του Σεφέρη, με σταθερό, ωστόσο, έδαφός του τον Καβάφη και τον Γκάτσο, κι έχοντας πρόσφατα μαγευθεί από τον Εγγονόπουλο και γοητευθεί από τον Σινόπουλο, μπόρεσε να ‘δεχθεί’ αυτόν τον Σικελιανό σ’ αυτήν την συντροφιά – πράγμα που θα ήταν μάλλον αδύνατον αν είχε πιάσει να τον διαβάζει ξεκινώντας απ’ την αρχή του έργου του.

Παραμένει αναγνωστική αίσθησή μου (αλλ’ αν δεν σφάλλω, υποστηρίζεται και από φιλολόγους) ότι, μετά την επίπονη τριβή και την σύγκρουση με την πραγματικότητα που οδήγησαν στο τέλος (1930) του οπωσδήποτε γόνιμου και πολλαπλώς πρωτοπόρου εγχειρήματος των «Δελφικών Εορτών», η ‘επιστροφή’ του Σικελιανού στην ποίηση έδωσε ποιήματα εν γένει πολύ μεστωμένα, πιο ‘γειωμένα’, αυστηρότερα υφολογικώς, σε σχέση με τα προηγούμενα – κι έτσι ‘πλησιέστερα’ σε μιαν ευαισθησία που ‘τσινάει’ μπρος στην υπερχειλίζουσα γλώσσα, την υπερχειλίζουσα μεταφυσική, κ.τ.τ.. Αν δεχθούμε ως έναρξη αυτής της μεστής ωριμότητας το έτος 1935, χρονολογία δημοσίευσης της «Ιεράς Οδού» στα «Νέα Γράμματα», έχουμε λόγο να πικραθούμε: ο Σικελιανός μπαίνει στην ακμή του 51 ετών, αλλά έχει μόνον 16 ακόμη χρόνια ζωής μπροστά του. Και θα ‘σπαταλήσει’ πολλά απ’ αυτά γράφοντας θέατρο, ενώ από την Απελευθέρωση κι έπειτα, θα τον καταβάλλει η επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του.

~ Πέρα από τα ακριβά δώρα της ποίησης του ίδιου του Σικελιανού, με ενδιαφέρουν πολύ –ως αναγνώστη και ποιητή, όχι ως φιλόλογο που δεν είμαι– και οι ‘επιβιώσεις’ του: όχι τόσο οι προφανέστερες, π.χ. στον Ελύτη, όσο αυτές στον Εμπειρίκο, δεδηλωμένες και –κυρίως– μη, στον Παπαδίτσα και στον Καρούζο, αλλ’ ακόμα και στα ποιήματα του Ζήσιμου Λορεντζάτου. Ξέρουμε την ύψιστη θέση που απέδιδε ο Λορεντζάτος στον Σικελιανό ανάμεσα στους ποιητές του ελληνικού 20ου αιώνα – αλλά νομίζω κι ότι το καλύτερο ποίημα της Συλλογής του, «Ο Ξένος», απηχεί κάπως την καλπάζουσα αφηγηματικότητα, τις άφθαστες παρομοιώσεις, κι εντέλει την γνωμική τάση του ποιητή που τόσο θαύμαζε:



Βράδιαζε αργά στο Τούνεζι.

                                           Μονάχος μέσα

Στο Μεγάλο Τζαμί στο σκοτεινό προσευχητήρι

Με κατάνυξη τραβηγμένος σε μια κόχη

Μαστορεύει ένα ποίημα που δεν ξεστομίζει σε κανέναν

Και μήτε καν το γράφει πουθενά

Παρά σα δυο καματερά που ζευγαρίζουν

Το χωράφι της μνήμης, βαθιά στ’ αυλάκια του μυαλού του

Χαράζονται για πάντα ώρα και μέρα.

 

Και να σε λίγους μήνες στη Σεβίλλη

Τον ζυγώνει στο δρόμο παλικάρι που δεν ξέρει

Και του λέει κομποσκοίνι, θαρρείς, σε ασκητευτή τα χέρια

Ολάκερο το ποίημα με στροφές και στίχους.

Ο Ιμπν Άραμπης κερώνει.

                                       Σαστισμένος

Ρωτάει ποιος έγραψε το ποίημα; Πάλι τον σαστίζουν

Για δεύτερη φορά τα λόγια τούτα:

«Ο Ιμπν Άραμπης» – που βέβαια ο άλλος δεν τον ξέρει

Μήτε και πως τον βλέπει εκεί μπροστά του.

Καλά, πώς έμαθε στροφές και στίχους;

                                                            Λίγους μήνες

Πρωτύτερα –την ίδια ώρα και μέρα

Που μαστόρευε στο Τούνεζι το ποίημα

Του Προφήτη ο πιστός– ανακατώθη

Σε μια παρέα παλικαριών εκεί στην ίδια

Τη Σεβίλλη ένας ξένος, άγνωστος προσκυνητής

Και ξεθηκάρωσε μπροστά τους καβαλάρης σάμπως

Κατεβατή σπαθιά στον άνεμο, ένα ποίημα.

Τόσο το ζήλεψαν τα παλικάρια εκείνα

Που ζήτησαν να τους το πει πάλι και πάλι

Ωσότου πλέρια τέλος το απομάθαν.

Ύστερα ο ξένος έφυγε όπως ήρθε

Χάθηκε – ανθρώπου μάτι δεν τον είδε πια.

 

*

 

Βασιλιάς ή στρατιώτης πλούσιος ή φτωχός

Όποιος γυρεύει και καλά να μάθει

Με τον κανόνα και με το διαβήτη

Ποιος είναι ο ξένος, δε θα καταλάβει

Ποτές του τίποτα από ποίηση (κι άλλα πιο κρυμμένα

Στο φρόνημα του ανθρώπου) –το δηλώνει ο μύθος–

Όσο αν κάνει τον άνεμο κουβάρι

Σε πανύψηλες μέσα βιβλιοθήκες

Μερώνοντας ανήμερα βιβλία,

Όσο αν ξέρει τον κόσμο να διαβάζει

Όσο αν είναι σοφός

                                ή ακόμα και τις γλώσσες

(Με τους στερνούς αυτούς που θημωνιάζω στίχους)

Των ανθρώπων λαλεί και των αγγέλων...      


Δεν μπορώ να εξηγήσω επακριβώς γιατί –πέραν από τον μεγάλο θαυμασμό που τρέφω για το ποίημα του Σικελιανού, και πέρα από όσα λίγα συστατικά της ποίησής του ήδη επιγραμματικά ανέφερα και θα αναφέρω– μου φέρνει στον νου την «Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο (μαθητή του Βούδα)»:



Aνεπίληπτα επήρε το μαχαίρι

ο Aτζεσιβάνο. K’ ήτανε η ψυχή του

την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.

Kι όπως κυλά, από τ’ άδυτα του αδύτου

των ουρανών, μες στη νυχτιά έν’ αστέρι,

ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,

έτσι απ’ τα στήθη πέταξε η πνοή του.

 

Xαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.

Γιατί μονάχα εκείνοι π’ αγαπάνε

τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία,

μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι

της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ,

που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!

 

Μα αίφνης, κι άλλη ‘επιβίωση’ –διαβάζοντας ανάστροφα τώρα– στον Γκάτσο: Των άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει [«Ύμνος του Μεγάλου Νόστου»].

Τέλος, εξίσου με συγκινεί η ‘συνομιλία’ του σπουδαίου αρχαιολόγου και δεινού, υποδειγματικού στον δικό του στίβο, συγγραφέα Χρήστου Καρούζου (γεννημένου το 1900 στην Άμφισσα) με τον Σικελιανό:

Όταν επικαλείται το ποίημα (που μοιάζει με την σειρά του να ‘συνομιλεί’, ως θέμα και ‘στάση’, με τον Καβάφη) «Παντάρκης», μιλώντας για την αρχαία γλυπτική και τις αρχαίες επιγραφές για το νεανικό ανδρικό κάλλος – όμως δεν μπορώ να βρω πια πού: στον Αριστόδικο, στο Άγαλμα περικαλλές…, σε κάποιο δοκίμιο της Αρχαίας Τέχνης; (Ή μήπως η αναφορά ανήκει στην Σέμνη Καρούζου; Ή την φαντάστηκα ολωσδιόλου;)

Κι όταν τους βλέπω να συνομιλούν ως φίλοι στους Δελφούς (όπως σημειώνει η Σέμνη Καρούζου στο τέλος της έκδοσης του βιβλίου Δελφοί του άντρα της), την εποχή που ο Καρούζος ήταν Έφορος Αρχαιοτήτων Στερεάς Ελλάδος, με έδρα την Θήβα. Τόσο με γοητεύει αυτή η –πλούσια, είμαι βέβαιος, και ακριβή – συνομιλία που μάλλον έπλασα ως φαντασίωση και την ύπαρξη αλληλογραφίας Καρούζου-Σικελιανού, αποκείμενης σε κάποιο ίδρυμα: μιας και ούτε κι αυτό στάθηκε δυνατό να το επιβεβαιώσω τώρα, καθώς γράφω.

~ Οι παρομοιώσεις είναι, στον ποιητικό δρόμο, οι γλιστερότερες πέτρες. Το πόδι του Σικελιανού όμως έχει εξαρχής μοναδική σταθερότητα. Θαυμάσια το διατυπώνει ο Πέτρος Κολακλίδης (στις Μελέτες του, τ. Α’, επιμ. Σταύρου Ζουμπουλάκη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2006, όπως το μεταφέρει ο Κώστας Μπουρναζάκης στην εισαγωγή του τομιδίου Άγγελος Σικελιανός στην σειρά «Έλληνες Ποιητές» της «Καθημερινής», 2014): «Οι παρομοιώσεις του είναι στιλπνές. Είναι παρομοιώσεις κάποιου που έχει εμπιστοσύνη στα πράγματα.» Τυχαίος δειγματισμός:

μες στον ανάλαφρο σαν καταχνιά χιτώνα [«Τύμβος»]

λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα [«Γιατί βαθιά μου δόξασα»]

Πώς το ρουμπίνι πύρινο ζώνει ψηλά το στέμμα,
όμοια στο νου μου ολόγυρα μαζώχτη ξάφνου το αίμα
[«Μήτηρ θεού»] – εικόνα που θα ξαναγυρίσει αποσταγμένη σε μεταφορά, δεκαετίες αργότερα, στον προφορικό του λόγο –ένα ρουμπίνι στη μέση του μυαλού– για να περιγράψει το πρόσφατο εγκεφαλικό του επεισόδιο (στον Σεφέρη, κατά την μαρτυρία του στις Μέρες (1946)).

~ Τα όλα κι όλα πέντε παραδείγματα πιο πάνω, κι ας είναι λιγοστά, καταδεικνύουν περίτρανα, φρονώ, το εκπληκτικό ‘αυτί’ του Σικελιανού:

Αυτί για τον ρυθμό, φυσικά, βασικό στοιχείο του οποίου είναι, νομίζω, οι διασκελισμοί του: που οργανώνουν τον ήχο, αλλά και –με την νοηματικά πάντα σοφή τους θέση– γίνονται η ραχοκοκκαλιά γύρω από την οποία θα σαρκωθεί η αφήγηση.

Αλλά αυτί και για τους φθόγγους καθεαυτούς, που προσκαλούν το στόμα το ίδιο να τους γευτεί, να τους στριφογυρίσει ανάμεσα σε ουρανίσκο, χείλη και δόντια, με επιμονή, ένταση και απόλαυση τέτοιες, που είχαμε να νιώσουμε από τον Σολωμό.

~ Κλείνω αντιγράφοντας –και προσυπογράφοντας– άλλη μιαν έξοχη απόφανση του Πέτρου Κολακλίδη (ό.π.): «Η προσοχή στη γλώσσα, στο τί σημαίνει και στο πώς το σημαίνει, στο πώς ακούγεται κι από ποιούς ρυθμούς συνοδεύεται, έχει ως αντίστοιχό της την προσοχή στα πράγματα [...]. Οι φυσικές εικόνες είναι αλληλένδετες με τις λεκτικές. Ο ποιητής ακούει και βλέπει. Ενώ τον ενδιαφέρουν τα «νοητά», σώζει, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, τα φαινόμενα. Και τα σώζει [...], διατηρώντας τα ακέραια, στη φυσική τους αμεσότητα, διάφανα, καθαρά. Γι’ αυτό η ποίησή του δεν είναι σκοτεινή, όσο κι αν είναι βαθύς, όσο κι αν είναι «μυστικός».» Αυτό (πρέπει να) κάνει η ποίηση· αυτό κάνει ο ώριμος, όψιμος Σικελιανός.

 

*

 

Αυτό είναι το κείμενο που με το οποίο συμμετείχα στο αφιέρωμα στον Σικελιανό που επιμελήθηκε η Αθηνά Βογιατζόγλου για το περιοδικό "χάρτης", τ. 40, Απρίλιος 2022.