Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .εφημερίδες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .εφημερίδες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30.4.21

24 κυριακές
















Δεκ. 1968: Το φως του απογεύματος χτυπά το τζάμι του έβδομου ορόφου. Η Αρλέτα τραγουδάει «Το πέτρινο χαμόγελό της» στο πικάπ, κι εγώ κουνάω χέρια-πόδια πίσω από τα ξύλινα κάγκελα της κούνιας.

Ιαν. 1974: Τσουλάμε αργά στη Βουλιαγμένης. Νύχτωσε· σκαρφαλώνω και ξαπλώνω στο ‘ράφι’ πίσω από το πίσω κάθισμα του Hillman.

Φεβ. 1980: Δίχως ενδιαφέρον, μα με αναγκαία προσήλωση, κάθομαι να δω τα γκολ στην «Αθλητική Κυριακή»· να ’χω κάτι να πω στα διαλείμματα αύριο.

Μάρ. 1986: Leeds. Παύση μελέτης: έξω από το παράθυρο της φοιτητικής εστίας, στα παρτέρια, δειλά ξεμυτίζει η Άνοιξη. Δυο περιστέρια τσιμπολογούν τον χθεσινό εμετό των μεθυσμένων.

Απρ. 1992: Μπαζάρ στο Hampstead Community Centre: Moby Dick (έκδοση Everyman τού 1930) και A Century of English Essays (1925) – για το μυθώδες ποσόν των 1,45 λιρών.

Μάιος 1997: Εφημερίδες στο πάρκο με τον ήλιο. Γράφω «Τα βήματά μας» για το επόμενο τεύχος τού «αντί». Το βράδυ, Δράκουλας τού Παπαϊωάννου στο «Ρεξ».

Ιούν. 2002: Η Ρώμη, αποπνικτική. Στο αεροπλάνο, Φυγή δίχως τέλος του Ροτ. Σπίτι, καλωσόρισμα στον τηλεφωνητή, από τον R. που μου το χάρισε.

Ιούλ. 2007: Αντιγόνη του Βογιατζή, αριστουργηματική και πάλι, στην Πέτρα. Ξαπλώνω –για τη μέση μου– στους πάγκους πριν απ’ την παράσταση, και ξανά πριν την επιστροφή. 

Αύγ. 2012: Λευκάδα. Γιορτάζουμε την επιστροφή του νερού μετά από μέρες: ντους, μπουγάδα, μαγείρεμα!

Σεπτ. 2013: Εύβοια. Πρωινό κάτω απ' τη συκιά. Γουλφ: δοκίμια και διηγήματα. Όχι μπάνιο: πολύς αέρας. Βόλτα την νύχτα, με κοκα-κόλα, να δούμε τραβηγμένα τα νερά.

Οκτ. 2014: Γιορτή στης Π.. Μου χαρίζει μεγάλο παλιό τετράδιο, με σημειώσεις, ζωγραφιές, φωτογραφίες: αναδρομή στην 5χρονη γνωριμία μας. 

Νοέμ. 2015: Δωδεκάωρος ύπνος, χωρίς ξυπνητήρι επιτέλους, μετά από δύο μέρες με εξάωρα μόνο.  Προετοιμασίες για τα 185α γενέθλια της Ντίκινσον στο «Με τα λόγια (γίνεται)».

Δεκ. 2016: Μπαζάρ των ΠΕΚ στην Θουκυδίδου: Στιχουργική Τέχνη του Σπαταλά. Στο «Ιντεάλ», Η τρελλή χαρά με την υπέροχη Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι (κλάμα). 

Ιαν. 2017: Πρωτοχρονιά. Απίθανο να' ναι καλύτερη, μετά από δυο ζόρικες απανωτές χρονιές.

Φεβ. 2018: Καρναβάλι, Ξάνθη. Ήλιος με δόντια. Ποτάμι οι καρναβαλιστές με τους συλλόγους τους. Πάνω από 2000 φωτογραφίες: πρώτη φορά, τόσο πολλά πρόσωπα, κι από τόσο κοντά. 

Μάρ. 2019: Στο Εθνικό για τα Κρατικά: τιμητική διάκριση στο «ΦΡΜΚ», πριν ακόμα κλείσει τα 6 του χρόνια! Το γιορτάζουμε στο «Γιάντες». Μαρτάκια με ματόχαντρα.

Απρ. 2020: Πάσχα κατ' οίκον. Διαβάζω τα περί Ανάστασης. Στον Λουκά, ο Ιησούς πεινάει. Στον Ιωάννη, η Μαγδαληνή: “Έχασα τον Κύριό μου – μήπως τον έχεις εσύ;”

Μάιος 2020: Βγήκα, με “2”, για εφημερίδες. Πέταξα και ταχτοποίησα χαρτιά από δυο στοίβες πλάι στο γραφείο. Καθαρόγραψα κάποια ποιήματα. 

Ιούν. 2020: Θερινό Ηλιοστάσιο: λίγοι φίλοι στου “Ηλία”. Διάβασα την “Γαζέλλα”, τον “Μονόκερω” και τον “Κύκνο” του Ρίλκε· ξεκίνησα την “Σούτρα των Βουνών και των Νερών” του Ντόγκεν.

Ιούλ. 2020: Πέρασε ο Λ., σκοτωμένος μετά από επίσκεψη στο “Σωτηρία” όπου πεθαίνει η αγαπημένη φίλη του. Μου διάβασε Ιουλιανό, του έφτιαξα Ασσάμ.

Αύγ. 2020: Το παράξενο πουλί που ακούμε μέρες τώρα στο νησί, είναι μηχανικό: κρώζει σαν τέσσερα αρπακτικά, να σκιάζονται τα περιστέρια. Μετά το κολύμπι, στην άμμο, συνεχίζω τον Ντάνιελ Ντερόντα. Γιουβέτσι θαλασσινών. Αρχή μικρής, ευεργετικής χαλάρωσης. 

Σεπτ. 2020: Στάρι, βασιλικός, και playlist με Chopin στο μάρμαρο.

Οκτ. 2020: Πρωινό στον ήλιο. Το Κάστρο της Καρύταινας, η Ανδρίτσαινα, η ανάβαση στις Βάσσες. Διάσπαρτα μέλη και ξερολιθιές, κρινάκια και κυκλάμινα. Μαζεύονται σύννεφα. Επιστροφή. 

Νοέμ. 2020: Λιακάδα στον Δήμο Κοίλης. Χαρακιές και αρχαία θεμέλια στο βράχο. Ατρόμητη μια καρακάξα πλησιάζει. Ένα αγόρι έχει αφήσει το ποδήλατο στο χώμα· παίζει γκάιντα. Ταϋλανδέζικο απ' το Κουκάκι. Merry Christmas Mr. Lawrence.



[Παραγγελία τού, και δημοσιευμένο στο "Κ" της "Καθημερινής της Κυριακής", Μ. Παρασκευή, 20 Απριλίου 2021. Φωτ.: Π.Ι., Πάρος, Αύγ. 2021.]

17.4.20

jane hirshfield _ τίποτε απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί



























[δημοσιευμένο στο "Βιβλιοδρόμιο" των "Νέων", Μ. Παρασκευή 17 Απριλίου 2020 - https://www.tanea.gr/2020/04/18/lifearts/by-the-book/tipote-ap-ayta-den-xreiazotan-na-symvei/]

επιμέλεια: Δημήτρης Δουλγερίδης

Tο ερέθισμα πρέπει να πιστωθεί εξαρχής στον Παναγιώτη Ιωαννίδη, που τη σύστησε στο «Βιβλιοδρόμιο». Οχι μόνο ως μεταφραστής της, αλλά και ως ευαίσθητος δέκτης της ποίησης που γράφεται σήμερα. Δεν του το είπα όταν μου έστειλε τους πρώτους στίχους της Τζέιν Χέρσφιλντ - «έχω μια στοίβα χαρτί/ μια θήκη μελάνι» -, αλλά η εσωτερική μηχανή αναζήτησης είχε ξεκινήσει ήδη τις εκτροπές από την κανονική τροχιά. Θυμήθηκα αυτομάτως τον στίχο του Σεφέρη «το χαρτί σκληρός καθρέφτης», για να ενώσει - τάχα - δύο στιγμές από την ίδια οικουμενική αγωνία της ποιητικής γραφής. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Κι ύστερα πιάστηκα από ορισμένες λέξεις μέσα στα πέντε ποιήματα που μετέφρασε για να σχηματίσω στα τυφλά μια διαδρομή ως τη Χέρσφιλντ: «αλυσοδένει» (σίγουρα αυτό το ρήμα), «ελαφίνα», «να μην πουν», «διαβάσαμε, ψάλλαμε και κάηκε», «ερωδιός», «Μπαχ», «Σβάλμπαρντ». Προφανώς δεν είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για να φτάσεις στην πηγή. Πώς μπορείς να «μάθεις» την ποιήτρια αν δεν βιώσεις τα ποιήματά της ως εμπειρίες; Φαίνεται, άλλωστε, πως μια αντίστοιχη ιδέα είναι κεντρική στην τέχνη, αλλά και τη δοκιμιογραφία της. Στο Hiddenness, uncertainty, surprise (Newcastle / Bloodaxe Poetry Lectures, 2008) ανατρέχει από τον Ομηρο ώς τον Καβάφη, τον Ρόμπερτ Φροστ, τον Οντεν κ.ά., για να καθαρίσει με το πινελάκι το χώμα από τρεις ποιητικές «ενέργειες»: την κρυπτικότητα («δεν υπάρχει παράδεισος που δεν κρύβει μέσα του το άγνωστο»), την αβεβαιότητα («εάν σκοπός της ποίησης είναι να μεγεθύνει την ανθρωπιά μέσα μας, τότε πρέπει να είναι και η ίδια αβέβαιη»), την έκπληξη («τα ποιήματα που διαρκούν είναι εκείνα που δεν χάνουν τη δύναμη να εκπλήσσουν»). 

Μέχρι να φτάσει στη συλλογή Ledger (Knopf Doubleday και Bloodaxe Books, 2020), απ' όπου ο Π. Ιωαννίδης μετέφρασε πέντε ποιήματα ειδικά για το «Βιβλιοδρόμιο», η 68χρονη Νεοϋορκέζα Τζέιν Χέρσφιλντ έχει κερδίσει μια θέση με αξιώσεις στη σύγχρονη αμερικανική ποίηση. Εχει εκδώσει άλλες οκτώ συλλογές, εκ των οποίων το Given sugar, given salt (2001) είχε φτάσει στην τελική πεντάδα για το Εθνικό Βραβείο Κριτικής (ΗΠΑ), το After (2006) ήταν υποψήφιο για το Βραβείο T.S. Eliot (Μ. Βρετανία) και το «Come, thief» (2011) για το Βραβείο PEN USA. Η ποιητική έμπνευση, εξάλλου, η αγωνία μπροστά στον αυτοσχεδιασμό, η γεωμετρία της γλώσσας, οι μεταφυσικές εικόνες την απασχολούν και στα δοκίμια που εξέδωσε, στο Nine gates: entering the mind of poetry και το Ten windows: how great poems transform the world

Όσο περιορισμένη και αν είναι η πρόσληψη από τα πέντε ποιήματα που δημοσιεύονται σήμερα, ο αναγνώστης μπορεί να περάσει στη μεγάλη εικόνα: τον ανθρώπινο κόσμο που μέσα στα ποιήματα της Χέρσφιλντ είναι αναπόσπαστο κομμάτι του φυσικού (δύσκολα λογοκρίνει κανείς εδώ μια σκέψη για την καταγωγική έμπνευση από τον Γουόλτ Γουίτμαν)· το ενδιαφέρον της για τη βιολογία και την «ενσυναίσθηση» για το φυσικό περιβάλλον που πληγώνουμε (στο «Ω, σαλίγκαρε» ειδικά ο έλληνας αναγνώστης θα αναγνωρίσει την αναφορά στο Μάτι και την προπέρσινη πυρκαγιά)· το αίσθημα αβεβαιότητας απέναντι στις φάρσες της ύπαρξης· τον μινιμαλισμό ως δόκιμο ύφος για να αποδοθεί η αναμέτρηση με το άγνωστο. 

Ακολουθεί ένα κείμενο της Τζέιν Χέρσφιλντ, βασισμένο στην ηλεκτρονική αλληλογραφία της με τον Παναγιώτη Ιωαννίδη, γραμμένο για να συνοδεύσει τις εδώ δημοσιευόμενες μεταφράσεις:

Οι άνθρωποι, στις κρίσεις και τις μεταβάσεις, διψούν για ποιήματα. Ποτέ δεν ανέμενα να γίνω ποιήτρια της δημόσιας στιγμής – αλλά τα τελευταία χρόνια, συμβαίνει όλο και περισσότερο. Η εφημερίδα του Σαν Φρανσίσκο μού ζήτησε κάτι περί αυτοπροστασίας κατ' οίκον, όπως το λέμε εδώ – ευτυχώς, είχα ήδη γράψει ένα ποίημα, μιας και δεν μπορώ καθόλου να γράφω κατά παραγγελίαν. Το δημοσίευσαν κατευθείαν, κι αμέσως ταξίδεψε πολύ και μακρυά, με τον τρόπο που σήμερα γίνεται. Μου συνέβη και διάφορα άλλα ποιήματά μου να γίνουν viral (νομίζω χρειαζόμαστε έναν άλλο όρο γι' αυτό, τώρα δα), απ' όταν άρχισε η παρούσα πανδημία. Ποιήματα γραμμένα για έναν λόγο, ξαφνικά μιλούν μες σε μιαν ολωσδιόλου άλλη περίσταση. Το ποίημα που ανοίγει το καινούργιο βιβλίο, το Κατάστιχο, “Να μην πουν”, δημοσιεύθηκε αρχικά ως ποίημα πολιτικού σχολιασμού την ημέρα της ορκωμοσίας του Προέδρου το 2017, και διαβάστηκε από σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα – μα το έγραψα πολύ νωρίτερα, το 2014, μόνο με την περιβαλλοντική καταστροφή κατά νου. Τώρα αυτό το ποίημα, αλλαγμένο πάλι, μιλά προς την πεισματική αδιαφορία για τον ερχομό της πανδημίας από τις 'κυβερνήσεις', την δική μου και άλλων.

Ζούμε, έτσι νιώθω, σε τρεις κόσμους τώρα – τον παλιό, τάχα-μου-κόσμο, που συνεχίζει όσο μπορεί και είναι ανάγκη. Σ' αυτόν τον κόσμο, ένα βιβλίο μου μόλις εκδόθηκε, ακριβώς μέσα στο μάτι του κυκλώνα των ειδήσεων και του κόσμου, και συνεχίζω να κάνω πράγματα γύρω απ' αυτό, αν και όχι τις δεκάδες δημόσιες συγκεντρώσεις που υπήρχαν στο ημερολόγιό μου. Ύστερα είναι ο τρέχων, τούτη τη στιγμή, ως-έχει-κόσμος, όπου μένω σε απόσταση από τους άλλους, στο μικρό σπιτάκι μου στην εξοχή, με τα πολλά παράθυρα, καταμεσής του ανθισμένου κήπου του, παίρνω τα ψώνια κάθε δυο βδομάδες, και παρακολουθώ τις ειδήσεις για αναρίθμητες τραγωδιίες ανθρώπων για τους οποίους αυτό δεν είναι ειδήσεις που “ακούς” ή “παρακολουθείς”... Κι ύστερα είναι ο κι-αν-κόσμος, αυτός που έρχεται, μα που δεν μπορούμε ακόνα να διακρίνουμε, στον οποίον τα πάντα θα έχουν αλλάξει από αυτό – αλλά πώς;

Για μένα, αυτές οι εβδομάδες, μέχρι στιγμής, έχουν υπάρξει καιρός της μετάβασης.

Για πολλούς ανθρώπους, το πιο δύσκολο πράγμα, λένε, είναι ότι νιώθουν ανήμποροι. Αν τα ποιήματά μου μπορούν να βοηθήσουν κάποιον άλλον άνθρωπο, να δράσουν ως σύντροφος ή παρηγοριά, αυτό βοηθά εμένα. Σε τούτον τον καιρό της απόστασης, οι λέξεις ταξιδεύουν ανάμεσά μας, ανάμεσα σε τόπους και χρόνους, όπως έκαναν πάντα, οικείες και άμεσες σαν το άγγιγμα από το χέρι του εραστή στο δέρμα. Τα ποιήματα υπερβαίνουν την απόσταση. Την διαψεύδουν. Φέρουν εντός τους την υπόσχεση και την πραγματικότητα της εμμένουσας σύνδεσης – του ενός με τον άλλον, και με όλους τους πέραν-του-ανθρώπου γείτονές μας σ' αυτόν τον εύθραυστο πλανήτη.”


*

Πέντε ποιήματα από το βιβλίο της Κατάστιχο (Knopf Doubleday και Bloodaxe Books, 2020)


MΙΑ ΣΤΟΙΒΑ ΧΑΡΤΙ

Έχω μια στοίβα χαρτί
μια θήκη μελάνι,

αμύγδαλα,
καφέ,
ένα φουλάρι μάλλινο να με ζεσταίνει.

Ό,τι αλυσοδένει την ψυχή,
έχω φέρει εδώ.

Ό,τι απομακρύνει την καρδιά,
έχω φέρει εδώ.

Μια ελαφίνα κάθεται στα πισινά της
κι ανασηκώνεται να φτάσει ένα μήλο,

κι ας είναι τόσα μήλα πεσμένα στο χώμα.

*

ΝΑ ΜΗΝ ΠΟΥΝ

Να μην πουν: δεν το είδαμε.
Είδαμε.

Να μην πουν: δεν το ακούσαμε.
Ακούσαμε.

Να μην πουν: δεν το γεύτηκαν.
Φάγαμε, τρέμοντας.

Να μην πουν: δεν ειπώθηκε, ούτε και γράφτηκε.
Μιλήσαμε,
ήμασταν μάρτυρες με φωνές και με χέρια.

Να μην πουν: δεν έκαναν τίποτε.
Κάναμε όχι αρκετά.

Ας πουν, μιας και κάτι πρέπει να πούνε:

Κηροζίνη – μια ομορφιά.
Κάηκε.

Ας πουν πως καθήσαμε να μας ζεστάνει,
στο φως της διαβάσαμε, ψάλλαμε,
και κάηκε.

*

ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΑΟΡΑΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ

Ούτε ένα απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί.
Ούτε η Φλόριντα. Ούτε το ράμφος του ερωδιού. Ούτε το νερό.
Ούτε το αδειανό σώμα του λίμουλου, ούτε κι ο αστερίας που ζει.
Η εξέλιξη μπορεί να είχε στρίψει στη γωνία αριστερά και να 'χε πάρει άλλον δρόμο εντελώς.
Ο αστεροειδής μπορεί να είχε αστοχήσει.
Οι φλέβες του ασβεστόλιθου δεν ήταν ανάγκη να είναι ευαίσθητες στην άμμο και στις αβικέννιες.
Το ραδιόφωνο μπορεί να είχε βρει άλλη μουσική.
Οι γοφοί ενός άντρα και οι γοφοί ενός άλλου μπορεί να είχαν σταθεί πλάι πλάι
σε ένα λεωφορείο στο Αλέππο και να είχαν αλληλοαναγνωρισθεί ως αδελφοί από καιρό χαμένοι.
Το κλειδί μπορεί να είχε σπάσει μες στην κλειδαριά και το κουτί με τα καρφιά να αρνιόταν το καπάκι του.
Εγώ μπορεί να ήμουν το ψάρι που κατάπιε ο πελεκάνος.
Εσύ μπορεί να έκανες σαν το φεγγάρι που δεν έλεγε να δύσει, ώρες αφού νομίζαμε πως θα έδυε,
ώρες αφού ο ήλιος σκάλωνε μέσα στους χαμηλούς βοστρύχους των κυμάτων που έσκαγαν
υπό γωνία ορισμένη. Το φως μπορεί να μη φαγώνονταν ξανά από την μετατόπισή του.
Αν το αβάσταχτο δεν ήταν αβαρές μπορεί και να λυγίζαμε κάτω από τον πόνο
όσων δεν άλλαξαν ακόμη. Στην άλλη άκρη του κόσμου ένας άντρας τραβάει μια γυναίκα έξω απ' το νερό
– κι απ' το νερό, η υπερπλήρης βάρκα απ' όπου πήδησαν, χάθηκε εντελώς.
Απ' το νερό τραβάει έξω ένα παιδί, ύστερα άλλο. Και τα δυο ζουν και θα εξακολουθήσουνε να ζουν.
Αυτό δεν χρειαζόταν να συμβεί. Τίποτε απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί.

*

ΤΩΡΑ ΦΤΑΝΕΙ ΣΚΟΤΑΔΙ

Κρατώ τη ζωή μου με δυο χέρια.
Περπατώ με δυο πόδια.
Δύο αυτιά αρκούν για να ακούς τον Μπαχ.

Αν τυφλωθεί απ' το ένα, ο άνθρωπος βλέπει με το άλλο μάτι.

Τώρα φτάνει μέγα σκοτάδι.
Και των δυο ματιών σκοτάδι.

Έχω ένα στόμα.
Κρατά δυο λέξεις.
Ναι, Όχι,
μέσα σ' όλες τις άλλες.

Ναι. Όχι. Όχι. Ναι.

Λέω ναι σ' αυτές τις λέξεις, ως οφείλω,
και επίσης τις αρνούμαι.

Τα δυο μου πόδια,
πλασμένα για να προχωρούν,
υπάκουα στο αδύνατον-να-ξέρεις και στο έτσι-πρέπει,
πατούν μες στον καιρό που φτάνει.

*

Ω ΣΑΛΙΓΚΑΡΕ

Κάτω απ' τους πάγους του Σβάλμπαρντ, φλέβες κάρβουνου από την Λιθανθρακοφόρο Εποχή.
Η καλή αγρότισσα εναλλάσσει τα σπαρτά της.
Δεν παραπονιούνται τα σπαρτά. Είναι η μοίρα μίσχων και δασών να εξαφανίζονται.
Πυρκαγιές πέρσι: Αυστραλία, Πορτογαλία, Ελλάδα. Φέτος: Καλιφόρνια.
Ω σαλίγκαρε, έγραψε ο Ίσσα, ανέβαινε το Φούτζι αργά, αργά.


μτφρ. ποιημάτων και κειμένου τής Τ.Χ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

[φωτ.: Erik Castro]




5.10.19

Για τον Οδυσσέα Ελύτη


 

 

 

 

 

 

 

 

Διατρέχω πάλι το σύνολο του ποιητικού έργου του Οδυσσέα Ελύτη, διαβασμένου κάμποσες φορές μέσα στα χρόνια. Η νέα επανεπίσκεψη δεν ανατρέπει την σαφή μου προτίμηση σε τρία βιβλία ως σύνολα: Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό (1960), Το μονόγραμμα (1971), Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984). Μα αν είναι να κρατήσω ένα, διαλέγω, χωρίς δισταγμό, το τρίτο. Σε αυτό εξόχως, συναντώ τον Ελύτη ώριμο και γυμνό ποιητή: αυτές είναι οι δύο προϋποθέσεις για την δημιουργία μείζονος έργου, και όχι οι προθέσεις του, η πρόσληψή του, ή οι ιδεολογικές χρήσεις του. (Σπεύδω σε αυτή την επισήμανση για να προλάβω την πιθανή έκπληξη για τα τρία αυτά έργα, που επιπόλαια κάποιοι θα ονόμαζαν “ελάσσονα”.) Στο Ημερολόγιο, ο Ελύτης έχει απομακρυνθεί, αφενός, από “Αιγαία”, “ήλιους”, “μεταφυσικές του φωτός”, και άλλα σχήματα που έγιναν γραφικά και ήσαν εξαρχής περισσότερο ιδεολογήματα 'φορεμένα από πάνω', παρά ανακαλύψεις που συνέβαιναν δια, και εντός της ποίησης· περισσότερο προαποφασισμένες στάσεις, παρά θέσεις εξαγόμενες από το ποίημα. Είναι, δηλαδή, εδώ, ώριμος ποιητής, στην ακμή του. Αφετέρου, το ποιητικό εγώ (το “εγώ” που συναντάμε μέσα στο ποίημα) δεν προφητεύει πια ούτε θριαμβολογεί, δεν οικτίρει ούτε αυτο-οικτίρεται (κ.ο.κ.) με στόχο να δικαιώσει το συγγραφικό εγώ – δηλαδή ο ποιητής, έχοντας 'απεκδυθεί' το άτομό του, έχει μείνει 'γυμνός'. 

Έτσι, το Ημερολόγιο συγκεντρώνει, αρτιώνει και αναδεικνύει και τις τρεις κύριες αρετές που συναντάμε διάσπαρτες, αραιότερες, ή λιγότερο κατορθωμένες, σε όλα τα ποιητικά βιβλία του Ελύτη. Την ασύλληπτης ελευθερίας εικονοπλασία (που, μεταξύ των άλλων, χώνεψε και 'εξημέρωσε' θαυμαστά στην ελληνική ποίηση τις κατακτήσεις του υπερρεαλισμού)· την ακρίβεια μιας γλώσσας που δεν διστάζει να χρησιμοποιεί λέξεις οιασδήποτε προέλευσης (εδώ, χωρίς ακρότητες)· την ιδιοφυή χρήση της δομής στο ποιητικό έργο. Η δομή εδώ είναι εμπνευσμένα απλή: το ημερολόγιο ενός μηνός (συν μιας εβδομάδας από τον επόμενο), με ‘καταχωρήσεις’ σε πεζό ή στίχους, κάποτε παραπάνω από μία ανά ημέρα, και όχι κατ' ανάγκην κάθε μέρα. Έτσι, σε αντίθεση με το Άξιον εστί, φερειπείν, την Μαρία Νεφέλη, ή τον Μικρό ναυτίλο, η δομή δεν αποτελεί ανοίκεια κατασκευή· το σχέδιό της δεν προβάλλεται εις βάρος του περιεχομένου· και δεν φαίνονται οι 'ραφές'. (Φυσικά, ακόμα και μια “ανοίκεια κατασκευή” μπορεί να 'νομιμοποιηθεί', εφόσον καταφέρει να συνδέσει οργανικά, και όχι 'εξωτερικά', τα υλικά της, και εφόσον υπηρετηθεί από αυτά – πράγμα που δεν βρίσκω να συμβαίνει ολοκληρωτικά στα τρία μόλις αναφερθέντα έργα, τα οποία επιπλέουν υποφέρουν από τις αδυναμίες που  υπαινίχθηκα στο τέλος της προηγούμενης παραγράφου.)

Η εναρκτήρια φράση του βιβλίου δίνει και τον τόνο του: Ολοένα τ' άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή. Μοιάζει σαν σύνθεση ενυπνίων (συχνά εφιαλτικών ή πάντως ανησυχαστικών) και λογισμών θανάτου. Διαβάζουμε στην “Μ. Τετάρτη, 2”: Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σαν να 'ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει // Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός // Και τώρα μαύρος αιώνας. Επανέρχεται συχνά η μητρική μορφή: της νεκρής μητέρας, της Παναγίας, πιθανώς και της γης ως Μητέρας (μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα). Τα Πάθη και η Ανάσταση που ο μήνας περιέχει, ορίζουν όσα συμβαίνουν: η άνοιξη δεν είναι παρά χορός για, και προς τον Άδη (“Παρασκευή, 1 Μ”). Το χρώμα είναι, σπάνια για τον Ελύτη, 'μαύρο', ανυπόκριτα μα και χωρίς αυτολύπηση∙ το συνολικό αίσθημα είναι αποδοχής και κατάφασης του θανάτου, τόσο του προηγηθέντος, των αγαπημένων προσώπων, όσο και του επερχόμενου ατομικού: Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται / φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές.

Αν η ποίηση του Ελύτη έχει, παρά τις όποιες επιμέρους ενστάσεις, πολλά να (μου) προσφέρει, δυσκολεύομαι να πω το ίδιο και για την ποιητική του, δηλαδή τις διατυπωμένες απόψεις του για την ποίηση. Η εμμονή στην ‘φετιχοποίηση’ της ελληνικής γλώσσας, η “μεταφυσική του φωτός”, η αντιδιαστολή «πρισματικής» και «επίπεδης έκφρασης», τα παρεπόμενα και τα παρόμοια αυτών, μου προξενούν, ομολογώ, το λιγότερο, αμηχανία.

Ας είναι. Πέρα από την απόλαυση που μου προσφέρουν πολλά ποιήματά του, το παράδειγμα του Ελύτη με βοηθά με δύο, κυρίως τρόπους. Πρώτον, προτρέποντας σε μια δίχως φραγμούς τόλμη όσον αφορά την δημιουργία εικόνων, συγχρόνως αποδεικνύοντας τι λαμπρά αποτελέσματα μπορούν να προκύψουν από μια τέτοια ελευθερία (όταν ακολουθείται, προφανώς, από μαστορική επεξεργασία). Δεύτερον, με την μορφική του ευελιξία και διαρκή ανανέωση. Ως προς τούτο, δευτερεύουσα σημασία έχει αν (ως προείπα) το ποιητικό αποτέλεσμα δεν είναι πάντα ικανοποιητικό. Κατανοώ την σημασία του Άξιον εστί στην προσωπική πορεία του ποιητή, όσο σέβομαι και την αξία του έργου ως, όπως λένε στις θετικές επιστήμες, “πειράματος επίδειξης” για τις δυνατότητες κάποιων κατευθύνσεων· θαυμάζω επίσης το θάρρος του Ελύτη στο εγχείρημα 'συγχρονισμού' και 'παιγνίου' που είναι η Μαρία Νεφέλη. Ωστόσο, η οργανικότερη, σύμφυτη, δηλαδή, με το περιεχόμενο, σύνθεση του Μονογράμματος, ή, βεβαίως, του Ημερολογίου, είναι ένας από τους λόγους που καθιστούν αυτά τα έργα –πέρα από προσωπικώς αγαπητά– ποιητικώς μείζονα, όσο και αν εξω-ποιητικώς αξιολογούνται ενίοτε ως λιγότερο 'μεγαλόπνοα'.

 

~

 

Η συμβολή μου στο αφιέρωμα των "Προσώπων" (επιμ.: Δημήτρης Δουλγερίδης, "ΤΑ ΝΕΑ", 5-6 Οκτωβρίου 2019) "Οδυσσέας Ελύτης: ... χλωρός μες στη φωτιά", με αφορμή τα 40 χρόνια από την απονομή του βραβείου Νομπέλ στον Έλληνα ποιητή. Στο δωδεκασέλιδο αυτό αφιέρωμα συμμετείχαν επίσης οι ποιητ/ρι/ες: Βασίλης Αμανατίδης, Ορφέας Απέργης, Φοίβη Γιαννίση, Λένια Ζαφειροπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Δήμητρα Κωτούλα, Παυλίνα Μάρβιν, Στέργιος Μήτας, Γιάννα Μπούκοβα, Ολγα Παπακώστα, Θοδωρής Ρακόπουλκος, Μαρία Τοπάλη, και Μάριος Χατζηπροκοπίου.

Η φωτογραφία είναι του Ανδρέα Εμπειρίκου.


22.12.18

Το ποίημα παραμονεύει


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αναλογίζομαι πώς να αποκριθώ στην ερώτηση χωρίς να επαναλάβω όσα έχω πει στο πρόσφατο συλλογικό δοκιμιακό βιβλίο, Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018). Σπεύδει τότε η Τύχη –συχνά συμβαίνει– με την μορφή μιας είδησης απ' το ραδιόφωνο. Είναι η 100η επέτειος της λήξης του Α' Π.Π. και ο εκφωνητής του σύντομου δελτίου στο διαδικτυακό BBC Radio 3 ανακοινώνει ότι σήμερα θα ακουστεί ξανά, για πρώτη φορά μετά τον θάνατό του –λίγες μονάχα μέρες πριν να λήξει ο πόλεμος εκείνος– η στρατιωτική σάλπιγγα του Βρετανού ποιητή Wilfred Owen. Που άκουγε μουσική μες στου καθήκοντος την σιωπηρότητα, όπως λέει ένα από τα δυνατά –και σήμερα ακόμη– αντιπολεμικά ποιήματά του, γραμμένα για να στεγάσουν μα και να κατασιγάσουν τους λιμούς αισθημάτων και σκέψεων που ενέσκηψαν το 1914.

Πλάι στον τάφο του, στη βόρεια Γαλλία, θα ηχήσει, λέει, ξανά, η σάλπιγγα αυτή: στρατιώτης, την απέσπασε ως γερμανικό λάφυρο το 1917. Έγραψε τότε στον αδελφό του: Σε σκεφτόμουν καθώς απαγκίστρωνα την σάλπιγγα απ' τον εξοπλισμό κι έχοντας τότε ιδιαιτέρως ευγενή διάθεση, σκόπευα να σ' την χαρίσω κάποια μέρα. Όμως τώρα την παραγάπησα και αδύνατον να την αποχωριστώ!

Άραγε φύσηξε ποτέ ο ίδιος μες στο αντίπαλο μέταλλο; Καθάρισε το στόμιό του πριν; Με τι; Είχε μήπως πρωτύτερα και σάλπιγγα δική του; Την εγκατέλειψε τότε για χάρη αυτής του εχθρού του;

Οι απορίες συνωστίζονται – και ωθούν στην μνήμη μου μιαν εγκατάσταση στην Tate Britain τον κρύο Μάρτη του 2016. Στα Μουσικά Όργανα που ο Πόλεμος Κατέστρεψε, μες στην μακρόστενη Duveen Gallery με τους ψευδο-ιωνικούς κίονες, η Susan Philipsz είχε βάλει ν' ακουστούν, από ντουντούκες κρεμασμένες ψηλά, 14 ηχογραφήσεις βρετανικών και γερμανικών χάλκινων και ξύλινων πνευστών που είχαν υποστεί φθορές σε πόλεμο: από το 1815 στο Βατερλώ ώς το 1945 στο Βερολίνο. Έπαιζαν –όπως μπορούσαν πια– το “Τελευταίο Σιωπητήριο”. Μα η καλλιτέχνις είχε κατακερματίσει τα ηχογραφήματα – που, ούτως ή άλλως, συχνά δεν ήσαν παρά (με τα λόγια της) η ανάσα του μουσικού καθώς εκπνέει μες στο στραπατσαρισμένο όργανο.

Δημοσιογραφικά ευρήματα –για την εξόντωση ενός κήτους στο Αιγαίο· τους Αθηναίους του '50 που πήγαιναν τα κουστούμια τους στους ράφτες, να τους τα γυρίσουν μέσα-έξω· τον Νιώτη κτηνοτρόφο που μιλάει για τις γίδες του– με οδήγησαν σε ποιήματα στο παρελθόν. Τώρα, μια τυχαία είδηση ταίριαζε με μιαν έντονη ανάμνηση – κι οι δυο έσερναν πίσω τους πλήθος λεπτομέρειες, ποικίλων προελεύσεων.

Το ποίημα παραμονεύει.

*

Η συμβολή μου στο αφιέρωμα «Πού συναντάτε το ποιητικό εκτός της ποίησης;», κεντρικό θέμα στα "Πρόσωπα" των "Νέων", 22-23 Δεκεμβρίου2018, σε επιμέλεια του Δημήτρη Δουλγερίδη. Στο αφιέρωμα συμμετείχαν επίσης οι: Κατερίνα Ηλιοπούλου, Γιάννα Μπούκοβα, Μαρία Τοπάλη, Αλέκος Λούντζης, Δήμητρα Κωτούλα, Λένια Ζαφειροπούλου, Παυλίνα Μάρβιν, Ορφέας Απέργης. Στην εικόνα, λεπτομέρεια από φωτ. του Κωνσταντίνου Πίττα, που κοσμούσε το εξώφυλλο του τεύχους 


24.10.18

"Βιβλία στο προσκέφαλο"

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα βιβλία που περισσότερο σε διαμορφώνουν, τα πιο σημαντικά, ειδικά στην παιδική και νεανική ηλικία, δεν είναι κατ’ ανάγκην και τα πιο ουσιώδη. Σου δείχνουν τον δρόμο – θα φτιαχτεί με άλλα υλικά∙ θα τον βαδίσεις χάρη σε άλλα χαρτιά.

Ευτυχώς, βρίσκονται ακόμα στην βιβλιοθήκη μου Τα ποιήματά μου, παιδική ανθολογία του Μ.Περάνθη (Κένταυρος, 1962), με τα λεπτά μονόχρωμα σχέδια της Παρούλας Παπαβασιλείου∙ από εκεί μού διάβαζε κάθε βράδυ πριν τον ύπνο η μητέρα μου. Εκτός από ‘ποιήματα για παιδιά’ λιγότερο γνωστών ποιητών (πέραν, βεβαίως, του σπουδαίου Ζαχαρία Παπαντωνίου), έχει Σολωμό, Μαβίλη, Καρυωτάκη, Άγρα... (Κάποιος σπόρος θα σπάρθηκε.) Αργότερα, την ίδια θέση πήρε η ποιητική Ανθολογία για παιδιά και νέους του Νικηφόρου Βρεττάκου. (Μα θυμάμαι και το ξεκοκάλισμα, σ’ ένα μόνο απόγευμα στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, των βιβλίων Λογοτεχνίας –και των Ανθολογίων– του ΟΕΔΒ.)

Για να μείνω σε βιβλία και όχι σε συγγραφείς , πρέπει να περάσω –τέλη του Δημοτικού, αρχές Γυμνασίου– σε ‘ενήλικα’ βιβλία: στον δίτομο Καβάφη του Ικάρου, που πάντα κάπου βρισκόταν μες στο σπίτι, και την απροσδόκητη Μαρία Νεφέλη του Ελύτη, που εισέβαλε μαζί με το Νομπέλ του. Την αποκάλυψη της Κοιλάδας με τους ροδώνες του Εγγονόπουλου, με ευχετήρια αφιέρωση του πατέρα μου. Ελύτη πάλι, κάποιες γιορτές στο βουνό: Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Στην αρχή της εφηβείας, νέος ποιητικός ‘οδηγός’: τα Ποιήματα του Σεφέρη. Και, κατά την διάρκειά της, τρεις ανθολογίες που μου άνοιξαν τα μάτια σε τοπία άλλα:
La poesie francaise (C.Bonnefoy), 100 British poets (S.Rodman), Anthologie de la poesie japonaise classique (G.Renondeau) – αγορασμένες με το χαρτζιλίκι μου κατά τα μέχρις εξαντλήσεως, τακτικά χαζολογήματα σε «Κάουφμαν», «Παντελίδη, «Καρδαμίτσα». «Επιτέλους, διάβασε και λιγάκι πεζογραφία!» με πείραξε τρυφερά η μητέρα μου όταν ξεκίνησα τις Memoires dHadrien της M.Yourcenar – ή το, και δικό της αγαπημένο, Pride and Prejudice της J.Austen.

Στην αρχή των φοιτητικών χρόνων, ίσως μια διάθεση αυτο-εκπαίδευσης να μ’ έσπρωξε σε δύο τόμους των υποδειγματικών “Fontana Modern Masters”: Eliot του S.Spender και Freud του R.Wollheim∙ εν παραλλήλω (Έλιοτ) ή και πριν (Φρόυντ) από την ανάγνωση των ίδιων των έργων τους. Παρόμοια καθοριστικές και παρόμοιας λειτουργίας, οι ανθολογίες The Foucault Reader (επιμ. P.Rabinow) και A Susan Sontag Reader. Tην ίδια εποχή, από ‘άλλη μεριά’: τα μέχρι το 1990 θεατρικά άπαντα του Pinter∙ όλα τα ποιητικά βιβλία του Thom Gunn και του W.H. Auden∙ μα και τα αστυνομικά διηγήματα των R.Chandler και G.K.Chesterton.

Καθώς ο αναγνώστης ωριμάζει κι αρχίζει να γράφει με αυξανόμενη συνείδηση, οι ‘δρόμοι’ βαθαίνουν και διακλαδίζονται: τα Άπαντα του Σολωμού και του Rene Char∙ κάθε βιβλίο της Anne Carson και τα πρώτα του Adam Phillips (αμφότερες ‘αποκαλύψεις’ φίλου δωρητή)∙ το Εκ του φυσικού και οι Ξεριζωμένοι του Ζέμπαλντ∙ Mrs. Dalloway, To the lighthouse, διηγήματα, ημερολόγια και επιστολές της V.Woolf∙ διηγήματα και γράμματα του Τσέχοφ και του H.James  (μαζί με το Στρίψιμο της βίδας και το The golden bowl)∙ τα δοκίμια του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου.

Ποιον ενδιαφέρουν άραγε όλα αυτά; Αν τα κατέγραψα έτσι, ίσως να ’θελα κυρίως να σταθώ στην σημασία –για καθέναν που διαβάζει, και ιδιαίτερα για όποιον εντέλει καταφέρει να γράψει– των σοβαρά καταστρωμένων βιβλίων για παιδιά∙ της πρόσβασης σε κάθε λογής βιβλία από την νεαρότερη ηλικία∙ της πολλαπλής αξίας της έκθεσης στην ξένη λογοτεχνία από το πρωτότυπο∙ και της μελέτης πολλών ειδών του γραπτού λόγου (εδώ κατέχει εξέχουσα θέση μια προσωπική ‘τριλογία’: A.Watts, The Way of ZenP.Reps (ed.), Zen flesh, Zen bonesS.Suzuki, Zen mind, beginners mind). Πάντα όπως ορίζει το συνεχώς διαμορφούμενο, μεταβαλλόμενο προσωπικό γούστο που διαπλάθεται (και) χάρη στα τυχαία συναπαντήματα (The essential Rilke, ed. & transl. by G.Kinnell & H.Liebmann, αίφνης, στη Ν.Ζηλανδία!) και στην φαινομενικά δίχως στόχο περιδιάβαση από βιβλίο σε βιβλίο...

 

Παναγιώτης Ιωαννίδης. Διακριτικό και ταυτόχρονα ανήσυχο πρόσωπο της γραφής. Ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος. Με τρία ποιητικά βιβλία στο ενεργητικό του –το τελευταίο «Πολωνία» (Καστανιώτης, 2016, υποψήφιο για το βραβείο ποίησης του «Αναγνώστη»). Μνήμη, απουσία, θραυσματικότητα, λεκτικά παίγνια, φαρσικότητα του πένθους, περιπλάνηση σε εσωτερικούς χώρους και ρευστούς χρόνους. Να κάποια μοτίβα της ποίησης και της ποιητικής του Ιωαννίδη.

Ο σημερινός φιλοξενούμενος της στήλης μας είναι υπεύθυνος για την ποίηση στο «The Books’ Journal», μέλος της συντακτικής ομάδας του «ΦΡΜΚ» και επιμελητής των μηνιαίων ποιητικών αναγνώσεων «Με τα λόγια (γίνεται)». Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες και περιοδικά στα αγγλικά, γερμανικά, σουηδικά και τουρκικά.

 

~ Δημοσιεύθηκε στο "Ανοιχτό βιβλίο", με επιμέλεια του Μισέλ Φάις, στην "Εφημερίδα των Συντακτών", 24 Οκτωβρίου 2018. Η φωτ. συνόδευε την δημοσίευση.

 



20.11.17

«Εμείς λέμε, με τα λόγια γίνεται!»



 

 

 

 

 

 

 

 

Όλα ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2011 σε ένα καφέ-μπαρ της οδού Φερρών, με καπνό και φασαρία, συνεχίστηκαν όμως έκτοτε αδιάλειπτα, στο θέατρο της Ελληνοαμερικάνικης Ένωσης, στην οδό Μασσαλίας. Η Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων (Σταθμός Λαρίσης) αλλά και η έκθεση GR80s (Γκάζι) φιλοξένησαν, επίσης, εκτάκτως το «Με τα λόγια γίνεται» [μτλγ], όπως τιτλοφορούνται οι ποιητικές συναντήσεις που διοργανώνει ο ποιητής Παναγιώτης Ιωαννίδης (1967). Κομίζοντας νέα ήθη στον τρόπο που παρουσιάζεται η ποίηση, ελληνική και μεταφρασμένη, παλαιά και νέα, ο Ιωαννίδης και οι συνοδοιπόροι του δίνουν έμφαση στη φωνή, στην ενσώματη παρουσία του απαγγέλλοντος, με προσεχτική οργάνωση της ροής από την οποία δε λείπουν τα σκηνοθετικά ευρήματα, και αυστηρή τήρηση του χρόνου. Ποιητές και ποιήτριες, μεταφραστές και μεταφράστριες, δοκιμάζουν προσκεκλημένοι του [μτλγ] τις δυνάμεις και τη φαντασία τους ενώπιον ετερόκλητου κοινού, που πρέπει να κερδηθεί. Ακόμη και πρώτες εκτελέσεις μουσικών έργων, όπως η μελοποίηση ποιημάτων της Έμιλυ Ντίκινσον από την Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου, προσφέρονται με ελεύθερη είσοδο σε ένα ακροατήριο που, αργά αλλά σταθερά, συγκροτείται για λογαριασμό της ποίησης ως δημόσιου, ζωντανού συμβάντος. Με αφορμή την 7η περίοδο του [μτλγ], που εγκαινιάζεται στις 20 Νοεμβρίου, συζητάμε με τον εμπνευστή και διοργανωτή του εγχειρήματος για τη στόχευση, την εμπειρία και τον μελλοντικό σχεδιασμό του καινοτόμου θεσμού.

 

Πώς προέκυψε ο τίτλος "Με τα λόγια (γίνεται)";

 

Τον Δεκέμβριο του 2011, έπρεπε να βρεθεί ένας τίτλος για τις εκδηλώσεις που ήδη στόχευαν στη συνέπεια και τη συνέχεια. Επειδή, αφενός, σκοπός ήταν να ακούγονται τα ποιήματα, οι λέξεις των ποιημάτων, χωρίς φιλολογικές ερμηνείες και σχολιασμό, από αυτές και αυτούς που τα γράφουν ή τα μεταφράζουν, κι επειδή, αφετέρου, συνηθίζουμε να λέμε ότι «με τα λόγια, τίποτα δεν γίνεται», σκέφτηκα να ανατρέψουμε αυτήν τη συνήθη φράση και να πούμε: «με τα λόγια, γίνεται!». Το «γίνεται»σε παρένθεση, γιατί το βάρος πέφτει στα "λόγια". Πρόκειται, λοιπόν, για συναντήσεις με τις λέξεις, και τους ανθρώπους που τις γράφουν ή τις αγαπούν.

 

Ο τίτλος αυτός κρύβει, μαζί με την «ανατροπή» που περιγράψατε, και μιαν άποψη; Μια πολεμική;

 

Πιθανώς, αλλά ο νους μου πήγε κυρίως στο ερώτημα «πώς φτιάχνεται το ποίημα;». Το ποίημα φτιάχνεται με λέξεις και όχι με ιδέες ή, απλώς, με μια γενική σύλληψη. Και οι λέξεις είναι κάτι απτό, είναι σχεδόν πράγμα, γιατί έχουν και ήχο, δεν είναι μόνον αποτύπωση έννοιας. Αυτή την άποψη προσπαθούμε να πραγματώνουμε στο [μτλγ].

 

Το [μτλγ] ξεκινά στις 20 Νοεμβρίου την 7η χρονιά του. Έχετε οδηγηθεί σε κάποια συμπεράσματα;

 

Η βασική σύλληψη των συναντήσεων αυτών ήταν δισχιδής: δηλαδή, συναντήσεις ποιητών και ποιητριών είτε διαφορετικής γενιάς, είτε διαφορετικών τρόπων, ώστε να μπορεί να προκύψει κάποιος διάλογος∙ αλλά και συναντήσεις πρωτότυπων ποιημάτων με τις μεταφράσεις τους. Αυτή η βασική σύλληψη δεν έχει μεταβληθεί και νομίζω πως καρποφορεί. Δεν είναι σπάνιο ν’ ακούμε ανθρώπους που παρακολούθησαν μιαν εκδήλωση του [μτλγ] να λένε: «Τί ωραία που ήταν, – για μένα που δεν καταλαβαίνω από ποίηση∙ θα ξανάρθω». Το «δεν καταλαβαίνω, δε διαβάζω ποίηση, αλλά μου άρεσε, θα ξανάρθω», είναι το ενθαρρυντικότερο σχόλιο για αυτήν τη συλλογική προσπάθεια. Αυτό που, ίσως, έχει αλλάξει στην πορεία, είναι μια εντονότερη προσπάθεια να ακούγονται νέες φωνές, είτε πραγματικά νέες, δηλαδή πρόσφατα εμφανισθείσες, είτε παλαιότερες που κάπως έχουμε παραμελήσει. Ως προς τις πρόσφατες φωνές, στις εκδηλώσεις όπου υπάρχουν νεώτερες ποιήτριες και ποιητές, το να βρεις μια φωνή που θα ταιριάξει με μιαν άλλη, ακόμη κι αν δεν έχει ακόμα εκδώσει βιβλίο, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ενασχόληση που απαιτεί κάποια προσπάθεια. Εξίσου ενδιαφέρουσα, όμως, είναι και η αναδίφηση, η εκ νέου μελέτη παλαιότερων φωνών, για την ανάδειξη κάποιων που δεν ανήκουν με τόσο προφανή τρόπο στον κανόνα, όπως, π.χ., τις προηγούμενες χρονιές, ο Παπατσώνης και η Βακαλό – ή, φέτος, στις 13 Δεκεμβρίου, η Ζωή Καρέλλη.

 

Θεωρείτε ότι η προφορική παρουσίαση, η απαγγελία, συμβάλλει σε μια διαφορετική πρόσληψη της ποίησης;

 

Το πιστεύω βαθύτατα. Νομίζω ότι η μουσική διάσταση της ποίησης –κι ας μη φοβηθούμε τον όρο– είναι βασική, και συστατική της γένεσής της. Συνεπώς, όταν ακούγεται η ποίηση, πραγματώνεται αυτή ακριβώς η διάστασή της: οι φθόγγοι και ο ρυθμός. Κύρια, λοιπόν, επιδίωξη του [μτλγ] ήταν και παραμένει η ηχητική πραγμάτωση της ποίησης, καθώς επίσης το να φαίνεται η σχέση της εκφοράς με το ανθρώπινο σώμα, ιδίως το σώμα αυτών που την έγραψαν – δεν έχει τόση σημασία πόσο καλά διαβάζουν. Και μιας και το σώμα περιλαμβάνει το νου, η επιδίωξη αυτή συμβαδίζει με την αντίληψη για τα ποιήματα ως πράγματα, για την υλικότητα των ποιημάτων: δια των λέξεων, δια των ήχων και δια των σωμάτων που τα εκφέρουν.

 

Έχουν μεσολαβήσει αρκετές δεκαετίες που αυτή η διάσταση είχε σχεδόν εκλείψει. Εμείς -το λέω καθώς είμαστε λίγο-πολύ και ίδια γενιά- έχουμε μεγαλώσει σχεδόν χωρίς απαγγελίες και σίγουρα χωρίς να υπάρχει έμφαση σε αυτές. Ποιά είναι η γενεαλογία του [μτλγ];

 

Η απαγγελία είχε ανατεθεί κατά κύριο λόγο στους ηθοποιούς, κατά προτίμηση δε με συνοδεία μουσικής η οποία ακουγόταν «κάτω» από το ποίημα, μιας και θεωρούνταν ότι το ποίημα δεν αρκούσε από μόνο του (!) για να τραβήξει το ενδιαφέρον. Αφήνω ασχολίαστη την χρήση μιας τέχνης ως «χαλί» για μιαν άλλη τέχνη. Και μένω στο ότι ένας ηθοποιός, για να διαβάσει σωστά ένα ποίημα, πρέπει να έχει ασκηθεί ειδικά σε αυτό, όπως συμβαίνει π.χ. στη Σουηδία - αλλά όχι κατ’ ανάγκην στη χώρα μας. Όσο για την καταγωγή τού [μτλγ]: δεν προήλθε, φυσικά, από παρθενογένεση. Προέκυψε αφενός από την εμπειρία μου βιβλιοπαρουσιάσεων στη Βρετανία, όπου ποιητές και πεζογράφοι διαβάζουν ενώπιον κοινού, χωρίς άλλο σχολιασμό – ή, το πολύ-πολύ, να πουν κάτι οι ίδιοι. Αφετέρου, από την ιδιαίτερη εμπειρία των συναντήσεων στο καφέ "Νταζάιν", που οργάνωνε ο ποιητής Γιώργος Χαντζής την περίοδο 2006-2009. Αυτές οι αναγνώσεις είχαν μεν έναν χαρακτήρα εργαστηρίου που απευθυνόταν κυρίως σε ποιητές και ποιήτριες, αλλά έδιναν επίσης έμφαση στην προφορική ανάδειξη του ποιήματος. Όταν έληξαν, μου έλειψαν. Και σκέφτηκα πως –καθώς άρχιζε μάλιστα η κρίση να δείχνει τα δόντια της – ήταν καιρός να δοκιμάσουμε κάτι ανάλογο, απευθύνοντάς το, ωστόσο, σε ένα όσο γίνεται ευρύτερο κοινό.

 

Θεωρείτε ότι είναι σημαντικό να έρχεται κανείς σε επαφή με την ξένη ποίηση;

 

Η μετάφραση είναι, άλλωστε, "πυλώνας" του [μτλγ]. Και φροντίζετε πάντα να ακούγεται, ει δυνατόν, και το πρωτότυπο. Πράγματι, η μετάφραση της ποίησης είναι βασική μέριμνα του [μτλγ]. Επιδιώκουμε να ακούγονται και τα πρωτότυπα, και καλές μεταφράσεις. Η ποίηση είναι κι αυτή μια τέχνη που δεν ασκείται μόνο στην Ελλάδα, και το να ξέρουμε τί συμβαίνει ή έχει συμβεί και σε άλλες γλώσσες, ανοίγει ορίζοντες. Βοηθά τους σύγχρονους ποιητές και ποιήτριες και είναι, ελπίζω, απολαυστικό και για τους ανθρώπους που ακούν. Η μεγαλύτερη, μέχρι στιγμής, «επιτυχία» –από πλευράς προσέλευσης– ήταν το αφιέρωμα στην 'Εμιλυ Ντίκινσον, που συγκέντρωσε περί τα 200 άτομα τον Μάρτιο του 2013. Πολύ πετυχημένες όμως από την ίδια άποψη υπήρξαν και οι εκδηλώσεις για τα τέσσερα (ελληνικά) βιβλία της Κατοχής, τον Δεκέμβριο του 2014 (με αφορμή τα 70 χρόνια από την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, 14 σύγχρονοι ποιητές και ποιήτριες, επέλεξαν και διάβασαν από τα βιβλία Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, Ursa Minor του Τάκη Παπατσώνη και Ακριτικά του Άγγελου Σικελιανού), καθώς και τα αφιερώματα στον Παπατσώνη, και στη Βακαλό.

 

Επειδή ακριβώς κάνετε αυτόν το συνδυασμό παλαιότερων και νεώτερων ποιητών, έχετε παρατηρήσει διαφορές ανάμεσα στις «γενιές» στην «προφορική και μέσα από το σώμα» παρουσίαση της ποίησης;

 

Ενδιαφέρουσα και δύσκολη να απαντηθεί ερώτηση. Περισσότερο ο νους μου πάει στην προθυμία τού να υπάρξει μια συνύπαρξη δυο φωνών και στον διάλογο που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσά τους. Νομίζω, λοιπόν, ότι, για λόγους απολύτως κατανοητούς - την πυκνότερη παρουσία σε εκδηλώσεις κάποιων μεγαλύτερων ή, ίσως, και την κάποια συνεπαγόμενη κόπωση- οι νεώτερες και οι νεώτεροι πιο εύκολα χρησιμοποιούν τις δυνατότητες που δίνει η ταυτόχρονη παρουσία δύο ομοτέχνων, π.χ. στο να διαβάσουν ποιήματα ο ένας του άλλου, να συζητήσουν μεταξύ τους, να εναλλαχθούν οι φωνές τους.

 

Έχουμε αποφύγει ως τώρα το ερώτημα αν η προφορικότητα συμβάλλει σε μια διαφορετική πρόσληψη της ποίησης. Μπορεί όντως να αλλάξει τον τρόπο που προσλαμβάνει κανείς την ποίηση;

 

Ελπίζω πως ναι. Δεν είναι εύκολο να συμπεράνω από την έως τώρα πορεία, σε τί βαθμό το [μτλγ] έχει επιτυχώς συμβάλει σε αυτό αλλά σίγουρα ήταν μέσα στους στόχους του.

 

Είστε πάντα ακριβής και συγκεκριμένος στον τρόπο που οργανώνετε τις εκδηλώσεις, ξεκινώντας από το ύφος και το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος που στέλνετε και φθάνοντας στον αυστηρό χρόνο που προσδιορίζετε. Προϋποτίθεται, λοιπόν, προετοιμασία και πειθαρχία. Όλα αυτά είναι, ωστόσο, πράγματα λιγάκι αδιανόητα για μεγάλο μέρος των ποιητών και ποιητριών. Για να πάρει κανείς μέρος στο [μτλγ] πρέπει να αποδεχτεί αυτό το πλαίσιο;

 

Η πείρα μου, και από άλλους χώρους, υποδεικνύει ότι για να είναι κάτι απολαυστικό για όσους το παρακολουθούν, απαιτείται προσεκτικός και έγκαιρος σχεδιασμός, και οπωσδήποτε «σχεδιασμός ροής» όποτε συνυπάρχουν πολλές φωνές. Συνεπώς, μιας και ένας γνώμονας του σχεδιασμού τού [μτλγ] είναι και η απεύθυνση σε ένα ευρύ κοινό, το όποιο «πλαίσιο», αυτήν αποσκοπεί να διασφαλίσει. Εντύπωσή μου είναι ότι οι ποιητές και οι ποιήτριες που συμμετέχουν, το υιοθετούν με χαρά και το υπηρετούν δημιουργικά. Όσες δε, μικρές ούτως ει άλλως, «εκτροπές» ανακύπτουν, κάνουν πιο ενδιαφέρον το ζήτημα.

 

Τον σχεδιασμό του [μτλγ], τον κάνετε εντελώς μόνος;

 

Ναι, αλλά τόσο η προϋπόθεση πραγμάτωσης τού [μτλγ] όσο και το τελικό αποτέλεσμα, εξαρτώνται από την σημαντική εργασία που καταβάλλεται από πολλούς. Για τα «ντουέτα», π.χ., μπορεί εγώ να υπενθυμίζω ένα ρεπερτόριο πιθανών τρόπων, δραστηριοτήτων, εναλλαγής∙ κατόπιν, όμως, το κάθε ζευγάρι αποφασίζει μόνο του, χωρίς καμία δική μου παρέμβαση, καθώς σκοπός είναι να προκύψουν δύο ποιητικές αυτοπροσωπογραφίες. Στις παρουσιάσεις παλαιών ποιητών, στα αφιερώματα, ο σχεδιασμός είναι κατ’ ανάγκην πιο «κεντρικός».

 

Τί προβλέπεται για φέτος;

 

Θα φιλοξενηθούμε και πάλι στην Ελληνοαμερικάνικη Ένωση, μια ημέρα κάθε μήνα, και θα πραγματοποιηθούν συνολικά έξι εκδηλώσεις, από τον Νοέμβριο ως τον Απρίλιο. Φέτος, θα ξεκινήσουμε, όπως και το Νοέμβριο του 2013, με μιαν εκδήλωση «με ανοιχτό μικρόφωνο», στις 20 Νοεμβρίου, όπου θα μπορούν να απαγγείλουν αδημοσίευτα ποιήματά τους για ένα τρίλεπτο όποιοι και όποιες θέλουν, έχοντας καταγράψει εκ των προτέρων –επιτόπου και μισή ώρα πριν από την έναρξη της εκδήλωσης– το όνομά τους. Η εκδήλωση «ανοιχτού μικροφώνου» θα συνοδεύεται από απαγγελία επίσης αδημοσίευτων ποιημάτων δυο ποιητριών που έχουν προσκληθεί επί τούτου: της Άννας Γρίβα και της Παυλίνας Μάρβιν. Η δεύτερη εκδήλωση, στις 13 Δεκεμβρίου, θα είναι αφιερωμένη σε μια σημαντική παλαιότερη ποιήτρια, τη Ζωή Καρέλλη. Ποιήματά της θα παρουσιαστούν και θα σχολιαστούν από σύγχρονους ποιητές. Τον Ιανουάριο, θα είναι μαζί μας ο μεταφραστής ιταλικής ποίησης, ποιητής Νίκος Αλιφέρης. Η φετινή συνάντηση μεταξύ δύο ποιητριών θα γίνει τον Φεβρουάριο, μεταξύ της Λένιας Ζαφειροπούλου και της Φοίβης Γιαννίση. Η εκδήλωση του Μαρτίου, θα είναι και πάλι ένα αφιέρωμα σε αμερικανό ποιητή: μικρή ένδειξη ευχαριστιών για την εξαιρετική συνεργασία μας με την Ελληνοαμερικάνικη Ένωση. Φέτος, θα παρουσιαστούν νέες μεταφράσεις, όπως πάντα από σύγχρονους ποιητές-μεταφραστές, σύντομων ποιημάτων του Έζρα Πάουντ, από τα Προσωπεία (Personae) – που έχουν μεν μεταφραστεί στα ελληνικά, αλλά εδώ και κάποιες δεκαετίες. Η δε τελευταία εκδήλωση, τον Απρίλιο, θα είναι αφιερωμένη στον Κάλβο, κατά τον τρόπο των προηγούμενων, για τη Ντίκινσον (2015) και τον Εγγονόπουλο (2017), σημερινές ποιήτριες και ποιητές θα διαβάσουν ποιήματά τους γραμμένα επί τούτου, ως «απόκριση» στο έργο του.

 

Συχνά αυτές οι εκδηλώσεις οδηγούν και σε δημοσίευση;

 

Ναι, τα μεταφραστικά αφιερώματα του Μαρτίου σε Αμερικανούς ποιητές, με τα συνοδευτικά τους κείμενα, δημοσιεύονται στο περιοδικό «The Books' Journal» τον επόμενο Μάρτιο – μέχρι σήμερα: Ντίκινσον, Γ.Κ. Γουίλλιαμς, Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Ρόμπερτ Ντάνκαν∙ και έπεται η Μαριάνν Μουρ. Ομοίως και τα ποιήματα που γράφονται «σε απόκριση» προς το έργο κάποιου ποιητή, που επίσης δημοσιεύονται μετά από έναν περίπου χρόνο, στο ίδιο περιοδικό.

 

Πιστεύετε ότι η οικονομική κρίση παίζει κάποιο ρόλο στο ότι γίνονται σήμερα περισσότερες απαγγελίες;

 

Ή αυτό είναι μια εξέλιξη που είχε εκ των δρομολογηθεί ήδη πριν το ξέσπασμά της; Εικάζω βασίμως -με επηρεάζει και το γεγονός ότι η πρώτη εκδήλωση του [μτλγ] τον Δεκέμβριο του 2011 είχε ως θέμα «Ένα ποίημα που με στηρίζει»- ότι οι συγκεντρώσεις ανθρώπων με στόχο να απολαύσουν ένα έργο τέχνης, όπως είναι τα ποιήματα, μέσα σε ένα κλίμα προσήλωσης και θέρμης, που προκύπτει από την τέχνη, δεν αποκλείεται να έχει ανακύψει και μέσω της επαναξιολόγησης των αναγκών που επέφερε η κρίση.

 

~ Συνέντευξη με την Μαρία Τοπάλη για την "Καθημερινή", 20 Νοεμβρίου 2017