Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .δημοσιεύσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .δημοσιεύσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17.4.20

jane hirshfield _ τίποτε απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί



























[δημοσιευμένο στο "Βιβλιοδρόμιο" των "Νέων", Μ. Παρασκευή 17 Απριλίου 2020 - https://www.tanea.gr/2020/04/18/lifearts/by-the-book/tipote-ap-ayta-den-xreiazotan-na-symvei/]

επιμέλεια: Δημήτρης Δουλγερίδης

Tο ερέθισμα πρέπει να πιστωθεί εξαρχής στον Παναγιώτη Ιωαννίδη, που τη σύστησε στο «Βιβλιοδρόμιο». Οχι μόνο ως μεταφραστής της, αλλά και ως ευαίσθητος δέκτης της ποίησης που γράφεται σήμερα. Δεν του το είπα όταν μου έστειλε τους πρώτους στίχους της Τζέιν Χέρσφιλντ - «έχω μια στοίβα χαρτί/ μια θήκη μελάνι» -, αλλά η εσωτερική μηχανή αναζήτησης είχε ξεκινήσει ήδη τις εκτροπές από την κανονική τροχιά. Θυμήθηκα αυτομάτως τον στίχο του Σεφέρη «το χαρτί σκληρός καθρέφτης», για να ενώσει - τάχα - δύο στιγμές από την ίδια οικουμενική αγωνία της ποιητικής γραφής. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Κι ύστερα πιάστηκα από ορισμένες λέξεις μέσα στα πέντε ποιήματα που μετέφρασε για να σχηματίσω στα τυφλά μια διαδρομή ως τη Χέρσφιλντ: «αλυσοδένει» (σίγουρα αυτό το ρήμα), «ελαφίνα», «να μην πουν», «διαβάσαμε, ψάλλαμε και κάηκε», «ερωδιός», «Μπαχ», «Σβάλμπαρντ». Προφανώς δεν είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για να φτάσεις στην πηγή. Πώς μπορείς να «μάθεις» την ποιήτρια αν δεν βιώσεις τα ποιήματά της ως εμπειρίες; Φαίνεται, άλλωστε, πως μια αντίστοιχη ιδέα είναι κεντρική στην τέχνη, αλλά και τη δοκιμιογραφία της. Στο Hiddenness, uncertainty, surprise (Newcastle / Bloodaxe Poetry Lectures, 2008) ανατρέχει από τον Ομηρο ώς τον Καβάφη, τον Ρόμπερτ Φροστ, τον Οντεν κ.ά., για να καθαρίσει με το πινελάκι το χώμα από τρεις ποιητικές «ενέργειες»: την κρυπτικότητα («δεν υπάρχει παράδεισος που δεν κρύβει μέσα του το άγνωστο»), την αβεβαιότητα («εάν σκοπός της ποίησης είναι να μεγεθύνει την ανθρωπιά μέσα μας, τότε πρέπει να είναι και η ίδια αβέβαιη»), την έκπληξη («τα ποιήματα που διαρκούν είναι εκείνα που δεν χάνουν τη δύναμη να εκπλήσσουν»). 

Μέχρι να φτάσει στη συλλογή Ledger (Knopf Doubleday και Bloodaxe Books, 2020), απ' όπου ο Π. Ιωαννίδης μετέφρασε πέντε ποιήματα ειδικά για το «Βιβλιοδρόμιο», η 68χρονη Νεοϋορκέζα Τζέιν Χέρσφιλντ έχει κερδίσει μια θέση με αξιώσεις στη σύγχρονη αμερικανική ποίηση. Εχει εκδώσει άλλες οκτώ συλλογές, εκ των οποίων το Given sugar, given salt (2001) είχε φτάσει στην τελική πεντάδα για το Εθνικό Βραβείο Κριτικής (ΗΠΑ), το After (2006) ήταν υποψήφιο για το Βραβείο T.S. Eliot (Μ. Βρετανία) και το «Come, thief» (2011) για το Βραβείο PEN USA. Η ποιητική έμπνευση, εξάλλου, η αγωνία μπροστά στον αυτοσχεδιασμό, η γεωμετρία της γλώσσας, οι μεταφυσικές εικόνες την απασχολούν και στα δοκίμια που εξέδωσε, στο Nine gates: entering the mind of poetry και το Ten windows: how great poems transform the world

Όσο περιορισμένη και αν είναι η πρόσληψη από τα πέντε ποιήματα που δημοσιεύονται σήμερα, ο αναγνώστης μπορεί να περάσει στη μεγάλη εικόνα: τον ανθρώπινο κόσμο που μέσα στα ποιήματα της Χέρσφιλντ είναι αναπόσπαστο κομμάτι του φυσικού (δύσκολα λογοκρίνει κανείς εδώ μια σκέψη για την καταγωγική έμπνευση από τον Γουόλτ Γουίτμαν)· το ενδιαφέρον της για τη βιολογία και την «ενσυναίσθηση» για το φυσικό περιβάλλον που πληγώνουμε (στο «Ω, σαλίγκαρε» ειδικά ο έλληνας αναγνώστης θα αναγνωρίσει την αναφορά στο Μάτι και την προπέρσινη πυρκαγιά)· το αίσθημα αβεβαιότητας απέναντι στις φάρσες της ύπαρξης· τον μινιμαλισμό ως δόκιμο ύφος για να αποδοθεί η αναμέτρηση με το άγνωστο. 

Ακολουθεί ένα κείμενο της Τζέιν Χέρσφιλντ, βασισμένο στην ηλεκτρονική αλληλογραφία της με τον Παναγιώτη Ιωαννίδη, γραμμένο για να συνοδεύσει τις εδώ δημοσιευόμενες μεταφράσεις:

Οι άνθρωποι, στις κρίσεις και τις μεταβάσεις, διψούν για ποιήματα. Ποτέ δεν ανέμενα να γίνω ποιήτρια της δημόσιας στιγμής – αλλά τα τελευταία χρόνια, συμβαίνει όλο και περισσότερο. Η εφημερίδα του Σαν Φρανσίσκο μού ζήτησε κάτι περί αυτοπροστασίας κατ' οίκον, όπως το λέμε εδώ – ευτυχώς, είχα ήδη γράψει ένα ποίημα, μιας και δεν μπορώ καθόλου να γράφω κατά παραγγελίαν. Το δημοσίευσαν κατευθείαν, κι αμέσως ταξίδεψε πολύ και μακρυά, με τον τρόπο που σήμερα γίνεται. Μου συνέβη και διάφορα άλλα ποιήματά μου να γίνουν viral (νομίζω χρειαζόμαστε έναν άλλο όρο γι' αυτό, τώρα δα), απ' όταν άρχισε η παρούσα πανδημία. Ποιήματα γραμμένα για έναν λόγο, ξαφνικά μιλούν μες σε μιαν ολωσδιόλου άλλη περίσταση. Το ποίημα που ανοίγει το καινούργιο βιβλίο, το Κατάστιχο, “Να μην πουν”, δημοσιεύθηκε αρχικά ως ποίημα πολιτικού σχολιασμού την ημέρα της ορκωμοσίας του Προέδρου το 2017, και διαβάστηκε από σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα – μα το έγραψα πολύ νωρίτερα, το 2014, μόνο με την περιβαλλοντική καταστροφή κατά νου. Τώρα αυτό το ποίημα, αλλαγμένο πάλι, μιλά προς την πεισματική αδιαφορία για τον ερχομό της πανδημίας από τις 'κυβερνήσεις', την δική μου και άλλων.

Ζούμε, έτσι νιώθω, σε τρεις κόσμους τώρα – τον παλιό, τάχα-μου-κόσμο, που συνεχίζει όσο μπορεί και είναι ανάγκη. Σ' αυτόν τον κόσμο, ένα βιβλίο μου μόλις εκδόθηκε, ακριβώς μέσα στο μάτι του κυκλώνα των ειδήσεων και του κόσμου, και συνεχίζω να κάνω πράγματα γύρω απ' αυτό, αν και όχι τις δεκάδες δημόσιες συγκεντρώσεις που υπήρχαν στο ημερολόγιό μου. Ύστερα είναι ο τρέχων, τούτη τη στιγμή, ως-έχει-κόσμος, όπου μένω σε απόσταση από τους άλλους, στο μικρό σπιτάκι μου στην εξοχή, με τα πολλά παράθυρα, καταμεσής του ανθισμένου κήπου του, παίρνω τα ψώνια κάθε δυο βδομάδες, και παρακολουθώ τις ειδήσεις για αναρίθμητες τραγωδιίες ανθρώπων για τους οποίους αυτό δεν είναι ειδήσεις που “ακούς” ή “παρακολουθείς”... Κι ύστερα είναι ο κι-αν-κόσμος, αυτός που έρχεται, μα που δεν μπορούμε ακόνα να διακρίνουμε, στον οποίον τα πάντα θα έχουν αλλάξει από αυτό – αλλά πώς;

Για μένα, αυτές οι εβδομάδες, μέχρι στιγμής, έχουν υπάρξει καιρός της μετάβασης.

Για πολλούς ανθρώπους, το πιο δύσκολο πράγμα, λένε, είναι ότι νιώθουν ανήμποροι. Αν τα ποιήματά μου μπορούν να βοηθήσουν κάποιον άλλον άνθρωπο, να δράσουν ως σύντροφος ή παρηγοριά, αυτό βοηθά εμένα. Σε τούτον τον καιρό της απόστασης, οι λέξεις ταξιδεύουν ανάμεσά μας, ανάμεσα σε τόπους και χρόνους, όπως έκαναν πάντα, οικείες και άμεσες σαν το άγγιγμα από το χέρι του εραστή στο δέρμα. Τα ποιήματα υπερβαίνουν την απόσταση. Την διαψεύδουν. Φέρουν εντός τους την υπόσχεση και την πραγματικότητα της εμμένουσας σύνδεσης – του ενός με τον άλλον, και με όλους τους πέραν-του-ανθρώπου γείτονές μας σ' αυτόν τον εύθραυστο πλανήτη.”


*

Πέντε ποιήματα από το βιβλίο της Κατάστιχο (Knopf Doubleday και Bloodaxe Books, 2020)


MΙΑ ΣΤΟΙΒΑ ΧΑΡΤΙ

Έχω μια στοίβα χαρτί
μια θήκη μελάνι,

αμύγδαλα,
καφέ,
ένα φουλάρι μάλλινο να με ζεσταίνει.

Ό,τι αλυσοδένει την ψυχή,
έχω φέρει εδώ.

Ό,τι απομακρύνει την καρδιά,
έχω φέρει εδώ.

Μια ελαφίνα κάθεται στα πισινά της
κι ανασηκώνεται να φτάσει ένα μήλο,

κι ας είναι τόσα μήλα πεσμένα στο χώμα.

*

ΝΑ ΜΗΝ ΠΟΥΝ

Να μην πουν: δεν το είδαμε.
Είδαμε.

Να μην πουν: δεν το ακούσαμε.
Ακούσαμε.

Να μην πουν: δεν το γεύτηκαν.
Φάγαμε, τρέμοντας.

Να μην πουν: δεν ειπώθηκε, ούτε και γράφτηκε.
Μιλήσαμε,
ήμασταν μάρτυρες με φωνές και με χέρια.

Να μην πουν: δεν έκαναν τίποτε.
Κάναμε όχι αρκετά.

Ας πουν, μιας και κάτι πρέπει να πούνε:

Κηροζίνη – μια ομορφιά.
Κάηκε.

Ας πουν πως καθήσαμε να μας ζεστάνει,
στο φως της διαβάσαμε, ψάλλαμε,
και κάηκε.

*

ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΑΟΡΑΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ

Ούτε ένα απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί.
Ούτε η Φλόριντα. Ούτε το ράμφος του ερωδιού. Ούτε το νερό.
Ούτε το αδειανό σώμα του λίμουλου, ούτε κι ο αστερίας που ζει.
Η εξέλιξη μπορεί να είχε στρίψει στη γωνία αριστερά και να 'χε πάρει άλλον δρόμο εντελώς.
Ο αστεροειδής μπορεί να είχε αστοχήσει.
Οι φλέβες του ασβεστόλιθου δεν ήταν ανάγκη να είναι ευαίσθητες στην άμμο και στις αβικέννιες.
Το ραδιόφωνο μπορεί να είχε βρει άλλη μουσική.
Οι γοφοί ενός άντρα και οι γοφοί ενός άλλου μπορεί να είχαν σταθεί πλάι πλάι
σε ένα λεωφορείο στο Αλέππο και να είχαν αλληλοαναγνωρισθεί ως αδελφοί από καιρό χαμένοι.
Το κλειδί μπορεί να είχε σπάσει μες στην κλειδαριά και το κουτί με τα καρφιά να αρνιόταν το καπάκι του.
Εγώ μπορεί να ήμουν το ψάρι που κατάπιε ο πελεκάνος.
Εσύ μπορεί να έκανες σαν το φεγγάρι που δεν έλεγε να δύσει, ώρες αφού νομίζαμε πως θα έδυε,
ώρες αφού ο ήλιος σκάλωνε μέσα στους χαμηλούς βοστρύχους των κυμάτων που έσκαγαν
υπό γωνία ορισμένη. Το φως μπορεί να μη φαγώνονταν ξανά από την μετατόπισή του.
Αν το αβάσταχτο δεν ήταν αβαρές μπορεί και να λυγίζαμε κάτω από τον πόνο
όσων δεν άλλαξαν ακόμη. Στην άλλη άκρη του κόσμου ένας άντρας τραβάει μια γυναίκα έξω απ' το νερό
– κι απ' το νερό, η υπερπλήρης βάρκα απ' όπου πήδησαν, χάθηκε εντελώς.
Απ' το νερό τραβάει έξω ένα παιδί, ύστερα άλλο. Και τα δυο ζουν και θα εξακολουθήσουνε να ζουν.
Αυτό δεν χρειαζόταν να συμβεί. Τίποτε απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί.

*

ΤΩΡΑ ΦΤΑΝΕΙ ΣΚΟΤΑΔΙ

Κρατώ τη ζωή μου με δυο χέρια.
Περπατώ με δυο πόδια.
Δύο αυτιά αρκούν για να ακούς τον Μπαχ.

Αν τυφλωθεί απ' το ένα, ο άνθρωπος βλέπει με το άλλο μάτι.

Τώρα φτάνει μέγα σκοτάδι.
Και των δυο ματιών σκοτάδι.

Έχω ένα στόμα.
Κρατά δυο λέξεις.
Ναι, Όχι,
μέσα σ' όλες τις άλλες.

Ναι. Όχι. Όχι. Ναι.

Λέω ναι σ' αυτές τις λέξεις, ως οφείλω,
και επίσης τις αρνούμαι.

Τα δυο μου πόδια,
πλασμένα για να προχωρούν,
υπάκουα στο αδύνατον-να-ξέρεις και στο έτσι-πρέπει,
πατούν μες στον καιρό που φτάνει.

*

Ω ΣΑΛΙΓΚΑΡΕ

Κάτω απ' τους πάγους του Σβάλμπαρντ, φλέβες κάρβουνου από την Λιθανθρακοφόρο Εποχή.
Η καλή αγρότισσα εναλλάσσει τα σπαρτά της.
Δεν παραπονιούνται τα σπαρτά. Είναι η μοίρα μίσχων και δασών να εξαφανίζονται.
Πυρκαγιές πέρσι: Αυστραλία, Πορτογαλία, Ελλάδα. Φέτος: Καλιφόρνια.
Ω σαλίγκαρε, έγραψε ο Ίσσα, ανέβαινε το Φούτζι αργά, αργά.


μτφρ. ποιημάτων και κειμένου τής Τ.Χ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

[φωτ.: Erik Castro]




19.6.16

Ποίηση και εαυτός


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Και η ποίηση, όπως κάθε τέχνη –τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο τους τελευταίους αρκετούς αιώνες– έχει ως αφετηρία την αυτο-έκφραση. Μα για να φτάσει να αξιωθεί το όνομα της ποίησης (της τέχνης), θα πρέπει (και) κάτι άλλο να συμβεί: ακριβέστερα, θα πρέπει κάτι άλλο να κάνει το ίδιο το ποίημα (το έργο τέχνης), πέρα απ' το να εκφράζει έναν 'εαυτό'. (Τούτο προσπάθησα κάπως  να προσδιορίσω, εδώ.) Άρα, όσο και αν ο βίος της ποιήτριας αναποφεύκτως τρέφει το έργο (βίος, πέρα από τα 'βιώματα', είναι και η σκέψη, και ο στοχασμός για άλλα έργα, κ.ο.κ.), το άξιο του ονόματός του ποίημα πάντα υπερβαίνει την αυτοβιογράφηση και την εξομολόγηση. (Εξού και δεν θα έπρεπε, κατά την γνώμη μου, καν να συζητούνται ως ποιητικά, πλήθος κείμενα: σημερινά και στη γλώσσα μας, μα και αλλοτινά, και σε άλλες γλώσσες. Ενδεικτικά και συνθηματικά: συγκρίνετε την 'χρήση εαυτού' της δημοφιλέστατης ποιήτριας Ντίκινσον και του δημοφιλέστατου Μπουκόφσκι.)

Πώς τις υπερβαίνει; Είναι επαρκής απάντηση η “απεύθυνση”; (Απεύθυνση μπορεί να έχει και μια οποιαδήποτε εξομολόγηση.) Ή μήπως πρέπει, σχεδόν ταυτολογικά, να παραδεχθούμε ότι η μόνη δυνατή απάντηση είναι: “δια της τέχνης”; Χρησιμοποιώντας, δηλαδή, όλα εκείνα τα –π.χ. ασυνήθη στον τρέχοντα λόγο– μέσα που θα μεταμορφώσουν το κείμενο από απλή εκπορευόμενη έκφραση, σε ακτινοβολούσα αυτόνομη οντότητα. Όποτε τούτο συμβαίνει –όποτε, δηλαδή, όντως υφίσταται ποίημα–, το οιοδήποτε γραμματικό πρόσωπο (α', β', γ' – του ενικού ή του πληθυντικού, αδιάφορο) έχει αυτομάτως απωλέσει την συμβατική του διάσταση, και καταστεί προσωπείο του (δυνάμει) οικουμενικού (και εκ νέου απείρως εξατομικεύσιμου).

Τώρα, ας έρθουμε στο πιο δύσκολο ερώτημα: ο ποιητής, καθώς γράφει ένα ποίημα, 'συλλαμβάνει' και μας προσφέρει ένα κομμάτι του εαυτού του, ή (αντιθέτως, μα και ενδεχομένως συμπληρωματικά) διερευνά κάτι ώς τότε άγνωστό του, 'εφευρίσκοντας', κατά την διαδικασία της γραφής, αυτό που θα μας προσφέρει, και το οποίο, με το πέρας της διαδικασίας, θα έχει γίνει κομμάτι (και) του 'εαυτού' του;

Είτε την πανάρχαια πίστη στον 'οικείο δαίμονα' επικαλεστούμε, είτε την πιο πρόσφατη ψυχανάλυση, δεν μπορούμε παρά να δεχθούμε ότι ο 'εαυτός' απαρτίζεται και από άγνωστές μας περιοχές: κάποιες, δε, τόσο σκοτεινές, που συχνά μοιάζουν (ή, κατ' άλλους, είναι) εξωτερικές προς αυτόν. Άρα, κάτι που μοιάζει καινοφανές εύρημα, μπορεί να είναι απλώς προϋπάρχον κτήμα που αποκαλύφθηκε. Ωστόσο, οπωσδήποτε και η διερεύνηση με σκοπό την (γνωσιακή ή αισθητική) κατάκτηση των 'εκτός εαυτού' (“του κόσμου”) ανήκει στους τρόπους της τέχνης.

 

~

 

Ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από την συμβολή μου στο 4ο σκέλος μιας "Συζήτησης για την ποίηση τώρα", που διεξήχθη την άνοιξη του 2016 στο τ. 7 του περιοδικού "ΦΡΜΚ" μεταξύ των επτά μελών της συντακτικής του ομάδας: Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Φοίβης Γιαννίση, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Γιάννας Μπούκοβα, και Θοδωρή Χιώτη. Έλαβε την ολοκληρωμένη και τελική μορφή της στο βιβλίο: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018).

Η φωτ. μου είναι από το ΚΠΙΣΝ, Ιούνιος 2018.

25.11.15

Η τέχνη σήμερα : μορφή και αντιλήψεις


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Γάλλος λογοτέχνης, Ζοέ Μπουσκέ (Joë Bousquet, 1897-1950), επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό και θιασώτης του φανταστικού στα πεζά του, έγραφε ποιήματα με μέτρο και ομοιοκαταληξία, πιστεύοντας πως οι περιορισμοί της μορφής τον οδηγούσαν σε απροσδόκητα ευρήματα περιεχομένου, τα οποία θα παρέμεναν απροσπέλαστα αν χρησιμοποιούσε ελεύθερο στίχο. Ο Βρετανός ποιητής Τομ Γκανν (Thom Gunn, 1929-2004) –που υπηρέτησε υποδειγματικά τόσο τον ελεύθερο στίχο όσο και τις αυστηρότερες παραδοσιακές μορφές, με ισάξιο ποιητικό αποτέλεσμα– υποστήριζε πως κάθε ποίημά του γεννιόταν με την μορφή που απαιτούσε για να πραγματωθεί. Δεν ήσαν οι πρώτοι, ούτε είναι οι μόνοι που εξήραν τα πιθανά οφέλη της προσδιορισμένης μορφής ή υποστήριξαν το αλληλένδετον μορφής και περιεχομένου.

Σίγουρα, στην εποχή μας, το ζήτημα της μορφής –σε όλες τις τέχνες– καίτοι παραμένει (όπως είναι φυσικό) μείζον, είναι πια 'ανοιχτό': επικρατεί ένας ανεκτικός πλουραλισμός. Κάθε ποιήτρια είναι πλέον ελεύθερη να επιλέξει, από τις υπάρχουσες μορφές, όποια της ταιριάζει, ή όποια αρμόζει σε κάθε συγκεκριμένο ποίημά της – ή να εφεύρει μια νέα. Ο πλουραλισμός αυτός είναι επόμενο να εκφράζεται και ως απουσία κυρίαρχων, χαρακτηριστικών ποιητικών 'φωνών' – φαινόμενο ευεργετικό, γιατί αποδεικνύει ότι κανένα αισθητικό κριτήριο δεν έχει απόλυτη ισχύ, ούτε είναι δυνατόν να παραμένει αμετάβλητο στον χρόνο. Αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει –όπως ενίοτε, από άγνοια ή με έπαρση, υποστηρίζεται– ότι οποιοδήποτε έργο καθίσταται αυτομάτως 'καλό'. Αντιθέτως, εντός κάθε ρεύματος και είδους, είναι πάντα εφικτό και απαραίτητο να αναζητά και να διακρίνει κανείς την αξία καθενός έργου. Για να επιτευχθεί αυτό, όμως, απαιτείται πλέον μεγαλύτερος κόπος και προσαρμοστικότητα της ανταπόκρισής μας στο ποικίλο σημερινό τοπίο – προϋποθέσεις που δεν είναι ίσως άμοιρες ευθύνης για την αβασάνιστη υιοθέτηση –είτε ως στάσης της κριτικής, είτε, αντιθέτως, ως μομφής– τού “
anything goes”.

Η πολυφωνία –δηλαδή η καλλιτεχνική ελευθερία– και η συνεπαγόμενη απουσία κυρίαρχων 'φωνών' επίσης συχνά παρερμηνεύονται ως “ήττα”, “έκπτωση”, “παρακμή”. Να οφείλεται άραγε αυτό στον (περισσότερο απ' ότι είναι εκ πρώτης όψεως εμφανές) διαδεδομένο φόβο της ελευθερίας; Στην νοσταλγία ενός κάποιου απολύτου; Ή να είναι παραλλαγή της παιδικής φαντασίωσης για έξωθεν εγγυημένη και εσαεί διασφαλισμένη 'τάξη'; Αν πιθανώς πρόκειται για μίγμα όλων αυτών, πάντως οπωσδήποτε δεν συνιστά ένδειξη υπευθυνότητας των καλλιτεχνών, ευθυκρισίας των κριτικών, ή ωριμότητος του κοινού.

Η μέγιστη τάξη επικρατεί στα απολυταρχικά καθεστώτα. σε αυτά παρατηρείται και η αισθητική ομοφωνία, εκεί αναδεικνύονται (ακριβέστερα: επιβάλλονται) δεσπόζουσες 'φωνές'. Επαναλαμβάνω: η διάκριση και ο προσδιορισμός της αξίας ενός καλλιτεχνικού έργου είναι επίπονη κριτική διεργασία που απαιτεί προπαρασκευή, υπομονετική και ψύχραιμη εργασία, τεκμηρίωση απόψεων – δηλαδή, ανάληψη προσωπικής ευθύνης και κόπο. Η άρνηση της ευθύνης αυτής συνιστά οκνηρία – βάση και σύμπτωμα της πνευματικής παρακμής. Οι φαντασιώσεις για ομοφωνία και κυριαρχία τού ενός προτύπου δεν είναι παρά ευτελής μεταμφίεση αυτής της πνευματικής οκνηρίας και παρακμής – άρα στάση ανάξια οιουδήποτε σοβαρού καλλιτέχνη (ή κριτικού).

Κοντολογίς, και για να καταλήξω πιο προσωπικά:

α) Στην δική μου γραφή, αντιμετωπίζω την μορφή ως μέρος του οργανικού, αδιαίρετου όλου τού έργου: η μορφή συγχρόνως υποβάλλεται από το περιεχόμενο και το υποβάλλει, το διαμορφώνει και διαμορφώνεται από αυτό.

β) Στον βαθμό που ενδεχομένως συμφωνώ –με όσους εκφράζονται απαξιωτικά για το σημερινό καλλιτεχνικό τοπίο– με την διάγνωση της πνευματικής παρακμής (στον 'ανεπτυγμένο' Δυτικό κόσμο), φρονώ –όπως προσπάθησα εν συντομία να εκθέσω πιο πάνω– ότι αυτές οι απαξιωτικές απόψεις είναι ακριβώς σύμπτωμα της παρακμής (και της οκνηρίας που και συνέβαλε στην γέννησή της, και την συντηρεί) και όχι βιώσιμη πρόταση ανάσχεσής της.

 

~

 

Ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από την συμβολή μου στο 3ο σκέλος μιας "Συζήτησης για την ποίηση τώρα", που διεξήχθη το φθινόπωρο του 2015 στο τ. 6 του περιοδικού "ΦΡΜΚ" μεταξύ των επτά μελών της συντακτικής του ομάδας: Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Φοίβης Γιαννίση, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Γιάννας Μπούκοβα, και Θοδωρή Χιώτη. Έλαβε την ολοκληρωμένη και τελική μορφή της στο βιβλίο: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018).

Η φωτ. μου είναι από το Castel Sant'Angelo (Ρώμη), Δεκέμβριος 1999.

1.5.15

Καλλιτεχνικοί πρόγονοι


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν μου είναι δυνατόν να προσδιορίσω τους καλλιτεχνικούς 'προγόνους' μου, με την έννοια της γενεαλογίας ή της επιρροής, όπως θα τους αναζητούσε ενδεχομένως μια κριτικός λογοτεχνίας. Μπορώ μόνον να μιλήσω για ποιητές –και άλλους καλλιτέχνες– το έργο των οποίων θαυμάζω και μελετώ, άρα είναι βέβαιο ότι έχουν καθορίσει τον τρόπο που προσλαμβάνω και απολαμβάνω την τέχνη, και συνεπώς  πιθανό –ή και ευκταίο– να έχουν συνδιαμορφώσει τον τρόπο που γράφω.

Αυτονόητα βαραίνουν περισσότερο όσοι έγραψαν ελληνικά: υλικό της ποίησης είναι η γλώσσα – υλικό, όμως, που είναι συγχρόνως το κυριότερό της εργαλείο. Τα άλλα εργαλεία της, μπορεί και να 'ναι αμέτρητα: πρώτη-πρώτη, ανυπερθέτως, η ζωή-στο-παρόν, μα ζευγαρωμένη με τον αναστοχασμό της. η αφοσιωμένη παρατήρηση αλλά και η, ανοιχτή στα χαμόγελα της τύχης, 'ελεύθερη προσοχή'. η βιωμένη σκέψη... Όλα αυτά μπορούν, βεβαίως, να 'ακονιστούν' και μέσω της τριβής με ξενόγλωσσες λογοτεχνίες, καθώς και με άλλες τέχνες. Αν δε, στις πρώτες, μελετάται το πρωτότυπο, το κέρδος είναι διπλό, καθώς καθίσταται δυνατόν, όσο το επιτρέπει η ξένη γλώσσα, να την παρατηρούμε ως δρώντα –και διαφέροντα από τον δικό μας– ποιητικό 'μηχανισμό': ως ένα άλλο υλικό-και-εργαλείο (κάτι που συμβάλλει στην πολυτιμότητα της μεταφραστικής εργασίας ως προσωπικής άσκησης γραφής.)

Από όσους με συντροφεύουν μέχρι σήμερα, άλλοτε κρατώ το σύνολο του έργου τους –κι ας έχει 'διακυμάνσεις' (ποιο δεν έχει;)– και την πορεία τους εντός του: πέρα από τους 'γεννήτορες' της νεοελληνικής ποίησης, Σολωμό και Καβάφη, αυτό ισχύει και για τον Κάλβο, τον Εγγονόπουλο, τον Παπατσώνη, την Βακαλό, τον δοκιμιακό Τερζάκη, τον σύνολο Γιώργο Χειμωνά. Άλλοτε πάλι, κάποιες περιόδους: τον ώριμο Σικελιανό και τον ώριμο Καρυωτάκη, τον πρώτο –ώς και το Μυθιστόρημα– και τον στερνό –στα Τρία κρυφά ποιήματα– Σεφέρη, διάσπαρτον Ελύτη – Φωτόδεντρο, Τύψεις, Ετεροθαλή, Μονόγραμμα, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Και άλλοτε, κάποιες άπαξ κορυφές: την Αμοργό του Γκάτσου, τις Ωδές στον Πρίγκηπα του Ασλάνογλου, το Μ' ένα στεφάνι φως της Μαστοράκη. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει, πως δεν με 'βοηθούν' και άλλοι: π.χ., κάποιοι ποιητές της κατ' Αναγνωστάκην “χαμηλής φωνής”. (Ας σημειώσω δε και το προφανές, όσο και αν ακούγεται ακραίο: ακόμα και ενός ποιήματος η αξία μπορεί να διαχέεται και να αντηχεί σε έκταση κι ένταση δυσανάλογα μεγάλη.) Επειδή, όμως, σε κάθε κατάλογο ονομάτων, δεν είναι τυχαίες όλες οι παραλείψεις, θεωρώ τίμιο να δηλώσω δύο αποσιωπήσεις ως σκόπιμες: του Παλαμά και του Ρίτσου.

Από τις γλώσσες που περισσότερο ή λιγότερο κατανοώ, ας μνημονεύσω το σύμπαν-Σαίξπηρ, το σύμπαν-Γουλφ, τον Έλιοτ, τον Πάουντ, τον Ώντεν –για την απίστευτη ικανότητά του να φτιάχνει ποιήματα απ' ο,τιδήποτε–, την Κάρσον, την σαγηνευτική γυμνότητα του Σταντάλ, την Γιουρσενάρ –μαζί με τον 'νουάρ' δίδυμό της, τον Τσάντλερ–, τον Νερβάλ και τον Σαρ.  την οικονομία και την σοβαρή ελαφρότητα του Μπόρχες. Και, κατ' ανάγκην, μόνον από μετάφραση: την ζωή που μας επιστρέφει ο Τσέχοφ, τον Ρίλκε, τον Χάινερ Μύλλερ και τον Ζέμπαλντ, την κλασσική κινεζική και ιαπωνική ποίηση. Από άλλες τέχνες: στον κινηματογράφο, τον Μπέργκμαν, τον Ταρκόφσκι και τον Κισλόφσκι για το βλέμμα και τις οργανικές μορφές που εφηύραν, τον Αντονιόνι και τον Γκοντάρ για την σύνταξη – από την φωτογραφία, τον Ρομπέρ Φρανκ και τον Γουίλλιαμ Έγκλστον για την εμπιστοσύνη τους στην τύχη, και για το σμίλεμά της σε ακριβό έργο – το σύμπαν-Μπαχ, το σύμπαν-Μότσαρτ, τον Σοπέν για την μετάπλαση της ομορφιάς σε άρτιο κτίσμα, τις συνθέσεις του Μπετόβεν για ένα ή λίγα όργανα. την τζαζ του Γκιλ Έβανς και του Μπιλλ Έβανς, για την οργάνωση του χάους. την Κάλλας και την Μπίλλι Χόλλινταιυ για τον φωτισμό της φράσης.

Ενδεχομένως να φάνηκε ήδη, πόσο η αξία ενός 'προγόνου' συναρτάται για μένα με την εργασία του πάνω στην γλώσσα (λεκτική ή άλλη), και με το χώνεμα της εργασίας αυτής μέσα στην τελική μορφή – ώστε ούτε 'φλυαρία' (λέξεων ή 'αισθημάτων') να υπάρχει, ούτε η πρόθεση της κατασκευής να υπερβαίνει το κατασκευασθέν, ή να διακρίνεται πίσω του τόσο, ώστε να κατακερματίζει την όψη του. Έτσι, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί, από τους πρεσβύτερους νυν γράφοντες, με ενδιαφέρουν πρωτίστως φωνές που άφησαν γρήγορα πίσω την 'γενιά' τους: η Πλαστήρα, π.χ., ή ο Σερέφας.

Ωστόσο, πέραν αυτών από τους οποίους (νομίζουμε ή θα επιθυμούσαμε να) μαθαίνουμε, υπάρχουν αναπόφευκτα και άλλοι, που τους θαυμάζουμε χωρίς να (είμαστε βέβαιοι ότι) είναι εφικτό να διδαχθούμε κάτι: η Ντίκινσον, φερειπείν, ή ο Τσέλαν.

Το πλάσιμο της αναγνωστικής ευαισθησίας αρχικά, και, βαθμηδόν, η μαθητεία μου ως τεχνίτη, ξεκίνησαν μεν πολύ νωρίς, εμπλουτίζονται δε διαρκώς – 'εγκαταλείποντας' παλαιά, και 'προσεταιριζόμενος' νέα, πρόσωπα ή περιοχές, όποτε νέες ανάγκες ή τυχαίες συναντήσεις μεταβάλλουν την πορεία μου ως αναγνώστη και γράφοντος. Όπως, αίφνης, τον τελευταίο χρόνο: τα στιβαρά δοκίμια του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου, η πλήρης σοφίας και χάρης πρόζα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο τόσο απρόσμενα μοντέρνος, παλαιόθεν προσφιλής, Άγρας. Ευτυχώς, η 'δημιουργία προγόνων' και η 'στρατολόγηση συνοδοιπόρων' παραμένει περιπέτεια ατέρμονη.

 

 ~

 

Ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από την συμβολή μου στο 2ο σκέλος μιας "Συζήτησης για την ποίηση τώρα", που διεξήχθη την άνοιξη του 2015 στο τ. 5 του περιοδικού "ΦΡΜΚ" μεταξύ των επτά μελών της συντακτικής του ομάδας: Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Φοίβης Γιαννίση, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Γιάννας Μπούκοβα, και Θοδωρή Χιώτη. Έλαβε την ολοκληρωμένη και τελική μορφή της στο βιβλίο: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018).

Η φωτ. μου είναι από το Sassari (Σαρδηνία), Αύγουστος 1986.