Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τομ γκανν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τομ γκανν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25.5.16

3 ποιήματα νόσου [και ανάρρωσης]












Γουίλλιαμ Κάρλος Γουίλλιαμς  

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΥΡΡΙΚΝΩΜΕΝΟΣ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΜΗ ΕΙΚΟΝΑ

στη μικρή άκρη μίας ασθένειας
ήταν μια εικόνα
μάλλον γιαπωνέζικη
που γέμιζε το βλέμμα μου

μια βλακώδης εικόνα
μα ήταν το μόνο που αναγνώριζα
ο τοίχος ζούσε για μένα μες σ' αυτήν την εικόνα

κόλλαγα πάνω της όπως σε μύγα 


[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]


~













Ρόμπερτ Ντάνκαν  

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΚΡΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑ

Καμμιά δεξιότητα όχι              αδέξια
            μας αφήνει
            ν' αρχίσουμε εκεί όπου οφείλω

από την ανεπάρκεια των συστημάτων            χωρίς
            ανάσα,             καρδιά
            και πνεύμονες πλημμυρισμένα

Πηγμένα με ελαφρές αλύσους            των νεφρών
            το στάδιο είναι τελευταίο        της ζωής

ελαφρότης και βάρος,              φως
            και σκοτάδι.    Ήταν πάντα
κοντά σε ιδιαίτερο Θάνατο, α
            φανέρωστο      τι είναι πίσω

από το βλέμμα, την αφή, γεύση, όσφρηση     –το Σύννεφο εκείνο!

Δύο χρόνια
η πικρία διαπότισε:

το σώμα το υλικό        υψηλή πίεση του αίματος
            συσσώρευση τοξινών,
            κατάρρευση κλασμάτων,

την ψυχή          “που έβραζε στο ζουμί της”
            εκρήξεις μίσους,         προσευχή
–δεν είχα προσευχή–              η δική
            σου μόνο φροντίδα κράτησε την αγάπη μου αίθρια.

Εκεί θα βρεθώ πάλι    οι οδοί
            ανάγκη να διασταυρωθούν      και πάλι
            σκοτεινές δίοδοι,         επικίνδυνα στενά.

Ακόλουθος ο Θάνατός μου και ήξερα
            ότι δεν θα πεθάνω,
με περιέθαλψε ώς εδώ.           Η ζωή πήρε τα ηνία.

            Ό,τι έτρωγα     το ξερνούσα
και πέρασα έρποντας σαν να με γύρισαν τα μέσα έξω.
            Κάθε σκέψη που είχα την είδα
με αρρώσταινε.           Μυστικά
            στο σκοτάδι     οι ηθμοί
            των νεφρών μου          πέτρωσαν        και ο Θάνατός μου
άλλαξε το ραντεβού που 'χε μαζί μου.

*

Ναι, φοβόμουν
μη δεν σε δω ξανά,     μη
            με πάρουν, όχι μην
πεθάνω, το φάσμα που καιρό
            γνωρίζω ως Θάνατό μου είναι
Κύριος μίας Διαβάσεως που μας ενώνει·
            μα που
            ποτέ δεν ήρθα εγώ σε σένα το άλλο  
φάσμα της πραγματικής ζωής μου είναι.
            Ανένδοτο.

“Σου έδωσα μια γάτα στο σκοτάδι”, είπε η φωνή.
Άλλαξαν όλα σε αυτό που πάντα ήταν εκεί
και δούλευε μες στο Έδαφος:             οι δύο τίτλοι
            “Πριν από τον Πόλεμο”,         και τώρα, “Στο Σκοτάδι”
εγγυητές στο μέγα σχέδιο.      Η μαγεία
πάντα ήταν εκεί,          μαγνητικό γουργούρισμα
            να με διατρέχει, αίσθηση σαν γάτας τρίχωμα
φορτίζοντας την άρνηση της αίσθησης.           Αυτός ο μαύρος λίθος,
            βλέπω τώρα, έχει το συγγενές ηλεκτρικό του.

Πράγματι ήξερα πάντα πως ανήκω
            σε βασίλειο όπου Άνεμος κανείς δεν              ριγεί
            Νύχτα καμμιά
δεν γυρνά σε Μέρα,    Λίμνη του ακίνητου νερού,
            απόλυτη Γαλήνη.         Στον Κόσμο, θάνατος μετά θάνατον.
Στο βασίλειο αυτό,      κανείς στερνός ζυγός Ζωής δεν ριγεί.
            Η φαντασία μόνο ξέρει την συνθήκη αυτή.
Σαν αυτό να ήταν προ του Πολέμου,              προ
            Αυτού που Είναι,        στο σκοτάδι η κατάσταση αυτή
που δεν ξέρει ούτε ύπνο ούτε ξύπνιο, ούτε όνειρο
            –στάση αιωνία.


[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]


~











Τομ Γκανν 

ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ

Έχοντας ερμηνεύσει την υπόσχεση του φράκτη
το σώμα ξεκίνησε για νέες περιπέτειες.
Κάποτε έφτασε σε τόπο ένδειας,
λιμού εσωτερικού και εξωτερικού,
όπου είχε παύσει κάθε κίνηση,
εκτός από του ανέμου, που ήταν συνεχής
και ερχόταν από αλλού, από τη θάλασσα,
προχωρώντας μέσα από άσπαρτα λιβάδια και μέσα από ταφόπετρες
στο μικρό προαύλιο της εκκλησίας, πνιγμένο στις  τσουκνίδες,
όπου κανείς δεν ερχόταν εκτός Κυριακής, και τότε, λίγοι.
Ο άνεμος ήταν σαν τιμωρία στο πρόσωπο και στα χέρια.
Εδώ ήσαν έλη στερήσεως:
από την λάσπη των τάφρων έβγαινε βρωμερό νερό,
οι τεφρές καλαμιές δεν ψηλώναν,
ο ήλιος δεν φαινόταν, ούτε καν σα μουτζούρα,
και η ανώμαλη χώρα ήταν δίχως περίγραμμα
όπως εγώ ήμουν δίχως λέξεις σθεναρές,
αδρανής.
              Κάθησα σε μιαν αποσυντιθέμενη ταφόπετρα.
Πώς γίνεται να συνεχίσω; ρώτησα.
Επιθυμούσα να ακονίσω τις αισθήσεις μου, αλλά πάνω σε τι;
Στη λάσπη; Ήταν έρημος άψητης λάσπης.
Με έβαζαν σε πειρασμό φαντασιώσεις του παρελθόντος,
αλλά το σώμα μου τις απέρριπτε, γιατί μόνον στο παρόν
μπορούσε να ακολουθήσει την υπόσχεση,
παραμένοντας ανοικτό στην εκπλήρωσή της.
Ούτε και σκόπευα να βυθιστώ στη λάσπη,
θερμαίνοντάς την με την θέρμη που έφερα,
ως σε χοιροστάσιο οκνηρίας.
Το σώμα μου επέμενε να μην αναπαύεται
έχοντας λάβει την υπόσχεση της αγάπης,
όπως ο νους μου επέμενε στις λέξεις
έχοντας λάβει την υπόσχεση της φαντασίας.
Έτσι παρέμενα σε ετοιμότητα, σε σύγχυση, χωρίς παρηγοριά.
Συνέχισα το ταξίδι μου και, παρόλο που το τοπίο δεν άλλαξε,
έφτασε να μοιάζει μετά από λίγο ως τόπος αναρρώσεως.


[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]



*

Ο William Carlos Williams γεννήθηκε το 1883 και έζησε σχεδόν όλη του την ζωή, ώς τον θάνατό του το 1963, στο Rutherford του New Jersey των ΗΠΑ – όπου και εργάστηκε ως γενικός ιατρός και παιδίατρος. Πρόκειται για έναν από τους στυλοβάτες, μαζί με τον Έζρα Πάουντ, τον Τ.Σ. Έλιοτ, κ.ά., του Μοντερνισμού. Τα πολυάριθμα ποιήματά του (καθώς και τα πεζά του κείμενα), δείγματα ενός ύφους που αποτέλεσε τομή στην αγγλόφωνη ποίηση –με την απλότητα της γλώσσας, την καίρια παρατήρηση, την προσήλωση στα πράγματα– στάθηκαν, και στέκονται ακόμη, παράδειγμα και πηγή έμπνευσης για κατοπινούς ομόγλωσσούς του, και όχι μόνο, ποιητές.

Ο Robert Duncan γεννήθηκε το 1919 στην Καλιφόρνια. Οι θετοί γονείς του τον ανέθρεψαν με βάση της αρχές του Θεοσοφισμού. Παιδικό ατύχημα στα χιόνια τον προίκσε με στραβισμό και διπλωπία: την 'διπλή όραση' των Μυστικών και της τέχνης. Βασικός πρωταγωνιστής των καλλιτεχνικών κινημάτων τόσο της “Αναγέννησης του Σαν Φρανσίσκο”, όσο και του Black Mountain College, έγραψε πάνω από 40 βιβλία – ποίησης, κυρίως, αλλά και δοκιμίων και άλλων πεζών. Αναζωογόνησε την αγγλόφωνη ποίηση, μεταξύ άλλων με την θεωρία και την πρακτική του “πεδίου σύνθεσης”. Παρέμεινε μυστικιστής ώς το τέλος της ζωής του, το 1988 – από όξυνση επί διετίαν νεφρικής ανεπάρκειας. Τελευταία βιβλία του: Προετοιμασία του Εδάφους: Πριν από τον Πόλεμο (1984) και Προετοιμασία του Εδάφους ΙΙ: Στο Σκοτάδι (1987)· τελευταίο του ποίημα, “Μετά από μακρά ασθένεια”

O Thom Gunn γεννήθηκε στο Gravesend του Ηνωμένου Βασιλείου στις 29 Αυγούστου 1929, και βρέθηκε νεκρός –από οξεία κατάχρηση διαφόρων ουσιών– στο κρεβάτι του, το ξημέρωμα της 25ης Απριλίου 2004, στο Σαν Φρανσίσκο. Η μητέρα του αυτοκτόνησε όταν εκείνος ήταν έφηβος. Σπούδασε στο Καίημπριτζ, και, το 1954 (έτος έκδοσης του πρώτου του βιβλίου, Fighting Terms [Εμπόλεμη Κατάσταση]), ακολούθησε τον Αμερικανό σύντροφο της ζωής του, Mike Kitay, στις ΗΠA – όπου και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του. Έγραψε –εκτός από έξοχα κριτικά δοκίμια– άλλες οκτώ ποιητικές συλλογές, με τελευταία, το Boss Cupid [Αφέντης Έρωτας] (2000). Η προτελευταία, The Man with Night Sweats (Ο Άντρας που Ίδρωνε τις Νύχτες, 1992), περιελάμβανε αρκετά ποιήματα γιά φίλους του που πέθαναν από το AIDS. Στα ελληνικά, ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στην "Ποίηση" (τ. 12, Φθιν.-Χειμ. 1998) και στο "Εντευκτήριο" (τ. 86, Ιούλ.-Σεπτ. 2009).

*

Τα τρία αυτά ποιήματα, μαζί με τα σύντομα σημειώματα για τους ποιητές, δημοσιεύτηκαν στο τ. 7 του περιοδικού "Φάρμακο" (Άν.-Καλ. 2016), στο αφιέρωμα "Ποίηση και νόσος: το πάσχον σώμα" που επιμελήθηκε ο Θοδωρής Χιώτης. Το ποίημα τού Γ.Κ.Γ. ήταν δική του επιλογή - τα άλλα δύο, προσωπικές μου συνεισφορές στο αφιέρωμα.

1.12.11

πρώτη δεκεμβρίου















1η δεκεμβρίου, παγκόσμια ημέρα κατά του aids σήμερα. και προχτές ξαναείδα -σε άγνωστή μου φωτογραφία- την νεανική μορφή του thom gunn, του οποίου το προτελευταίο βιβλίο [το 1992] ήταν ο άντρας που ίδρωνε τις νύχτες*. κι είπα να ξαναβάλω δυό ποιήματα από κει:



ΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ


Ήτανε τα γενέθλιά σου, είχαμε πιεί, δειπνήσει
Τη μισή νύχτα με τον παλιό μας φίλο
Τέλος σ’ ένα κρεββάτι μας οδήγησε
Που τό ’φτασα με μία μεθυσμένη δρασκελιά.
Μεμιάς πλάγιασα βολικά,
Και γλαρωμένος από το κρασί λαγοκοιμόμουν στο πλευρό.

Λαγοκοιμόμουνα, κοιμήθηκα. Ο ύπνος μου διακόπηκε μες σ’ ένα αγκάλιασμα,
Ξαφνικά, από πίσω,
Που εφάρμοζε τα σώματά μας τό ’να στ’ άλλο από πάνω ώς κάτω:
Το πέλμα σου στη φτέρνα μου,
Τις ωμοπλάτες μου πάνω στο στήθος σου.
Δεν ήταν έρωτας, αλλά ένοιωθα
Το σώμα σου μ’ όλη τη δύναμή του ζυγιασμένη,
Ή αντιμέτωπη με τη δική μου,
Μ’ εσένα να με θηλυκώνει
Σαν νά ’μασταν ακόμη εικοσιδυό
Όταν το μέγα πάθος μας δεν είχε ακόμη
Γίνει οικείο.
Ο γρήγορός μου ύπνος είχε σβήσει κάθε ίχνος
Ενδιάμεσου χρόνου και τόπου.
Γνώριζα μόνο
Την εμμονή της ασφαλούς σφιχτής στεγνής σου αγκαλιάς.



ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΙ ΒΑΥΚΙΣ


αγάπη δίχως ίσκιους – W.C.W.**


Δυό κορμοί σαν σώματα, σώματα σαν κορμοί πλεγμένοι
Στηριγμένοι στο ξύλινο αγκάλιασμα. Φύλλα γυαλίζουν
Από τρυφερή συνήθεια στα άκρα.
Αληθινά ο ένας για τον άλλον, τόσον καιρό αγκαλιασμένοι
Που οι φλούδες τους ενώθηκαν, έσμιξαν σε ροή μία
Που και τους δυό σκεπάζει. Φωτίζει ο χρόνος τον ωραίον όγκο.
Οι θεοί ευγνωμονούσαν, και για κάθε προστασίας προσφορά
Δώριζαν προστασία χιλιαπλάσια.
Κι έτσι το ζεύγος στάλαξε στο χώμα
Τις διαφορές που επέτεινε το όψιμό τους σφρίγος
Κάνοντας τις ανταλλαγές τους τραχειές κι αλμυρές,
Και βρήκε, με την αγάπη που ίσια στάθηκε στο ζύγι,
Πλέρια γαλήνη της ψυχής. Άφησαν την αμηχανία πίσω τους
Πάει πολύς καιρός, πάει πολύς καιρός που ξέχασαν
Πώς ο καθένας ξύπναγε χώρια μες στην χλωμή και γκρίζα νύχτα,
Πάει καιρός που ξέχασαν τις μέρες που ο καθένας
–Καβαλικεύοντας του άλλου το νευρικό υπερχείλισμα–
Γνώριζε ρίγος αργό μαθαίνοντας πώς ν’ αγαπά
Αυτό, που σαν σιγά σιγά αποκαλυφθεί, γίνεται ο εαυτός του,
Διαστέλλεται, ξεθηκαρώνεται, καθώς εξερευνούν οι δυνατές αχτίδες:
Ένα εφεύρημα μες στην διαρκή αποκάλυψη.

Έχουν κυλήσει σε αιώνιο ύπνο,
Στην γαλήνη των δέντρων που όλη νύχτα ψιθυρίζουν.


* ευτυχώς, σήμερα πλέον, χάρη στην επιτυχία της αντιρετροϊκής θεραπείας, κάποιοι νεότεροι ίσως να αγνοούν ότι, πριν απ' αυτήν, οι επαναλαμβανόμενες, εντονότατες νυχτερινές εφιδρώσεις ήταν από τα ενδεικτικά σημάδια της νόσου

** william carlos williams - ο σπουδαίος αμερικανός μοντερνιστής ποιητής που είπε: "τα ποιήματα φτιάχνονται με λέξεις, όχι με ιδέες"

φωτ. -που δεν είναι αυτή του λευκώματος, αλλ' ίσως απ' την ίδια σειρά- είναι της rosalie thorne mckenna, τραβηγμένη στο hyde park του λονδίνου το 1957, τρία χρόνια μετά την δημοσίευση του πρώτου του βιβλίου, κι ενώ εκείνος είχε ήδη μεταναστεύσει στο σαν φρανσίσκο.]

23.1.10

thom gunn _ επτά [ακόμα] ποιήματα



Εμπόλεμη Κατάσταση
(1954):


ΓΕΡΑΚΑΡΗΣ ΚΑΙ ΓΕΡΑΚΙ

Με νόμιζα σκληρό,
Μα τώρα ημερωμένα,
Τα φτερά μου αργούν
Να πετάξουν, να πουν
Πως σαν πετώ,
Πετώ για σένα.

Έστω κι εκεί ψηλά,
Σκλάβος σου είμαι πια:
Η αγάπη σου με τύφλωσε,
Δεν βλέπω άλλα πουλιά –
Η δική σου μιλιά
Τα μάτια μού ’δεσε.

Σαν πριν, ορμάω επάνω,
Ζυγιάζομαι, βουτώ,
Μα μόνο έχω σκοπό,
Δικόν μου να σε νοιώθω.
Πιασμένος, να σε πιάνω
Απ’ τον καρπό.

Ημέρωμα μισό,
Κι άγριο μ’ αφήνεις πάλι,
Να τρέμω μη σε χάσω.
Μα αν χάσω, σε κρατώ:
Για θήραμα αρπάζω
Τον γερακάρη.


Η Αίσθηση της Κίνησης (1957):


ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Γιατί μακρυά ν’ ατενίζουμε πάντα, και πάντα
Η επαφή μας νά ’ναι αμήχανα εγγύς και όμως λίγη;
Νά ’μαστε σαν τον Κουίντ και την περίεργη γκουβερνάντα
Χωρισμένοι από παράθυρο ή λίμνη;
Στερημένοι σαν φαντάσματα, σαν άνθρωποι, στυλώνουνε το βλέμμα,
Μετά, η σκιά τους χωρίζει. Γιατί η αναπνοή να πλέει ανάμεσα,
Να παρεμβαίνουνε οι λέξεις, λιβάδια πατημένα,
Και να χωρίζουνε τον πόθο απ’ τον ψηλό μυ του έρωτα;
’Κείνη την νύχτα νόμιζα –το απόβραδο του πύργου–
Όταν σχεδόν σε άγγιζα –τόσο φαινόσουν καθαρά–
Πως ήμουνα ο Κουίντ, πως όλα τ’ άλλα ήταν που
Σε κράταγαν μακρυά: η ώρα ή τα παιδιά.

Μα τώρα που στον κήπο τριγυρνάς κι εγώ είμαι εδώ,
Πάνω στο στήθος μου τι σφίγγω, ποιο φορτίο νεκρό;



Μώλυ (1971):


ΜΩΛΥ

Εφιάλτης: κτήνος, ρουθουνίζοντας, απ’ τον ύπνο να βγει.
Ξύπνησα. Τι πετσί κτήνους με ανάγκασε να λάβω αυτή;

Βάτραχου που μέρα νύχτα ζητάει να ζευγαρώνει,
Σκύλου που σάλια στάζει και σκυφτός σιμώνει,

Ή γάτας που όλο χάρη στο θύμα της χυμά,
Το βασανίζει ώρες, μα δεν το τρώει μετά.

Νυχτοπεταλούδας, λύκου, καρχαρία, ψύλλου, γαϊδάρου, παπαγάλου,
Ή κροκοδείλου. Πόσα ζωύφια σπρώχνονταν εντός μου, πλήθος μεγάλο.

Τούτα μοιάζουνε τρίχες, κι έχω σκληρό πετσί.
Χωρίς νύχια ή μεμβράνη: κάθε πόδι έχει οπλή.

Τι όγκος κάλυψε τη μέθοδο τελικά;
Ριγωτός σα λαρδί. Άσχημος, γκρίζος, με κρεμάμενα αυτιά.

Οι άσπρες βλεφαρίδες, μόνο σημείο ανθρώπινο.
Τα δόντια σχίζουν, σχίζουν. Ζώο με ρύγχος κόκκινο

Τα πάντα ροκανίζω, σύρμα, τσίγκο, ή ρίζα.
Αν δεν φοβόμουν, κι άνθρωπο θα καταβρόχθιζα.

Σάρκα ανθρώπου ήδη μες στη δική μου κλείνω.
Θαμμένα μες στο χοίρο, μέλη έτοιμα για κίνδυνο.

Όλο σκαλίζω. λέτε πως είναι βουλιμία
σωστό,
Αλλά έχω ανάγκη και γυρεύω ένα φυτό.

Σεις με τις ιερές μεταμορφώσεις, θεοί, οδηγείστε με όλοι,
Εκεί όπου βαθειά μες στο χορτάρι, τρεμοπαίζει το μώλυ:

Σε κάθε φύλλο, κάθε μίσχο, δροσερή ψίχα, μαγική,
Απ’ το γαλακτερό λουλούδι ώς τη ρίζα, μαύρη και διχαλωτή.

Από τούτο το παχύσαρκο μπουντρούμι, να αναρριχηθώ σε δέρμα
Και τίτλο ανθρώπινο, χώνοντας το γουρούνι πάλι μέσα.

Μες στην πρασινάδα σπρώχνω μουσούδα γκρίζα και υγρή,
Το άνθος ονειρεύομαι, που όμως ποτέ δεν έχω δει.


Jack Straw's Castle (1976):


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

Η έννοια της εμπιστοσύνης, ή,
ο κλέφτης. Πάντα
κάπου εδώ τριγύριζε,
ο “ωραίος” Τζιμ.
Σαν πασχαλιά ή
ένα συμπαθητικό κάδρο στον τοίχο.
Γαλάζια μάτια
έντονης απροσδιοριστίας
και επιμελημένη
στάση ζώου.
Ώσπου κάποια μέρα
είπε κάτι!
είπε
πως η εμπιστοσύνη είναι
συνωμοσία οικειότητας.

Τι σήμαινε
αυτό; Πάντως την επομένη
ήταν άφαντος, με όλα
τα λεφτά και το μαύρο
των ανθρώπων με τους οποίους ζούσε.

Αρχίζω
να καταλαβαίνω. Τον βλέπω
να περιέρχεται τα υπάρχοντά τους
με την άνεσή του, με
ένα ήσυχο κρυφό χαμόγελο
διαλέγοντας και παίρνοντας,
έχοντας πρώτα ανακαλύψει
και στήσει την φράση του για να
μπερδέψει
εκείνο το μήνυμα περί
περιβάλλουσας εμπιστοσύνης.

Δραπετεύει.
Τα μάτια του
είναι σχεδόν διάφανα.
Έχει φορέσει
γάντια. Παίζει
με τα ιδιωτικά όσων
ενεργούσαν σαν
να μην έπρεπε να υπάρχει ιδιωτικό.

Δέχτηκαν
το ρίσκο.
Η άγρια πασχαλιά
πνίγει τον κήπο.


Οι Δίοδοι της Χαράς (1982):


ΕΛΕΓΕΙΑ

Σχεδόν τη βλέπω τη σκηνή
Αδύνατος, ψηλός, ομορφάσκημος
η λεπτή πεινασμένη γλυκύτητα
του χαμόγελού του άφαντη
καθώς παίρνει την απόφασή του
και περπατάει πίσω απ’ τον αχυρώνα
με τις λεπτές μυτερές του μπόττες
πάνω στα φύλλα του ευκάλυπτου που τρίζουν
και φυτεύει μια σφαίρα στο κεφάλι του

Ακόμα κι ο τρόμος
ν’ αφήνεις έτσι τη ζωή
καλύτερος από τον τρόμο
να μην μπορείς να την κουμαντάρεις

Αν και μετά βίας τον γνώριζα
επαναλαμβάνω τη σκηνή ξανά και ξανά
Ήταν ευκάλυπτος το τελευταίο πράγμα που μύρισε;
Όχι ήταν το ίδιο του το αίμα
καθώς πνιγόταν

Όλο μ’ αφήνουνε
και δεν
μου λένε δεν
με ειδοποιούν ότι αυτή είναι
η τελευταία φορά που θα τους δω

καθώς όλο και λιγοστεύουν
σαν τον Ντάννυ ή
αργά αποξενώνονται

Δεν θα υπάρξει στροφή του ποταμού
όπου θα ξανασμίξουμε όλοι
σ’ ένα υπέροχο γλέντι
τα φαγητά απλωμένα
όλοι οι χαμένοι νά ’χουνε βρεθεί
όπως στο κρυφτό

Αλλόκοτη παρηγοριά
ο καλύτερος τρόπος για να
συμφωνούμε πάντα
να είναι όταν παίζουμε το ίδιο παιχνίδι
όπου όλοι πάντοτε χάνονται


ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ

Σ’ έχω βάλει στο μάτι
Πάει καιρός.
Τα φέρνεις βόλτα φαίνεται,
Δεν ξέρω πώς.
Αλλά όπως προχωρείς
Καταλαβαίνεις
Στην πόλη ο κάθε δρόμος
Τι σημαίνει.

Στο χωριό σου ροδάκινα
Όταν μάζευες
Κάθε βράδυ που ερχόταν
Χνούδι κόλλαγες
Σε πρόσωπο και χέρια,
Οικείο, αηδιαστικό,
Σαν τους δικούς σου σ’ έτρωγε
Ασφυκτικό.

Στην πόλη όμως σαν ήρθες
Λίγο αργότερα
Στη Μάρκετ Στρητ γυρνούσες
Κι ήταν χειρότερα:
Σκληρά αγόρια απ’ έξω
Στου Φλαγκ τα Υποδήματα.
Να μη δανείζεις έμαθες, και στο πετσί σου
Χτυπάς κεντήματα.

Και λίγο λίγο ανέβηκες
Στης κρέμας τον αφρό –
Από πιάτσα, μασσέρ
Στα λουτρά με ατμό.
Σπιτώθηκες για λίγο –
Μα πλάνταξες,
Σ’ την έδωσε το μπρούντζινο κρεββάτι
Κι άλλαξες.

Μετά στην Κάστρο Στρητ
Νέο κεφάλαιο
Πουλάς κομψά κοσμήματα.
Και σαν υπάλληλος
Πια στη μεσαία τάξη
Εισήλθες σόλο.
(Κανείς στην Κάστρο Στρητ
Δεν πουλά κώλο).

Κοιτάς απ’ τη βιτρίνα.
Να βλέπεις σε χαζεύω
Τους άντρες που διαβαίνουν.
Νομίζω πως μαντεύω
Κάποιαν αβεβαιότητα
Σ’ αυτή την έκφραση.
Κούκλοι και κορμάρες
Κάνουν παρέλαση.

Έφτασες ώς εδώ –
Και σε ξενίζει.
Καλύτερα θυμήσου
Τι σε στηρίζει.
Ακόμη έχει χνούδι
Το φρούτο στο κλαρί.
Η ομορφιά σου σ’ έφτιαξε.
Φρόντισέ την κι εσύ.

Αφέντης Έρωτας (2000):

ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ

Μου φεύγεις κάθε Ιούνιο
Για μήνες στη σειρά
Γαλήνη ψυχική σπουδάζεις μόνος
Ανάμεσα σε δέντρα υψηλά.
Εγώ μ’ έναν καινούργιο φίλο βγαίνω
Στην πόλη όλο το καλοκαίρι μένω
Σπίτι κυρίως μονάχος να παρατηρώ
Τα ηλιοτρόπια πώς φλέγονται στον κήπο.

Πας ανατολικά
Στους συγγενείς σου να παρασταθείς.
Κι όμως οι πρώτες στάλες της βροχής
Πίσω σε φέρνουν απ’ την εξορία:
Από μια πόρτα στο διάδρομο λιγάκι
Φαίνεσαι: γράφεις ούτε ξέρω τι,
Ολόκληρο χειμώνα, με σκυφτό κεφάλι
Στου φωτός τη δέσμη, στρογγυλή, κίτρινη.

Σε νέο καθήκον
Δεξιότητα αυτοσχεδιασμού
Το πρόσωπό σου στρέφεται – δεν του
Ζητώ παρά την παρουσία: κάτω από λευκά
Μαλλιά, τα καθαρά σου μάτια ακόμα ειλικρινή,
όπως του γάτου η ακίνητη στενή ματιά
– η πυράκτωσή της αχνογάλανη
στην κάμαρά σου τώρα πια.

Γάτος κοινωνικός:
Δίχως φασαρία και πολλά πολλά
Φύγαμε απ’ την κουζίνα όπου καθόταν,
Κι όμως ξαφνικά
Τον βρίσκουμε μαζί μας νά ’ναι ακόμα,
Τώρα εδώ, κι ας κοιτάζει πέρα σταθερά,
Με τίποτα δε μένει πίσω,
Αν κι όλη νύχτα θα ξενογυρνά.

Καθώς ξεκίνησες
Μαζί μου και τον χρόνο θα τελειώσεις.
Θ’ αγκαλιαστούμε όσο μπορούμε,
– Κι όσο πρέπει, στη γύρα ή στη δουλειά.
Δεν είναι τίποτα, ούτε θά ’ναι, λέω, δικό μου.
Κανείς δεν μπορεί να κρατήσει μια καρδιά.
Αλλ’ ό,τι από κοινού, έμπιστοι φύλακες, κρατάμε,
Όντως το κρατάμε, έστω χωριστά.




Τομ Γκανν (Thom Gunn)
Γκραίηβσεντ, Ηνωμένο Βασίλειο, 29 Αυγούστου 1929 –
Σαν Φρανσίσκο, ΗΠΑ, 25 Απριλίου 2004


Ο Γκανν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα σε ηλικία 11 ετών, ως γενέθλιο δώρο γιά την μητέρα του. Πριν εκείνη αυτοκτονήσει λίγα χρόνια αργότερα, είχε ήδη προλάβει να του εμπνεύσει την αγάπη γιά τα βιβλία. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Fighting Terms, εκδόθηκε το 1954, έναν χρόνο μετά την αποφοίτησή του από το Trinity College του Καίμπριτζ. Την ίδια χρονιά, ακολουθώντας τον διά βίου σύντροφό του, Mike Kitay, εγκαταλείπει την Αγγλία γιά τις ΗΠΑ, όπου και θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή του, διδάσκοντας σε πανεπιστήμια, ιδιαίτερα στο Berkeley, και γράφοντας ποίηση, αλλά και δοκίμια γιά την ποίηση. Ακολούθησαν άλλες επτά συλλογές, πριν την τελευταία του, Boss Cupid, το 2000. Έχοντας ξεκινήσει χρησιμοποιώντας περίτεχνα μετρικά και στροφικά σχήματα, που παραπέμπουν ακόμα και στους Άγγλους ποιητές του 16ου και του 17ου αιώνα, ο Γκανν αργότερα ανοίχτηκε στα συλλαβικά μέτρα αλλά και τον ελεύθερο στίχο - τα αξιοποίησε όλα με ασυνήθιστη γιά την εποχή τόλμη και τεχνική μαεστρία. Σε ανάλογο εύρος, τα ‘θέματα’ της ποίησής του κυμάνθηκαν από τις αναπλάσεις μύθων ή την δημιουργία νέων, μέχρι τις ‘ρεαλιστικές’ απεικονίσεις της σύγχρονής του ζωής. Γιά παράδειγμα, στην συλλογή Μώλυ (1971), η αναφορά στο ομηρικό μαγικό βοτάνι λειτουργεί ως ανάλογον των πειραματισμών, και του ίδιου του Γκανν, την δεκαετία του 1960, με το LSD – ενώ η προτελευταία του συλλογή, Ο Άντρας που Ίδρωνε τις Νύχτες (1992), περιλαμβάνει αρκετά ποιήματα γιά νεκρούς από AIDS φίλους. Άγνωστες θα παραμείνουν οι βουλές των Faber & Faber που αρχικώς τον προωθούσαν πλάι στον –ιδαίτερα ανόμοιό του– Τεντ Χιούζ – πάντως, μαζί και με τον Φίλιπ Λάρκιν, ήσαν ίσως οι πιό ενδιαφέρουσες φωνές της πρώτης σημαντικής βρετανικής γενιάς που διαφοροποιούνταν αισθητά από τον Έλιοτ και τον Ώντεν. Το 1998 εμφανίστηκαν (‘Ποίηση’, τ. 12) μεταφρασμένα στα ελληνικά 15 ποιήματά του [εννέα εκ των οποίων αναδημοσιεύονται εδώ].


[Τα πιό πάνω ποιήματα -εκτός από το αδημοσίευτο "Μώλυ"- και το σημείωμα δημοσιεύτηκαν στο 'Εντευκτήριο', τ. 86, Ιούλ.-Σεπτ. 2009, εν είδει μνημοσύνου γιά τα πέντε χρόνια από τον θάνατο του Γκανν. Το "Γερακάρης και Γεράκι" είναι ίσως το ποίημά του που περισσότερο αγαπώ - κι ένα απ΄τα πιό αγαπημένα ποιήματά μου γενικώς. Εξάλλου, πάντα με διασκέδαζε η 'αδελφική' συγγένειά του -ως προς την μορφή αλλά και την, 'ελισαβετιανής' καταγωγής, εμμονή (ή επιστροφή) σε μιά και μόνη εικόνα- με τους "Δρόμους του Σαν Φρανσίσκο", νεότερους κατά σχεδόν τριάντα χρόνια.

Στην φωτ., από αριστερά προς τα δεξιά: ο Τ.Γ., η μητέρα του, ο αδερφός του, Άντερ.]

18.10.08

thom gunn: 9 ποιήματα



Τα
Selected Poems του Thom Gunn ήταν πάνω στον πάγκο του βιβλιοπωλείου της Student Union όταν πρωτοέφτασα στο Πανεπιστήμιο, το 1985. Εντέλει τα αγόρασα: ξεφυλλίζοντας, με είχε ήδη γοητεύσει η ποικιλομορφία τους και το εύρος των θεμάτων τους: από περίτεχνες ‘ελισαβετιανές’ ‘κατασκευές’ μέχρι αιφνιδιαστικής αμεσότητας ποιήματα σε ελεύθερο στίχο. Στον στρατό, ήρθε η στιγμή να δοκιμάσω να μεταφράσω κάποια απ’ αυτά, γιά προσωπική μου απόλαυση και άσκηση. Ορισμένα δημοσιεύτηκαν αργότερα στην ‘Ποίηση’ (τ. 12, Φθινόπωρο-Χειμώνας 1998). Απ’ αυτά είναι και όσα παρατίθενται πιό κάτω (σε ενίοτε ελαφρότατα αναθεωρημένες εκδοχές). Ομολογώ ότι σήμερα προτιμώ τις ευφάνταστες ποιητικές ‘κατασκευές’ του από τα εγκεφαλικότερα ‘δοκιμιακά’ του ποιήματα. Αλλ’ ίσως κιόλας να φταίει η αδυναμία του μεταφραστή να μεταφέρει την ευφυία αλλά και την γλωσσική μαεστρία των πρωτοτύπων.


Εμπόλεμη Κατάσταση (1954):

ΕΠΙ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ


Έφτασα πλέον σε εποχή που οι λέξεις δεν βοηθούν:
Αντί, μεσ’ από τόπους χέρσους, σημάδια δυνατά,
Μες στην αβέβαιη ύπαιθρο να μας οδηγούν,
Ή μοναχοί αξιόπιστοι επάνω στα βουνά
Με φλασκιά κονιάκ και με σοφία να μας σώζουν,
Είναι τώρα χαλίκια, ή σκυλιά που σκούζουν
Στα πόδια μας μπερδεύονται, και στα μπατζάκια μας χυμούν.

Περιγραφή και ανάλυση υποβαθμίζουν και καθυστερούν
Χώματα από το παρελθόν που υποχωρούν.
Κι όταν βογκάμε Αγάπη Μου εννοούμε κάτι
Που από κοντά ιδωμένο σύντομα ξεγελά
Την διανοούμενη συνήθεια, το σοφό μας μάτι.
Κι έτσι είτε η εμπειρία θα ξεθωριάσει
Είτε θα βγουν οι προσεγγίσεις μας ψεύδη οικτρά.

Οι σκύλοι που γρυλλίζουν, τη βιάση μου βαραίνουν,
Με τόνους που αδειάζω ουγγιά με την ουγγιά.
Απ’ του αγνωστικιστή την ειρωνεία τώρα ξεμακραίνω
Ώστε να φτάσω και ν’ αναπαυθώ σε περιοχές ψηλά,
Σε πηγές λόγου, της αλήθειας πρότερον σκοτεινό:
Η γλώσσα σου για μένα, όστια υγρή, γλυκειά,
Και βρίσκω νοήματα σωστά σε στόμα σιωπηλό.


Η Αίσθηση της Κίνησης (1957):

Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΠΑΙΔΟΣ


Τα αίτια βρίσκονται στον Χρόνο. Μόνο καταλήγουν
Να σαρκωθούν σε σώμα, σε δύναμη ορισμένη.
Πώς να μαντέψει ότι τα νέα του μέλη κρύβουν
Σπέρμα διχασμού; Στο τσάι και στο τέννις,
Στην απαλή χλόη πάνω, μας διαφεύγει.
Με λυπηρή διπροσωπία, μαζί μας παίζει.

Απόψε το αγόρι, ξανθό κι άγουρο ακόμη,
Το σκάει από το σπίτι, τα ρούχα του στριμώχνει
Σε δυο υδρίες ανάμεσα, κι απ’ όσα εννοεί
Πάει πέρα, μεσ’ απ’ το σκοτάδι και τη σκόνη:
Χωράφια μ’ αιχμηρά σπαρτά, που άφησε η μηχανή
Στους πόθους των εντόμων, έχθρα βουερή.

Στης νύχτας την κουφόβραση, όχι ακόμα χρυσά,
Στα πέλματά του χώνονται τα στάχυα: αυτός ζητά
Την σελήνη, που το άγγιγμα του στείρου της φωτός
Επιθυμίες θα λύσει σωρευμένες –κι ας μην τό 'θελε αυτός–
Μες στην μακρυά παρότρυνση του απογεύματος.
Ο σκληρός δίσκος πάνω από τον λόφο μετακινείται αργά.

Λευκός μέσα στην δέσμη στέκει, με ψηλά και μέτωπο και ώμους.
Πηδώντας απ’ το χώμα, την ίδια αυτή στιγμή,
Γνώριμες νοιώθει, μαύρες τρίχες να φυτρώνουν.
Κι ύστερα αδέσμευτος στης φύσεως τους νόμους,
Δηλώνει στο ένστικτο και στην σελήνη υποταγή.
Πέφτει στα τέσσερα. Όμως τα πόδια του ματώνουν.


Μώλυ (1971):

ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ


Κάτι συμβαίνει. Μέσα στα μαλλιά μου
Φυτρώνουν κέρατα γυαλιστερά
Τα πόδια μου αλλάζουν σε οπλές σιγά σιγά.
Πατέρα, δες τα μάγουλά μου
- Δέρμα που ήταν ωραίο και νωπό
Τώρα σαν φλούδα δέντρου είναι άγριο.

Γκριζοτρίχη, δες με πώς λαμποκοπάω.
Λεύτερος χλιμιντρίζω, στα πισινά πατάω,
Φρουμάζω και συσπάται το κορμί μου
Προς μια ολοκλήρωση που θά ’ναι η δική μου.
Κι ύστερα δρόμο ανοίγω και περνάω,
Περιπέτειες μες στον κήπο σου ζητάω.

Τώρα παίζω πια στα σοβαρά.
Τριποδίζω δεξιά κι αριστερά.
Το αίμα μου είναι σαν το φως.
Πίσω από μιαν αμυγδαλιά κρυμμένος,
Στα κέρατα με χιόνι στολισμένος,
Περιμένω, καίγοντας, αόρατος.

Όλα προτού να γεννηθώ σχεδιασμένα
Για σένα, Γέρο, γι’ άλλονε κανένα.
Τρέμει ο κόρφος σου και σε ειδοποιεί.
Εγώ κλωτσώντας δυνατά τη γη
Μήνυμα για τη μάνα αποτυπώνω.
Και τα κέρατά μου χαμηλώνω.


Jack Straw's Castle (1976):

ΧΑΜΣΤΑΙΝΤ: ΟΙ ΑΓΡΙΟΚΑΣΤΑΝΙΕΣ


Στην κορυφή χαμηλού λόφου
δυό στέκουνε μαζί, πράσινα
λικνίσματα, εγγεγραμμένα
στον γενικό παλμό. Πρέπει
να έχουμε την ίδια ηλικία.
Ο αδερφός μου κι εγώ
ανάμεσά τους κάναμε ποδήλατο,
κατηφορίζαμε τον λόφο κι η ορμή
μάς έπαιρνε χωρίς πετάλι
ώσπου να μάς φρενάρει τελικά
ένα κομμάτι θλιμμένου βάλτου
(που δεν υπάρχει πια) όπου η λάσπη
χρωματιζόταν καφεκόκκινη
απ’ τη σκουριά που ανάβλυζε. Ήταν
φθινόπωρο
ή μήπως όχι;

Τίποτα που να συγκρατήσει την ανάμνηση. Η
μυρωδιά των φύλλων τον Μάιο
γλυκειά και δυνατή σαν οίστρος
με μπερδεύει τώρα, όλα
χάνονται, άρχισα
να το ξεχνάω ήδη ενώ έγραφα.

Οι μορφές παραμένουν, όχι η ζωή
της λεπτομέρειας ή της απόχρωσης
ύστερα οι μορφές χάνονται και
μόνο λιγοστές χρονολογίες σού απομένουν.

Αλλά τα δέντρα δεν έχουν αισθήματα
οι καρδιές τους είναι ξύλο
και τίποτα δεν συντηρούν
οι κορμοί τους θεριεύουν, τους
αγκαλιάζει ο άνεμος που
με βιάση αγκαλιάζουν,
απλώνονται προς τα έξω
και προς τα επάνω
χωρίς να μετανοιώνουν
σκληραίνουν το τρυφερό πράσινο
σε αναίσθητη ξυλεία.


Οι Δίοδοι της Χαράς (1982):

ΜΟΙΧΕΙΑ


Ζεστά όμορφα άτριχα ζωάκια
έπαιξαν σ’ ένα ξέφωτο που ξάνοιγε ο πόθος τους
παιχνίδι κορυφούμενο σε διάφανη μανία
που τους ανέβασε πιο πάνω κι απ’ τον πόθο ακόμα
– φευγαλέα ξέφωτα τό ’να πίσω απ’ τ’ άλλο.

Φεύγοντας, ανασύνταξε το πρόσωπό της
να φαίνεται σαν να ’χε μόλις επιστρέψει
από την νέα ταινία του Μπέργκμαν
(που είχε πράγματι δει προηγουμένως).
Μέχρι να φτάσει σπίτι τα ’χε καταφέρει
και το πρόσωπό της ήταν κατάσπαρτο από έκφραση.
Αφοσιωμένη στον σύζυγό της, δείχνοντας
πόσο ενδιαφέρουσα ήταν η ταινία, πόσο
ανανεωτική, πραγματική καινοτομία
(ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ, γλυκέ μου;)
θά ’πρεπε να την δει κι εκείνος θα
του άλλαζε την όλη στάση του.

Έπαιξε το μικρό αυτό δράμα. Και
το μισοπίστευε καθώς το έπλαθε,
γιατί το είχε παίξει και παλιότερα προς χάριν
της διατηρήσεως του υπέροχου σπιτιού,
με τα δωμάτια ευάερα γεμάτα ελευθερίες,
των παιδιών που πάνε σε προοδευτικό σχολείο,
του χόρτου που καπνίζουμε όταν έχουμε καλεσμένους,
και των φιλόδενδρων που μεγαλώνουν μες σε εμπιστοσύνη αργή.

Ο άντρας της την κοίταξε σιωπηλά,
του φάνηκε, προς στιγμήν, ζήτημα αντικειμενικό,
και μες στις σκέψεις του ανακεφαλαίωσε το δράμα:
μία συστάδα από καλοσυνάτα εφευρήματα,
μη ενδιαφέροντα, μη
ανανεωτικά, πραγματική οπισθοδρόμηση
(ξέρεις πόσο βαριόμαστε, γλυκειά μου;)
θα ’πρεπε να το δει κι εκείνη θα
της άλλαζε την όλη στάση της.


ΓΛΥΚΕΙΕΣ ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ


Γλύφει όσο παγωτό σοκολάτα απόμεινε
στις σκασμένες άκρες των χειλιών του.
Καθισμένος στον ήλιο σ’ ένα σκαλοπάτι
έξω απ’ τα πλυντήρια,
ο Ντον το μογγολάκι στρίβει το ξυρισμένο του κεφάλι
και το μάτι του πέφτει πάνω μου καθώς κατηφορίζω.
«Γειά!» Το λέει με τον επιτηδευμένο
ενθουσιασμό οργανωμένου μέλους νεολαίας.
«Θα με πας απέναντι;!» μισό
ερώτηση μισό προσταγή. Κρατάω
μες στα δικά μου τα δάχτυλά του που κολλάνε
και παραπατάμε απέναντι. Πουλάνε
αχλάδια και ροδάκινα εκεί πέρα,
τα ζουμιά θα τρέξουν πάνω στο πηγούνι σου.
Γυρνάει πριν τον αφήσω,
λέγοντας με το ίδιο
μίγμα διαταγής και παράκλησης
«Δώσ’ μου ένα εικοσάρικο;!» Δεν
του δίνω, δεν του ’δωσα ποτέ, σ’ αυτόν, όχι,
αναρωτιέμαι γιατί όχι, και καθώς
συνεχίζω το δρόμο μου μόνος συνειδητοποιώ
πως είναι επειδή το άγουρο μυαλό του
ποτέ δεν με αναγνωρίζει, εμένα
ως εμένα τον ίδιο, λέει μόνο γειά
γι’ αυτό που μπορεί να κερδίσει, εικοσάρικα για
ν’ αγοράσει γλυκειές λιχουδιές, τη μια μετά την άλλη,
πάει από μαγαζί σε μαγαζί, απ’ το
περίπτερο στο παγωτατζίδικο στον
φούρναρη στο μανάβη, ατελείωτη
αναζήτηση της ηδονής του ουρανίσκου. Ύστερα
στη γύρα για να ζητιανέψει πάλι,
κι άλλα εικοσάρικα, κι άλλες γλυκειές λιχουδιές.

Τα δικά μου ψώνια είναι οδοντόπαστα,
βιταμίνες και γραμματόσημα.
Κανένα παραχάιδεμα στην περίπτωσή μου.
Αλλά ποιος πλησιάζει; Είναι
ο Τζων, όχι, ο Τσακ, πώς
μπόρεσε να μου διαφύγει τ’ όνομά του.
Ο Τσακ χαμογελάει μονόπαντα, στέκει
σαν φρέσκος από τα πλυντήρια,
ένας καλογυαλισμένος καουμπόης, ο Τομ Σώγιερ
μεγάλος, αλλά στυλάτος, ίσως
κιόλας προσεκτικός, τα σκούρα του μαλλιά
κολλημένα προς τα πίσω κατά την τελευταία μόδα.
Όταν σφίγγει το χέρι μου νοιώθω
ένα στεγνό δάχτυλο παιχνιδιάρικα να λυγίζει προς τα μέσα
και ν’ αγγίζει την παλάμη μου κρυφά.
«Πάει πολύς καιρός
που δεν βρεθήκαμε», λέει ο Τζων.
Δηλαδή ο Τσακ. Το ζεστό πειραχτικό
γαργάλημα μες στη σπηλιά της χειραψίας μας
ξεκόλλησε το μυαλό μου από την οδοντόπαστα,
το άρπαξε, τελείως.
Πόσο ωραίος είναι μέσα
στον πόθο του και τη ζωντάνια, μες
στην λαμπρή του επίδειξη αυθορμητισμού.
Με θάρρος «Τι θά ‘λεγες για τώρα;» λέω
ξέροντας την απάντηση. Αγόρι μου
θα μπορούσα να σε φάω ολόκληρον. Στην μακριά παύση
τον χαζεύω από πάνω ώς κάτω και
από τα μπλε αθλητικά ώς το μονόπαντο χαμόγελο
που ξαναχαράζει. Ξέρουμε τη χάρη μας.
Ξέρουμε πως η καθυστέρηση κάνει την ευχαρίστηση μεγάλη.
Μέσα στα μάτια μας, πάνω στη γλώσσα μας,
γευόμαστε την επικείμενη απόλαυση
πραγμάτων που γνωρίζουμε μα είναι πάντα νέα.
Γλυκειές λιχουδιές. Γλυκειές λιχουδιές.


ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ


Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω
απ’ τη γριά γυναίκα που έτρεχε εδώ κι εκεί,
βλαστημώντας στην τύχη,
ήταν δεμένη στον πάσσαλο της κρίσης
σαν μάγισσα παγιδευμένη από τον όχλο:

ναι, έτσι έμοιαζε,
σαν γριά μάγισσα του χωριού
εκτός τόπου οπουδήποτε, ακόμα και στη διασταύρωση
όπου η κοσμική Μάρκετ Στρητ
συναντά τη φτωχογειτονιά της Έκτης
– κεφάλι δεμένο με φακιόλι,
μάγουλα σαν μήλα, και μύτη μακριά
αστραφτερή και κοφτερή σαν της Οργής.

Ούρλιαζε βρισιές
σε δυο τροφαντούς νεαρούς αστυνόμους
που βάλαν μπρος γελώντας
μες στο αστυνομικό με την ωραία ταπετσαρία.
Παραληρώντας έψαχνε να βρει
αντικείμενα για τη μανία της.
Στη στάση ήρθε φάτσα
με ένα νέο πρόσωπο με γένια:
την κάρφωσε μ’ ένα μακρύ βλέμμα οίκτου,
που την έτρεφε, την έτρεφε.
Ανακάλυψε ένα άδειο μπουκάλι αναψυκτικού,
χόρεψε μπρος στην κυκλοφορία
πού ’χε σταματήσει με το κόκκινο, σείοντάς το,
και το συνέτριψε στην άσφαλτο.

Όλοι κοιτούσαν, είτε γελώντας
είτε με σιωπηρή απόγνωση καθώς εκτόξευε
το εβδομηντάχρονο κορμί της πέρα δώθε
με τη δύναμη βρέφους μόλις αποκομμένου.

Κάποια άλλη φορά, μες στο δωμάτιό του,
κάποιος άντρας μου είπε,
«Σε παρακαλώ, μην αναστατωθείς
μ’ αυτό που πάω να κάνω.
Δεν έχει σχέση μ’ εσένα.»
Κι εκεί που πλάγιαζε σκέπασε
μ’ ένα μαξιλάρι το κεφάλι του
και βρυχήθηκε μέσα του αρκετές φορές
–μακριά κουκουλωμένα ρεψίματα οργής–
σαν νά ’τανε το πρόβλημά του
ξαφνική κράμπα ή κρίση
δυσπεψίας που έπρεπε να την ξεφορτωθεί
με σύνεση, με σοφά μέτρα,

σαν να μπορούσε
να απορροφηθεί απ’ το ουδέτερο υλικό
ενός μαξιλαριού, ή από περαστικούς
που γυρνούν απ’ την άλλη, γελώντας,

σαν να μπορούσαν οι αιτίες
να πνιγούν μαζί με την κραυγή
αλλά οι αιτίες ξεχνιούνται
κι η κραυγή επιστρέφει,
εκτός ελέγχου,

μανιάζοντας σε μια διασταύρωση
όπου το κόκκινο έχει κολλήσει
και η κυκλοφορία σταματήσει,
κι οι οδηγοί κοιτάζουνε με δυσφορία
έναν θυμό
που δεν ξοδεύεται, που δεν μπορεί να ξοδευτεί.



Ο Άντρας που Ίδρωνε τις Νύχτες (1992):

ΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ


΄Ητανε τα γενέθλιά σου, είχαμε πιεί, δειπνήσει
Τη μισή νύχτα με τον παλιό μας φίλο
Τέλος σ’ ένα κρεββάτι μας οδήγησε
Που τό ’φτασα με μία μεθυσμένη δρασκελιά.
Μεμιάς πλάγιασα βολικά,
Και γλαρωμένος από το κρασί λαγοκοιμόμουν στο πλευρό.

Λαγοκοιμόμουνα, κοιμήθηκα. Ο ύπνος μου διακόπηκε μες σ’ ένα αγκάλιασμα,
Ξαφνικά, από πίσω,
Που εφάρμοζε τα σώματά μας τό ’να στ’ άλλο από πάνω ώς κάτω:
Το πέλμα σου στη φτέρνα μου,
Τις ωμοπλάτες μου πάνω στο στήθος σου.
Δεν ήταν έρωτας, αλλά ένοιωθα
Το σώμα σου μ’ όλη τη δύναμή του ζυγιασμένη,
Ή αντιμέτωπη με τη δική μου,
Μ’ εσένα να με θυληκώνει
Σαν νά ’μασταν ακόμη εικοσιδυό
Όταν το μέγα πάθος μας δεν είχε ακόμη
Γίνει οικείο.
Ο γρήγορός μου ύπνος είχε σβήσει κάθε ίχνος
Ενδιάμεσου χρόνου και τόπου.
Γνώριζα μόνο
Την εμμονή της ασφαλούς σφιχτής στεγνής σου αγκαλιάς.



ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΙ ΒΑΥΚΙΣ


αγάπη δίχως ίσκιους – W.C.W.


Δυό κορμοί σαν σώματα, σώματα σαν κορμοί πλεγμένοι
Στηριγμένοι στο ξύλινο αγκάλιασμα. Φύλλα γυαλίζουν
Από τρυφερή συνήθεια στα άκρα.
Αληθινά ο ένας για τον άλλον, τόσον καιρό αγκαλιασμένοι
Που οι φλούδες τους ενώθηκαν, έσμιξαν σε ροή μία
Που και τους δυό σκεπάζει. Φωτίζει ο χρόνος τον ωραίον όγκο.
Οι θεοί ευγνωμονούσαν, και για κάθε προστασίας προσφορά
Δώριζαν προστασία χιλιαπλάσια.
Κι έτσι το ζεύγος στάλαξε στο χώμα
Τις διαφορές που επέτεινε το όψιμό τους σφρίγος
Κάνοντας τις ανταλλαγές τους τραχειές κι αλμυρές,
Και βρήκε, με την αγάπη που ίσια στάθηκε στο ζύγι,
Πλέρια γαλήνη της ψυχής. Άφησαν την αμηχανία πίσω τους
Πάει πολύς καιρός, πάει πολύς καιρός που ξέχασαν
Πώς ο καθένας ξύπναγε χώρια μες στην χλωμή και γκρίζα νύχτα,
Πάει καιρός που ξέχασαν τις μέρες που ο καθένας
–Καβαλικεύοντας του άλλου το νευρικό υπερχείλισμα–
Γνώριζε ρίγος αργό μαθαίνοντας πώς ν’ αγαπά
Αυτό, που σαν σιγά σιγά αποκαλυφθεί, γίνεται ο εαυτός του,
Διαστέλλεται, ξεθηκαρώνεται, καθώς εξερευνούν οι δυνατές αχτίδες:
Ένα εφεύρημα μες στην διαρκή αποκάλυψη.

Έχουν κυλήσει σε αιώνιο ύπνο,
Στην γαλήνη των δέντρων που όλη νύχτα ψιθυρίζουν.