Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τάκης παπατσώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τάκης παπατσώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

3.8.14

μελτέμι στο διαμέρισμα



















Μετά τα δροσερά λευκόσαρκα νεκταρίνια, το ποίημα έμπασε τη ζέστη μες στο σπίτι. Τους φούντωσε – ίδρωσαν. Και οι τρεις με τη σειρά προσπάθησαν, μα δεν τελείωνε το ποίημα, ούτε λυνόταν ο λυγμός.

... άπλωσε λίγο λίγο τούτος ο Κήπος.
... επισκεπτόμαστε τις γωνιές του τις πιο ακραίες,
... παντού κατάφορτοι με τη Χάρη,
... πότε εκεί, πότε πιο εκεί. Και πότε εδώ. Αυτό το εδώ
είναι το πιο πικρό.

Αλλά έρχεται αργά τη νύχτα η Υπομονή, μάς τυλίγει
με τα λινά της, και του αφαιρεί σιγά σιγά τη μεγάλη την πίκρια,
το καταπραΰνει και, μαλακά, έτσι μπορούμε και το φέρνομε,
σα δώρο που είναι, υφασμένο μαζί με τ' άλλα δώρα.*

Το πιάτο γέμισε χαρτιά τσαλακωμένα από σοκολάτες. Χώρισαν, πήγανε καθένας στη μεριά του, μα πάλι δεν ανέβαινε ο λυγμός. 

Βγήκαν στο απόγευμα του Θεόφραστου, των κουνουπιών, του Υμηττού που άλλαζε χρώματα, καθώς προσθέτανε κι άλλα παγάκια στις λεμονάδες.


* Τάκης Παπατσώνης, “Μελτέμι”, από την συλλογή 'Κατευθυνθήτω' (στο Εκλογή Α' - Ursa Minor - Εκλογή Β', εκδ. Ίκαρος, 1988)


[φωτ.: π.ι., vi.2014]

16.1.10

οι πικροδάφνες του παπατσώνη



Θα προσπαθήσω να ερμηνέψω τα ανερμήνευτα [...] Τώρα είναι καλοκαίρι. Βαρύ κι επίμονο. [...] Αβάσταγες τραβάνε οι μέρες, δημιουργώντας την ερημιά μας. [...] Οι νύχτες όμως [...] κερδίζουν γιά μας, είτε από καλωσύνη τους, είτε τυφλά έτσι, [...] κάποια εξαφάνιση της ερημιάς. [...] Τώρα λοιπόν, στο τριπλό τούτο πλέγμα, τ' όνειρο, το θαύμα, κι εμάς, παραδομένους στον κοσμογεννητή τον ύπνο μας, γίνεται κάτι [...] σ' εκείνο το πλασμένο από άγνωστη ουσία τοπίο [... :] οι σκιές [...] χωρίς να σβήνουν το παρόν, στρίβουν τη ροή του γιά κει που πρέπει. Μας ξαναπάνε στον ανθοβολώνα, στις πικροδάφνες. [...]


Αυτό το ποίημα του Παπατσώνη, το σφιχτοπλεγμένο κι αλλόκοτο –όπως όλα τα καλά ποιήματά του– που με αναγκάζει να το διαβάσω ξανά και ξανά, διόλου διώχνοντάς με με την στρυφνότητά του, παρ’ αντιθέτως, ξαναπροσκαλώντας με να διαβώ και να σταθώ, να ξαναπεράσω κομμάτι κομμάτι, προτού επιχειρήσω να συνθέσω πλήρη την ολοένα διαφεύγουσα διαδρομή του, το συνάντησα στον πρόσφατα εκδοθέντα β' τόμο της
Ανθολογίας της Ελληνικής Ποίησης (20ος αιώνας) των Παπαγεωργίου και Χατζηβασιλείου (εκδ. Κότινος, 2009).

Στα ποιητικά άπαντά του, βρίσκεται στην 211η από τις 350 σελίδες – κι εγώ είμαι γιά την ώρα –επιστρέφω στο βιβλίο από καιρού εις καιρόν, προχωρώντας αργά, όπως προστάζει– στην 187:
Το σούρουπο, την ώρα που το σφουγγάρι / τ' ουρανού ρουφάει σιγά σιγά ό,τι ήταν φως / ... Η παράξενη εντύπωση που μου προξενεί η ποίησή του δεν έχει μεταβληθεί από την πρώτη εκείνη ‘σχολική’ συνάντηση με τους «Περιηγητές στη Λειτουργία». Και η αδυναμία μου να τελειώσω έστω μιά πρώτη ανάγνωση όλων των ποιημάτων του εντείνει την αίσθηση ανεκπλήρωτου ‘καθήκοντος’ που συνοδεύει την σταθερή επιθυμία.

Ίσως, εν μέρει, αυτές οι πικροδάφνες –αυτό το οικείο κι ανοίκειο τοπίο– να είναι των καλοκαιριών της παιδικής μου ηλικίας: στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι, άσπρες και ρόδινες, τις είχε φυτέψει η γιαγιά μου, εναλλάξ με ελιές. Συχνά μου ανέθεταν, όταν η ζέστη άρχιζε να κόβει, καθώς σκοτείνιαζε, το πότισμα: χώνομαι μέσα και κάτω από τα κλώνια τους, το νερό απ’ το χοντρό λάστιχο, ζεστό ακόμα, χτυπάει τό κοκκινόχωμα στους φαρδείς λάκκους, οι μυρωδιές ανακατώνονται: το χλώριο του καλοκαιρινού νερού, ο πηλός, η πίκρα των φύλλων, το λίγωμα των λουλουδιών.

Κι είναι κι ο ύπνος, βέβαια.



[Tο κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην 'Kαθημερινή', 9.i.2010. Φωτ.: Π.Ι., viii.09.]

1.1.10

καλή αποκοπή / καλή χρονιά




γιά όλους τους νέους φίλους και φίλες της χρονιάς που τέλειωσε


Θα προσπαθήσω να ερμηνέψω τα ανερμήνευτα,
να βάλω σε κατάταξη τ΄ακατάταχτα πράγματα,
αναμιγνύοντας στοιχεία της φύσης με στοιχεία,
που, ενώ ξέρω πως υπάρχουν, είναι όμως φανερό
πως δεν ανήκουν στη φύση, δεν είναι βαλμένα
στην εξουσία μας. Τώρα είναι καλοκαίρι. Βαρύ
κι επίμονο. Ιούλιος μήνας, τραβάμε γιά τον Αύγουστο,
Ιούλιο κι Αύγουστο καμπίσιο, στην Αττική.
Αβάσταγες τραβάνε οι μέρες, δημιουργώντας
την ερημιά μας. Και τέτοιες μέρες προετοιμάζουν
τις ανάλογες νύχτες. Οι νύχτες όμως, αποσπασμένους
απ' τις φριχτές μέριμνες καθώς βάλνονται
να μας τοποθετούν (όποτε το μπορέσουν), κερδίζουν
γιά μας, είτε από καλωσύνη τους, είτε τυφλά
έτσι, με το άπλωμα των άστρων τους, με τις φάσεις
του φεγγαριού, με τις σκιές που περιπλανιώνται,
κάποια εξαφάνιση της ερημιάς. Σιμώνουν
με τις μύτες των ποδιών, μη μας διαλύσουν
ό,τι άρχισε το διάστημα γύρα μας να συνθέτει,
και, συχνά, δεν είναι απίθανο, αρκετά πίσω τους,
αθόρυβα, αλλά διόλου φοβισμένα, να μπαίνει σ' ενέργεια
γιά μας, σε πίδακα ιριδένιο, το θαύμα. Τώρα λοιπόν,
στο τριπλό τούτο πλέγμα, τ' όνειρο, το θαύμα,
κι εμάς, παραδομένους στον κοσμογεννητή
τον ύπνο μας, γίνεται κάτι με τα μαγικά
της ξαφνικιάς αύρας, που, άγνωστο πώς, η νύχτα
την φυσάει και μας ανεμίζει, γίνεται κάτι,
που ασφαλώς δεν είναι στο χέρι της εξουσίας μας:
εκείνη δα την ακριβή στιγμή, σ' εκείνο το
πλασμένο από άγνωστη ουσία τοπίο,
ξαφνικά κι όλως διόλου απροετοίμαστα,
παραμερίζει στα κουφώματα το σκοτάδι αφήνοντας
εδώ κι εκεί τους ίσκιους του, κουρελιασμένα τόπια
σάβανα σκόρπια στα βήματά μας, μίτους Αριάδνης
που απατούνε, δεν οδηγούνε, δρόμοι θανάτων,
τις άγρυπνες ώρες, πριν από την αυγή, που ξεκινάει,
ακυβέρνητο φάντασμα, ο άνθρωπος, τρελός Αντιλάζαρος,
επιθυμώντας να μην ξαναϊδεί καινούργια μέρα
κι ό,τι είναι να γίνει, να γίνει πιά, τελειωτικά.
Αλλά γίνεται τούτο: με πρόθεση εναντία, όλο φως,
κι ορθάνοιχτη αγκαλιά τον ανταμώνουν οι καλόβολες
οι σκιές, οι συμπονετικές οι σκιές, με τη σοφή τους
τη μέθοδο, με τη μυθολογία των λουλουδιών τους,
με προβολές χρωμάτων, δένουν με τις κλωστές τους
τα μελλούμενα με ό,τι ωραίο κρύβουν οι μνήμες,
διαλέγουν ώρες και στιγμές που μπλέκονται:
χρονολογίες, και, με καμώματα ανεξιχνίαστα,
χωρίς να σβήνουν το παρόν, στρίβουν τη ροή του
γιά κει που πρέπει. Μας ξαναπάνε στον ανθοβολώνα,
στις πικροδάφνες. Χωρίς νάναι τα κλαριά τους
ξεραμένα, έχουνε πάρει τη σοβαρότητα της δίκαιας κρίσης,
σαν τα κατατρεγμένα γεγονότα του παρελθόντος,
πλάι σε σπινθήρα της φωτιάς, που περιορίζονται
διόλου ασφυχτικά στο ίδιο σχήμα. Τόσο μόνο
ασφυχτικά. Μιά ζωή, μιά πνοή, μιά δόξα.
Μόνο που ανθίζουν από δυό καταφάσεις.



Αυτό το ποίημα, οι Πικροδάφνες του Τάκη Παπατσώνη [1], με ξεμυάλισε καθώς εξέπνεε το 2009. Και δίπλα του σύντομα στάθηκε, παράδοξα μα ολωσδιόλου σωστά, αυτό το απόσπασμα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε [2]:


Όσο ζω, μου φαίνεται ολοένα και πιό απαραίτητο να αντέξω, να καταγράψω μέχρι τέλους όλα όσα υπαγορεύει το γεγονός της ύπαρξης μου - διότι μπορεί η μικρή εκείνη, η δυσδιάκριτη λέξη, μέσω της οποίας όλα όσα με κόπο μάθαμε και δεν κατανοήσαμε, μεταστρέφονται εντέλει προς ένα εξάισιο νόημα, να μην περιλαμβάνεται παρά στην τελευταία πρόταση.


Καλή χρονιά!



[1] απαντημένο στον β' τόμο της Ανθολογίας της Ελληνικής Ποίησης (20ος αιώνας), επιμ. & ανθολ. Κ. Παπαγεωργίου & Β. Χατζηβασιλείου, εκδ. Κότινος, 2009.
[2] Οδηγός του ποιητή γιά τη ζωή – Η σοφία του Ρίλκε, επιμ. Ούλριχ Μπερ, μτφρ. Αλεξάνδρα Νικολακοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2009.


[φωτ.: π.ι., xii.2009]