Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "το σωσίβιο". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "το σωσίβιο". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10.7.22

παραμύθι


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 

Γυμνή όρθια ακίνητη

με το στήθος στον άνεμο

Σάρκα σμιλεμένη στην πέτρα

αφημένη στη μέση

της τετράγωνης πλατείας

 

Πέτρα που ήμουνα σάρκα

τώρα στείρα άλλοτε πηγή

 

Τούτοι οι καρποί απλωμένοι μπροστά μου

μου θυμίζουν τα χέρια κάποιου άντρα

Όλη νύχτα έμενε άγρυπνος με κοιτούσε

 

Και το πρωί

ερχόταν καταπάνω μου σα δάσος

 

Κάποτε η σάρκα γίνεται πέτρα

Ξεχνά το σώμα και το νερό

γδύνεται το χάδι

σκεπάζεται με ρούχα

 

Στεγνώνει. Οι χυμοί της

κυλούν μέσ’ απ’ τη μνήμη

σε περασμένες μέρες

 

Χωρίς θέληση χωρίς επιθυμία

συνεχίζει το δρόμο της

ανάμεσα σε άλλα τόσα ανδρείκελα

– οστέινο σχήμα δίχως χάρη

 

Το παραμύθι λέει πως άμα κάποιος την αγγίξει

μπορεί να ζωντανέψει πάλι

 

*

 

Άλλο ένα 'λονδρέζικο' ποίημα από την ενότητα "Αίνιγμα" του Σωσίβιου (εκδ. Καστανιώτη, 2008). Τον χειμώνα του 1989, η Royal Academy of Arts φιλοξενούσε την έκθεση "Ιταλική τέχνη τον 20ό αιώνα", η οποία περιελάμβανε και αρκετούς πίνακες του Giorgio de Chirico (Βόλος, 10.vii.1888 - Ρώμη, 20.xi.1978). Την ίδια εποχή, μου είχε κινήσει την περιέργεια το γράψιμο του V.S. Naipaul, κι είχα ξεκινήσει το βιβλίο του The enigma of arrival που δανειζόταν τον τίτλο του (και το εξώφυλλο) από τον πίνακα του ντε Κίρικο "To αίνιγμα της αφίξεως και του απογεύματος" (1910). Το ποίημα χτίστηκε βαθμηδόν, με έναυσμα το άλλο, εικονιζόμενο, έργο του, "Η αβεβαιότητα του ποιητή" (1913).

12.6.22

ένα ποίημα για τον egon schiele


 

 

 

 

 

E.S.

 

 

Τον Μάιο του '10 ζωγράφισα πολύ

το μπλε εφηβαίο των είκοσί μου χρόνων

και τα κόκκαλα μιας γυναίκας ωραίας

 

Τον Μάιο του '11 ζωγράφισα ξανά

κόκκινα τα μάτια μου και μ' ένα τριαντάφυλλο

τον Πιερρότο του τέλους

 

Τον Μάιο του '12 κράτησα τον δάσκαλο

μες στα μαύρα χέρια μου

εκείνος γέλασε

 

Τον Μάη του '13 ζωγράφισα την πόλη

χαρτιά χρωματιστά

σκονισμένης τράπουλας

 

Τον Μάη του '14 τυφλές μητέρες

νεκρές μητέρες με ζωντανά παιδιά

προτού μάθω

 

αναπάντεχα τον ανθισμένο Μάη του '15

του αστείου καρδινάλιου και της καλογριάς

το έκπληκτο φιλί

 

Έτσι τον Μάιο του '16 μπήκα στο στρατό

αλλά θυμόμουνα πάντα

δυο ίδιες γυναίκες

 

Τον Μάιο του '17 είδα τη μια ξαπλωμένη

με το σεντόνι γύρω της

σα δάχτυλα

 

Ώσπου τον Μάιο του '18 μες στον πυρετό

πέταξε από μέσα μου επιτέλους

αυτό το δέντρο που παιδεύονταν με τον αέρα

 

*

 

Ένα ποίημα από Το σωσίβιο (εκδ. Καστανιώτη, 2008). Γραμμένο στο Λονδίνο, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ή αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά από μιαν επίσκεψη στην Royal Academy of Arts για μια μεγάλη έκθεση με έργα του Gustav Klimt και του Egon Schiele. Η φωτ. είναι από τον Απρ. 2010: ένα δίπτυχο με λεπτομέρεια έργου του Σήλε και φωτογραφίας με τα χέρια του (από το Leopold Musem).

11.4.12

τρία ποιήματα για τις μέρες που 'ρχονται





















ΚΕΡΙ ΑΝΑΜΜΕΝΟ 

Τούτη την άνοιξη πρώτη μου φορά
κράτησα δυο κεριά στον Επιτάφιο
Εγώ που δεν πολυπιστεύω

Όμως εδώ και τρία χρόνια
ανάβω πάντα δυο κεράκια
στα πιο μικρά ξωκκλήσια

Επειδή λέμε η ψυχή τρεμοσβήνει
εγώ τα ανάβω με επίμονη αφέλεια
και προσδοκία πιστού

Ύστερα λέμε – έσβησε
Όμως ποτέ δε θα ξεχάσω
πώς άστραψε το πρόσωπό σου αυστηρό

όταν με είδες κάποια νύχτα να φυσάω
τη φλόγα του κεριού
Του παίρνεις την ψυχή. Ποτέ

να μην το σβήνεις έτσι. Πάντα
με σαλιωμένα δάχτυλα ν' αγγίζεις το φιτίλι
μες στο χέρι σου

μάζευε τη φλόγα μην 
τη σκορπάς στον αέρα
Από τότε προσέχω πάντα

χωρίς να εξηγώ κι ας με πειράζουν
για τούτη την παράξενη φροντίδα. Αξίζει
τον κόπο να βρέχεις τα δάχτυλα

τρυφερά να πιάνεις τη φλόγα
αξίζει τον κόπο
ο ελάχιστος κίνδυνος μήπως καεί

το διστακτικό δειλό σου χέρι
– μήπως σε κάψει μια ψυχή
που –προσωρινά– αποσύρεται


Όμως εχθές πριν κοιμηθώ ξεχάστηκα
φύσηξα τη φλόγα – ο τοίχος πάνω
από το παραπανίσιο μαξιλάρι πιτσιλίστηκε

λειωμένο κερί
Μ' έπιασε τότε ένα παράπονο
Λες ήταν άνθρωπος – και έφταιγα εγώ


[από Το σωσίβιο, Καστανιώτης, 2008, β'2009]






















ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ
  
Εκ των υστέρων όλα εξηγούνται
Γιατί όλοι αποκοιμήθηκαν
γιατί ο φίλος δείλιασε
γιατί θα είναι πάντα ένας άγνωστος
αυτός που τρυφερά θα εκτελεί
την τελευταία χειρονομία

Το σώμα κατεβαίνει
βαρύ απόκοσμο
Τσακίζουνε τα χέρια για να το αποθέσουν
στο άστρωτο σεντόνι

*

Αντικρίζοντας έχανα το πρόσωπο
Η εικόνα παύει η δύναμή της σκορπίζεται

Από τώρα κι ύστερα θραύσματα φαντασίας μόνο
θα δοκιμάζουν να την ανασυνθέσουν – μάταια
με υλικά που θα απέχουν πάντα απ’ το να είναι
ακριβώς τα κατάλληλα

Η εικόνα σπάζει – όμως επιτέλους
το σώμα θα αναπαυθεί
το σώμα που ένιωσε πολύ αργά τι είχε αναλάβει
για τι προοριζόταν σιωπηλά από την αρχή

Αφού αυτά έχουν ξανασυμβεί
Είναι απλώς μια επανάληψη
γνωστών κινήσεων αναπόφευκτης αλληλοδιαδοχής


The books' journal», τ. 8, Ιούνιος 2011 - πλέον στον Ακάλυπτο, εκδ. Καστανιώτη 2013]



















ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ


Άντρες βαστάζουν τις γωνιές
ημιανάπαυση
Ο σκύλος σκύβει πάνω απ’ τον αφέντη
η πέτρα σπασμένη πεταμένη
χάσκει σκοτεινή δροσιά

Κι οι τρεις μαζί κοιτάζονται
χαρμόσυνα φιλιούνται
στόμα με στόμα
Άνοιξη κι έφυγε


The books' journal», τ. 8, Ιούνιος 2011 - πλέον στον Ακάλυπτο, εκδ. Καστανιώτη 2013]

[φωτ.: π.ι., 2003-2006]