Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "ποίηση". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "ποίηση". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1.12.11

πρώτη δεκεμβρίου















1η δεκεμβρίου, παγκόσμια ημέρα κατά του aids σήμερα. και προχτές ξαναείδα -σε άγνωστή μου φωτογραφία- την νεανική μορφή του thom gunn, του οποίου το προτελευταίο βιβλίο [το 1992] ήταν ο άντρας που ίδρωνε τις νύχτες*. κι είπα να ξαναβάλω δυό ποιήματα από κει:



ΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ


Ήτανε τα γενέθλιά σου, είχαμε πιεί, δειπνήσει
Τη μισή νύχτα με τον παλιό μας φίλο
Τέλος σ’ ένα κρεββάτι μας οδήγησε
Που τό ’φτασα με μία μεθυσμένη δρασκελιά.
Μεμιάς πλάγιασα βολικά,
Και γλαρωμένος από το κρασί λαγοκοιμόμουν στο πλευρό.

Λαγοκοιμόμουνα, κοιμήθηκα. Ο ύπνος μου διακόπηκε μες σ’ ένα αγκάλιασμα,
Ξαφνικά, από πίσω,
Που εφάρμοζε τα σώματά μας τό ’να στ’ άλλο από πάνω ώς κάτω:
Το πέλμα σου στη φτέρνα μου,
Τις ωμοπλάτες μου πάνω στο στήθος σου.
Δεν ήταν έρωτας, αλλά ένοιωθα
Το σώμα σου μ’ όλη τη δύναμή του ζυγιασμένη,
Ή αντιμέτωπη με τη δική μου,
Μ’ εσένα να με θηλυκώνει
Σαν νά ’μασταν ακόμη εικοσιδυό
Όταν το μέγα πάθος μας δεν είχε ακόμη
Γίνει οικείο.
Ο γρήγορός μου ύπνος είχε σβήσει κάθε ίχνος
Ενδιάμεσου χρόνου και τόπου.
Γνώριζα μόνο
Την εμμονή της ασφαλούς σφιχτής στεγνής σου αγκαλιάς.



ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΙ ΒΑΥΚΙΣ


αγάπη δίχως ίσκιους – W.C.W.**


Δυό κορμοί σαν σώματα, σώματα σαν κορμοί πλεγμένοι
Στηριγμένοι στο ξύλινο αγκάλιασμα. Φύλλα γυαλίζουν
Από τρυφερή συνήθεια στα άκρα.
Αληθινά ο ένας για τον άλλον, τόσον καιρό αγκαλιασμένοι
Που οι φλούδες τους ενώθηκαν, έσμιξαν σε ροή μία
Που και τους δυό σκεπάζει. Φωτίζει ο χρόνος τον ωραίον όγκο.
Οι θεοί ευγνωμονούσαν, και για κάθε προστασίας προσφορά
Δώριζαν προστασία χιλιαπλάσια.
Κι έτσι το ζεύγος στάλαξε στο χώμα
Τις διαφορές που επέτεινε το όψιμό τους σφρίγος
Κάνοντας τις ανταλλαγές τους τραχειές κι αλμυρές,
Και βρήκε, με την αγάπη που ίσια στάθηκε στο ζύγι,
Πλέρια γαλήνη της ψυχής. Άφησαν την αμηχανία πίσω τους
Πάει πολύς καιρός, πάει πολύς καιρός που ξέχασαν
Πώς ο καθένας ξύπναγε χώρια μες στην χλωμή και γκρίζα νύχτα,
Πάει καιρός που ξέχασαν τις μέρες που ο καθένας
–Καβαλικεύοντας του άλλου το νευρικό υπερχείλισμα–
Γνώριζε ρίγος αργό μαθαίνοντας πώς ν’ αγαπά
Αυτό, που σαν σιγά σιγά αποκαλυφθεί, γίνεται ο εαυτός του,
Διαστέλλεται, ξεθηκαρώνεται, καθώς εξερευνούν οι δυνατές αχτίδες:
Ένα εφεύρημα μες στην διαρκή αποκάλυψη.

Έχουν κυλήσει σε αιώνιο ύπνο,
Στην γαλήνη των δέντρων που όλη νύχτα ψιθυρίζουν.


* ευτυχώς, σήμερα πλέον, χάρη στην επιτυχία της αντιρετροϊκής θεραπείας, κάποιοι νεότεροι ίσως να αγνοούν ότι, πριν απ' αυτήν, οι επαναλαμβανόμενες, εντονότατες νυχτερινές εφιδρώσεις ήταν από τα ενδεικτικά σημάδια της νόσου

** william carlos williams - ο σπουδαίος αμερικανός μοντερνιστής ποιητής που είπε: "τα ποιήματα φτιάχνονται με λέξεις, όχι με ιδέες"

φωτ. -που δεν είναι αυτή του λευκώματος, αλλ' ίσως απ' την ίδια σειρά- είναι της rosalie thorne mckenna, τραβηγμένη στο hyde park του λονδίνου το 1957, τρία χρόνια μετά την δημοσίευση του πρώτου του βιβλίου, κι ενώ εκείνος είχε ήδη μεταναστεύσει στο σαν φρανσίσκο.]

18.10.08

robert creeley: 14 ποιήματα



Νομίζω κάποια γνώμη του Thom Gunn –πολύ ενδιαφέροντος και γενναιόδωρου κριτικού, πέρα από ποιητή– πρέπει να μ' έστειλε στα ποιήματα του Robert Creeley: ένας κόσμος πολύ πιό ‘γυμνός’ απ’ ό,τι είχα συνηθίσει να μ’ αρέσει, που ωστόσο σύντομα ‘ξεκλείδωσε’ τη γοητεία του. Και η μετάφραση κάποιων ποιημάτων (δημοσιεύτηκαν στην ‘Ποίηση’, τ. 18, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2001) –απ’ όπου και τα πιό κάτω– υπήρξε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα –και χρήσιμη
άσκηση.


[από 'Το Γήτεμα':]


Για μιαν Επέτειο

Εκεί όπου ονειρεύεσαι νερό
Έχω κρατήσει χούφτα άμμου.

Οι τρόποι μου είναι απωθητικοί.
Στέκομαι εδώ αμήχανος, κι ώρα πολλή.

Είμαι κυρίως ηλίθιος.
Είσαι σχεδόν ωραία.

Θα είμαστε κι οι δύο δυστυχείς
μα δεν είναι κανείς καταραμένος



[από το 'Για την Αγάπη':]


Η Αποκριά

Ενώ αυτός που χτυπά
το γκονγκ το δια-
ψεύδει, σ' όλη του την
απλότητα -

Παρά ταύτα η απόπειρα
οδηγεί στον θρίαμβο, για
κάποιον άλλον.

Ομοίως στην αγάπη δεν
είμαι απερίσκεπτος ή αν-
ίκανος. Η μέθοδός μου δεν είναι

τρυφερότητα, αλλά ελπίδα
προσδιορισμένη.


Η Εγχείριση

Το Σάββατο πια είπα πως θά 'σουνα καλύτερα την Κυριακή.
Η επιμονή ήταν μέρος κάποιας συμφιλίωσης.

Τα εξογκωμένα μάτια σου, το γκρίζο
φως κρεμόταν πάνω σου, ήσουν απαίσια.

Συμπάσχω - απλώς παλιά
σχέση συνήθειας.

Σκληρό, σκληρό να περιγράφεις
ό,τι δεν υπάρχει λόγος να περιγραφεί.


Η Προειδοποίηση

Από αγάπη - θα
άνοιγα το κεφάλι σου στα δυό και θά 'βαζα
μέσα ένα κερί
πίσω απ' τα μάτια.

Πέθανε η αγάπη μέσα μας
αν λησμονήσουμε
τις αρετές του φυλαχτού
και της γρήγορης έκπληξης.


Μια Μορφή Προσαρμογής

Οι εχθροί μου ήρθαν να με πιάσουν,
ανάμεσά τους μια ωραία γυναίκα.

Και - θεέ μου, σκέφτηκα, αυτό θά 'ναι το τέλος μου,
γιατί δεν έχω αντιστάσεις.

Παίρνοντας τη δική τους θέση ενάντια στον εαυτό μου,
κολακευμένος που τους ανησυχούσα,

ξάπλωσα μπρος τους και καλόκαρδα κοίταξα προς τα πάνω,
σκεπτόμενος πως ίσως τούτο να βοηθούσε.

Κι εκείνη έσκυψε πάνω μου να με κοιτάξει τότε,
όντας γυναίκα.

Είναι σοφοί που στέλνουν πρώτα τον πιο δυνατό, σκέφτηκα.
Και τη φίλησα.

Και παρακολουθούσανε εκείνην, και τους δυο μας, προσεκτικά,
δεν επρόκειτο να ξεγελαστούν.

Αλλά πώς να λογαριάσεις την αγάπη, ακόμα κι όταν την αναζητάς;
Την εμπιστεύτηκα.


Όπως Λεν

Κάτω απ' το δέντρο σε
απαλό γρασίδι κάθησα,

κοίταζα δυό χαρούμενους
δρυοκολάπτες να εν-

οχλούνται από την παρουσία μου. Και
γιατί όχι, είπα

μέσα μου, γιατί
όχι.


Από Φόβο

Από φόβο θέλω
να ξαναβάλω τον εαυτό μου
κάτω από τον αντίχειρα
παλιάς αγάπης, παλιού καιρού

υποτέλειας
και πόνου, τσακισμένος
σαν καρφί που
δε βγαίνει.

Γιατί, αγάπη, να υπάρχει
τέτοια διαφορά
αντί ν' ακουγόμαστε
σε πείσμα του εαυτού μας

ή αυτού που ίσως νοιώθουμε,
ο ένας για τον άλλον,
σαν το σφυρί
να χώνουμε ξανά

στραβό καρφί
σε πόνο παλιό;



[από τα 'Λόγια':]


Τα Βράχια

Προσπαθώντας να σκεφτώ
κάποια διέξοδο, τα
βράχια της σκέψης

που εκτοπίζουν,
ριγμένα στο
νερό,
άλλα πολλά.
Ώστε η ζωή είναι
νερό, η αγάπη επίσης

έχει ουσία
όμοιου είδους.
Θέλοντας

νερό μια Κυριακή
πρωί που ο Θεός δεν
θα μεριμνήσει -

νά 'ναι η
γυναίκα μου, η ζεστασιά της
ξαπλωμένη

πλάι μου, νά 'ναι
αυτή η αίσθηση θερμής
υγρασίας οι συνθήκες

όπου τα πάντα αναπτύσσονται;
Ρίξε
το βράχο,

με καλοσύνη σκέψου, με καλοσύνη
σκέψου εμένα.


Για την Λέσλι

Για σένα θά 'πρεπε
να υπάρχουν λέξεις ώστε κάτι
τουλάχιστον να πει κανείς

γι' αυτό που δεν μπορούσε
τότε, όλο
το νόημα να πληθαίνει ασφυκτικά, σχεδόν

ένα αναπαυτικό μαρτύριο
τόσο πλήρες
το ένοιωθα.

Δυο χρόνια περνούν,
ο ίδιος πλατύς ουρανός
κάθεται πάνω μας.

Εκεί, ο τάφος είναι
όπου δεν μπορώ
ούτε καν να πάω

κάτω από κάτι δέντρα
στο χορτάρι
στο κοιμητήρι κάποιου.

Τι επιχείρημα μπορεί
να χρησιμεύσει τώρα, το φως τόσο
χτυπά,

τόσο ξανθή είσαι,
τόσο διαφορετική απ' το σκοτάδι μας,
τα μάτια σου ένα τέτοιο μπλε.


Κάτι

Πλησιάζω τόσο
προσεκτικά τρέμοντας, πάντα
νοιώθω την ανόητη εντέλει

ερώτηση του πώς,
λοιπόν, πρέπει να το αισθάνεται κανείς,
και ποιος. Θυμάμαι

κάποτε σ' ένα δωμάτιο νοικιασμένο στην
27η οδό, η γυναίκα που αγαπούσα
τότε, κυριολεκτικά, αφού

είχαμε κάνει έρωτα στο μεγάλο
κρεββάτι που βρισκόταν απέναντι από
έναν νιπτήρα με δυό βρύσες,

ήθελε να κατουρήσει αλλά ένοιωθε άβολα,
αμήχανη υποθέτω γιατί
θα την κοίταζα, αυτήν που μόλις

μια στιγμή πιο πριν ήταν τελείως
ανοιχτή σ' εμένα, γυμνή, στο
ίδιο κρεββάτι. Γονατίζοντας, με το

κεφάλι της ν' αντανακλάται στον καθρέφτη,
τα μαλλιά της σκούρα εκεί, το
πρόσωπό της ολόκληρο, τους ώμους,

κάθησε με τα πόδια ανοιχτά, άνοιξε
μία βρύση και ντροπαλά κατούρησε. Τι
θα μπορούσε να μάθει η αγάπη από ένα τέτοιο θέαμα.


Η Απάντηση

Άραγε θα μιλήσουμε ο ένας στον άλλον
κάνοντας το χορτάρι να λυγίσει σαν
νά 'ταν ένας άνεμος μπροστά μας, θά 'χει

ο τρόπος μας παρόμοια χάρη, τόση
ουσία όση η κίνηση
πράγματος που κινείται τόσο απαλά.

Σπάμε τα πράγματα κομμάτια σαν
τοίχους που τους σπάμε με το σώμα
τους ακούμε να πέφτουν μόνο και μόνο για να τους ακούμε.


Φαντάσου

Ξέρεις μήπως ποια
είναι η αλήθεια,
τι είναι ορθά
ή λάθος ειπωμένο,

τι είναι σοφία,
ή δίκιο, τι
άδικο, ή σωστά
αν είναι,

ή δεν είναι, καμωμένο.
Σκεφτόμουνα.
Σκεφτόμουν και
σκεφτόμουν και σκεφτόμουν.

Σ' ένα μέρος
καθόμουν,
και να
το, ένα μικρό

αμυδρό πράγμα
μετά βίας το ένοιωθες, ένα
είδος μικρού
τίποτα.


Λόγια

Είσαι πάντα
μαζί μου,
δεν υπάρχει ποτέ
ξέχωρο

μέρος. Αλλ' αν
στον στρεβλό
τόπο δεν
μπορώ να μιλήσω,

όχι ενδοτικότης
ή φόβος μόνο,
αλλά μιά γλώσσα
σαπισμένη απ' αυτό που

γεύεται - Είναι
μιά ανάμνηση
νερού,
τροφής, όταν πεινάς.

Κάποια μέρα
δεν θά 'ναι
ετούτη, τότε
να πούμε

λόγια όπως κυλά
καθαρή,
λεπτή στάχτη,
σαν σκόνη,

απ' το πουθενά.


Το Άγαλμα

Σου προτείνω
ένα σώμα ξασπρισμένο, σώμα
που θά 'τανε νεκρό
αν δεν ήταν ζωντανό.

Θα το στήσουμε όρθιο
στον κήπο, που
με τόσους κόπους
ποτίσαμε. Όλα τ' άνθη

θα φυτρώνουν στα πόδια του,
και τα βράδια θα
μαλακώνει εκεί καθώς το σκοτάδι
θα πέφτει από ένα τέτοιο διάστημα.

Ίσως ήχους μικρούς
να βγάλει, ίσως
μόνο αγέρα, μα το
στόμα του, αν θα μπορούσε να το δει κανείς,

θα τρεμοπαίζει. Θά 'ρθει
μια μέρα που θα περπατήσει μόλις πριν
πάμε για να το δούμε, αλλά μέχρι τότε
θά 'χει επιστρέψει στη θέση του.

thom gunn: 9 ποιήματα



Τα
Selected Poems του Thom Gunn ήταν πάνω στον πάγκο του βιβλιοπωλείου της Student Union όταν πρωτοέφτασα στο Πανεπιστήμιο, το 1985. Εντέλει τα αγόρασα: ξεφυλλίζοντας, με είχε ήδη γοητεύσει η ποικιλομορφία τους και το εύρος των θεμάτων τους: από περίτεχνες ‘ελισαβετιανές’ ‘κατασκευές’ μέχρι αιφνιδιαστικής αμεσότητας ποιήματα σε ελεύθερο στίχο. Στον στρατό, ήρθε η στιγμή να δοκιμάσω να μεταφράσω κάποια απ’ αυτά, γιά προσωπική μου απόλαυση και άσκηση. Ορισμένα δημοσιεύτηκαν αργότερα στην ‘Ποίηση’ (τ. 12, Φθινόπωρο-Χειμώνας 1998). Απ’ αυτά είναι και όσα παρατίθενται πιό κάτω (σε ενίοτε ελαφρότατα αναθεωρημένες εκδοχές). Ομολογώ ότι σήμερα προτιμώ τις ευφάνταστες ποιητικές ‘κατασκευές’ του από τα εγκεφαλικότερα ‘δοκιμιακά’ του ποιήματα. Αλλ’ ίσως κιόλας να φταίει η αδυναμία του μεταφραστή να μεταφέρει την ευφυία αλλά και την γλωσσική μαεστρία των πρωτοτύπων.


Εμπόλεμη Κατάσταση (1954):

ΕΠΙ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ


Έφτασα πλέον σε εποχή που οι λέξεις δεν βοηθούν:
Αντί, μεσ’ από τόπους χέρσους, σημάδια δυνατά,
Μες στην αβέβαιη ύπαιθρο να μας οδηγούν,
Ή μοναχοί αξιόπιστοι επάνω στα βουνά
Με φλασκιά κονιάκ και με σοφία να μας σώζουν,
Είναι τώρα χαλίκια, ή σκυλιά που σκούζουν
Στα πόδια μας μπερδεύονται, και στα μπατζάκια μας χυμούν.

Περιγραφή και ανάλυση υποβαθμίζουν και καθυστερούν
Χώματα από το παρελθόν που υποχωρούν.
Κι όταν βογκάμε Αγάπη Μου εννοούμε κάτι
Που από κοντά ιδωμένο σύντομα ξεγελά
Την διανοούμενη συνήθεια, το σοφό μας μάτι.
Κι έτσι είτε η εμπειρία θα ξεθωριάσει
Είτε θα βγουν οι προσεγγίσεις μας ψεύδη οικτρά.

Οι σκύλοι που γρυλλίζουν, τη βιάση μου βαραίνουν,
Με τόνους που αδειάζω ουγγιά με την ουγγιά.
Απ’ του αγνωστικιστή την ειρωνεία τώρα ξεμακραίνω
Ώστε να φτάσω και ν’ αναπαυθώ σε περιοχές ψηλά,
Σε πηγές λόγου, της αλήθειας πρότερον σκοτεινό:
Η γλώσσα σου για μένα, όστια υγρή, γλυκειά,
Και βρίσκω νοήματα σωστά σε στόμα σιωπηλό.


Η Αίσθηση της Κίνησης (1957):

Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΠΑΙΔΟΣ


Τα αίτια βρίσκονται στον Χρόνο. Μόνο καταλήγουν
Να σαρκωθούν σε σώμα, σε δύναμη ορισμένη.
Πώς να μαντέψει ότι τα νέα του μέλη κρύβουν
Σπέρμα διχασμού; Στο τσάι και στο τέννις,
Στην απαλή χλόη πάνω, μας διαφεύγει.
Με λυπηρή διπροσωπία, μαζί μας παίζει.

Απόψε το αγόρι, ξανθό κι άγουρο ακόμη,
Το σκάει από το σπίτι, τα ρούχα του στριμώχνει
Σε δυο υδρίες ανάμεσα, κι απ’ όσα εννοεί
Πάει πέρα, μεσ’ απ’ το σκοτάδι και τη σκόνη:
Χωράφια μ’ αιχμηρά σπαρτά, που άφησε η μηχανή
Στους πόθους των εντόμων, έχθρα βουερή.

Στης νύχτας την κουφόβραση, όχι ακόμα χρυσά,
Στα πέλματά του χώνονται τα στάχυα: αυτός ζητά
Την σελήνη, που το άγγιγμα του στείρου της φωτός
Επιθυμίες θα λύσει σωρευμένες –κι ας μην τό 'θελε αυτός–
Μες στην μακρυά παρότρυνση του απογεύματος.
Ο σκληρός δίσκος πάνω από τον λόφο μετακινείται αργά.

Λευκός μέσα στην δέσμη στέκει, με ψηλά και μέτωπο και ώμους.
Πηδώντας απ’ το χώμα, την ίδια αυτή στιγμή,
Γνώριμες νοιώθει, μαύρες τρίχες να φυτρώνουν.
Κι ύστερα αδέσμευτος στης φύσεως τους νόμους,
Δηλώνει στο ένστικτο και στην σελήνη υποταγή.
Πέφτει στα τέσσερα. Όμως τα πόδια του ματώνουν.


Μώλυ (1971):

ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ


Κάτι συμβαίνει. Μέσα στα μαλλιά μου
Φυτρώνουν κέρατα γυαλιστερά
Τα πόδια μου αλλάζουν σε οπλές σιγά σιγά.
Πατέρα, δες τα μάγουλά μου
- Δέρμα που ήταν ωραίο και νωπό
Τώρα σαν φλούδα δέντρου είναι άγριο.

Γκριζοτρίχη, δες με πώς λαμποκοπάω.
Λεύτερος χλιμιντρίζω, στα πισινά πατάω,
Φρουμάζω και συσπάται το κορμί μου
Προς μια ολοκλήρωση που θά ’ναι η δική μου.
Κι ύστερα δρόμο ανοίγω και περνάω,
Περιπέτειες μες στον κήπο σου ζητάω.

Τώρα παίζω πια στα σοβαρά.
Τριποδίζω δεξιά κι αριστερά.
Το αίμα μου είναι σαν το φως.
Πίσω από μιαν αμυγδαλιά κρυμμένος,
Στα κέρατα με χιόνι στολισμένος,
Περιμένω, καίγοντας, αόρατος.

Όλα προτού να γεννηθώ σχεδιασμένα
Για σένα, Γέρο, γι’ άλλονε κανένα.
Τρέμει ο κόρφος σου και σε ειδοποιεί.
Εγώ κλωτσώντας δυνατά τη γη
Μήνυμα για τη μάνα αποτυπώνω.
Και τα κέρατά μου χαμηλώνω.


Jack Straw's Castle (1976):

ΧΑΜΣΤΑΙΝΤ: ΟΙ ΑΓΡΙΟΚΑΣΤΑΝΙΕΣ


Στην κορυφή χαμηλού λόφου
δυό στέκουνε μαζί, πράσινα
λικνίσματα, εγγεγραμμένα
στον γενικό παλμό. Πρέπει
να έχουμε την ίδια ηλικία.
Ο αδερφός μου κι εγώ
ανάμεσά τους κάναμε ποδήλατο,
κατηφορίζαμε τον λόφο κι η ορμή
μάς έπαιρνε χωρίς πετάλι
ώσπου να μάς φρενάρει τελικά
ένα κομμάτι θλιμμένου βάλτου
(που δεν υπάρχει πια) όπου η λάσπη
χρωματιζόταν καφεκόκκινη
απ’ τη σκουριά που ανάβλυζε. Ήταν
φθινόπωρο
ή μήπως όχι;

Τίποτα που να συγκρατήσει την ανάμνηση. Η
μυρωδιά των φύλλων τον Μάιο
γλυκειά και δυνατή σαν οίστρος
με μπερδεύει τώρα, όλα
χάνονται, άρχισα
να το ξεχνάω ήδη ενώ έγραφα.

Οι μορφές παραμένουν, όχι η ζωή
της λεπτομέρειας ή της απόχρωσης
ύστερα οι μορφές χάνονται και
μόνο λιγοστές χρονολογίες σού απομένουν.

Αλλά τα δέντρα δεν έχουν αισθήματα
οι καρδιές τους είναι ξύλο
και τίποτα δεν συντηρούν
οι κορμοί τους θεριεύουν, τους
αγκαλιάζει ο άνεμος που
με βιάση αγκαλιάζουν,
απλώνονται προς τα έξω
και προς τα επάνω
χωρίς να μετανοιώνουν
σκληραίνουν το τρυφερό πράσινο
σε αναίσθητη ξυλεία.


Οι Δίοδοι της Χαράς (1982):

ΜΟΙΧΕΙΑ


Ζεστά όμορφα άτριχα ζωάκια
έπαιξαν σ’ ένα ξέφωτο που ξάνοιγε ο πόθος τους
παιχνίδι κορυφούμενο σε διάφανη μανία
που τους ανέβασε πιο πάνω κι απ’ τον πόθο ακόμα
– φευγαλέα ξέφωτα τό ’να πίσω απ’ τ’ άλλο.

Φεύγοντας, ανασύνταξε το πρόσωπό της
να φαίνεται σαν να ’χε μόλις επιστρέψει
από την νέα ταινία του Μπέργκμαν
(που είχε πράγματι δει προηγουμένως).
Μέχρι να φτάσει σπίτι τα ’χε καταφέρει
και το πρόσωπό της ήταν κατάσπαρτο από έκφραση.
Αφοσιωμένη στον σύζυγό της, δείχνοντας
πόσο ενδιαφέρουσα ήταν η ταινία, πόσο
ανανεωτική, πραγματική καινοτομία
(ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ, γλυκέ μου;)
θά ’πρεπε να την δει κι εκείνος θα
του άλλαζε την όλη στάση του.

Έπαιξε το μικρό αυτό δράμα. Και
το μισοπίστευε καθώς το έπλαθε,
γιατί το είχε παίξει και παλιότερα προς χάριν
της διατηρήσεως του υπέροχου σπιτιού,
με τα δωμάτια ευάερα γεμάτα ελευθερίες,
των παιδιών που πάνε σε προοδευτικό σχολείο,
του χόρτου που καπνίζουμε όταν έχουμε καλεσμένους,
και των φιλόδενδρων που μεγαλώνουν μες σε εμπιστοσύνη αργή.

Ο άντρας της την κοίταξε σιωπηλά,
του φάνηκε, προς στιγμήν, ζήτημα αντικειμενικό,
και μες στις σκέψεις του ανακεφαλαίωσε το δράμα:
μία συστάδα από καλοσυνάτα εφευρήματα,
μη ενδιαφέροντα, μη
ανανεωτικά, πραγματική οπισθοδρόμηση
(ξέρεις πόσο βαριόμαστε, γλυκειά μου;)
θα ’πρεπε να το δει κι εκείνη θα
της άλλαζε την όλη στάση της.


ΓΛΥΚΕΙΕΣ ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ


Γλύφει όσο παγωτό σοκολάτα απόμεινε
στις σκασμένες άκρες των χειλιών του.
Καθισμένος στον ήλιο σ’ ένα σκαλοπάτι
έξω απ’ τα πλυντήρια,
ο Ντον το μογγολάκι στρίβει το ξυρισμένο του κεφάλι
και το μάτι του πέφτει πάνω μου καθώς κατηφορίζω.
«Γειά!» Το λέει με τον επιτηδευμένο
ενθουσιασμό οργανωμένου μέλους νεολαίας.
«Θα με πας απέναντι;!» μισό
ερώτηση μισό προσταγή. Κρατάω
μες στα δικά μου τα δάχτυλά του που κολλάνε
και παραπατάμε απέναντι. Πουλάνε
αχλάδια και ροδάκινα εκεί πέρα,
τα ζουμιά θα τρέξουν πάνω στο πηγούνι σου.
Γυρνάει πριν τον αφήσω,
λέγοντας με το ίδιο
μίγμα διαταγής και παράκλησης
«Δώσ’ μου ένα εικοσάρικο;!» Δεν
του δίνω, δεν του ’δωσα ποτέ, σ’ αυτόν, όχι,
αναρωτιέμαι γιατί όχι, και καθώς
συνεχίζω το δρόμο μου μόνος συνειδητοποιώ
πως είναι επειδή το άγουρο μυαλό του
ποτέ δεν με αναγνωρίζει, εμένα
ως εμένα τον ίδιο, λέει μόνο γειά
γι’ αυτό που μπορεί να κερδίσει, εικοσάρικα για
ν’ αγοράσει γλυκειές λιχουδιές, τη μια μετά την άλλη,
πάει από μαγαζί σε μαγαζί, απ’ το
περίπτερο στο παγωτατζίδικο στον
φούρναρη στο μανάβη, ατελείωτη
αναζήτηση της ηδονής του ουρανίσκου. Ύστερα
στη γύρα για να ζητιανέψει πάλι,
κι άλλα εικοσάρικα, κι άλλες γλυκειές λιχουδιές.

Τα δικά μου ψώνια είναι οδοντόπαστα,
βιταμίνες και γραμματόσημα.
Κανένα παραχάιδεμα στην περίπτωσή μου.
Αλλά ποιος πλησιάζει; Είναι
ο Τζων, όχι, ο Τσακ, πώς
μπόρεσε να μου διαφύγει τ’ όνομά του.
Ο Τσακ χαμογελάει μονόπαντα, στέκει
σαν φρέσκος από τα πλυντήρια,
ένας καλογυαλισμένος καουμπόης, ο Τομ Σώγιερ
μεγάλος, αλλά στυλάτος, ίσως
κιόλας προσεκτικός, τα σκούρα του μαλλιά
κολλημένα προς τα πίσω κατά την τελευταία μόδα.
Όταν σφίγγει το χέρι μου νοιώθω
ένα στεγνό δάχτυλο παιχνιδιάρικα να λυγίζει προς τα μέσα
και ν’ αγγίζει την παλάμη μου κρυφά.
«Πάει πολύς καιρός
που δεν βρεθήκαμε», λέει ο Τζων.
Δηλαδή ο Τσακ. Το ζεστό πειραχτικό
γαργάλημα μες στη σπηλιά της χειραψίας μας
ξεκόλλησε το μυαλό μου από την οδοντόπαστα,
το άρπαξε, τελείως.
Πόσο ωραίος είναι μέσα
στον πόθο του και τη ζωντάνια, μες
στην λαμπρή του επίδειξη αυθορμητισμού.
Με θάρρος «Τι θά ‘λεγες για τώρα;» λέω
ξέροντας την απάντηση. Αγόρι μου
θα μπορούσα να σε φάω ολόκληρον. Στην μακριά παύση
τον χαζεύω από πάνω ώς κάτω και
από τα μπλε αθλητικά ώς το μονόπαντο χαμόγελο
που ξαναχαράζει. Ξέρουμε τη χάρη μας.
Ξέρουμε πως η καθυστέρηση κάνει την ευχαρίστηση μεγάλη.
Μέσα στα μάτια μας, πάνω στη γλώσσα μας,
γευόμαστε την επικείμενη απόλαυση
πραγμάτων που γνωρίζουμε μα είναι πάντα νέα.
Γλυκειές λιχουδιές. Γλυκειές λιχουδιές.


ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ


Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω
απ’ τη γριά γυναίκα που έτρεχε εδώ κι εκεί,
βλαστημώντας στην τύχη,
ήταν δεμένη στον πάσσαλο της κρίσης
σαν μάγισσα παγιδευμένη από τον όχλο:

ναι, έτσι έμοιαζε,
σαν γριά μάγισσα του χωριού
εκτός τόπου οπουδήποτε, ακόμα και στη διασταύρωση
όπου η κοσμική Μάρκετ Στρητ
συναντά τη φτωχογειτονιά της Έκτης
– κεφάλι δεμένο με φακιόλι,
μάγουλα σαν μήλα, και μύτη μακριά
αστραφτερή και κοφτερή σαν της Οργής.

Ούρλιαζε βρισιές
σε δυο τροφαντούς νεαρούς αστυνόμους
που βάλαν μπρος γελώντας
μες στο αστυνομικό με την ωραία ταπετσαρία.
Παραληρώντας έψαχνε να βρει
αντικείμενα για τη μανία της.
Στη στάση ήρθε φάτσα
με ένα νέο πρόσωπο με γένια:
την κάρφωσε μ’ ένα μακρύ βλέμμα οίκτου,
που την έτρεφε, την έτρεφε.
Ανακάλυψε ένα άδειο μπουκάλι αναψυκτικού,
χόρεψε μπρος στην κυκλοφορία
πού ’χε σταματήσει με το κόκκινο, σείοντάς το,
και το συνέτριψε στην άσφαλτο.

Όλοι κοιτούσαν, είτε γελώντας
είτε με σιωπηρή απόγνωση καθώς εκτόξευε
το εβδομηντάχρονο κορμί της πέρα δώθε
με τη δύναμη βρέφους μόλις αποκομμένου.

Κάποια άλλη φορά, μες στο δωμάτιό του,
κάποιος άντρας μου είπε,
«Σε παρακαλώ, μην αναστατωθείς
μ’ αυτό που πάω να κάνω.
Δεν έχει σχέση μ’ εσένα.»
Κι εκεί που πλάγιαζε σκέπασε
μ’ ένα μαξιλάρι το κεφάλι του
και βρυχήθηκε μέσα του αρκετές φορές
–μακριά κουκουλωμένα ρεψίματα οργής–
σαν νά ’τανε το πρόβλημά του
ξαφνική κράμπα ή κρίση
δυσπεψίας που έπρεπε να την ξεφορτωθεί
με σύνεση, με σοφά μέτρα,

σαν να μπορούσε
να απορροφηθεί απ’ το ουδέτερο υλικό
ενός μαξιλαριού, ή από περαστικούς
που γυρνούν απ’ την άλλη, γελώντας,

σαν να μπορούσαν οι αιτίες
να πνιγούν μαζί με την κραυγή
αλλά οι αιτίες ξεχνιούνται
κι η κραυγή επιστρέφει,
εκτός ελέγχου,

μανιάζοντας σε μια διασταύρωση
όπου το κόκκινο έχει κολλήσει
και η κυκλοφορία σταματήσει,
κι οι οδηγοί κοιτάζουνε με δυσφορία
έναν θυμό
που δεν ξοδεύεται, που δεν μπορεί να ξοδευτεί.



Ο Άντρας που Ίδρωνε τις Νύχτες (1992):

ΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ


΄Ητανε τα γενέθλιά σου, είχαμε πιεί, δειπνήσει
Τη μισή νύχτα με τον παλιό μας φίλο
Τέλος σ’ ένα κρεββάτι μας οδήγησε
Που τό ’φτασα με μία μεθυσμένη δρασκελιά.
Μεμιάς πλάγιασα βολικά,
Και γλαρωμένος από το κρασί λαγοκοιμόμουν στο πλευρό.

Λαγοκοιμόμουνα, κοιμήθηκα. Ο ύπνος μου διακόπηκε μες σ’ ένα αγκάλιασμα,
Ξαφνικά, από πίσω,
Που εφάρμοζε τα σώματά μας τό ’να στ’ άλλο από πάνω ώς κάτω:
Το πέλμα σου στη φτέρνα μου,
Τις ωμοπλάτες μου πάνω στο στήθος σου.
Δεν ήταν έρωτας, αλλά ένοιωθα
Το σώμα σου μ’ όλη τη δύναμή του ζυγιασμένη,
Ή αντιμέτωπη με τη δική μου,
Μ’ εσένα να με θυληκώνει
Σαν νά ’μασταν ακόμη εικοσιδυό
Όταν το μέγα πάθος μας δεν είχε ακόμη
Γίνει οικείο.
Ο γρήγορός μου ύπνος είχε σβήσει κάθε ίχνος
Ενδιάμεσου χρόνου και τόπου.
Γνώριζα μόνο
Την εμμονή της ασφαλούς σφιχτής στεγνής σου αγκαλιάς.



ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΙ ΒΑΥΚΙΣ


αγάπη δίχως ίσκιους – W.C.W.


Δυό κορμοί σαν σώματα, σώματα σαν κορμοί πλεγμένοι
Στηριγμένοι στο ξύλινο αγκάλιασμα. Φύλλα γυαλίζουν
Από τρυφερή συνήθεια στα άκρα.
Αληθινά ο ένας για τον άλλον, τόσον καιρό αγκαλιασμένοι
Που οι φλούδες τους ενώθηκαν, έσμιξαν σε ροή μία
Που και τους δυό σκεπάζει. Φωτίζει ο χρόνος τον ωραίον όγκο.
Οι θεοί ευγνωμονούσαν, και για κάθε προστασίας προσφορά
Δώριζαν προστασία χιλιαπλάσια.
Κι έτσι το ζεύγος στάλαξε στο χώμα
Τις διαφορές που επέτεινε το όψιμό τους σφρίγος
Κάνοντας τις ανταλλαγές τους τραχειές κι αλμυρές,
Και βρήκε, με την αγάπη που ίσια στάθηκε στο ζύγι,
Πλέρια γαλήνη της ψυχής. Άφησαν την αμηχανία πίσω τους
Πάει πολύς καιρός, πάει πολύς καιρός που ξέχασαν
Πώς ο καθένας ξύπναγε χώρια μες στην χλωμή και γκρίζα νύχτα,
Πάει καιρός που ξέχασαν τις μέρες που ο καθένας
–Καβαλικεύοντας του άλλου το νευρικό υπερχείλισμα–
Γνώριζε ρίγος αργό μαθαίνοντας πώς ν’ αγαπά
Αυτό, που σαν σιγά σιγά αποκαλυφθεί, γίνεται ο εαυτός του,
Διαστέλλεται, ξεθηκαρώνεται, καθώς εξερευνούν οι δυνατές αχτίδες:
Ένα εφεύρημα μες στην διαρκή αποκάλυψη.

Έχουν κυλήσει σε αιώνιο ύπνο,
Στην γαλήνη των δέντρων που όλη νύχτα ψιθυρίζουν.

13.9.08

andrew motion, "independence"



Πρωτοδιάβασα ποίηση του Andrew Motion το 1994 (Dangerous play – Poems 1974-1984, Penguin 1985). Ομολογώ πως το μακρύ αφηγηματικό του ποίημα, “Independence”, εξακολουθεί και με συγκινεί ακόμα και τώρα. (Την αφηγηματική ποίηση, θεωρώ είδος ασυνήθιστα δύσκολο, και θαυμάζω ιδιαίτερα όσους την υπηρετούν με επιτυχία.) Η μετάφραση πρωτοδημοσιεύτηκε στην "Ποίηση" (τ. 9, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1997).


Ανεξαρτησία


(στον Άλλαν Χόλλινχερστ) 
Ένας μήνας που γύρισα και ξύπνιος
στις τρεις περιμένοντας φως.
Ο μισός κόσμος ακόμα στο σκοτάδι
που θα κυλήσει - αλλά να ’μαι

στο παράθυρο, σκυφτός,
γρήγορα σφουγγίζοντας ένα άνοιγμα
στο θαμπωμένο ασημί γυαλί.
Το σπίτι του πατέρα σου,

η θέα προς τους αμμόλοφους
με τα μικρά, όρθια χόρτα, κι η θάλασσα
που γλιστράει βαρειά, με τους κρατήρες της σκισμένους
κι απότομα κλεισμένους στο φεγγάρι.

Καθώς κοιτάζω, ο αέρας αραιώνει
την πασχαλιά του κήπου, ύστερα τρέχει
ν’ αναστατώσει όλη την μπροστινή αυλή -
η αυλόπορτα του γείτονα τρίζει

και βαράει, η ταμπέλα της παμπ
χτυπάει το πλαίσιό της μία, δυο,
και σιωπηλή. Αλλά ποιος είναι ξύπνιος;
Ρίχνω ένα βλέμμα στο κρεββάτι μου και στο σεντόνι

ριγμένο πίσω, τσαλακωμένο φάντασμα
εκεί που κοιμόμουν - δεξιά,
όπως κάναμε μαζί. Κι εκεί
με τίποτα άλλο εκτός από τη σκέψη

γυρνάω ξανά προς το παράθυρο
και σε φαντάζομαι να περπατάς προς τη μεριά μου -
σιωπηλή, φέρνοντας τους φίλους,
την χαμένη συντροφιά, τους υπηρέτες που άφησα,

όλους σκυμμένους και κουκουλωμένους
σαν να ’ναι αυγή, κι αυτό
το αναποφάσιστο γκρίζο φεγγαρόφωτο, η σκόνη
που ανακάτεψαν, φτιάχνοντας πάχνη πρωινή.

*

Ήταν ξημέρωμα όταν το ταξίδι μου τελείωσε
επιτέλους - τρεις μέρες, τρεις νύχτες σταμάτα-βάλε μπρος
με το σαραβαλιασμένο μου Ώστιν, μια τρομοκρατημένη
αργή κατεβασιά απ’ το Πουντζάμπ,
πέρα από το Δελχί, την Άγρα, την Κανπούρ, να φτάσω

στην Καμάρια: στέγες ανάκατες κι ο ήλιος
μόλις ξεμύτιζε σε τέλειο μπλε. Οδήγησα
μεσ’ από κοιμισμένους δρόμους, αξύριστος,
ακόμα φοβισμένος. Αλλ’ ούτε ίχνος απ’ τις ταραχές,
μόνο συνθήματα πασαλειμμένα που έσταζαν

Διχοτόμηση. Όχι στη διχοτόμηση. Έξω απ’ την Ινδία.
Και το σπίτι μου; Θα το ’χανε ληστέψει
τώρα πια; Τι να ’χε συμβεί; Η φωνή του διευθυντή
μού ξαναρχότανε στον νου πάλι και πάλι, βροντερή
Τώρα είμαστε ελεύθεροι. Τέρμα οι Εγγλέζοι.

Τώρα πρέπει να φύγετε - αλλά χαμογελώντας,
σφίγγοντας το χέρι μου. Ύστερα ήμουν σπίτι
κι ο υπηρέτης μου έτρεξε να με προϋπαντήσει:
Φύγετε, σαχίμπ, είν’ επικίνδυνο. Φευγάτε.
Ό,τι μπόρεσα να σώσω ήταν μαζί μου -

μια βαλίτσα, ο Σαίξπηρ, ένα φλιτζάνι
κι οι Τάιμς του Ινδουστάν, από προχτές.
Τη βλέπω τώρα - την αγγελία του πατέρα σου
σε κύκλο από κόκκινο μελάνι, τ’ όνομά του φίλος
ενός φίλου κάποιου φίλου. Σε μια εβδομάδα

όταν στεκόμουν στον στενό του προθάλαμο
για την συνέντευξη, νωρίς, κάνοντας πρόβα το κομμάτι μου,
ήσουν εκεί. Ξαφνικός, ασυλλόγιστος
έκπληκτος σίφουνας μεσ’ απ’ το δωμάτιό σου, απ’ το λουτρό,
τα μαλλιά σου ήταν σκοτεινιασμένα απ’ το νερό,

πατικωμένα, τα πόδια σου γυμνά,
κι ένα χέρι να κρατάει το λαιμό
της ρόμπας σου κλειστό, κρύβοντας
το απότομο φακιδωτό κοκκίνισμα που είδα ν’ αρχίζει
και να βαθαίνει εκεί σαν έγκαυμα.

*

Έτσι άρχισε - το πρώτο μας γαλάζιο μεσοχείμωνο.
Κάθε ασυννέφιαστο βαθύ πρωινό
στις έξι οδηγούσα ώς την αποθήκη

παραλαμβάνοντας μαλλί για μία ώρα:
λουλακί, πορφυρό, άβαφτο, χρυσό.
Κι ύστερα πέρα γύρω στα χωριά -

Ναι, καινούργιος είμαι. Ναι. Ναμάστε.
Ο σαχίμπ με τα χαλιά. Χαλιά -
και σπουδαγμένος για μηχανικός...

Σπίτι το σπίτι έσκυβα το κεφάλι
κι έμπαινα σ’ εκείνες τις στενάχωρες κάμαρες από λάσπη.
Οι σιωπές εκεί. Πατεράδες και γιοί

πάνω στα φαγωμένα κούτσουρά τους, χαμογελώντας
μέσα από τεντωμένες ράβδους κλωστής.
Ο ήχος του μαλλιού χορδή και φύλλο,

και τα σχέδια που ανέβαιναν.
Πότε τελειώνει; Κι άλλα χαμόγελα,
έσειαν τα κεφάλια πέρα δώθε,

Γεια σας, και καθώς πλησίαζε το βράδυ
έφερνα κύκλο πίσω στο σπιτάκι μου.
Θα ’σουν εκεί; Αν ερχόμουν

ανατολικά, απ’ τη Μιρζαπούρ, περνούσα
απ’ την ψηλή γέφυρα του Γάγγη. Σταματούσα
στα μισά, και γέρνοντας κουρασμένος πάνω

στο λεπτό ανάχωμα, ψιθύριζα
τ’ όνομά σου Ας μ’ αγαπήσει.
Αν όχι, ας μη με καταλάβουν.

Ας με συμπαθήσει ο πατέρας της. Περίμενα
για μια στιγμή, κοιτώντας κάτω μέσα στο λυκόφως,
ύστερα τσαλάκωνα ένα χαρτονόμισμα της μιας ρουπίας

και το ’ριχνα, πασχίζοντας να δω,
αλλά ποτέ μη βλέποντας την πτώση ώς το τέλος της
πάνω στο σκούρο αργόσυρτο πράσινο του ποταμού.

*

Ήταν η πρώτη μας φορά. Είχαμε αγγίξει
και κρατήσει ο ένας τον άλλον στους χορούς της λέσχης,
και μια φορά σε φίλησα μετά το τέννις, και το χέρι μου
βρήκε
χαμηλά ζεστή την πλάτη σου,
περνώντας πάνω απ’ το υγρό απαλό της χνούδι.

Ύστερα ήταν μεσάνυχτα, και πάνω από τον τοίχο
έπεφτα μεσ’ στον κοιμισμένο κήπο του ΜακΦάρλεην -
ο νευρικός καταδρομέας που σε λάτρευε, σε πτώση
κωμική. Ποιο ήταν το δωμάτιό σου;
Τρίτο δεξιά, στο γράμμα σου. Αχ σε παρακαλώ,

σε παρακαλώ έλα σύντομα. Είμαι καλά εδώ και
δέκα μέρες τουλάχιστον. Η σκωληκοειδής μου
κάθεται ωραία ωραία
μέσα στη γυάλα της πάνω στο περβάζι, και με κοιτάζει.
Το παντζούρι σου ξεκόλλησε μ’ έναν ξερό τριγμό
Εσύ ’σαι; Ναι. Σε φίλησα ξανά,

μη βρίσκοντας το στόμα σου. Σςςς. Το αποφασιστικό
αυστηρό τάκα-τακ βημάτων έξω -
Η αδελφή. Γρήγορα, εκεί μέσα, και τράβηξα
την βαρειά πόρτα της ντουλάπας πίσω μου.
Οι φωνές σας ήταν χαμηλές. Όχι, τίποτα

ευχαριστώ. Τίποτα. Καλά είμαι. Καληνύχτα.
Αλλά περίμενα, το νυχτικό σου κρέμονταν
κοντά στο πρόσωπό μου, μεταξένιο, μύριζε πούδρα.
Ύστερα βγήκα. Βγάλ’ τα παπούτσια σου, είπες. Αυτό φτάνει,
και γλίστρησα στο στενό κρεββάτι σου.

Πρόσεχε! Τα ράμματά μου. Κάτσε ακίνητος,
όσο μπορείς πιο ακίνητος. Έτσι. Ανάσκελα.
Κι έτσι με ξεκούμπωσες,
ισορροπώντας πάνω μου αβέβαια, τα γόνατα ανοιχτά, και ύστερα
μ’ αυτό το αδιόρατο βύθισμα κι ανασήκωμα, όλο πιο γρήγορα,

έγερνες μαλακά πίσω και μπρος
σαν να ίππευες πιωμένη - διαλύοντας
το κρεββάτι, την ντουλάπα, το δωμάτιο, το σκούρο μου σακκάκι
που έσκισα στον τοίχο καθώς παραπατούσα για το σπίτι
μα φόραγα άραφτο για μέρες, σαν μυστικό σημάδι μας.

*

Φλερτάραμε ολόκληρη την άνοιξη
εκείνη
πριν απ' την Ανεξαρτησία - άνοιξη
και προς ζέστη: μέρες στραφταλιστές
που βίαζα το τέλος τους για σένα.

Κάθε απόγευμα αργά
ήμαστε πλάι πλάι
στο σπιτάκι του πατέρα σου,
προσμένοντας τη δύση, κι ο ανεμιστήρας

μάς βάραινε ελαφρά προς τα κάτω
με απαλές ριπές αέρα.
Χαμογελούσε εκείνος. Εσείς οι δυο πια.
Άντε, φευγάτε... Δεν είναι ακόμη ώρα για δείπνο...

και φεύγαμε, χέρι-χέρι
στο σκασμένο πίσω κάθισμα του Ώστιν,
με τα παράθυρα ανοιχτά, το πρόσωπο του οδηγού μας
να κοιτάζει μπροστά μες στον καθρέφτη.

Ήτανε τέλειες,
οι δροσερές εκείνες βραδινές μας βόλτες:
ο ήλιος θαμπός απ' τη σκόνη,
λευκές λεωφόροι ευκαλύπτων,

μικρούτσικες φωτιές που τρεμοπαίζαν
και ο γλυκός καπνός του ξύλου ν’ ανεβαίνει.
Πότε θα με παντρευτείς; Σύντομα;
Όταν το είπες, τό ’πες

βαριεστημένα, φυσώντας ζεστό αέρα μες στ’ αυτί μου,
στον δρόμο εκείνο όλο λακκούβες
πέρα απ’ τη Μιρζαπούρ. Σύντομα;
Είχαμε αργοπορήσει, με σβηστή τη μηχανή

στη διάβαση - μια λεπτή μπάρα
στο ύψος της μέσης, κι η ζέστη
να αναπηδά ακόμα πάνω απ’ τις γραμμές,
παραμορφώνοντας τον αέρα. Ο φύλακας

βγήκε από την παράγκα του,
μισοσήκωσε τη μπάρα,
αφουγκράστηκε, ύστερα την βρόντηξε στη θέση της.
Πάνω-κάτω. Πάνω-κάτω είπες, κοκκινίζοντας,

κι έτριψες το χέρι μου. Περιμέναμε
σιωπηλοί, ακούγοντας το βαθύ όλο έξαψη
τσαφ, τσουφ του τραίνου όλο και πιο
κοντά, μια σφυρίχτρα στρίγκλισε,

και να το. Μπενάρες -
Λαχόρ σε φαγωμένες πινακίδες,
κάγκελα στα παράθυρα, και τα στοιβαγμένα
πρόσωπα των προσφύγων που χάνονταν.

*

Παντρευτήκαμε την εβδομάδα της Ανεξαρτησίας.
Το εργοστάσιο κλειστό, και στην εκκλησία
στοιβάζονταν οι εργάτες των χαλιών
που μας παρέσυραν μες στη γιορτή τους.
Τώρα είμαστε ελεύθεροι, φωνάζανε,

Ελεύθεροι - δένοντας το λαιμό μας με γιρλάντες
από τριαντάφυλλα και κατιφέδες. Τη νύχτα εκείνη
πριν απ’ το γαμήλιο ταξίδι
βόρεια στους λόφους, ήμασταν κρυφά
στο ετοιμόρροπο καλύτερο ξενοδοχείο της Μιρζαπούρ,

περπατώντας γύρω απ’ την πισίνα αργά την νύχτα.
Τρία πόδια βάθος η βρωμιά
ώς το νερό - η γυάλινη επιφάνειά του
ακίνητη με στίγματα εντόμων
που εκτελούσαν τον μικρό άσκοπο χορό τους,

ο τελευταίος κολυμβητής ήδη φευγάτος ώρα.
Σ’ αγαπώ. Κοίταξέ μας. Άντρας
και γυναίκα - έδειξες τα πρόσωπά μας
κάτω, στύλωσες το βλέμμα, και στράφηκες μέσα,
Έλα - αφήνοντας το χέρι σου πιασμένο ακόμα

στο δικό μου καθώς ψάχναμε για το κλειδί
και τον χοντρό μαύρο διακόπτη.
Ύστερα τσίριζες - Άφησέ τον.
Ένα οργισμένο γρήγορο τσουρούφλισμα. Ασ’ τον. Ασ’ τον,
και τον άφησα, αφήνοντας κι ένα κομμάτι δέρμα κολλημένο.

Πήραμε αμέσως το αυτοκίνητο, το καλό δεξί μου
σφιγμένο στο τιμόνι, το αριστερό σου τεντωμένο
από την άλλη, αλλάζοντας ταχύτητες ώς το ΜακΦάρλεην.
Πάλι εδώ - το ’πες με σφιγμένα δόντια
καθώς στεκόμασταν στην σκοτεινή είσοδο

πλάι πλάι για μια στιγμή
τα χέρια μας τεντωμένα μπροστά μας.
Έγνεψες προς αυτά: Λοιπόν;
Λοιπόν - τίποτα, είπα, και χαμογέλασα
περνώντας πρώτος. Αδελφή; Είναι κανείς εδώ; Είστε εδώ;

*

Έναν μήνα μόνοι
αλλά σιγά σιγά ξυπνώντας, κάνοντας
χώρο στη ζωή μας για ειδήσεις

έξω από μας. Η άνοιξη
έφερε τη ζέστη πάλι - κάθε
μέρα στο γραφείο μου τα χαρτιά

στοιβάζονταν θροΐζοντας κάτω απ’ το βάρος τους,
έτρεμαν και τινάζονταν καθώς ο ανεμιστήρας
ανακάτευε μες στην κουφόβραση ριπές.

Στον τοίχο μου είχα καρφιτσώσει τον πρώτο
δωρεάν καινούργιο χάρτη - Ινδία,
Πακιστάν: η νέα λέξη σπαστή

κατά μήκος της κοιλάδας του Ινδού τελείωνε
στο μελανιασμένο καρούμπαλο των βουνών.
Όταν πέθανε ο Γκάντι, ο πατέρας σου

διέγραψε τα σύνορα ώς κάτω
λέγοντας Τώρα. Τώρα θα δούμε,
κι έσκυψε το κεφάλι, ξαφνικά

νοσταλγώντας την Αγγλία. Την επομένη
βγήκε γύρω στα χωριά κουβεντιάζοντας,
καλοπιάνοντας, κι ύστερα πίσω στο γραφείο μου

μ’ αδειανά χέρια. Είναι το πένθος, είπε.
Δεν κάνουν τίποτε. Καταλαβαίνεις.
Κοίταξε το χάρτη μου κι αναστέναξε,

φανταζότανε ψηλά άσπρα βράχια
κι εξέδρες να ανοίγονται μεσ’ από την ομίχλη -
μιαν αποβάθρα να γυαλίζει στην πρωινή βροχή.

*

Αφού έφυγε ο πατέρας σου, και τα έπιπλά του
φύγαν ή στοιβάχτηκαν στην αποθήκη περιμένοντας,
το σπίτι ήταν δικό μας. Ψηλές ασβεστωμένες κάμαρες
κι οι χώροι που άφησε: σημάδια στο χαλί

από καρέκλες, το πατημένο τετράγωνο ενός ντουλαπιού.
Να προσέχετε, είπε, με το γενναίο του πρόσωπο
στην πόρτα της καμπίνας. Να θυμάστε,
μόλις γεννηθεί το μωρό, να γράψετε.

Όσο μπορείτε σύντομα. Τώρα σας παρακαλώ... Αλλά μείναμε
όλο το πρωί, κοιτώντας προς τα πάνω από την προκυμαία,
ένα ένα τα κάγκελα να δούμε να μας γνέφει
και μη βλέποντας τίποτα, και πάλι τίποτα

όταν ξεκίνησε, το πλοίο απίστευτα τεράστιο
καθώς το ρυμουλκούσαν έξω, μα ξαφνικά
ελάχιστο - ένα αργό φτερό καπνού που σκόρπιζε
κι ανέβαινε προς τον βορρά. Το φανταζόμασταν

να σβήνει για μέρες - ελεύθεροι, οι δυο μας
μόνοι επιτέλους. Κάθε νύχτα
ήταν το τρυφερό ιδιωτικό παιχνίδι μας. Άκου.
Τι ακούς; Ξάπλωνες ανάσκελα

με το φόρεμά σου σηκωμένο, κρατώντας
το κεφάλι μου στο πλάι της κοιλιάς σου. Ακούς τίποτα;
Ναι. Τέντωνα το λαιμό για του παιδιού το γουργούρισμα -
Ναι. Πυγμάχος. Ή ποδοσφαιριστής.

Κοιμόμασταν έξω το καλοκαίρι εκείνο,
δυο ξόανα μ’ ολοστρόγγυλα μάτια χέρι-χέρι
στη δροσερή βεράντα, οι καρδιές μας να τρέχουν,
κοιτάζοντας τ’ αστέρια να καίνε και να πέφτουν

μεσ’ απ’ τις κουνουπιέρες μας. Πέντε μήνες,
έξι, κι ύστερα για μια βδομάδα μόνος μου ταξίδι
στο Δελχί για δουλειές. Έπρεπε να ’χες έρθει;
Αυτό έφταιξε; Ακόμα και το καλοκαίρι; Διασχίζω

τα τελευταία λίγα μίλια της επιστροφής
ατέλειωτα. Να πάλι το ταξί
σχεδόν φτάνοντας σπίτι απ’ τον σταθμό, και να εγώ,
με τα παράθυρα κατεβασμένα ώς κάτω

και τα μάτια μου να τρέχουν, θολώνοντας το σπίτι
και τον έναν υπηρέτη που με προϋπάντησε.
Πού είναι η μεμσαχίμπ; Την ερώτησή μου,
την επιστρέφουν εκθαμβωτικοί τοίχοι λευκοί. Σαχίμπ

λέει, μες σε βαθειά σιωπή που απλώνεται.
Θυμάμαι τζιτζίκια, τις μανιασμένες δοξαριές τους,
και τον ήλιο να τσακίζεται μες στην αυλή,
κι ύστερα σπάει η φωνή του, Αχ Σαχίμπ

και γυρνάει προς εμένα κλαίγοντας.
Αλλ' αρνούμαι να καταλάβω,
παγωμένο χαμόγελο, δεν σκέφτομαι τίποτα
κι αφήνομαι να συνειδητοποιώ την ίδια

απρόσκλητη φράση ξανά και ξανά. Σαχίμπ -
το λέει πάλι. Θα σας δείξω τώρα.
Χάμτι-τάμτι γκιρ γκίγια φατ.
Χάμτι-τάμτι γκιρ γκίγια φατ.

*

Ουλή από κίτρινη λάσπη ξεραμένη.
Γδάρσιμο από κάτι που
χάθηκε. Πάλη ξηρή.
Θα ξυπνήσεις,
σκεφτόμουνα, Ξύπνα,

γονατιστός με το κεφάλι μου γερτό
στο πλάι λες και θα κατάφερνα
να διακρίνω τη φωνή σου.
Σαχίμπ. Ήταν ο υπηρέτης,
κλαίγοντας ακόμα. Μπεμπέ πολύ νωρίς

και άσχημο. Σα φίδι.
Μετά βίας άκουγα,
χαμένος μες στην πρώτη στιγμή
που σε έφερα σε
ζωή
υπόγεια: τα μαλλιά σου φτιαγμένα,

η πούδρα απαλή στο μάγουλό σου,
και το φόρεμα να γλιστρά
απ’ τα γυμνά σου μπράτσα
καθώς τεντώνεσαι και μου δείχνεις
το γλιστερό παρδαλό παιδί μας.

*

Οι παρηγοριές μου. Η πολλή δουλειά της μέρας
που σε κάνει να ξεχνιέσαι, οι θλιβερές
διστακτικές φωνές που με φέρνουν σε δύσκολη θέση
πάνω από το πλατάγισμα του ανεμιστήρα

Μπορώ να σας βοηθήσω σαχίμπ;
Ύστερα βράδια μόνος μεθυσμένος -
τα παντζούρια της κρεββατοκάμαρας κλειστά
και η σκιά μου να τρεκλίζει πέρα

δώθε μπρος από τις γρίλλιες
διπλώνοντας φορέματα μες σε μπαούλα,
μαζεύοντας αγκαλιές μωρουδιακά,
τις ζώνες σου, ένα δαντελλένιο μεσοφόρι,

παπούτσια, μπλούζες από το ντουλάπι.
Τόσα πολλά από σένα δεν είχαν βρεθεί -
τρεις νύχτες και πάντα κάτι
που να μην πρόσεξα, και μετά τέταρτη,

και βροχή. Κοντά στο σπίτι, ήμουν
με το κεφάλι κάτω μέσα στην αυλή
και πλάνταζα όταν ξέσπασε.
Μια μακρόσυρτη τσουρουφλιστή ριπή

σαν λινό που σκίζεται, ύστερα
μια παύση κι ύστερα οι πρώτες
μεγάλες στάλες, καθαρές να τσακίζονται
μες σε μπουχούς από σκόνη.

Μουσώνας πάλι. Την νύχτα εκείνη
απλώθηκα σ’ όλο το κρεββάτι
και ήπια ανάμεσα στα τελευταία
αταχτοποίητα ρούχα σου, τα φώτα του σπιτιού

όλα σβηστά. Χωρίς ύπνο,
αλλά κενό διακεκομμένο
ξαφνικά σαν συνειδητοποιώ πως η βροχή
είχε δυναμώσει, κεραυνοί

έριχναν κανονιές πάνω απ' τη στέγη μου,
ο ευκάλυπτος λαμπύριζε
μαστιγωμένος - μ’ ολόκληρο
το τεράστιο ύψος του καπνίζοντας

διαρκώς να συντρίβεται.
Μετά ξαναπλημμύρισε κενό,
η βροχή διαλύθηκε,
κι ένα όνειρο με λύτρωσε

πέρα από το δωμάτιό μου και τον κήπο μου,
σκαμπανέβαζα πάνω σε γκρίζο χείμαρρο
νερού προς τον τάφο σου.
Χώθηκα πλάι σου
βαθειά

κι ήμουν στεγνός, τραβώντας
τα ρούχα σου, ψιθυρίζοντας.
Άσ’ τα. Δώσ’ τα μου
για πλύσιμο. Άφησέ τα.

*

Πόσες ημέρες; Δύο, τρεις, αφέθηκα
να βυθιστώ πέρα απ’ τον κόσμο, μισοκοιμόμουν
ή ονειρευόμουνα ξυπνός, με τη βροχή
μια σταθερή συρίζουσα νεροποντή, που μάνιαζε
να με σαπίσει ώς πέρα. Όταν πρωτοστάθηκα

έξω στην απαστράπτουσα αυλή
ήταν πρωί. Μία βδομάδα; Περισσότερο,
απ’ όταν πέθανες; Κανείς δεν είπε -
όλοι έλεγαν Ελάτε εδώ, σαχίμπ.
Ελάτε γρήγορα, και κάποιος πλατσούριζε

προς την αυλόπορτα του υποστατικού. Εκεί.
Κουνούσαν το χέρι,
σάρωνε  
το τόξο του όλη την πλαγιά: Γκάνγκα.
Σκέφτηκα τον τάφο σου θαμμένο
βαθειά κάτω από το νερό, και μαζί του

όλη την πεδιάδα ώς μπρος στα πόδια μου -
κτήματα και σκονισμένα μονοπάτια χαμένα
σε μια κιτρινοπράσινη λίμνη με λακκάκια
όπου πρησμένες αγελάδες έπλεαν με το ρεύμα
διπλάσιες από το κανονικό, άκρες από στέγες

εξείχαν στον αφρό, και στα δέντρα
είχαν φυτρώσει απίθανα δέματα -
χαλιά τυλιγμένα και κρεμασμένα πάνω απ’ το νερό,
οι σκούροι σάκκοι τους φωλιά
για σμήνη μουσκεμένα γελοία πουλιά.

*

Καθήστε τώρα, σαχίμπ. Καθήστε εδώ.
Ήταν ο άγιος άνθρωπος,
χαϊδεύοντας το δάπεδο της βεράντας.

Ωραία. Το πρόσωπό του σκασμένο άσπρο
και το σκυμμένο σώμα
τυλιγμένο σε δέρμα λεοπάρδαλης -

ένας κουταλιανός του τσίρκου
διάβαζε τη ζωή μου. Σαχίμπ.
Σεις είστε μορφωμένος άτομος.

Μη φοβάστε.
Κι εγώ μορφωμένος: Χάζλιττ.
Οι ωραίοι ποιητές των λιμνών.

Είστε μόνος.
Μάτια κλειστά, κι οι λαδωμένες
τριχιές των μαλλιών. Το ένα χέρι πίεζε

το συρμάτινο κλουβί
και τον παπαγάλο - μια αστραφτερή
πράσινη ουρά από φτερά καπέλου.

Είστε μόνος τώρα.
Η υπνωτισμένη φωνή του
σταματούσε, συγκεντρωνόταν.

Πρέπει να φύγετε.
Η δουλειά σας εδώ, τέλος.
Το εργοστάσιο, τέλος,

το κεφάλι του έγειρε στο πλάι
κι ύστερα Όχι πια -
σχεδόν κραυγή.

Αυτές είναι οι ίδιες σας οι σκέψεις.
Είχε φύγει -
ένας αβέβαιος καμπουριαστός βηματισμός

ώς την αυλή, σέρνοντας
ένα πόδι λεοπάρδαλης μέσα στη σκόνη.
Το ονειρεύτηκα;

Απλωμένα μπροστά μου
ήταν σπειριά σιτάρι, ένα ξυλαράκι,
μια παχειά καμμένη τσαπάττι.

*

Η ζωή μου όχι πια στο χέρι μου. Ώς το φθινόπωρο
δύο, ίσως τρία χαλιά την εβδομάδα.
Ποτέ αρκετά. Σαν βγήκα με το αυτοκίνητο
των υφαντών τα σπίτια ήταν άδεια
κελύφη
ερειπωμένα, οι αργαλειοί δίχως στημόνια,

κι όλοι δουλεύαν κάθε μέρα στα χωράφια,
φτυάριζαν
πίσω σε όχθες την γκρίζα λάσπη του Γάγγη,
ανοίγοντας και πατώντας τα χαντάκια τους.
Πάλι σε μας θα ’ρθούν.
Ήταν ο Πραντίπ, ανακατεύοντας το ποτό του

καθώς η τελική συνέλευση του Δεκεμβρίου
παρατραβούσε. Συνοφρυώθηκε, Αλλά πότε;
Πρέπει να γνοιαστούν τη γη τους...
ύστερα σήκωσε τους ώμους, άδειο βλέμμα
έξω κατά τους τοίχους του υποστατικού

και τους ακίνητους ευκάλυπτους.
Θα δούμε. Ναι, θα δούμε.
Μιλούσαμε δίχως να σκεφτόμαστε,
αφήνοντας την ημερομηνία της πωλήσεως
ακόμα αβέβαιη καθώς σκοτείνιαζε το βράδυ

και Λοιπόν, είπε ο Πραντίπ, ξαλαφρωμένος
και αμήχανος. Λοιπόν, πρέπει να τελειώνουμε.
Καιρός ν’ αλλάξουμε. Για το πάρτυ
εννοούσε - Χριστουγεννιάτικος Χορός της Μιρζαπούρ
στη Λέσχη. Στις δέκα ήμουν εκεί, πιωμένος

κι ακούγοντας τους Ίνκσποτς Να ’σαι καλά
άγγελέ μου. Να ’σαι καλά που έφτιαξες
έναν καινούργιο κόσμο όταν ο παλιός
γκρεμιζόταν τόσο α-βο-ή-θη-τος. Ο δίσκος
ξανά και ξανά σαν κοινότοπος

τρυφερός καημός γι’ αυτό το δωμάτιο που έβραζε
φασκιωμένο με
κισσό και χρυσόχαρτο,
με τα κίτρινα μπιλλιάρδα, και τους τοίχους
όλο κουκκίδες μπαμπακιού κολλημένες
από υπηρέτες που δεν είχαν δει ποτέ χιόνι.

*

Ξύπνησα στις πέντε σ’ ένα σπίτι γυμνό,
οι αποσκευές ήδη στα μισά του δρόμου.
Το τελευταίο μου πρωί: μια λεπτή λωρίδα
ουρανού δυνάμωνε κάτω από την πόρτα μου

και τα σκιώδη βήματα του επιστάτη
πάνω κάτω, ο βήχας του,
και το φλέγμα του με τ’ απαλό του σκόρπισμα.
Όταν κοίταξα έξω είχε φύγει -

το ράντζο του γερτό στον τοίχο,
κι ένα ξεκολλημένο χέρι οδοντόβουρτσας
πεταμένο στα σκαλιά της βεράντας.
Σαχίμπ. Μια φωνή δυνατή μες στο χωλλ.

Ήρθε ο οδηγός.
Είχα σκύψει μες στην κρύα αυλή
καθώς οι υπηρέτες μού περνούσαν τις γιρλάντες τους.
Ρόδα και κατιφέδες - ένα περιδέραιο

από θηλιές που μύριζαν γλυκά και γαργαλούσαν.
Στο καλό, σαχίμπ. Στο καλό. Στο καλό.
Έγνεψα σαλαάμ στα σουφρωμένα πρόσωπα,
μην τολμώντας να μιλήσω, κι ήμουν τυφλός

από τις θύρες του υποστατικού και πέρα
για ένα μίλι, δύο, της σκονισμένης δημοσιάς
μέχρι που έσκυψα μπρος. Στάσου. Περίμενέ με,
περίμενε, και γονάτισα στον τάφο σου.

Ύστερα η μνήμη θολώνει. Μπορώ ν’ ακολουθήσω
το διστακτικό μου χέρι ώς την πλάκα σου,
αγγίζοντας σαν να ’ταν μπράιγ -
Προσφιλή σύζυγο. Το τέκνο τους,

αλλά
μετατοπίζονται οι εικόνες, και να ’μαι
σχεδόν κοιμισμένος στο παράθυρο ξανά,
σφουγγίζοντας ένα άνοιγμα στο θαμπωμένο
ασημί γυαλί. Ακούγονται βήματα τώρα -

του πατέρα σου, που διασχίζει το πλατύσκαλο.
Με φωνάζει, Εφτά η ώρα,
και η πόρτα του μπάνιου τρίζει.
Παρακολουθώ τον γαλατά να κατεβαίνει

σπίτι-σπίτι τον δρόμο,
και το φως ν’ αρχινά. Ο ήλιος δεν είναι παρά
μια λεπτή σχισμή που ασπρίζει. Η θάλασσα
έρημος ορίζοντας που ξαναγίνεται γκρίζος.

5.9.08

οι ξυλοκόποι της άνοιξης

μ’ αρέσεις γιατί δεν ξέρω πού θα σε βρω
πάντα με τό ’να μισό στο φως
και τ’ άλλο μισό στο σκοτάδι
–διστάζοντας ανάμεσα
στην ομορφιά και την απορία
ανάμεσα σ’ εσένα και το αληθινό σου πρόσωπο–
περιμένεις να πέσω
να διαλέξω επιτέλους
την πλευρά που κι εσύ πια γνωρίζεις
αλλά δεν την πατάς παρά μόνο μαζί μου
*
το σκοτάδι τώρα δυναμώνει
η αγάπη γύρω μας πυκνώνει
δεν αργεί η στιγμή –
θα πέσει από πάνω σου η λεπτή ντροπή
*
γυρνώντας σπίτι σου μεσάνυχτα
μια νεαρή μάνα ζαλισμένη
έπινε ακόμα – χτυπημένο το πρόσωπο
και το παιδί στα χέρια
μάζευε κάθε τόσο το αρκουδάκι του
απ’ το βρώμικο πάτωμα του τραίνου
είπες αυτό η μάνα μου ποτέ
σα φτάσαμε σε χάιδευα ώσπου να ησυχάσεις
κι ύστερα με το σώμα σου
κουλουριασμένο γύρω στο δικό μου
έψαχνα να ταιριάξω μέσα στο κοίλωμα του ύπνου σου
γυρνώντας σπίτι μου την άλλη μέρα
είδα στο δρόμο
τους ξυλοκόπους της άνοιξης
*
λίγες ώρες αργότερα ήδη χάνω το πρόσωπό σου
προσπαθώ να κρατήσω τις ομοιότητες
μα μου διαφεύγει η εικόνα
μερικές φορές καταφέρνω
να σχηματίσω το χαμόγελό σου
πάνω στο κόκκινο πανί της πολυθρόνας
ύστερα με ξαφνιάζουν δυο γραμμές
που κατεβαίνουνε πικρές μέχρι το στόμα
κι άλλοτε νομίζω πως σε βρίσκω
σε ασπρόμαυρες σελίδες
– κοιτάζεις πάνω από τον ώμο
κεντημένον με μια μπλε καρδιά
όταν ξανά μ’ αγκαλιάζεις σε ρωτάω
αν εσύ με θυμάσαι – τότε γυρνάς και με το πρόσωπο
μισό στο φως χαμογελάς
ρώτησέ με ξανά όταν σκοτεινιάσει
[πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'ποίηση' (τ.13, άνοιξη-καλοκαίρι 1999) και περιλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο, το σωσίβιο (εκδόσεις καστανιώτη)]