22.12.18

Το ποίημα παραμονεύει


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αναλογίζομαι πώς να αποκριθώ στην ερώτηση χωρίς να επαναλάβω όσα έχω πει στο πρόσφατο συλλογικό δοκιμιακό βιβλίο, Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018). Σπεύδει τότε η Τύχη –συχνά συμβαίνει– με την μορφή μιας είδησης απ' το ραδιόφωνο. Είναι η 100η επέτειος της λήξης του Α' Π.Π. και ο εκφωνητής του σύντομου δελτίου στο διαδικτυακό BBC Radio 3 ανακοινώνει ότι σήμερα θα ακουστεί ξανά, για πρώτη φορά μετά τον θάνατό του –λίγες μονάχα μέρες πριν να λήξει ο πόλεμος εκείνος– η στρατιωτική σάλπιγγα του Βρετανού ποιητή Wilfred Owen. Που άκουγε μουσική μες στου καθήκοντος την σιωπηρότητα, όπως λέει ένα από τα δυνατά –και σήμερα ακόμη– αντιπολεμικά ποιήματά του, γραμμένα για να στεγάσουν μα και να κατασιγάσουν τους λιμούς αισθημάτων και σκέψεων που ενέσκηψαν το 1914.

Πλάι στον τάφο του, στη βόρεια Γαλλία, θα ηχήσει, λέει, ξανά, η σάλπιγγα αυτή: στρατιώτης, την απέσπασε ως γερμανικό λάφυρο το 1917. Έγραψε τότε στον αδελφό του: Σε σκεφτόμουν καθώς απαγκίστρωνα την σάλπιγγα απ' τον εξοπλισμό κι έχοντας τότε ιδιαιτέρως ευγενή διάθεση, σκόπευα να σ' την χαρίσω κάποια μέρα. Όμως τώρα την παραγάπησα και αδύνατον να την αποχωριστώ!

Άραγε φύσηξε ποτέ ο ίδιος μες στο αντίπαλο μέταλλο; Καθάρισε το στόμιό του πριν; Με τι; Είχε μήπως πρωτύτερα και σάλπιγγα δική του; Την εγκατέλειψε τότε για χάρη αυτής του εχθρού του;

Οι απορίες συνωστίζονται – και ωθούν στην μνήμη μου μιαν εγκατάσταση στην Tate Britain τον κρύο Μάρτη του 2016. Στα Μουσικά Όργανα που ο Πόλεμος Κατέστρεψε, μες στην μακρόστενη Duveen Gallery με τους ψευδο-ιωνικούς κίονες, η Susan Philipsz είχε βάλει ν' ακουστούν, από ντουντούκες κρεμασμένες ψηλά, 14 ηχογραφήσεις βρετανικών και γερμανικών χάλκινων και ξύλινων πνευστών που είχαν υποστεί φθορές σε πόλεμο: από το 1815 στο Βατερλώ ώς το 1945 στο Βερολίνο. Έπαιζαν –όπως μπορούσαν πια– το “Τελευταίο Σιωπητήριο”. Μα η καλλιτέχνις είχε κατακερματίσει τα ηχογραφήματα – που, ούτως ή άλλως, συχνά δεν ήσαν παρά (με τα λόγια της) η ανάσα του μουσικού καθώς εκπνέει μες στο στραπατσαρισμένο όργανο.

Δημοσιογραφικά ευρήματα –για την εξόντωση ενός κήτους στο Αιγαίο· τους Αθηναίους του '50 που πήγαιναν τα κουστούμια τους στους ράφτες, να τους τα γυρίσουν μέσα-έξω· τον Νιώτη κτηνοτρόφο που μιλάει για τις γίδες του– με οδήγησαν σε ποιήματα στο παρελθόν. Τώρα, μια τυχαία είδηση ταίριαζε με μιαν έντονη ανάμνηση – κι οι δυο έσερναν πίσω τους πλήθος λεπτομέρειες, ποικίλων προελεύσεων.

Το ποίημα παραμονεύει.

*

Η συμβολή μου στο αφιέρωμα «Πού συναντάτε το ποιητικό εκτός της ποίησης;», κεντρικό θέμα στα "Πρόσωπα" των "Νέων", 22-23 Δεκεμβρίου2018, σε επιμέλεια του Δημήτρη Δουλγερίδη. Στο αφιέρωμα συμμετείχαν επίσης οι: Κατερίνα Ηλιοπούλου, Γιάννα Μπούκοβα, Μαρία Τοπάλη, Αλέκος Λούντζης, Δήμητρα Κωτούλα, Λένια Ζαφειροπούλου, Παυλίνα Μάρβιν, Ορφέας Απέργης. Στην εικόνα, λεπτομέρεια από φωτ. του Κωνσταντίνου Πίττα, που κοσμούσε το εξώφυλλο του τεύχους 


11.12.18

βενετία 1988 / κωνσταντίνος πίττας






















Στέκονται τρεις στην αποβάθρα
Το βαπορέττο αργεί
Δεν είναι καιρός για γάντια

καμμιά δεν φορά πανωφόρι
Κι ένα καμπαναριό στο βάθος
φαίνεται λίγο
σαν να μην υπάρχει

~


Κρατώντας πλέον στα χέρια μου την β' έκδοση του εκπληκτικού φωτογραφικού βιβλίου του Κωνσταντίνου Πίττα, Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης (ένα προσωπικό αντίτυπο, και μερικά ακόμη για δώρα), θυμήθηκα την ποιητική σημείωση -γι' αυτή του την φωτογραφία- που είχα καταγράψει την μεθεπόμενη της επίσκεψής μου στην έκθεσή του στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς (13.xi.2016) - όπου είχα και την απρόσμενη τύχη να παρακολουθήσω την γλαφυρή μα σεμνότατη ξενάγησή του.

Σπάνια ματιά, πολύτιμο βιβλίο 
τέχνης και μαρτυρίας.

1.12.18

7 βιβλία για τις γιορτές 2018





















ΠΟΙΗΣΗ

~ Νίκος Γκάτσος,
Όλα τα τραγούδια, νέα, αναθεωρημένη έκδοση, επιμ.: Αγαθή Δημητρούκα, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 711.
 
Το πρόσωπό του σύννεφο / το πέρασμά του μπόρα / κι η ομορφιά του σύνορο / για της καρδιάς τη χώρα. Ευγνωμοσύνη οφείλουμε στην Α.Δ. που ετοίμασε και μας χαρίζει –19 χρόνια μετά την πρώτη– την οριστική έκδοση όλων των τραγουδιών του Γκάτσου. Εμπλουτισμένη, με –μεταξύ των άλλων– τις μεταφράσεις του από τον Ματωμένο Γάμο του Λόρκα, περιέχει τραγούδια δισκογραφημένα και αδισκογράφητα, όσα χρησιμοποιήθηκαν σε ταινίες ή θεατρικά έργα, αλλά και παραλλαγές γνωστών τραγουδιών, κατατοπιστικές πληροφορίες και άλλα τεκμήρια. Κοντολογίς, ένας θησαυρός. Άγρυπνο κράτησες το βόλι / μα εγώ στης γης το περιβόλι / θα κρύβω τη λαβωματιά / ώσπου στο χώμα να γυρίσει / το πεύκο και το κυπαρίσσι / το δυοσμαρίνι κι η μυρτιά.

~ Dino Campana, Ορφικά Άσματα, δίγλωσση έκδοση, μτφρ. και σημ.: Μαρία Φραγκούλη, εισ.: Γκαμπριέλ Κάτσο Μιγιέ, επίμ.: Σίλβιο Ραμάτ, εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2017, σελ. 334.
 
Άκουσα τραγούδι άκουσα φωνή ποιητών / Στις κρήνες και οι σφίγγες στ’ αετώματα / Ευμενείς φάνηκαν να χαρίζουν ακόμη απλόχερα / Μια πρώτη λήθη στους σκυφτούς ανθρώπους. Το αινιγματικό αυτό βιβλίο, υβριδικό avant la lettre –καθώς συμπεριλαμβάνει, εκτός από ποιήματα, ποιητικά πεζά, σελίδες ‘ημερολογίου’ και ‘ταξιδιωτικές εντυπώσεις’– εκδόθηκε το 1914 στα ιταλικά. Ο συγγραφέας του (1885-1932), που μετανάστευσε για δύο έτη στην Αργεντινή, πέρασε επίσης ουκ ολίγα χρόνια της ζωής του σε ψυχιατρικά ιδρύματα, και πέθανε έγκλειστος σε ένα απ’ αυτά, έγραψε ένα φαντασμαγορικό βιβλίο, αμείωτης γοητείας. Κοιτά μες στο αμερικάνικο / Καφέ-σαντάν: / Στο πιάνο που σφυροκοπά τρεις / Κόκκινες φλογίτσες άναψαν από μόνες τους.

~ Όλγα Παπακώστα, Μεταμορφώ[θ]εις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 137.
 
Με γέννησε – την ξέρω / Ακόμη και στον άλλο κόσμο // Μόλις της πω πως έρχομαι / Θα ανοίξει φύλλο σαν δαντέλα. Δεύτερη ποιητική συλλογή τής Ό.Π., εξίσου πλούσια με την προηγούμενη (Όχι ακόμη Κάρμεν, 2013): πλούσια σε αριθμό ποιημάτων, σε (σκοτεινή) χάρη, (μαύρο αλλά και ροζ) χιούμορ, ευρυμάθεια, στοχασμό. Ήμουν ερωτευμένη / άρα πρόσφυγας. Περιέχοντας από ολιγόστιχα επιγράμματα έως και πολυσέλιδα ποιήματα, είναι μεταμοντέρνα με την καλύτερη έννοια: πολυ-συλλεκτική σε ύφος και τόνο – και όταν είναι ακομπλεξάριστα τερπνή, δεν είναι ρηχή. Αλλάζοντας προσωπεία, δεν παύει να μιλά για τα παίγνια και τα πάθη σώματος και ψυχής. Ένα λουλούδι που πετάς / σε τάφο ανοιχτό / πάντα βρίσκει τον στόχο.

~ Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Τρία / Ανθρώπων Ιστορία, εκδ. Κουκουνάρι, Αθήνα 2018, σελ. 80.
 
Κουράστηκε. Βρήκε μια γωνιά. Τον έκρυβαν οι φοίνικες. Τα μικρά τροπικά πουλιά. Είδε. «Τρία», πιθανώς όπως (και) τρίτο βιβλίο τού Κ.Π.. «Ανθρώπων Ιστορία», παιγνιωδώς πομπώδης τίτλος για να στεγάσει οπτική ποίηση και πάλι, που παίζει ανάμεσα στο «εγώ» και το «εσύ», στον εαυτό και τις αντανακλάσεις του, στην χώρα του παραμυθιού και της κατοίκησης. Πάνω σ’ αυτό το γρασίδι σε φίλησα και δε θέλω να κοιμηθώ καθόλου απόψε – κι ας έχω τόσες ώρες μπροστά μου να βλέπω αυτό το καθόλου φως που δε θα προλάβει τίποτε να μη στεγνώσει. Σε επτά ενότητες (με τίτλους στα αγγλικά): «Ποιος;», «Τι;», «Πότε;», «Πού;», «Γιατί;», «Να δείξεις τι; / Και λοιπόν;», «Τέλος / Τότε». Σε μέλλον δάπεδο κρυστάλλινο / μέλλον μακρινό στάζει το νερό.

~ Γιώργος Πρεβεδουράκης, Οδός Ρόδων, εκδ. Πανοπτικόν, Αθήνα 2018, σελ. 118.
 
Κι όμως κάτι λείπει / ένας κόκκος αλάτι, μια στάλα νερό, / η υποσχετική χίμαιρά μας, / κάτι πρέπει να λείπει από τους χάρτες μας / τα όργανα πλοήγησης όλο μας στέλνουν στο διάολο. Ο Γ.Π. εναλλάσσει βιβλία μάλλον περιορισμένης ποιητικής στόχευσης –με αποκλειστικώς ολιγόστιχα ποιήματα (το πρώτο και το τρίτο του)– με βιβλία ποιητικής φιλοδοξίας οπωσδήποτε αξιέπαινης και συχνά αξιοθαύμαστης (Κλέφτικο (2013), και το παρόν). Εδώ, ποιήματα που συχνότατα περιλαμβάνουν στους τίτλους τους ονόματα δρόμων, συνιστούν μια τοπιογραφία του συλλογικού παρόντος μας όπως το συλλαμβάνει ο ποιητής, και του προσωπικού ιστορικού ενός αφηγητή όπως το μυθοποιεί ο ποιητής. Η δαιδαλώδης αυτή ‘γειτονιά’ εκβάλλει σ’ έναν «Λαβύρινθο», επίκληση στον Βύρωνα Λεοντάρη, ποιητή που, όπως και άλλοι συνομήλικοί του, θαυμάζει ο Π., ευτυχώς χωρίς να μένει υπό την βαριά σκιά του.

~ Χρήστος Σιορίκης, Η πρώτη φορά, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2018, σελ. 33.
 
Τα δέντρα πολύ ψηλά / Εσύ απλώς μεγαλύτερος / απ’ τον μικρό πύργο / Από τη στέγη / χρυσό νόμισμα / στέλνει όλο το φως / στα γένια σου. Δεν είναι μόνον η πρώτη εκδοτική φορά – αλλά και το ποιητικό βλέμμα τού Χ.Σ. που μοιάζει να συλλαμβάνει τον κόσμο σαν για ‘πρώτη φορά’. Φαινόταν το στόμα του μίμου / τόσο γελαστό // Είπες / «Τα δόντια / είναι ακούραστα στη χαρά». Χωρίς διόλου αυτό να σημαίνει ότι τα 21 ποιήματα του βιβλίου έχουν κάτι το ‘αφελές’ ή το ‘αθώο’, όσο κι αν κρύβουν την τέχνη τους – δηλαδή, την ποιητική μαστοριά τους. «Κλάψε» / του λέει η μάνα του / όπως λέει / «Καλά κάνεις» / στον ουρανό / που βροντά.

ΘΕΑΤΡΟ

~ Bernard-Marie Koltes, Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι, μτφρ.: Δημήτρης Δημητριάδης, εκδ. Άγρα, Αθήνα (επανέκδ.) 2018, σελ. 112 συν 16 σελ. φωτογρ. ένθετο.
 
Μπροστά στο μυστήριο είναι πρέπον ν’ ανοίγεται κανείς και ν’ αποκαλύπτεται ολόκληρος προκειμένου να εξαναγκάσει το μυστήριο ν’ αποκαλυφθεί με τη σειρά του. Πρωτοτυπωμένη το 1990, και εξαντλημένη εδώ και υπερβολικά πολλά χρόνια, επανακυκλοφορεί –με πλουσιότατο επίμετρο απαρτιζόμενο από δέκα κείμενα– αυτή η ‘καντάτα για δύο φωνές’: του Ντήλερ και του Πελάτη που αλληλοπερικυκλώνονται μέσα στην νύχτα. Το αριστουργηματικό θεατρικό έργο τού Κολτές είναι σαν να γράφτηκε απ’ τον Ρακίνα στα τέλη του 20ου αιώνα: η πυκνότητα και η περιπλοκότητα των επιχειρημάτων συναγωνίζονται την μουσικότητα και την χορευτική κίνηση της γλώσσας. Οι αναμνήσεις είναι τα μυστικά όπλα που κρατά ένας άνθρωπος πάνω του όταν είναι αποστερημένος.