21.11.16

σαμσών ρακάς _ "αμπερλουδαχαμίν"













Τι να σημαίνει άραγε αυτός ο αραβοφανής (;) τίτλος; Μια εντελώς πρόχειρη διαδιακτυακή έρευνα δεν αποδίδει κάτι. Οπότε, υποκινημένοι και από την τυπογραφική εμφάνιση του τίτλου στο εξώφυλλο, μπορούμε να επιχειρήσουμε ένα συνδυαστικό παίγνιο: παιδί (χαμίν[ι]) που παίζει (λατινική ρίζα lud-) με το ηλεκτρικό ρεύμα (ampere);

Όπως και να 'χει, πρόκειται για την δεύτερη εκδοτική εμφάνιση του Σ.Ρ. , του οποίου ποιήματα βρίσκουμε δημοσιευμένα, σε έντυπα περιοδικά και στο διαδίκτυο, ήδη από το 2009 (αν όχι, ενδεχομένως, και νωρίτερα). Η πρώτη γραφή (2013) του πρώτου βιβλίου του είχε τον τίτλο Ψυττάλεια Α, ενώ η τρίτη και τελική,  Αδράξτε τη νύχτα (2014). (Επρόκειτο για χειροποίητες εκδόσεις εκτός εμπορίου.) Πολύ σχηματικά, και αδικώντας την πλούσια κίνησή του, στην τελική εκδοχή του, εκείνο το “παλίμψηστο ποίημα” –κατά την έκφραση του ίδιου του ποιητή–, παουντικής πνοής και τόνου, σε 24 μέρη (από “α” έως “ω”) και 32 σελίδες, εμφάνιζε τον αφηγητή να περιπλανιέται σε μια κατεστραμμένη Αθήνα (τόσο θουκυδίδεια όσο και 'της κρίσης'), με κύριους σταθμούς την Πλ. Συντάγματος, την Ψυττάλεια, και μια ημιτελή οικοδομή. Εκεί έχει την σημαντικότερη συνάντησή (και διάλογό) του: μ' έναν Αθίγγανο θεόπαιδα, ενθρονισμένο σε μιαν υψηλότατη στήλη από άσπρες πλαστικές καρέκλες. Το ανήμπορο μα σοφό αυτό αγόρι-'Μεσσίας' θα 'σώσει' μόνον δια της εκθρόνισής του – την οποία υποδεικνύει στον αφηγητή και η οποία και θα τελεσθεί από αυτόν στην 'ραψωδία' “υ”.

Το όλο ποίημα συνθέτει με αξιοπρόσεκτη μαεστρία διάφορες ιστορικές, λογοτεχνικές και βιωματικές αναφορές, ο τόνος του (με συχνή χρήση του α' ενικού προσώπου και της απεύθυνσης σε β', ενικό είτε πληθυντικό, πρόσωπο διαφόρων ταυτοτήτων) κυμαίνεται από τον λυρικό και τον στοχαστικό έως τον προφητικό και τον καταγγελτικό, οι δε εναλλαγές τόνου και περιεχομένου στα 24 μέρη του μαρτυρούν εξαιρετική αίσθηση της αρχιτεκτονικής. Συνολικά, μια εντυπωσιακή πρώτη εμφάνιση με πραγματικές ποιητικές αρετές, όσο και αν ενίοτε καταφεύγει σε κάποιες γλωσσικές ακροβασίες και θεαματικές 'χειρονομίες'. Εν πολλοίς, λοιπόν, πετυχαίνει –χάρη στον αυστηρό έλεγχο των ποιητικών μέσων– σε ένα είδος όπου έχουν αποτύχει ουκ ολίγες ανάλογες προηγούμενες προσπάθειες. (Αξίζει, δηλαδή, τον κόπο, να αναζητήσετε φιλικό πρόσωπο που διαθέτει αντίτυπο, και να παρακαλέσετε για ένα φωτοαντίγραφο.)

Στο Αμπερλουδαχαμίν (Υποκείμενο, 2015), που και πάλι αποτελείται από ένα μόνον ποίημα, μα χωρίς σαφή χωρισμό μερών, το εύρος της σύνθεσης έχει περιορισθεί δραστικά: στο βιωματικό και οραματικό πεδίο. Το ύφος, παραμένοντας γλωσσικά και εκφραστικά πλούσιο, έχει τιθασευθεί, και ο βηματισμός του ποιήματος επιβάλλεται στον αναγνώστη ακόμη πιο αποτελεσματικά.

Ο βασικός μύθος του ποιήματος, αντί να διαθλάται σε ποικίλες όψεις των αμαρτιών και των πληγών της πόλης και του έθνους, εστιάζει στην πρώτη και την τελευταία συνάντηση του αφηγητή με τον Δαίμονα της Τέχνης, και στην μεταξύ αυτών των δύο επεισοδίων περιπλάνησή του. Για την μετατόπιση της εστίασης, προειδοποιούμαστε εξαρχής: την θέση της διπλής προμετωπίδας τού Αδράξτε την νύχτα, με τον φιλοσοφικό-αισθητικό λόγο του Λορεντζάτου και τον τραγικό-ιστορικό του Αισχύλου, έχει πάρει η φράση του Αντόνιο Πόρτσια, “Όταν όλα έχουν γίνει, τα πρωινά είναι θλιμμένα” – που φέρνει στον νου και το “Θλιμμένη η σάρκα, φευ / Και τα βιβλία, τα 'χω όλα διαβάσει” του Μαλλαρμέ. (Η έκδοση είναι προσεγμένη· δεν διακρίνω, ωστόσο, την λειτουργία των –ωραίων, κατά τα λοιπά– εικόνων στις σελίδες 36-37.)

Κάποια νύχτα, όταν ήταν μικρό παιδί, ο αφηγητής ένιωσε να τον αγγίζει στο κεφάλι το αγαπημένο υποκείμενο (λίγο σαν νυχτερίδα: το ζώο του οποίου την μορφή υιοθετεί για ν' αποκοιμηθεί ο αφηγητής στο τέλος τού Αδράξτε τη νύχτα – και θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς πλήθος άλλα, πέρα απ' τα προφανή, σημεία 'διαλόγου' μεταξύ των δύο βιβλίων, αλλά δεν είν' αυτός ο στόχος τούτου του κειμένου). Η συνάντηση τον τρομοκρατεί μα και τον αναστατώνει, ώστε να μην παύει να την αναπολεί και να αδημονεί για την επανάληψή της. Το 'χρίσμα' που έλαβε τον απομονώνει σταδιακά όλο και περισσότερο από τους λοιπούς ανθρώπους, όσο καθυστερεί η ποθητή επόμενη συνάντηση με το “αγαπημένο υποκείμενο”, που θα αποκαλύψει την ταυτότητά του: δεν είμαι ο διάβολος είμαι η Τέχνη. Η εν σώματι επαφή, ωστόσο, δεν θα επαναληφθεί, και ο αφηγητής θα θαφτεί ζωντανός μες στο χώμα (του χρόνου) που συσσωρεύεται γύρω του. Αλλά σαν να μην πρόκειται για θάνατο: καίτοι θαμμένος, ο αφηγητής μιλά· ρωτά –στον τελευταίο στίχο– το “αγαπημένο υποκείμενο”: τι χώμα έχουνε τα μάτια σου; (Και, προφανώς, έχει 'επιζήσει' για ν' ανοίξει το ποίημα: να ζω το θρίαμβο που όλο αναβάλλεται [] / να ζω την πτώση που όλο αναβάλλεται.) Ίσως μάλλον να έχει απλώς επιτευχθεί η ευκταία γείωση στο γόνιμο έδαφος του θανάτου (αντί για τον εγκλεισμό στο μπουντρούμι της λελογισμένης έμπνευσης), απαραίτητη για να ξεπηδήσει με χυμούς η τέχνη. 

Ανάμεσα στις δύο συναντήσεις, και για να ξαναβρεί την χάρη της πρώτης, ο αφηγητής θα έχει αποπειραθεί την πολιτική στράτευση (και απογοητευθεί), επιτηδευθεί τον επί παραγγελία επικηδειογράφο, δει και ακούσει, σε γη και σε θάλασσα, σημεία και χρησμούς για το νόημα του κόσμου και του πολιτισμού, επιχειρήσει να κηρύξει τα ευρήματά του αυτά στα παιδιά, φυλακισθεί,  ευχηθεί τον πόλεμο, καταραστεί την ανθρωπότητα, και αποφασίσει την αυτοκτονία. Τότε ακριβώς (ξανα)φανερώνεται ο δαίμων – για να του προσφέρει την αμφίβολη σωτηρία. Μα ίσως αυτή η μηδέποτε ολοκληρούμενη συνάντηση, το διαρκώς αναβαλλόμενο ζευγάρωμα (έρχομαι Τέχνη έρχομαι) με τον Δαίμονα της Τέχνης να είναι και η απαραίτητη προϋπόθεση για την καλλιτεχνική δημιουργία.

Το 'θέμα' είναι 'Μεγάλο' και διόλου πρωτότυπο· ο ποιητικός τρόπος, θα λέγαμε παράτολμος. (Ο προφητικός τόνος έχει ωριμάσει και χρησιμοποιείται εδώ επιτυχέστερα.) Τι διασώζει, λοιπόν, το ποίημα από την γραφικότητα – ή την αδιαφορία για κάτι που υπό άλλες συνθήκες θα ηχούσε πεποιημένο ή παρωχημένο; Νομίζω, η αγκίστρωσή του σε ένα αναγνωρίσιμο, 'καθημερινό' και όχι εξαιρετικό, α' πρόσωπο (δεν το καλούν σε παιδικά πάρτυ επειδή δεν φοράει 'σταράκια', π.χ.)· η γλώσσα του, που, αν περιέχει εκφράσεις μεταφυσικού στοχασμού και στοιχεία μεγαλορρημοσύνης, παραμένει στέρεα σημερινή και ζωντανή (να με ακούσουν τα παιδιά που ρώτησαν διστακτικά / μαμά τι είναι ουρανός; / κι αυτή απάντησε ένα ντουβάρι)· η πρωτοτυπία, η δύναμη και πολυσυλλεκτικότητα των εικόνων του (τα 'σημεία' που φανερώνονται στον αφηγητή περιλαμβάνουν τον σχεδόν-άλμπατρος γηραιότερο γλάρο της Μάγχης, μα κι ένα πλαιυμομπίλ ποντισμένο χρόνια στο νερό)· η αριστοτεχνική δοσολόγηση όλων των συστατικών του επικού: του αφηγηματικού, του περιγραφικού, του στοχαστικού κ.ο.κ.· ο θαυμαστός και ακατάβλητος μουσικός κυματισμός του ποιήματος· αλλά και το λεπτότατο χιούμορ (το αγαπημένο υποκείμενο δε θα φανεί / ας πάει στο διάολο). Τέλος –ενδεχομένως και το σημαντικότερο, μιας και ο ιδεολογικός δογματισμός μπορεί να καταστρέψει και το 'ωραιότερο' έργο τέχνης– η συντηρούμενη αμφιθυμία του για το ευκταίον του χρίσματος από τον Δαίμονα της Τέχνης: δεν μας παίρνει το ναυαγοσωστικό ή δε γουστάρουμε να μπούμε;

Χάρη σε όλα αυτά, διαβάζουμε όντως ποίηση, και όχι ευφάνταστο παραλήρημα, ξαναζεσταμένη με νοσταλγία απόπειρα προσέγγισης της 'Υψηλής Ποίησης', πιασάρικη μπροσούρα, ή άψυχη πραγματεία.


*


Η κριτική αυτή δημοσιεύθηκε στο τεύχος 8 (Φθιν.-Χειμ. 2016) του περιοδικού "ΦΡΜΚ".

μιχάλης γιαννακάκης _ "σε δάσος σιδερένιο"












Το ολιγόστιχο και το πυκνό –κάποτε και ερμητικό– ποίημα έχει ιστορία και αρετές. Αφενός μας θυμίζει τα σωζόμενα θραύσματα των Αρχαίων Λυρικών, αφετέρου προτιμήθηκε και τιμήθηκε από σημαντικούς Μοντερνιστές που έδωσαν, μέσω αυτού, το καλύτερο έργο τους. Επιτρέπει τον μέγιστο έλεγχο του ποιητικού υλικού, ενώ δεν αφήνει περιθώρια να κρυφτεί 'δεύτερο πράμα'.

Πριν από δέκα, είκοσι χρόνια, δεν ήσαν λίγα τα ελληνικά ποιητικά βιβλία που κατεξοχήν απαρτίζονταν από τέτοια ποιήματα, και δεν είναι δύσκολο να αναφέρουμε ενδεικτικά, ως παραδείγματα και υποδείγματα, κάποιες ποιήτριες που υπηρέτησαν –και υπηρετούν– άξια αυτήν την μορφή: Μαίρη Γιόση, Μαρία Κούρση, Μαρία Λαϊνά, Αθηνά Παπαδάκη, Αλεξάνδρα Πλαστήρα. Σήμερα, ωστόσο, στον εν μέρει μεταμοντερνιστικό και εν πολλοίς γνησίως ελλαδίτικο κυκεώνα όπου έχει συρθεί η ποιητική σκηνή μας, σπανίζουν παρόμοια αξιόλογα βιβλία νεοτέρων. (Δυο ονόματα που πρόχειρα έρχονται στον νου είναι του Αργύρη Παλούκα –με το πρώτο του βιβλίο, Το ξέφτι, 2007– και του Μόμα Ράντιτς – με το μόνο μέχρι στιγμής βιβλίο του, την Πόρτα του 2010· και από τους δύο προσδοκούμε την ανάλογη συνέχεια.) Η ανεξήγητη επάνοδος των μετεφηβικών εξομολογήσεων, από την μια, και το 'τρεντ' των υπερφιλόδοξων 'πρότζεκτς', από την άλλη (για παράδειγμα, με κείμενα όπου στριμώχνεται η τρέχουσα, ζέουσα πολιτικοκοινωνική συγκυρία, ή με συνθέσεις όπου το ισχνό αποτέλεσμα πλέει μες στην πολλά νούμερα μεγαλύτερή του πρόθεση – το έρμο 'κόνσεπτ'), σχεδόν κυριαρχούν πια στο (στρεβλότατο) εκδοτικό τοπίο, και μοιάζουν να μονοπωλούν το ενδιαφέρον βιβλιοπαρουσιάσεων (ευλόγως) και κειμένων που διεκδικούν θέση κριτικής (μη ευλόγως).

Είναι, συνεπώς, και ευχάριστη και παρήγορη η εμφάνιση ενός βιβλίου όπως το Σε δάσος σιδερένιο του Μιχάλη Γιαννακάκη (Οδός Πανός, 2015). Ίσως δεν είναι άσχετο με την ποιότητά του το γεγονός ότι εδώ συνάγονται τρεις ομάδες ποιημάτων που πρωτοπαρουσιάστηκαν ως αυτο-εκδόσεις τα έτη 1995, 2005, και 2014. (Η ολιγογραφία, και αν δεν συναρτάται μονοσήμαντα με την γραφή ολιγόστιχων και πυκνών ποίημα, είναι, οπωσδήποτε, άλλη μία σπανίζουσα αρετή – ωφελιμότατη για γράφουσές τε και αναγνώστες.)

Επτά, λοιπόν, οκτώ, και οκτώ ποιήματα στις τρεις ενότητες, “Οι μέρες σαν λέξεις”, “Ακοή”, και “Γραμμή”. Δεν είναι, φυσικά, όλα τα ποιήματα το ίδιο πετυχημένα. Τα πιο αδύναμα ρέπουν προς την κοινοτοπία (π.χ. το μονόστιχο ποίημα: Λόγος χαράζει το χρόνο). Άλλα θα ωφελούνταν από ακόμη περισσότερη πύκνωση (π.χ. το δίστιχο ποίημα: Ο λόγος είναι φως στη γρίλια, / Ορίζοντας στο βλέμμα. μοιάζει να έχει ήδη ολοκληρωθεί με τον πρώτο στίχο.) Δεν κερδίζουν όλα από την ενίοτε επιτρεπόμενη ομοιοκαταληξία (π.χ. θλίψη / ύψη, αισθημάτων / αρωμάτων). Και κάποια –σαφώς και ευτυχώς όχι κυρίαρχα– 'ποιήματα-ορισμοί' (π.χ. Φως ιερό του Ισιδώρου / Την αγωνία της πλάνης σκορπά, / Την τρικυμία της ελευθερίας ορίζει.), είδος επικίνδυνο όσο και αυτό των 'ποιημάτων-αφορισμών', δεν βρίσκουν ακριβώς στόχο.

Ωστόσο, επτά πολύ καλά ποιήματα επί συνόλου εικοσιτριών είναι επίτευγμα διόλου ευκαταφρόνητο. Ακόμη περισσότερο, όταν αυτά είναι καλά μ' έναν πολύ προσωπικό τρόπο, και –πάνω απ' όλα– όταν, χάρη στην αξία τους, καταφέρνουν να επιβάλουν το κλίμα τους σε ολόκληρο το βιβλίο, ώστε οι προδιατυπωθείσες επιφυλάξεις να απαιτούν αυστηρό 'ψείρισμα' για να εγερθούν. Και όταν, ακόμη και στα λιγότερο δυνατά ποιήματα, δεν υπάρχουν ούτε γλωσσικά στραβοπατήματα, ούτε ακυρολεξίες· δεν έχεις να προτείνεις εναλλακτικές διατυπώσεις· τα δέχεσαι ως έχουν ή τα κάνεις λίγο πέρα για να δεις την σύνολη ποιητική γραμμή καθαρότερα· κι είναι κι αυτό ενός είδους επίτευγμα: στην δόμηση του βιβλίου.

Τι μας λένε λοιπόν τα δυνατότερα ποιήματα του Μ.Γ.; Το “Σύννεφο”, το “Δείλι”, ο “Κινηματογράφος”, που ανοίγουν την πρώτη ενότητα, είναι 'αστικά'· το “[Λόγος είναι ο δρόμος...]” της δεύτερης, και τα τρία που κλείνουν την τρίτη (“[Πλάγιος δεύτερος σωπαίνει...]”, “[Καλοκαίρι...]”, “[Ορίζοντας ανοίγει...]”), 'της υπαίθρου'. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του 'σκηνικού' –και είτε το 'θέμα' είναι τοπίο, προσφιλής μορφή, άλλη εικόνα ή ανάμνηση– διαπιστώνουμε παρόμοιους αναβαθμούς πρωτότυπης παρατήρησης και σταδιακής πύκνωσης· απόσταξη που δεν φτάνει ώς την αποξήρανση· εικαστική παράταξη που απροσδοκήτως απογειώνεται στην μεταφορά.

Ώστε δύο κύριοι τρόποι δημιουργούν το ποίημα. Ένα γρήγορο και 'σφιχτό' μοντάζ που, αφού ορίσει έναν κλειστό χώρο εικόνων, τους επιτρέπει να αντηχούν εντός του, μα και τους επιβάλλει να απηχούν η μια την άλλη με κάθε δυνατό συνδυασμό: Καλοκαίρι / Απανεμιά / Κατσουνάκι / Άργιλος / Κατσουνάκι ξανά. Ή μια συστοιχία εικόνων, όπου καθεμιά συνιστά μεταφορά της προηγούμενης (ή της επόμενης): Ορίζοντας ανοίγει με χαρτί και μολύβι / Η ένωση του λαιμού με την ωμοπλάτη / Γίνεται βροχή / Καταρράκτης / Φαράγγι των νεκρών στη Ζάκρο.

Οι ποιητικοί αυτοί τρόποι –που απαρτίζουν, εντέλει, ύφος– βασίζονται όχι μόνον στην ιδιοτυπία βλέμματος και διανοητικής κίνησης, αλλά –βεβαίως, και πώς αλλιώς– και στην τέχνη: την χρήση αμφίσημων διασκελισμών που εκπλήσσουν και εμπλουτίζουν (Λόγος είναι ο δρόμος. Το γεράκι / Η αναπνοή του βράχου.), κι ένα 'αυτί' που απομακρύνει την καλλιέπεια για να επιβληθεί σε φθόγγους και ρυθμούς: να τους θέσει υπό τον ζυγό του βηματισμού που παράγει το ποίημα. Όπου, πάντα, η λέξη προσφύεται στο πράγμα (και στην ποιητική ιδέα): έχουμε, δηλαδή, μια ποίηση ακριβείας, κι όχι μια ποίηση 'του περίπου'. Πλάγιος δεύτερος σωπαίνει / Μονοπάτι αρχαίο / Αμύγδαλο / Το χείλι σου τρέμει. 

*

Η κριτική αυτή δημοσιεύθηκε στο τεύχος 8 (Φθιν.-Χειμ. 2016) του περιοδικού "ΦΡΜΚ".

4.11.16

spotkanie w polsce / συνάντηση στην πολωνία



















Η χθεσινή “Συνάντηση στην Πολωνία” (στο Βιβλιοπωλείο "Επί λέξει"), εκτός από συνάντηση για το βιβλίο “Πολωνία” (Καστανιώτης, 2016), εξελίχθηκε σε συνάντηση με την ίδια την Πολωνία στην Αθήνα: χάρη στην τιμητική και συγκινητική παρουσία μαθητριών και μαθητών του Γυμνασίου από το Σχολείο “Zygmunt Mineyko”, της –περαστικής από την πόλη μας– Καθηγήτριας Κλασσικής Φιλολογίας, κυρίας Wanda Popiak, της Dorota Jędraś, και άλλων μα, βεβαίως, πρωτίστως της Beata Żółkiewicz, που μίλησε για την πατρίδα της όπως την είδε μες στο βιβλίο, και διάβασε, σε δική της μετάφραση δύο ποιήματα απ' αυτό: το “Łazienki” και το “Βαρσοβία 1863 / 1944, Παρίσι 1883”. Η συμβολή της καθώς και αυτές –λόγια και απαγγελίες– της Μαρίας Τοπάλη, της Αλεξάνδρας Πλαστήρα και της Τζούλιας Τσιακίρη, έκαναν την χθεσινή βραδιά αυτό που ήταν – μαζί με τους φίλους, παλιούς και νέους: φίλους των προσώπων μα και των λέξεων. 


















Η Μπεάτα Ζουλκιέβιτς είπε, μεταξύ των άλλων: “Γι' ακόμη μια φορά, έμαθα –σιγουρεύτηκα– γι' αυτήν την απλή αλήθεια: πως η ποίηση δεν έχει σύνορα, πως είναι εξ ολοκλήρου μια μεταφορά. Κι έτσι η “Πολωνία” μάς ταξιδεύει, εδώ, παντού. Η προσωπική μου εμπειρία μού το διαβεβαιώνει: αν γνωρίσεις καλά έναν πολιτισμό και αν προσπαθήσεις πραγματικά να τον καταλάβεις, ανοίγεις πιο ελεύθερα πια τα μάτια σου, το μυαλό σου και την καρδιά σου, πέρα από συγκεκριμένα σύνορα. Και, όταν γίνεται αυτό, μετά, τα ονόματα δεν έχουν πια τόση σημασία: η γνώση έχει σημασία.”

Η Tζούλια Tσιακίρη: “Θέλω να εφαρμόσω πάνω σε τρία ποιήματα του Π.Ι. τρεις 'υπερβάσεις' όπως τις διατύπωσε ο Γιώργος Αράγης στο δοκίμιό του για την λογοτεχνική θεωρία: τρεις υπερβάσεις που πρέπει να περάσει ένας απλός άνθρωπος για να γίνει ποιητής. Η πρώτη είναι η διαφοροποίηση: να γίνει άλλος, να πάει προς το άλλο (“4 Δεκεμβρίου”). Η δεύτερη είναι η ένταση: ο Ρίλκε έλεγε ότι όλες σχεδόν οι θλίψεις μας είναι στιγμές ψυχικής έντασης (“Δεύτερη επίσκεψη του φίλου”). Και η τρίτη είναι η εξαλλαγή του χρόνου: το παιχνίδι με τον χρόνο – που σημαίνει ότι η αίσθηση του αντικειμενικού χρόνου, για έναν ποιητή, δεν είναι η των χρονομέτρων, αλλά ότι υπάρχει ένα βιολογικό χρονόμετρο που καταγράφει τον αντικειμενικό χρόνο σύμφωνα με την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Έτσι γίνεται εξαλλαγή του πραγματικού χρόνου σε χρόνο ποιητικό ή προσωπικό. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στον ποιητή: μπορεί να συμβεί και στον απλό αναγνώστη, στον απλό άνθρωπο, όταν τον κυριέψει η συγκίνηση (“Ιούνιος 1986”).”

Η Μαρία Τοπάλη: “Τίθεται το ερώτημα τι είναι η 'Πολωνία' – στην οποία συναντιόμαστε. Μπορώ να πω ότι, χάρη στο βιβλίο, η 'Πολωνία' είναι μπόλικη γεωγραφία, όχι αποκλειστικά πολωνική· είναι μπόλικη ιστορία επίσης, όχι αποκλειστικά πολωνική· και είναι επίσης ένας τίτλος. Αυτή η “Πολωνία” έχει πολλά δικά μου περιεχόμενα και πολλά περιεχόμενα που βάζει ο ποιητής, και είναι ένας φακός, ένα φίλτρο, μέσα από το οποίο διαβάζουμε τα πράγματα. Και για μένα, η 'Πολωνία' είναι τρία πράγματα. Είναι πένθος· είναι δύναμη – μια απίστευτη δύναμη: πάντοτε είχα στο μυαλό μου την Πολωνία ως κάτι το ασύλληπτα δυνατό, διότι δεν μπορεί παρά να είναι πάρα πολύ δυνατό κάτι το οποίο υπάρχει χωρίς να του επιτρέψουν να υπάρχει· και το τρίτο είναι: διαμελισμός”.

Και η Αλεξάνδρα Πλαστήρα: “Αυτή η “Πολωνία” είναι, στο αίσθημά μου, σαν γέφυρα. Και τι κάνει μία γέφυρα; Τροποποιεί τον χωρισμό, την απόσταση. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, αυτές τις καταστάσεις –τον χωρισμό, την απόσταση, τη διαφορά: του αέρα, της ύλης, όποια είναι αυτή– σαν συνάντηση. Είναι μία συνάντηση, η γέφυρα. Αυτό είναι κάτι που θέλει διακαώς η ποίηση. Και πιστεύω ότι αυτό που θέλει η ποίηση, μας συμφέρει όλους.”


















[φωτ.:Καλλιρρόη Παπαγεωργίου.]