19.6.16

Ποίηση και εαυτός


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Και η ποίηση, όπως κάθε τέχνη –τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο τους τελευταίους αρκετούς αιώνες– έχει ως αφετηρία την αυτο-έκφραση. Μα για να φτάσει να αξιωθεί το όνομα της ποίησης (της τέχνης), θα πρέπει (και) κάτι άλλο να συμβεί: ακριβέστερα, θα πρέπει κάτι άλλο να κάνει το ίδιο το ποίημα (το έργο τέχνης), πέρα απ' το να εκφράζει έναν 'εαυτό'. (Τούτο προσπάθησα κάπως  να προσδιορίσω, εδώ.) Άρα, όσο και αν ο βίος της ποιήτριας αναποφεύκτως τρέφει το έργο (βίος, πέρα από τα 'βιώματα', είναι και η σκέψη, και ο στοχασμός για άλλα έργα, κ.ο.κ.), το άξιο του ονόματός του ποίημα πάντα υπερβαίνει την αυτοβιογράφηση και την εξομολόγηση. (Εξού και δεν θα έπρεπε, κατά την γνώμη μου, καν να συζητούνται ως ποιητικά, πλήθος κείμενα: σημερινά και στη γλώσσα μας, μα και αλλοτινά, και σε άλλες γλώσσες. Ενδεικτικά και συνθηματικά: συγκρίνετε την 'χρήση εαυτού' της δημοφιλέστατης ποιήτριας Ντίκινσον και του δημοφιλέστατου Μπουκόφσκι.)

Πώς τις υπερβαίνει; Είναι επαρκής απάντηση η “απεύθυνση”; (Απεύθυνση μπορεί να έχει και μια οποιαδήποτε εξομολόγηση.) Ή μήπως πρέπει, σχεδόν ταυτολογικά, να παραδεχθούμε ότι η μόνη δυνατή απάντηση είναι: “δια της τέχνης”; Χρησιμοποιώντας, δηλαδή, όλα εκείνα τα –π.χ. ασυνήθη στον τρέχοντα λόγο– μέσα που θα μεταμορφώσουν το κείμενο από απλή εκπορευόμενη έκφραση, σε ακτινοβολούσα αυτόνομη οντότητα. Όποτε τούτο συμβαίνει –όποτε, δηλαδή, όντως υφίσταται ποίημα–, το οιοδήποτε γραμματικό πρόσωπο (α', β', γ' – του ενικού ή του πληθυντικού, αδιάφορο) έχει αυτομάτως απωλέσει την συμβατική του διάσταση, και καταστεί προσωπείο του (δυνάμει) οικουμενικού (και εκ νέου απείρως εξατομικεύσιμου).

Τώρα, ας έρθουμε στο πιο δύσκολο ερώτημα: ο ποιητής, καθώς γράφει ένα ποίημα, 'συλλαμβάνει' και μας προσφέρει ένα κομμάτι του εαυτού του, ή (αντιθέτως, μα και ενδεχομένως συμπληρωματικά) διερευνά κάτι ώς τότε άγνωστό του, 'εφευρίσκοντας', κατά την διαδικασία της γραφής, αυτό που θα μας προσφέρει, και το οποίο, με το πέρας της διαδικασίας, θα έχει γίνει κομμάτι (και) του 'εαυτού' του;

Είτε την πανάρχαια πίστη στον 'οικείο δαίμονα' επικαλεστούμε, είτε την πιο πρόσφατη ψυχανάλυση, δεν μπορούμε παρά να δεχθούμε ότι ο 'εαυτός' απαρτίζεται και από άγνωστές μας περιοχές: κάποιες, δε, τόσο σκοτεινές, που συχνά μοιάζουν (ή, κατ' άλλους, είναι) εξωτερικές προς αυτόν. Άρα, κάτι που μοιάζει καινοφανές εύρημα, μπορεί να είναι απλώς προϋπάρχον κτήμα που αποκαλύφθηκε. Ωστόσο, οπωσδήποτε και η διερεύνηση με σκοπό την (γνωσιακή ή αισθητική) κατάκτηση των 'εκτός εαυτού' (“του κόσμου”) ανήκει στους τρόπους της τέχνης.

 

~

 

Ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από την συμβολή μου στο 4ο σκέλος μιας "Συζήτησης για την ποίηση τώρα", που διεξήχθη την άνοιξη του 2016 στο τ. 7 του περιοδικού "ΦΡΜΚ" μεταξύ των επτά μελών της συντακτικής του ομάδας: Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Φοίβης Γιαννίση, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Γιάννας Μπούκοβα, και Θοδωρή Χιώτη. Έλαβε την ολοκληρωμένη και τελική μορφή της στο βιβλίο: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018).

Η φωτ. μου είναι από το ΚΠΙΣΝ, Ιούνιος 2018.

προς αριστόδικον



















ΠΡΟΣ ΑΡΙΣΤΟΔΙΚΟΝ


Μετά την εξόρυξη, αν το μάρμαρο δεν πρόκειται να δουλευτεί αμέσως, το χώνουν πάλι μες στο χώμα: να μείνει δροσερό, να διατηρήσει τους χυμούς του.

~

Στα θεμέλια του σπιτιού όπου παραθερίζαμε τα παλιά χρόνια, είχε βρεθεί αρχαίος δρόμος, με ίχνη αμαξιού στον βράχο. Και, πλάι του, μια επιτύμβια στήλη. Στο πιο πάνω τετράγωνο, οι αρχαιολόγοι ούτε που διαμαρτύρονταν όταν χωνόμουν μες στα πόδια τους. Κι αφού εγκαταλείψαν την ανασκαφή, πήγαινα κι έκρυβα εκεί θησαυρούς μικρούς ανάμεσα στα αρχαία: έναν φακό, μια μπατταρία πλακέ, ένα κουτάκι σπίρτα, δυο αυτοκινητάκια. Για ώρα ανάγκης.

~


Γεννήθηκα απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Από παιδάκι, όποτε έμπαινα, έστριβα αριστερά και, με ανασηκωμένο το κεφάλι, γύρευα το μειδίαμα των Κούρων.

Αυτοί οι επιτύμβιοι ανδριάντες ήτανε χρέος στον νεκρό που το υπαγόρευε κάποια υψηλότερη τάξη πραγμάτων;

Πώς έδωσε μορφή η τέχνη σε τέτοιες επιθυμίες;

Σχεδόν ταυτόχρονα εμφανίστηκαν αγάλματα στα ιερά των θεών και στους τάφους. Το επιτύμβιο άγαλμα είναι και μορφή του αντικειμενικού χρέους προς τον νεκρό, και εκπλήρωση της πνευματικής ανάγκης των ζωντανών να έχουν μπροστά τους την εικόνα του.

Βγαίνοντας, έκανα τσουλήθρα στα επικλινή μάρμαρα, δεξιά κι αριστερά απ' τα φαρδιά σκαλοπάτια του προαύλιου. Τα μάρμαρα, βαθουλωμένα στη μέση, γλυμμένα από την χρήση, ήσαν σχεδόν απαλά – και πάντα ζεστά.

~



















Ο Αριστόδικος, ο τελευταίος Κούρος, δεν χαμογελά.

Τα μάτια του Αριστοδίκου ισκιώνουν –όχι μόνο κυριολεκτικά, από την πλαστική της κόχης τους– αλλά και μεταφορικά, σαν από τον ίσκιο της μνήμης.

Στο Μουσείο, τον συναντάμε όντως τελευταίο στην σειρά έκθεσης των Κούρων. Ο Χρήστος Καρούζος –Διευθυντής από το 1942 ώς το 1964, δεινός αρχαιολόγος, απαράμιλλος συγγραφέας, λάτρης της ποίησης– που τον αγάπησε και τον μελέτησε, υπολογίζει πως θα πέθανε στα 25 του χρόνια, περί το 500 π.Χ.. Σε πολύτιμο μάρμαρο της Πάρου –το ιδανικότερο για το πλάσιμο του σώματος– ζήτησαν οι δικοί του να λαξευτεί ολόγλυφη η μορφή του. Την έστησαν στον τάφο πλάι στον δρόμο –όπως συνηθιζόταν– έξω από τα κτήματά τους στα Μεσόγεια, στη θέση “Φοινικιά”. Μα είκοσι χρόνια αργότερα, πλάγιασαν και το άγαλμα πάνω από το θαμμένο σώμα, το σκέπασαν με χώμα. Να σώσουνε το σήμα του νεκρού από τους Πέρσες, που θα κατέκαιγαν όλη την Αττική, ώς και τον Παρθενώνα.

Άφθαρτο σχεδόν, προστατευμένο απ' την βροχή και από τον ήλιο, το μάρμαρο ξαναγύρισε στη γη.

Αναδύθηκε πάλι 25 αιώνες αργότερα.

Το 1944, ο κτηματίας στέλνει εργάτες να οργώσουν το χωράφι του. Το άροτρο βρίσκει στην πέτρα. Ξανά και ξανά. Πιάνουνε τσάπες να τη βγάλουν, ξεθάβουν σώμα ακέραιο.

Μόνο τα χέρια λείπουν. Και τα πόδια σπάζουν στα λεπτά σφυρά.

Θα ήτανε αχαριστία να παραπονεθούμε για τον βαθμό διατήρησής του. Μόνο τα χέρια λείπουν ολότελα. Από τις μικρότερες πληγές, η πιο ενοχλητική είναι η παραμόρφωση στα μάτια, στα χείλη
και στη μύτη πριν απ' όλα, που θα οφείλονται στο συχνό πέρασμα του αλετριού από πάνω τους.


Για χρόνια πέρναγε το αλέτρι
πάνω από το πρόσωπο

Ξανά και πάλι πέρναγε το αλέτρι
πάνω από το πρόσωπο


Φορτώνουνε το άγαλμα σε κάρο, το σκεπάζουν με άχυρα, το πάνε στο Μουσείο κρυφά. Στο άδειο Μουσείο: όλα τ' αγάλματα κοιμούνται ήδη θαμμένα μες στο χώμα, κάτω από τα δάπεδα των αιθουσών, απ' τις παραμονές της εισβολής των Γερμανών. (Εργασία πολύμηνη και μυστική· πρωτοστατεί η Σέμνη Καρούζου.)

Τα μνημεία που σώθηκαν είναι “παίδες της τύχης”.

~

Παλεύω ακόμα να δω
τι κράταγαν τα χέρια

Καρπούς
φιάλη τάσι
όπλο ή χαλινάρι

Ή τίποτα –
Παλάμες ανοικτές
γεμάτες ερχομό

Θα μπορούσαν να κρατούν
ζυγό
να τείνουν
τα δίκαια αντίθετα
Όμως λείπουν

Στην γη
απ' όπου βγήκαν
επέστρεψαν άπρακτα
Όπως το όρισε
η τάξη του χρόνου

Τώρα σε ίση απόσταση
σπασμένα
ισορροπούν



















~

Το άγαλμα δεν απλώνει τον κόσμο του προς τα έξω, αλλά έχει συμμαζέψει τις δυνάμεις του και σαν να συλλογιέται κάτι που αναδεύει μέσα του.

Ο Καρούζος, στην εργασία του για τον Αριστόδικο, περιλαμβάνει και μακρύ κατάλογο
αττικών γλυπτών της περιόδου 550-480 π.Χ.. Εκεί, δυο φορές μνημονεύει τον Ρίλκε:

540-530
...
Στήλη δυο αδερφιών Νέας Υόρκης και Βερολίνου – απαραγνώριστη φαίνεται η συγγένεια του κεφαλιού του κοριτσιού με το κεφάλι “
Rilke” του Λούβρου
...
Αντρικό κεφάλι Λούβρου 695 – που ίσως, κατά τον
Haussmann, να είναι αντικείμενο του σονέττου του Rilke Fruehe Apollo”


Όπως, καμμιά φορά, από κλαδιά γυμνά ακόμα,
κρυφοκοιτάζει μέσα ένα πρωί
έχοντας μπει στην άνοιξη για τα καλά:
έτσι στην κεφαλή του τίποτε δεν σταματά

την λάμψη των ποιημάτων όλων να μας χτυπά
σχεδόν θανατηφόρα· γιατί δεν είν' ακόμα
μες στο βλέμμα του σκιά κι οι κρόταφοί του
δροσεροί πολύ για δάφνες, ακόμ' αργεί

να υψωθεί ψηλόκορμος μεσ' απ' τα φρύδια
ο ροδώνας απ' όπου θ' αποσπώνται πέταλα, ένα ένα
ώς να σταθούν στο ρίγος του στόματος,

που σωπαίνει ακόμα, τρεμοπαίζει άθικτο
μονάχα κάτι πίνοντας με το χαμόγελό του
σάμπως να του σταλάζαν το άσμα του εντός του.


Πρόκειται για ποίημα που ο Ρίλκε έγραψε στο Παρίσι, στις 11 Ιουλίου του 1906. Παρότι έχει λήξει, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, με ρήξη των δύο ανδρών, η εννεάμηνη θητεία του ως γραμματέα του Ροντέν, τα Νέα Ποιήματά του –το Α' Βιβλίο (1907) των οποίων ανοίγει με αυτό ακριβώς το σονέτο– είναι γραμμένα υπό την επίρροια του μεγάλου γλύπτη, που σαν να του ξανάμαθε να κοιτάζει και να στοχάζεται. Τρία χρόνια νωρίτερα, προς το τέλος του δοκιμίου του, Ωγκύστ Ροντέν, ο Ρίλκε είχε γράψει για τα γλυπτά του: “μια σπουδαία χειρονομία μοιάζει να ζει και να εξαναγκάζει τον χώρο να συμμετέχει στην κίνησή της”.

~

Επάνω στη βάση υψώνεται η νεανική μορφή του Αριστοδίκου, λυγερή στη βαθύτερη σύλληψή της. Δύσκολα μπορούμε να πούμε ότι στέκεται. Πιο κοντά πηγαίνομε σε τούτη την εικόνα του ανθρώπου που σαλεύει, λέγοντας ίσως πως κρατιέται. Ούτε μπορούμε να μιλάμε για κατάσταση όπου έφθασε, αλλά για δύναμη που βρίσκεται σε δράση.

~

Οι επιτύμβιοι ανδριάντες σταματούν, όσο βλέπομε σήμερα, λίγο μετά τα 500 π.Χ., για καμμιά 60αριά χρόνια. Η αρχαιολογική έρευνα έχει δεχτεί, ομόθυμα σχεδόν, την εικασία του Milchhoefer ότι ένας νόμος που ο Κικέρων λέει ότι βγήκε στην Αθήνα “κάμποσον καιρό” μετά τον Σόλωνα, κατά της πολυτέλειας των σημάτων, πρέπει να ανήκει σ' αυτά ακριβώς τα υστεροαρχαϊκά χρόνια, και πιθανότατα στον Κλεισθένη, όπως έχει υποθέσει ύστερα ο Hirschfeld. Ο Κικέρων είναι γνωστό πως έχει πηγή τον Δημήτριο τον Φαληρέα, κι αυτός πάλι ο vir eruditissimus, παίρνει πληροφορίες και υποδείγματα για τους δικούς του ριζικούς περιορισμούς των επιτυμβίων από τον Πλάτωνα και από την αρχαιότερη αττική νομοθεσία. Ελκυστική υπόθεση αλλά υπόθεση μόνο ότι ο νόμος αυτός είναι σύγχρονος και όχι άσχετος με τον περί οστρακισμού νόμον.

Παρολίγο δεν θα υπήρχα

~


Α Ρ Ι Σ Τ Ο Δ Ι' Κ Ο: το όνομα του νεκρού στη γενική, στη βάση του αγάλματος.

Το απλό όνομα ενός ανθρώπου είναι ισοδύναμο με την ανωνυμία.

Η βάση σώζεται, και το όνομα, και η πλίνθος του αγάλματος. Αλλά –πράγμα παράξενο, αναπάντεχο για τέτοιο έργο– επιτύμβιο επίγραμμα, πουθενά.


Φωνή
που δεν φτάνεις απ' την πέτρα
λέγε

Ποιανού πρόσωπο;
Το μακρινό το αγγίζει
όπως ο πόνος επιστρέφει
στον μαύρο κάτοχό του

Τα μάτια πλέον
δεν εναντιώνονται
στο ωραιότερο πράγμα
να αναβλύσει
απ' την απαρνημένη ζωή

Κάθε πρωί
ένα τραγούδι επιζεί
Από τα όνειρα

Εκείνου, ποιο να στάλαξε
μες στα μισανοιγμένα χείλη
και όρθιος, ακέραιος τώρα τραγουδά;

Κατώφλι των ασμάτων
στόμα
νεότητας που χάθηκε

Μουσική
πνοή των αγαλμάτων
σιωπή των εικόνων

Χώρε της καρδιάς
αίφνης τόσο μεγάλε














Σημείωση: Το κείμενο αυτό είναι θραύσμα έργου εν προόδω, ενταγμένο σε ειδικά συμφραζόμενα για την έκδοση NICE! Είναι δυνατή η επιστροφή;, επιμ.: Salon de Vortex (Γ. Γρηγοριάδης & Γ. Ισιδώρου), εκδ. Lo and behold, 2016. Στον ίδιο τόμο δημοσιεύτηκαν και τα τρία ζεύγη φωτογραφιών μου που, μαζί με την φωτογραφία μου του αγάλματος, συνοδεύουν το κείμενο εδώ. Με πλάγια στοιχεία, φράσεις από την μονογραφία του Χρ. Ι. Καρούζου, Αριστόδικος (1961). Η μετάφραση του ποιήματος του Ρίλκε είναι της Μαρίας Τοπάλη. Η απόδοση της φράσης του Ρίλκε από το δοκίμιό του, Ωγκύστ Ροντέν, έγινε μέσω της αγγλικής μετάφρασης των Τζέσσι Λεμόντ και Χανς Τράουζιλ (1919).