15.5.15

λίνος ιωαννίδης _ "η θέση του χρόνου" [το ροδακιό, 2014]


















Τι μπορεί να προσφέρει σήμερα μια ποίηση λυρικο-δραματική, συχνά δε μέσω ενός λεξιλογίου που δεν διστάζει να δανείζεται από τον συμβολισμό, κι ας μην υιοθετεί τις χρήσεις του; Η απάντηση νομίζω πως δεν μπορεί παρά να είναι: “Ό,τι και οποιοδήποτε άλλο είδος ποίησης, αρκεί να είναι ποίηση – δηλαδή να φτιάχνει έναν κόσμο με λέξεις”.

Ο Λίνος Ιωαννίδης –που γεννήθηκε στην Λευκωσία το 1972, και ζει στην Αθήνα– εξέδωσε, από το 1993 ώς το 2006, πέντε βιβλία ποίησης. Αυτά συλλέγονται σήμερα στην προσεγμένη και ωραία, όπως πάντα, έκδοση του Ροδακιού. Ο τίτλος της συγκεντρωτικής επανέκδοσης προέρχεται από το ομότιτλο του τρίτου βιβλίου ποίημα. Η οκτάστιχη “Περιγραφή σχήματος” κλείνει ως εξής: “φέγγουν / οι σκιές με τα μαλλιά / με τα ρούχα στη θέση του χρόνου”. Άραγε, τα ρούχα των σκιών επέχουν θέση χρόνου (του χρόνου που χρειάστηκε μέχρι να γίνουν σκιές); Ή φέγγουν οι σκιές στη θέση του χρόνου; Και τότε, φέγγουν αντί του χρόνου, ή στον τόπο που προοριζόταν γι' αυτόν; Όλες αυτές οι ερμηνείες είναι πιθανές, μα καμιά δεν είναι βέβαιη: μια γόνιμη αινιγματικότητα συντηρείται με πολύ απλά μέσα, μας επιστρέφει στην αρχή του ποιήματος για να το ξαναδιαβάσουμε, και εξακολουθεί να επιβιώνει μετά από επαναληπτικές αναγνώσεις. Το ακριβές νόημα –δίχως να οχυρώνεται σε απωθητικό ερμητισμό– ίσα που ξεγλιστρά, με τρόπο μη σπάταλο, που δεν κραυγάζει, δεν γυαλοκοπά.

Ανεπιτήδευτο λεξιλόγιο, ταλαντούμενες εικόνες, χαμηλότονη αινιγματικότητα: τρεις αρετές του Λ.Ι. συμπυκνωμένες σε ένα ποίημα, και μάλιστα όχι από τα πιο αξιοπρόσεκτα, κατά την άποψή μου.

Ο “χρόνος” επανέρχεται, σε περίοπτη θέση: σε τίτλους ποιημάτων (“Καιροί”, “Χρόνος”, “Απόμακρο παρόν”), αλλά και του τέταρτου βιβλίου, Ο χρόνος του απρόσμενου καιρού, που συνιστά τομή, καθώς απαρτίζεται εξολοκλήρου και για πρώτη φορά από άτιτλα πεζά ποιήματα, το κλίμα των οποίων –αν θέλαμε να συνθηματολογήσουμε, υποβιβάζοντας την ιδιαιτερότητα του ύφους– εκτείνεται μέχρι και τον εξπρεσσιονισμό. (Στο επόμενο βιβλίο, τα πεζά ποιήματα έχουν εδραιώσει την θέση τους, συνεισφέροντας κάτι λιγότερο από το ήμισυ.)

Ωστόσο, νομίζω πως η ποίηση του Λ.Ι. ορίζεται κυρίως από το στοιχείο του νερού – και την ιδιότητα της ρευστότητας (στο νοηματικό επίπεδο, την συναντήσαμε ήδη). Το νερό και τα παράγωγα ή τα συγγενικά του (σύννεφα, βροχή, θύελλα, χιόνι, ατμός, ομίχλη, δάκρυα), η θάλασσα (το κύμα, το πέλαγο), το ποτάμι, η λίμνη, το πηγάδι, είναι συχνά ενεργά στοιχεία που συμμετέχουν στα τεκταινόμενα εντός του ποιήματος, και δεν αποτελούν απλώς σκηνικό του. Επιπλέον, η σχέση με το υγρό στοιχείο χαρακτηρίζει και άλλες έννοιες ή πράγματα: η νοσταλγία είναι “σταλάζουσα”, τα ακούσματα και οι δρόμοι, “υποβρύχιοι”, ο ιππότης φέρει “σκάφανδρο”.

Αξιοσημείωτο είναι πως ο κόσμος τον οποίο συστήνει ο Λ.Ι. στέκει λίγο ώς πολύ ολοκληρωμένος από το πρώτο του κιόλας βιβλίο, τον Εξώστη (1993): “Στο μεταξύ μεσολάβησαν θεομηνίες. // Φούντωσαν τα πανιά στις στέγες / κι απόμεινε στο μισοχάραμα, / την ψύχρα του βοώντας στο βαθύ μέλλον, / ο ξιφομάχος με τους Αγγέλους. / “Άγρυπνος, έμεινα τελευταίος”” (“Από λίμνες και βροχές βρεγμένος”). Ωστόσο, αν εκεί κυριαρχεί το εξομολογούμενο, λυρικό πρώτο ενικό πρόσωπο, ήδη από το δεύτερο βιβλίο, Λευκός (1994), αφήνει σταδιακά θέση και για το τρίτο ενικό πρόσωπο που στρέφεται στην παρατήρηση και την περιγραφή. “Κάτω από συσσωρευμένους ουρανούς / βροντά το στήθος και σημαίνει / την επιδείνωση του σκότους // Σ' εργαστήρι παμπάλαιων αρωμάτων και τρόμων / οι βαθμοί βαρύτητας καθορίζουν τον χρόνο // Τα πρόσωπα πέρασαν χτες / σ' εποχές απερίγραπτες” (“Καταγωγή”). Η ευστοχία των απροσδόκητων ποιητικών γειτνιάσεων έχει αυξηθεί: “Πυκνή σιγή τα συμπεράσματα των ανέμων”. “[Τ]ο ντυμένο σώμα / γεμάτο γκρεμούς κτιρίων”. “Η αμβλεία φωνή του δυσκόλευε τον ορίζοντα”. Ώσπου, στο προαναφερθέν τρίτο βιβλίο (1998), το πρώτο ενικό πρόσωπο εξοβελίζεται στις λιγοστές εμφανίσεις ευθέος λόγου. Οι στίχοι γίνονται πιο σύντομοι, και η έκφραση –επικουρούμενη και από την περιστασιακή χρήση μιας διακριτικής ομοιοκαταληξίας– αποκτά μια χάρη σχεδόν σαραντάρεια. “Ο μαρμάρινος περίπατος / μοιράζει τα σύννεφα / χωρίζει τα μέρη των ανέμων / το χώμα του νερού / το χώμα των δακρύων / κρατά τα τοπία και ραγίζουν τα δάχτυλα / παίρνει τα βήματα / κάτω στα κύματα / κοιμάται ρούχο ζωντανό / απλώνει ασήμι το νερό / και ο βράχος σαλεύει / την πλάτη / τη στάχτη του” (“Εγκάρσιες εικόνες”). Στο, επίσης προαναφερθέν τέταρτο βιβλίο (2001), ο προϋπάρχων έξοχος έλεγχος του ρυθμού απεμπολεί την στιχοθεσία και ζωντανεύει το πεζόμορφο ποίημα – οι εικόνες ξαναγίνονται πιο περίτεχνες, και πλέον κυριαρχούν το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο του πληθυντικού. Ίσως αυτή η γραμματική μεταβολή να μην είναι άσχετη με την μερική υποχώρηση της φύσης και του άχρονου, υπέρ του αστικού περιβάλλοντος, και των σύγχρονων αναφορών. “Χαμένοι μέσα στους ίσκιους φτάναμε στην πόλη με τους κτισμένους κήπους. Πολύχρωμα τα νέα λογοτεχνικά έργα προβάλλονταν γύρω και στα διαλείμματα οι κολυμβητές και οι κολυμβήτριες περνούσαν. Χειροκροτούσαν ενώ μεγάλα πουλιά στις οροφές τίναζαν με δύναμη τα φτερά τους. Το αρμονικό τους βλέμμα και οι χειρονομίες ερμήνευαν την πόλη.” Το πέμπτο βιβλίο, Φωνή γραμμένη (2006), σαν να συνοψίζει και να συνθέτει τις έως τώρα κατακτήσεις τρόπων και θεμάτων. το δε πρώτο ενικό λυρικό πρόσωπο, επανακάμπτει ωριμότερο. “Με χιονισμένες τις φωνές τους τα σώματα περνούν ανάμεσα σε κολόνες και δέντρα. Ζώα κομψά προχωρούν κι όργανα πνευστά αστράφτουν. Άνθρωποι ψηλοί, γονείς με τα παιδιά τους, περνούν ανάμεσα σε αγάλματα και πίδακες. Σύννεφα φέγγουν τους ανάγλυφους ίσκιους στα κτίρια κι από τις ρωγμές λευκά φυτά ανεβαίνουν τους τοίχους. Δέντρα χειμερινά φυσούν, διάφανα πουλιά ακούγονται να μιλούν, γεμίζουν με ψιθύρους τον αέρα, ακούγονται ονόματα.”


Ο τρόπος και η φωνή του Λ.Ι. έχουν ορίσει και ανοιχθεί σε έναν χώρο γοητευτικό και αναγνωρίσιμα προσωπικό. Θα είχε ενδιαφέρον η συνέχεια να περιελάμβανε την επέκταση της πρωτότυπης λυρικο-δραματικής περιγραφής μέχρι και την δημιουργία ποιητικών συμβάντων μέσω της ίδιας της γλώσσας.

~

[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "[ΦΡΜΚ]", τ. 5, Άν.-Καλ. 2015.
Φωτ.: Π.Ι.]

1.5.15

Καλλιτεχνικοί πρόγονοι


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν μου είναι δυνατόν να προσδιορίσω τους καλλιτεχνικούς 'προγόνους' μου, με την έννοια της γενεαλογίας ή της επιρροής, όπως θα τους αναζητούσε ενδεχομένως μια κριτικός λογοτεχνίας. Μπορώ μόνον να μιλήσω για ποιητές –και άλλους καλλιτέχνες– το έργο των οποίων θαυμάζω και μελετώ, άρα είναι βέβαιο ότι έχουν καθορίσει τον τρόπο που προσλαμβάνω και απολαμβάνω την τέχνη, και συνεπώς  πιθανό –ή και ευκταίο– να έχουν συνδιαμορφώσει τον τρόπο που γράφω.

Αυτονόητα βαραίνουν περισσότερο όσοι έγραψαν ελληνικά: υλικό της ποίησης είναι η γλώσσα – υλικό, όμως, που είναι συγχρόνως το κυριότερό της εργαλείο. Τα άλλα εργαλεία της, μπορεί και να 'ναι αμέτρητα: πρώτη-πρώτη, ανυπερθέτως, η ζωή-στο-παρόν, μα ζευγαρωμένη με τον αναστοχασμό της. η αφοσιωμένη παρατήρηση αλλά και η, ανοιχτή στα χαμόγελα της τύχης, 'ελεύθερη προσοχή'. η βιωμένη σκέψη... Όλα αυτά μπορούν, βεβαίως, να 'ακονιστούν' και μέσω της τριβής με ξενόγλωσσες λογοτεχνίες, καθώς και με άλλες τέχνες. Αν δε, στις πρώτες, μελετάται το πρωτότυπο, το κέρδος είναι διπλό, καθώς καθίσταται δυνατόν, όσο το επιτρέπει η ξένη γλώσσα, να την παρατηρούμε ως δρώντα –και διαφέροντα από τον δικό μας– ποιητικό 'μηχανισμό': ως ένα άλλο υλικό-και-εργαλείο (κάτι που συμβάλλει στην πολυτιμότητα της μεταφραστικής εργασίας ως προσωπικής άσκησης γραφής.)

Από όσους με συντροφεύουν μέχρι σήμερα, άλλοτε κρατώ το σύνολο του έργου τους –κι ας έχει 'διακυμάνσεις' (ποιο δεν έχει;)– και την πορεία τους εντός του: πέρα από τους 'γεννήτορες' της νεοελληνικής ποίησης, Σολωμό και Καβάφη, αυτό ισχύει και για τον Κάλβο, τον Εγγονόπουλο, τον Παπατσώνη, την Βακαλό, τον δοκιμιακό Τερζάκη, τον σύνολο Γιώργο Χειμωνά. Άλλοτε πάλι, κάποιες περιόδους: τον ώριμο Σικελιανό και τον ώριμο Καρυωτάκη, τον πρώτο –ώς και το Μυθιστόρημα– και τον στερνό –στα Τρία κρυφά ποιήματα– Σεφέρη, διάσπαρτον Ελύτη – Φωτόδεντρο, Τύψεις, Ετεροθαλή, Μονόγραμμα, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Και άλλοτε, κάποιες άπαξ κορυφές: την Αμοργό του Γκάτσου, τις Ωδές στον Πρίγκηπα του Ασλάνογλου, το Μ' ένα στεφάνι φως της Μαστοράκη. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει, πως δεν με 'βοηθούν' και άλλοι: π.χ., κάποιοι ποιητές της κατ' Αναγνωστάκην “χαμηλής φωνής”. (Ας σημειώσω δε και το προφανές, όσο και αν ακούγεται ακραίο: ακόμα και ενός ποιήματος η αξία μπορεί να διαχέεται και να αντηχεί σε έκταση κι ένταση δυσανάλογα μεγάλη.) Επειδή, όμως, σε κάθε κατάλογο ονομάτων, δεν είναι τυχαίες όλες οι παραλείψεις, θεωρώ τίμιο να δηλώσω δύο αποσιωπήσεις ως σκόπιμες: του Παλαμά και του Ρίτσου.

Από τις γλώσσες που περισσότερο ή λιγότερο κατανοώ, ας μνημονεύσω το σύμπαν-Σαίξπηρ, το σύμπαν-Γουλφ, τον Έλιοτ, τον Πάουντ, τον Ώντεν –για την απίστευτη ικανότητά του να φτιάχνει ποιήματα απ' ο,τιδήποτε–, την Κάρσον, την σαγηνευτική γυμνότητα του Σταντάλ, την Γιουρσενάρ –μαζί με τον 'νουάρ' δίδυμό της, τον Τσάντλερ–, τον Νερβάλ και τον Σαρ.  την οικονομία και την σοβαρή ελαφρότητα του Μπόρχες. Και, κατ' ανάγκην, μόνον από μετάφραση: την ζωή που μας επιστρέφει ο Τσέχοφ, τον Ρίλκε, τον Χάινερ Μύλλερ και τον Ζέμπαλντ, την κλασσική κινεζική και ιαπωνική ποίηση. Από άλλες τέχνες: στον κινηματογράφο, τον Μπέργκμαν, τον Ταρκόφσκι και τον Κισλόφσκι για το βλέμμα και τις οργανικές μορφές που εφηύραν, τον Αντονιόνι και τον Γκοντάρ για την σύνταξη – από την φωτογραφία, τον Ρομπέρ Φρανκ και τον Γουίλλιαμ Έγκλστον για την εμπιστοσύνη τους στην τύχη, και για το σμίλεμά της σε ακριβό έργο – το σύμπαν-Μπαχ, το σύμπαν-Μότσαρτ, τον Σοπέν για την μετάπλαση της ομορφιάς σε άρτιο κτίσμα, τις συνθέσεις του Μπετόβεν για ένα ή λίγα όργανα. την τζαζ του Γκιλ Έβανς και του Μπιλλ Έβανς, για την οργάνωση του χάους. την Κάλλας και την Μπίλλι Χόλλινταιυ για τον φωτισμό της φράσης.

Ενδεχομένως να φάνηκε ήδη, πόσο η αξία ενός 'προγόνου' συναρτάται για μένα με την εργασία του πάνω στην γλώσσα (λεκτική ή άλλη), και με το χώνεμα της εργασίας αυτής μέσα στην τελική μορφή – ώστε ούτε 'φλυαρία' (λέξεων ή 'αισθημάτων') να υπάρχει, ούτε η πρόθεση της κατασκευής να υπερβαίνει το κατασκευασθέν, ή να διακρίνεται πίσω του τόσο, ώστε να κατακερματίζει την όψη του. Έτσι, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί, από τους πρεσβύτερους νυν γράφοντες, με ενδιαφέρουν πρωτίστως φωνές που άφησαν γρήγορα πίσω την 'γενιά' τους: η Πλαστήρα, π.χ., ή ο Σερέφας.

Ωστόσο, πέραν αυτών από τους οποίους (νομίζουμε ή θα επιθυμούσαμε να) μαθαίνουμε, υπάρχουν αναπόφευκτα και άλλοι, που τους θαυμάζουμε χωρίς να (είμαστε βέβαιοι ότι) είναι εφικτό να διδαχθούμε κάτι: η Ντίκινσον, φερειπείν, ή ο Τσέλαν.

Το πλάσιμο της αναγνωστικής ευαισθησίας αρχικά, και, βαθμηδόν, η μαθητεία μου ως τεχνίτη, ξεκίνησαν μεν πολύ νωρίς, εμπλουτίζονται δε διαρκώς – 'εγκαταλείποντας' παλαιά, και 'προσεταιριζόμενος' νέα, πρόσωπα ή περιοχές, όποτε νέες ανάγκες ή τυχαίες συναντήσεις μεταβάλλουν την πορεία μου ως αναγνώστη και γράφοντος. Όπως, αίφνης, τον τελευταίο χρόνο: τα στιβαρά δοκίμια του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου, η πλήρης σοφίας και χάρης πρόζα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο τόσο απρόσμενα μοντέρνος, παλαιόθεν προσφιλής, Άγρας. Ευτυχώς, η 'δημιουργία προγόνων' και η 'στρατολόγηση συνοδοιπόρων' παραμένει περιπέτεια ατέρμονη.

 

 ~

 

Ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από την συμβολή μου στο 2ο σκέλος μιας "Συζήτησης για την ποίηση τώρα", που διεξήχθη την άνοιξη του 2015 στο τ. 5 του περιοδικού "ΦΡΜΚ" μεταξύ των επτά μελών της συντακτικής του ομάδας: Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Φοίβης Γιαννίση, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Γιάννας Μπούκοβα, και Θοδωρή Χιώτη. Έλαβε την ολοκληρωμένη και τελική μορφή της στο βιβλίο: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018).

Η φωτ. μου είναι από το Sassari (Σαρδηνία), Αύγουστος 1986.

 

"żal" _ 8 ποιήματα στο "φάρμακο"




























ΚΑΝΕΙΣ ΜΑΣ


Η Μόνικα Βίττι ζει
Περιπλανιέται
σε ασπρόμαυρους διαδρόμους
σφουγγίζοντας από το μέτωπό της
με το χέρι σκέψεις
ή μ' ένα γέλιο μηδενίζοντας το βάρος τους

Ύστερα πάντα σταματάει στο γνωστό παράθυρο
τρίβοντας το μαύρο ζέρσεϋ της κοιλιάς της
στο περβάζι
Και μαζί κοιτάζουμε
να βαθαίνουν τα γκρίζα
στη γωνία του δρόμου
όπου δεν πήγε τελικά
ούτε αυτή ούτε εκείνος

*

Ένα από τα 8 ποιήματα -από το υπό έκδοση βιβλίο, Πολωνίαπου, υπό τον τίτλο ενότητας "Żal", δημοσιεύτηκαν στο τ. 5 του περιοδικού "Φάρμακο".

[φωτ.: π.ι., iii.2010, βαρσοβία - από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis/]