23.1.10

thom gunn _ επτά [ακόμα] ποιήματα



Εμπόλεμη Κατάσταση
(1954):


ΓΕΡΑΚΑΡΗΣ ΚΑΙ ΓΕΡΑΚΙ

Με νόμιζα σκληρό,
Μα τώρα ημερωμένα,
Τα φτερά μου αργούν
Να πετάξουν, να πουν
Πως σαν πετώ,
Πετώ για σένα.

Έστω κι εκεί ψηλά,
Σκλάβος σου είμαι πια:
Η αγάπη σου με τύφλωσε,
Δεν βλέπω άλλα πουλιά –
Η δική σου μιλιά
Τα μάτια μού ’δεσε.

Σαν πριν, ορμάω επάνω,
Ζυγιάζομαι, βουτώ,
Μα μόνο έχω σκοπό,
Δικόν μου να σε νοιώθω.
Πιασμένος, να σε πιάνω
Απ’ τον καρπό.

Ημέρωμα μισό,
Κι άγριο μ’ αφήνεις πάλι,
Να τρέμω μη σε χάσω.
Μα αν χάσω, σε κρατώ:
Για θήραμα αρπάζω
Τον γερακάρη.


Η Αίσθηση της Κίνησης (1957):


ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Γιατί μακρυά ν’ ατενίζουμε πάντα, και πάντα
Η επαφή μας νά ’ναι αμήχανα εγγύς και όμως λίγη;
Νά ’μαστε σαν τον Κουίντ και την περίεργη γκουβερνάντα
Χωρισμένοι από παράθυρο ή λίμνη;
Στερημένοι σαν φαντάσματα, σαν άνθρωποι, στυλώνουνε το βλέμμα,
Μετά, η σκιά τους χωρίζει. Γιατί η αναπνοή να πλέει ανάμεσα,
Να παρεμβαίνουνε οι λέξεις, λιβάδια πατημένα,
Και να χωρίζουνε τον πόθο απ’ τον ψηλό μυ του έρωτα;
’Κείνη την νύχτα νόμιζα –το απόβραδο του πύργου–
Όταν σχεδόν σε άγγιζα –τόσο φαινόσουν καθαρά–
Πως ήμουνα ο Κουίντ, πως όλα τ’ άλλα ήταν που
Σε κράταγαν μακρυά: η ώρα ή τα παιδιά.

Μα τώρα που στον κήπο τριγυρνάς κι εγώ είμαι εδώ,
Πάνω στο στήθος μου τι σφίγγω, ποιο φορτίο νεκρό;



Μώλυ (1971):


ΜΩΛΥ

Εφιάλτης: κτήνος, ρουθουνίζοντας, απ’ τον ύπνο να βγει.
Ξύπνησα. Τι πετσί κτήνους με ανάγκασε να λάβω αυτή;

Βάτραχου που μέρα νύχτα ζητάει να ζευγαρώνει,
Σκύλου που σάλια στάζει και σκυφτός σιμώνει,

Ή γάτας που όλο χάρη στο θύμα της χυμά,
Το βασανίζει ώρες, μα δεν το τρώει μετά.

Νυχτοπεταλούδας, λύκου, καρχαρία, ψύλλου, γαϊδάρου, παπαγάλου,
Ή κροκοδείλου. Πόσα ζωύφια σπρώχνονταν εντός μου, πλήθος μεγάλο.

Τούτα μοιάζουνε τρίχες, κι έχω σκληρό πετσί.
Χωρίς νύχια ή μεμβράνη: κάθε πόδι έχει οπλή.

Τι όγκος κάλυψε τη μέθοδο τελικά;
Ριγωτός σα λαρδί. Άσχημος, γκρίζος, με κρεμάμενα αυτιά.

Οι άσπρες βλεφαρίδες, μόνο σημείο ανθρώπινο.
Τα δόντια σχίζουν, σχίζουν. Ζώο με ρύγχος κόκκινο

Τα πάντα ροκανίζω, σύρμα, τσίγκο, ή ρίζα.
Αν δεν φοβόμουν, κι άνθρωπο θα καταβρόχθιζα.

Σάρκα ανθρώπου ήδη μες στη δική μου κλείνω.
Θαμμένα μες στο χοίρο, μέλη έτοιμα για κίνδυνο.

Όλο σκαλίζω. λέτε πως είναι βουλιμία
σωστό,
Αλλά έχω ανάγκη και γυρεύω ένα φυτό.

Σεις με τις ιερές μεταμορφώσεις, θεοί, οδηγείστε με όλοι,
Εκεί όπου βαθειά μες στο χορτάρι, τρεμοπαίζει το μώλυ:

Σε κάθε φύλλο, κάθε μίσχο, δροσερή ψίχα, μαγική,
Απ’ το γαλακτερό λουλούδι ώς τη ρίζα, μαύρη και διχαλωτή.

Από τούτο το παχύσαρκο μπουντρούμι, να αναρριχηθώ σε δέρμα
Και τίτλο ανθρώπινο, χώνοντας το γουρούνι πάλι μέσα.

Μες στην πρασινάδα σπρώχνω μουσούδα γκρίζα και υγρή,
Το άνθος ονειρεύομαι, που όμως ποτέ δεν έχω δει.


Jack Straw's Castle (1976):


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

Η έννοια της εμπιστοσύνης, ή,
ο κλέφτης. Πάντα
κάπου εδώ τριγύριζε,
ο “ωραίος” Τζιμ.
Σαν πασχαλιά ή
ένα συμπαθητικό κάδρο στον τοίχο.
Γαλάζια μάτια
έντονης απροσδιοριστίας
και επιμελημένη
στάση ζώου.
Ώσπου κάποια μέρα
είπε κάτι!
είπε
πως η εμπιστοσύνη είναι
συνωμοσία οικειότητας.

Τι σήμαινε
αυτό; Πάντως την επομένη
ήταν άφαντος, με όλα
τα λεφτά και το μαύρο
των ανθρώπων με τους οποίους ζούσε.

Αρχίζω
να καταλαβαίνω. Τον βλέπω
να περιέρχεται τα υπάρχοντά τους
με την άνεσή του, με
ένα ήσυχο κρυφό χαμόγελο
διαλέγοντας και παίρνοντας,
έχοντας πρώτα ανακαλύψει
και στήσει την φράση του για να
μπερδέψει
εκείνο το μήνυμα περί
περιβάλλουσας εμπιστοσύνης.

Δραπετεύει.
Τα μάτια του
είναι σχεδόν διάφανα.
Έχει φορέσει
γάντια. Παίζει
με τα ιδιωτικά όσων
ενεργούσαν σαν
να μην έπρεπε να υπάρχει ιδιωτικό.

Δέχτηκαν
το ρίσκο.
Η άγρια πασχαλιά
πνίγει τον κήπο.


Οι Δίοδοι της Χαράς (1982):


ΕΛΕΓΕΙΑ

Σχεδόν τη βλέπω τη σκηνή
Αδύνατος, ψηλός, ομορφάσκημος
η λεπτή πεινασμένη γλυκύτητα
του χαμόγελού του άφαντη
καθώς παίρνει την απόφασή του
και περπατάει πίσω απ’ τον αχυρώνα
με τις λεπτές μυτερές του μπόττες
πάνω στα φύλλα του ευκάλυπτου που τρίζουν
και φυτεύει μια σφαίρα στο κεφάλι του

Ακόμα κι ο τρόμος
ν’ αφήνεις έτσι τη ζωή
καλύτερος από τον τρόμο
να μην μπορείς να την κουμαντάρεις

Αν και μετά βίας τον γνώριζα
επαναλαμβάνω τη σκηνή ξανά και ξανά
Ήταν ευκάλυπτος το τελευταίο πράγμα που μύρισε;
Όχι ήταν το ίδιο του το αίμα
καθώς πνιγόταν

Όλο μ’ αφήνουνε
και δεν
μου λένε δεν
με ειδοποιούν ότι αυτή είναι
η τελευταία φορά που θα τους δω

καθώς όλο και λιγοστεύουν
σαν τον Ντάννυ ή
αργά αποξενώνονται

Δεν θα υπάρξει στροφή του ποταμού
όπου θα ξανασμίξουμε όλοι
σ’ ένα υπέροχο γλέντι
τα φαγητά απλωμένα
όλοι οι χαμένοι νά ’χουνε βρεθεί
όπως στο κρυφτό

Αλλόκοτη παρηγοριά
ο καλύτερος τρόπος για να
συμφωνούμε πάντα
να είναι όταν παίζουμε το ίδιο παιχνίδι
όπου όλοι πάντοτε χάνονται


ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ

Σ’ έχω βάλει στο μάτι
Πάει καιρός.
Τα φέρνεις βόλτα φαίνεται,
Δεν ξέρω πώς.
Αλλά όπως προχωρείς
Καταλαβαίνεις
Στην πόλη ο κάθε δρόμος
Τι σημαίνει.

Στο χωριό σου ροδάκινα
Όταν μάζευες
Κάθε βράδυ που ερχόταν
Χνούδι κόλλαγες
Σε πρόσωπο και χέρια,
Οικείο, αηδιαστικό,
Σαν τους δικούς σου σ’ έτρωγε
Ασφυκτικό.

Στην πόλη όμως σαν ήρθες
Λίγο αργότερα
Στη Μάρκετ Στρητ γυρνούσες
Κι ήταν χειρότερα:
Σκληρά αγόρια απ’ έξω
Στου Φλαγκ τα Υποδήματα.
Να μη δανείζεις έμαθες, και στο πετσί σου
Χτυπάς κεντήματα.

Και λίγο λίγο ανέβηκες
Στης κρέμας τον αφρό –
Από πιάτσα, μασσέρ
Στα λουτρά με ατμό.
Σπιτώθηκες για λίγο –
Μα πλάνταξες,
Σ’ την έδωσε το μπρούντζινο κρεββάτι
Κι άλλαξες.

Μετά στην Κάστρο Στρητ
Νέο κεφάλαιο
Πουλάς κομψά κοσμήματα.
Και σαν υπάλληλος
Πια στη μεσαία τάξη
Εισήλθες σόλο.
(Κανείς στην Κάστρο Στρητ
Δεν πουλά κώλο).

Κοιτάς απ’ τη βιτρίνα.
Να βλέπεις σε χαζεύω
Τους άντρες που διαβαίνουν.
Νομίζω πως μαντεύω
Κάποιαν αβεβαιότητα
Σ’ αυτή την έκφραση.
Κούκλοι και κορμάρες
Κάνουν παρέλαση.

Έφτασες ώς εδώ –
Και σε ξενίζει.
Καλύτερα θυμήσου
Τι σε στηρίζει.
Ακόμη έχει χνούδι
Το φρούτο στο κλαρί.
Η ομορφιά σου σ’ έφτιαξε.
Φρόντισέ την κι εσύ.

Αφέντης Έρωτας (2000):

ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ

Μου φεύγεις κάθε Ιούνιο
Για μήνες στη σειρά
Γαλήνη ψυχική σπουδάζεις μόνος
Ανάμεσα σε δέντρα υψηλά.
Εγώ μ’ έναν καινούργιο φίλο βγαίνω
Στην πόλη όλο το καλοκαίρι μένω
Σπίτι κυρίως μονάχος να παρατηρώ
Τα ηλιοτρόπια πώς φλέγονται στον κήπο.

Πας ανατολικά
Στους συγγενείς σου να παρασταθείς.
Κι όμως οι πρώτες στάλες της βροχής
Πίσω σε φέρνουν απ’ την εξορία:
Από μια πόρτα στο διάδρομο λιγάκι
Φαίνεσαι: γράφεις ούτε ξέρω τι,
Ολόκληρο χειμώνα, με σκυφτό κεφάλι
Στου φωτός τη δέσμη, στρογγυλή, κίτρινη.

Σε νέο καθήκον
Δεξιότητα αυτοσχεδιασμού
Το πρόσωπό σου στρέφεται – δεν του
Ζητώ παρά την παρουσία: κάτω από λευκά
Μαλλιά, τα καθαρά σου μάτια ακόμα ειλικρινή,
όπως του γάτου η ακίνητη στενή ματιά
– η πυράκτωσή της αχνογάλανη
στην κάμαρά σου τώρα πια.

Γάτος κοινωνικός:
Δίχως φασαρία και πολλά πολλά
Φύγαμε απ’ την κουζίνα όπου καθόταν,
Κι όμως ξαφνικά
Τον βρίσκουμε μαζί μας νά ’ναι ακόμα,
Τώρα εδώ, κι ας κοιτάζει πέρα σταθερά,
Με τίποτα δε μένει πίσω,
Αν κι όλη νύχτα θα ξενογυρνά.

Καθώς ξεκίνησες
Μαζί μου και τον χρόνο θα τελειώσεις.
Θ’ αγκαλιαστούμε όσο μπορούμε,
– Κι όσο πρέπει, στη γύρα ή στη δουλειά.
Δεν είναι τίποτα, ούτε θά ’ναι, λέω, δικό μου.
Κανείς δεν μπορεί να κρατήσει μια καρδιά.
Αλλ’ ό,τι από κοινού, έμπιστοι φύλακες, κρατάμε,
Όντως το κρατάμε, έστω χωριστά.




Τομ Γκανν (Thom Gunn)
Γκραίηβσεντ, Ηνωμένο Βασίλειο, 29 Αυγούστου 1929 –
Σαν Φρανσίσκο, ΗΠΑ, 25 Απριλίου 2004


Ο Γκανν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα σε ηλικία 11 ετών, ως γενέθλιο δώρο γιά την μητέρα του. Πριν εκείνη αυτοκτονήσει λίγα χρόνια αργότερα, είχε ήδη προλάβει να του εμπνεύσει την αγάπη γιά τα βιβλία. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Fighting Terms, εκδόθηκε το 1954, έναν χρόνο μετά την αποφοίτησή του από το Trinity College του Καίμπριτζ. Την ίδια χρονιά, ακολουθώντας τον διά βίου σύντροφό του, Mike Kitay, εγκαταλείπει την Αγγλία γιά τις ΗΠΑ, όπου και θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή του, διδάσκοντας σε πανεπιστήμια, ιδιαίτερα στο Berkeley, και γράφοντας ποίηση, αλλά και δοκίμια γιά την ποίηση. Ακολούθησαν άλλες επτά συλλογές, πριν την τελευταία του, Boss Cupid, το 2000. Έχοντας ξεκινήσει χρησιμοποιώντας περίτεχνα μετρικά και στροφικά σχήματα, που παραπέμπουν ακόμα και στους Άγγλους ποιητές του 16ου και του 17ου αιώνα, ο Γκανν αργότερα ανοίχτηκε στα συλλαβικά μέτρα αλλά και τον ελεύθερο στίχο - τα αξιοποίησε όλα με ασυνήθιστη γιά την εποχή τόλμη και τεχνική μαεστρία. Σε ανάλογο εύρος, τα ‘θέματα’ της ποίησής του κυμάνθηκαν από τις αναπλάσεις μύθων ή την δημιουργία νέων, μέχρι τις ‘ρεαλιστικές’ απεικονίσεις της σύγχρονής του ζωής. Γιά παράδειγμα, στην συλλογή Μώλυ (1971), η αναφορά στο ομηρικό μαγικό βοτάνι λειτουργεί ως ανάλογον των πειραματισμών, και του ίδιου του Γκανν, την δεκαετία του 1960, με το LSD – ενώ η προτελευταία του συλλογή, Ο Άντρας που Ίδρωνε τις Νύχτες (1992), περιλαμβάνει αρκετά ποιήματα γιά νεκρούς από AIDS φίλους. Άγνωστες θα παραμείνουν οι βουλές των Faber & Faber που αρχικώς τον προωθούσαν πλάι στον –ιδαίτερα ανόμοιό του– Τεντ Χιούζ – πάντως, μαζί και με τον Φίλιπ Λάρκιν, ήσαν ίσως οι πιό ενδιαφέρουσες φωνές της πρώτης σημαντικής βρετανικής γενιάς που διαφοροποιούνταν αισθητά από τον Έλιοτ και τον Ώντεν. Το 1998 εμφανίστηκαν (‘Ποίηση’, τ. 12) μεταφρασμένα στα ελληνικά 15 ποιήματά του [εννέα εκ των οποίων αναδημοσιεύονται εδώ].


[Τα πιό πάνω ποιήματα -εκτός από το αδημοσίευτο "Μώλυ"- και το σημείωμα δημοσιεύτηκαν στο 'Εντευκτήριο', τ. 86, Ιούλ.-Σεπτ. 2009, εν είδει μνημοσύνου γιά τα πέντε χρόνια από τον θάνατο του Γκανν. Το "Γερακάρης και Γεράκι" είναι ίσως το ποίημά του που περισσότερο αγαπώ - κι ένα απ΄τα πιό αγαπημένα ποιήματά μου γενικώς. Εξάλλου, πάντα με διασκέδαζε η 'αδελφική' συγγένειά του -ως προς την μορφή αλλά και την, 'ελισαβετιανής' καταγωγής, εμμονή (ή επιστροφή) σε μιά και μόνη εικόνα- με τους "Δρόμους του Σαν Φρανσίσκο", νεότερους κατά σχεδόν τριάντα χρόνια.

Στην φωτ., από αριστερά προς τα δεξιά: ο Τ.Γ., η μητέρα του, ο αδερφός του, Άντερ.]

20.1.10

1001β



[το πλήρες slideshow εδώ]

1001α



[το πλήρες slideshow εδώ]

16.1.10

οι πικροδάφνες του παπατσώνη



Θα προσπαθήσω να ερμηνέψω τα ανερμήνευτα [...] Τώρα είναι καλοκαίρι. Βαρύ κι επίμονο. [...] Αβάσταγες τραβάνε οι μέρες, δημιουργώντας την ερημιά μας. [...] Οι νύχτες όμως [...] κερδίζουν γιά μας, είτε από καλωσύνη τους, είτε τυφλά έτσι, [...] κάποια εξαφάνιση της ερημιάς. [...] Τώρα λοιπόν, στο τριπλό τούτο πλέγμα, τ' όνειρο, το θαύμα, κι εμάς, παραδομένους στον κοσμογεννητή τον ύπνο μας, γίνεται κάτι [...] σ' εκείνο το πλασμένο από άγνωστη ουσία τοπίο [... :] οι σκιές [...] χωρίς να σβήνουν το παρόν, στρίβουν τη ροή του γιά κει που πρέπει. Μας ξαναπάνε στον ανθοβολώνα, στις πικροδάφνες. [...]


Αυτό το ποίημα του Παπατσώνη, το σφιχτοπλεγμένο κι αλλόκοτο –όπως όλα τα καλά ποιήματά του– που με αναγκάζει να το διαβάσω ξανά και ξανά, διόλου διώχνοντάς με με την στρυφνότητά του, παρ’ αντιθέτως, ξαναπροσκαλώντας με να διαβώ και να σταθώ, να ξαναπεράσω κομμάτι κομμάτι, προτού επιχειρήσω να συνθέσω πλήρη την ολοένα διαφεύγουσα διαδρομή του, το συνάντησα στον πρόσφατα εκδοθέντα β' τόμο της
Ανθολογίας της Ελληνικής Ποίησης (20ος αιώνας) των Παπαγεωργίου και Χατζηβασιλείου (εκδ. Κότινος, 2009).

Στα ποιητικά άπαντά του, βρίσκεται στην 211η από τις 350 σελίδες – κι εγώ είμαι γιά την ώρα –επιστρέφω στο βιβλίο από καιρού εις καιρόν, προχωρώντας αργά, όπως προστάζει– στην 187:
Το σούρουπο, την ώρα που το σφουγγάρι / τ' ουρανού ρουφάει σιγά σιγά ό,τι ήταν φως / ... Η παράξενη εντύπωση που μου προξενεί η ποίησή του δεν έχει μεταβληθεί από την πρώτη εκείνη ‘σχολική’ συνάντηση με τους «Περιηγητές στη Λειτουργία». Και η αδυναμία μου να τελειώσω έστω μιά πρώτη ανάγνωση όλων των ποιημάτων του εντείνει την αίσθηση ανεκπλήρωτου ‘καθήκοντος’ που συνοδεύει την σταθερή επιθυμία.

Ίσως, εν μέρει, αυτές οι πικροδάφνες –αυτό το οικείο κι ανοίκειο τοπίο– να είναι των καλοκαιριών της παιδικής μου ηλικίας: στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι, άσπρες και ρόδινες, τις είχε φυτέψει η γιαγιά μου, εναλλάξ με ελιές. Συχνά μου ανέθεταν, όταν η ζέστη άρχιζε να κόβει, καθώς σκοτείνιαζε, το πότισμα: χώνομαι μέσα και κάτω από τα κλώνια τους, το νερό απ’ το χοντρό λάστιχο, ζεστό ακόμα, χτυπάει τό κοκκινόχωμα στους φαρδείς λάκκους, οι μυρωδιές ανακατώνονται: το χλώριο του καλοκαιρινού νερού, ο πηλός, η πίκρα των φύλλων, το λίγωμα των λουλουδιών.

Κι είναι κι ο ύπνος, βέβαια.



[Tο κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην 'Kαθημερινή', 9.i.2010. Φωτ.: Π.Ι., viii.09.]

2.1.10

0912α



[το πλήρες slideshow εδώ]

0912β



[το πλήρες slideshow εδώ]

1.1.10

καλή αποκοπή / καλή χρονιά




γιά όλους τους νέους φίλους και φίλες της χρονιάς που τέλειωσε


Θα προσπαθήσω να ερμηνέψω τα ανερμήνευτα,
να βάλω σε κατάταξη τ΄ακατάταχτα πράγματα,
αναμιγνύοντας στοιχεία της φύσης με στοιχεία,
που, ενώ ξέρω πως υπάρχουν, είναι όμως φανερό
πως δεν ανήκουν στη φύση, δεν είναι βαλμένα
στην εξουσία μας. Τώρα είναι καλοκαίρι. Βαρύ
κι επίμονο. Ιούλιος μήνας, τραβάμε γιά τον Αύγουστο,
Ιούλιο κι Αύγουστο καμπίσιο, στην Αττική.
Αβάσταγες τραβάνε οι μέρες, δημιουργώντας
την ερημιά μας. Και τέτοιες μέρες προετοιμάζουν
τις ανάλογες νύχτες. Οι νύχτες όμως, αποσπασμένους
απ' τις φριχτές μέριμνες καθώς βάλνονται
να μας τοποθετούν (όποτε το μπορέσουν), κερδίζουν
γιά μας, είτε από καλωσύνη τους, είτε τυφλά
έτσι, με το άπλωμα των άστρων τους, με τις φάσεις
του φεγγαριού, με τις σκιές που περιπλανιώνται,
κάποια εξαφάνιση της ερημιάς. Σιμώνουν
με τις μύτες των ποδιών, μη μας διαλύσουν
ό,τι άρχισε το διάστημα γύρα μας να συνθέτει,
και, συχνά, δεν είναι απίθανο, αρκετά πίσω τους,
αθόρυβα, αλλά διόλου φοβισμένα, να μπαίνει σ' ενέργεια
γιά μας, σε πίδακα ιριδένιο, το θαύμα. Τώρα λοιπόν,
στο τριπλό τούτο πλέγμα, τ' όνειρο, το θαύμα,
κι εμάς, παραδομένους στον κοσμογεννητή
τον ύπνο μας, γίνεται κάτι με τα μαγικά
της ξαφνικιάς αύρας, που, άγνωστο πώς, η νύχτα
την φυσάει και μας ανεμίζει, γίνεται κάτι,
που ασφαλώς δεν είναι στο χέρι της εξουσίας μας:
εκείνη δα την ακριβή στιγμή, σ' εκείνο το
πλασμένο από άγνωστη ουσία τοπίο,
ξαφνικά κι όλως διόλου απροετοίμαστα,
παραμερίζει στα κουφώματα το σκοτάδι αφήνοντας
εδώ κι εκεί τους ίσκιους του, κουρελιασμένα τόπια
σάβανα σκόρπια στα βήματά μας, μίτους Αριάδνης
που απατούνε, δεν οδηγούνε, δρόμοι θανάτων,
τις άγρυπνες ώρες, πριν από την αυγή, που ξεκινάει,
ακυβέρνητο φάντασμα, ο άνθρωπος, τρελός Αντιλάζαρος,
επιθυμώντας να μην ξαναϊδεί καινούργια μέρα
κι ό,τι είναι να γίνει, να γίνει πιά, τελειωτικά.
Αλλά γίνεται τούτο: με πρόθεση εναντία, όλο φως,
κι ορθάνοιχτη αγκαλιά τον ανταμώνουν οι καλόβολες
οι σκιές, οι συμπονετικές οι σκιές, με τη σοφή τους
τη μέθοδο, με τη μυθολογία των λουλουδιών τους,
με προβολές χρωμάτων, δένουν με τις κλωστές τους
τα μελλούμενα με ό,τι ωραίο κρύβουν οι μνήμες,
διαλέγουν ώρες και στιγμές που μπλέκονται:
χρονολογίες, και, με καμώματα ανεξιχνίαστα,
χωρίς να σβήνουν το παρόν, στρίβουν τη ροή του
γιά κει που πρέπει. Μας ξαναπάνε στον ανθοβολώνα,
στις πικροδάφνες. Χωρίς νάναι τα κλαριά τους
ξεραμένα, έχουνε πάρει τη σοβαρότητα της δίκαιας κρίσης,
σαν τα κατατρεγμένα γεγονότα του παρελθόντος,
πλάι σε σπινθήρα της φωτιάς, που περιορίζονται
διόλου ασφυχτικά στο ίδιο σχήμα. Τόσο μόνο
ασφυχτικά. Μιά ζωή, μιά πνοή, μιά δόξα.
Μόνο που ανθίζουν από δυό καταφάσεις.



Αυτό το ποίημα, οι Πικροδάφνες του Τάκη Παπατσώνη [1], με ξεμυάλισε καθώς εξέπνεε το 2009. Και δίπλα του σύντομα στάθηκε, παράδοξα μα ολωσδιόλου σωστά, αυτό το απόσπασμα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε [2]:


Όσο ζω, μου φαίνεται ολοένα και πιό απαραίτητο να αντέξω, να καταγράψω μέχρι τέλους όλα όσα υπαγορεύει το γεγονός της ύπαρξης μου - διότι μπορεί η μικρή εκείνη, η δυσδιάκριτη λέξη, μέσω της οποίας όλα όσα με κόπο μάθαμε και δεν κατανοήσαμε, μεταστρέφονται εντέλει προς ένα εξάισιο νόημα, να μην περιλαμβάνεται παρά στην τελευταία πρόταση.


Καλή χρονιά!



[1] απαντημένο στον β' τόμο της Ανθολογίας της Ελληνικής Ποίησης (20ος αιώνας), επιμ. & ανθολ. Κ. Παπαγεωργίου & Β. Χατζηβασιλείου, εκδ. Κότινος, 2009.
[2] Οδηγός του ποιητή γιά τη ζωή – Η σοφία του Ρίλκε, επιμ. Ούλριχ Μπερ, μτφρ. Αλεξάνδρα Νικολακοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2009.


[φωτ.: π.ι., xii.2009]